Ψηφισμα για τους αναπληρωτες μεσω ΕΣΠΑ

ΨΗΦΙΣΜΑ

Αναπληρωτές μέσω ΕΣΠΑ
Οι ελαστικές μορφές εργασίας διευρύνονται και στην εκπαίδευση. Εκτός από αναπληρωτές και ωρομίσθιους, φέτος η κυβέρνηση δημιούργησε και 1800 αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι οποίοι δεν προσλαμβάνονται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού αλλά μέσω του κοινοτικού προγράμματος ΕΣΠΑ, Δ’ ΚΠΣ (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007 – 2013, Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης).

Σύμφωνα με αυτό:
Πρώτον: Όχι μόνο δεν καταργείται η ωρομισθία, αλλά με τη σύμβαση που καλούνται να υπογράψουν 2 μήνες μετά την πρόσληψή τους, οι συνάδελφοι αυτοί θα είναι ημερομίσθιοι και δεν θα  αμείβονται τις ημέρες αργίας.

Δεύτερον: H πληρωμή των συναδέλφων είναι εξαιρετικά αβέβαιη. Στα 3 χρόνια (που υπάρχει το ΕΣΠΑ) έχουν εκταμιευτεί μόλις 3,5 δις από τα 26,2 δις όλου του προγράμματος. Το 2010 έχουν παγώσει οι περισσότερες εκταμιεύσεις, γιατί το ελληνικό κράτος δεν έχει συμπληρώσει τη δική του συμμετοχή (που είναι 20% με 30%). Το υπουργείο παιδείας μάλιστα έρχεται τελευταίο στην απορρόφηση. Η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην αναθεώρηση του ΕΣΠΑ, το 2011 (λόγω ακριβώς  των προβλημάτων απορροφητικότητας). Οπως συμβαίνει πάντα, η αναθεώρηση αυτή θα γίνει εις βάρος των εργαζόμενων.

Τρίτον: Οι δράσεις μέσω ΕΣΠΑ απαιτούν την εξωτερική αξιολόγηση των έργων. Έτσι, χωρίς να γίνει αντιληπτό από την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, οι συνάδελφοί μας θα αξιολογηθούν και υπάρχει κίνδυνος να βρεθούμε προ τετελεσμένων, παρά τους αγώνες που έχουν δοθεί για το θέμα της αξιολόγησης.

Τέταρτον: Το σημαντικότερο είναι η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων που επιχειρείται στο δημόσιο σχολείο, ο μετασχηματισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε “Πράξη – Έργο” τα οποία ανατίθενται εργολαβικά. Γιατί σύμφωνα με την ουσία του ΕΣΠΑ οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται ως εργολάβοι έργου.
Το τι μπορεί να σημαίνει αυτό, σκόπιμα η σύμβαση δεν αναφέρει τίποτα. Θα μετράνε τα μόρια για το μόνιμο διορισμό και πόσα θα είναι; Θα απολυθούν με τη λήξη της σχολικής χρονιάς ή με τη λήξη του έργου; Αν προκύψουν ώρες έχουν τη δυνατότητα να γίνουν αναπληρωτές πλήρους απασχόλησης;  Η  ασφαλιστική τους κάλυψη είναι όπως των υπολοίπων των αναπληρωτών;
Μπορούμε να μαντέψουμε τις απαντήσεις αφού η κυβερνητική πρακτική δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια ώστε να μαντέψουμε λάθος.

Πρέπει με κάθε τρόπο να μπλοκαριστεί αυτή η εξουσιαστική αλαζονεία που αντιμετωπίζει όλους τους τομείς του δημόσιου-κοινωνικού με τους όρους του κεφαλαίου.
Απαιτούμε
Να σταματήσουν οι προσλήψεις εκπαιδευτικών μέσω ΕΣΠΑ
Να μετατραπούν τώρα οι όποιες συμβάσεις μέσω ΕΣΠΑ σε συμβάσεις μέσω προϋπολογισμού.
Να καταργηθεί ο άθλιος θεσμός των ωρομίσθιων

Πρωτοβουλία για την αυτοοργάνωση  στην εκπαίδευση

Οκτώβριος 2010

Απολογισμός – προοπτικές του νέου κινήματος

Όταν έγιναν οι πρώτες περικοπές μισθών στο δημόσιο (Μάρτης 2010), οι περισσότεροι  προβλέπαμε ότι το εργατικό κίνημα θα υπερασπιστεί μαζικά τα κεκτημένα. Όμως, οι  απεργίες και διαδηλώσεις που έγιναν, δεν μπορούν να θεωρηθούν μαζικές αντιδράσεις που αντιστοιχούν στο μέγεθος της επίθεσης. Aν δεν υπήρχε η 5η Μάη, θα λέγαμε ότι το κίνημα έχει ηττηθεί κατά κράτος. Η 5η Μάη ήταν το κορυφαίο γεγονός και η πιο μαζική και μαχητική διαδήλωση απ’ όσες έχουν πραγματοποιηθεί τους τελευταίους μήνες. Όσοι συμετείχαν, θα τη θυμούνται όχι μόνο για τη Μarfin, αλλά κυρίως για την απόπειρα χιλιάδων διαδηλωτών να εισβάλουν στη Βουλή. Μετά την 5η Μάη όμως ακολούθησε μία μάλλον απρόβλεπτη κάμψη. Κάθε μέρα βλέπουμε ότι δεν υπάρχει αγώνας που να μη σπάει. Ακόμα και τα φερέφωνα των τηλεοπτικών καναλιών έχουν απορήσει.

Οι αιτίες της κάμψης των κινητοποιήσεων

Θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε συνοπτικά τις αιτίες της αμηχανίας και του μουδιάσματος που φαίνεται να επικρατούν μετά την 5η Μάη, χωρίς να ξεχνάμε ότι πολύ συχνά στην ιστορία, μόλις εκδηλώνεται μία πολύ μεγάλη επίθεση του κεφαλαίου, επικρατεί ένα (προσωρινό) μούδιασμα και μία αμηχανία μέσα στις γραμμές του προλεταριάτου. Αλλά αυτό συμβαίνει στην αρχή. Ήδη βλέπουμε μέσα στον Οκτώβριο τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Οι απεργίες, οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις  αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Αλλά είναι διάσπαρτες και ασυντόνιστες. Ναυτεργάτες, μεταλλεργάτες, συμβασιούχοι ΥΠΠΟ, εργάτες γης στην Ηλεία, εργατοϋπάλληλοι στην Κόρινθο, βιβλιοϋπάλληλοι, εργαζόμενοι στα Ναυπηγεία, στους ΟΤΑ, στην Banquet, στα «Ελληνικά Γράμματα», στο Μετρό, στην ΕΘΕΛ, στον ΟΣΕ, στη ΔΕΗ, μαθητές και φοιτητές έχουν βρεθεί το τελευταίο διάστημα στους δρόμους του αγώνα, αλλά μεμονωμένα και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

· Πρώτα- πρώτα  το  γεγονός των  3  νεκρών  της Μarfin της 5ης Μάη καθήλωσε προς στιγμή τη διάδοση και διάχυση των συγκρουσιακών διαθέσεων και προκάλεσε ένα ξαφνικό πάγωμα. Αν  δεν υπήρχε το γεγονός των 3 νεκρών, οι κινητοποιήσεις θα κλιμακώνονταν και θα διαρκούσαν  πολλές ώρες και ίσως μερικά 24ωρα. Από πολλές πλευρές ακουγόταν ότι η ηγεσία της ΓΣΣΕ πιεσμένη από το μαζικό κίνημα δε θα μπορούσε ν’ αποφύγει την παράταση της απεργίας. Η  ιστορία του εργατικού κινήματος δείχνει ότι η δυναμική μίας μαζικής κινητοποίησης και οι απρόβλεπτες διαστάσεις που ενδεχομένως μπορεί να πάρει, καθορίζονται μέσα σε λίγες ώρες  από πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Ένα γεγονός μπορεί να πυροδοτήσει μαζικό ξέσπασμα, αλλά αντίστοιχα ένα άλλο μπορεί να προκαλέσει αφοπλιστική αμηχανία.

·  Με την τρομοκρατία του «Δημόσιου χρέους» και την απειλή της «οικονομικής κατάρρευσης του κράτους» κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ΕΕ και ΜΜΕ καλλιέργησαν έναν υπόκωφο κοινωνικό φόβο και προκάλεσαν ένα γενικευμένο σοκ. Μεθόδευσαν την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης της ΕΕ και στο ΔΝΤ. Με ευτελή πατριωτικά κηρύγματα επί μήνες δαιμονοποιούσαν κάθε εργατική κινητοποίηση ως υπονόμευση της δήθεν πανεθνικής προσπάθειας για οικονομική ανάκαμψη. Πέτυχαν, έτσι, να επιβάλουν στον πληθυσμό ένα παραλυτικό αίσθημα απέναντι στις  δυνάμεις που τον απειλούν. Επικράτησε σε μεγάλο βαθμό ο φόβος  όχι  μόνο για τα κεκτημένα, αλλά για την επερχόμενη γενική καταστροφή και το χάος που θα ακολουθήσουν, αν το τραπεζικό σύστημα και το κράτος κηρύξουν… «πτώχευση». Η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων  και του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας έγινε εν μέρει αποδεκτή ως το μοναδικό ανάχωμα προς το επερχόμενο χάος. Ας θυμηθούμε τον Ραούλ Βάνεγκεμ: «Δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο που δε γαντζώνεται απ’ αυτό τον κόσμο σαν να είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει». H επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου δε γίνεται σε μεμονωμένους εργασιακούς χώρους και στον άμεσο μισθό μόνο. Πρόκειται για μια συνολική επίθεση στον έμμεσο, κοινωνικό μισθό, στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, δηλαδή στους τομείς εκείνους που αναπαράγεται το εμπόρευμα εργατική δύναμη (εκπαίδευση, υγεία, μεταφορές, κοινωνική ασφάλιση). Με το φόβητρο της «κρίσης του χρέους» και τη «χρεοκοπία», το κράτος επιδιώκει την απόσπαση όλο και περισσότερης εργασίας με όλο και λιγότερες παροχές μειώνοντας δραστικά τις κοινωνικές δαπάνες και μετακυλίοντας όλο και περισσότερο το κόστος αναπαραγωγής μας σε μας τους ίδιους.

· Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του κινήματος είναι ο διαχωρισμός των προλετάριων. Η νέα λεηλασία των εργασιακών δικαιωμάτων και του εισοδήματος που επιβάλλει το κεφάλαιο δεν ενοποιεί τους προλετάριους, αλλά αντίθετα αναπαράγει και ενισχύει τους διαχωρισμούς μέσα στις γραμμές τους. Το πάγωμα και η μείωση των μισθών στο δημόσιο συνοδεύεται από τη συμπίεση των μισθών και την κατάργηση των συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Τα επιδόματα ανεργίας περιορίζονται δραστικά και απειλούνται με πλήρη κατάργηση. Η ψαλίδα μεταξύ των δήθεν «προνομιούχων» δημοσίων υπαλλήλων, των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, των μισοαπασχολούμενων και των ανέργων παραμένει και ενισχύεται. Δεν πιέζονται μόνο οι δήθεν «προνομιούχοι», έτσι ώστε να εξομοιωθούν με τους κατώτερα αμειβόμενους. Πιέζονται όλοι προς τα κάτω. Επίσης, οι διαχωρισμοί  ενισχύονται μέσω του εντεινόμενου κατακερματισμού των εργασιακών σχέσεων σε κάθε χώρο δουλειάς. Οι διαφορές παλιών-νέων-νεότερων επιδεινώνονται. Οι νεότεροι είναι ελαστικά εργαζόμενοι μισοαπασχολούμενοι, προσωρινοί ή ακόμα και άμισθοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί μέσω ΕΣΠΑ.

· Ένα μεγάλο μέρος μισθωτών έγινε τα τελευταία 15 χρόνια αποδέκτης τραπεζικών δανείων πάσης φύσεως  και παγιδεύτηκε έτσι σε ένα διαρκές τρέξιμο για να καλύψει την εκάστοτε δόση. Όμως η θηλειά των δανείων υπήρχε και όταν ξέσπασε η πολυήμερη απεργία στην εκπαίδευση για τα 1400 ευρώ, δηλ. πριν 4 χρόνια. Τότε όμως υπήρχαν προσδοκίες για ουσιαστική βελτίωση του εισοδήματος. Τώρα αυτή η προσδοκία έχει εξαφανισθεί γιατί οι μισθωτοί, χρήστες της  τραπεζικής πίστωσης, υπέκυψαν στην καπιταλιστική προπαγάνδα και εσωτερίκευσαν τις ενοχές  για το χρέος. Στην περίοδο της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφάλαιου (που διανύουμε), οι καπιταλιστές, μέσω της πολιτικής του δημόσιου χρέους, επινοούν άλλους τρόπους έντασης της εκμετάλλευσης. Ενώ σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός, σε περιόδους κρίσης αυξάνεται ο δημόσιος, άρα το «χρέος». Η επένδυση σε κρατικά ομόλογα εξασφαλίζει σίγουρα κέρδη που αποσπώνται από τη φορολόγηση των μισθωτών. Επομένως, το δημόσιο χρέος είναι βοήθεια προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και πρέπει να συνυπολογίζεται στα κέρδη του. Είναι μοχλός συσσώρευσης κεφαλαίου με μορφή τόκων. Είναι όμως ταυτόχρονα και μοχλός ταξικής τρομοκρατίας και πειθάρχησης. Γιατί μέσω του δημόσιου χρέους οι κυβερνήσεις επιχειρούν να νομιμοποιήσουν τις μειώσεις του άμεσου και έμμεσου μισθού και να χαλιναγωγήσουν τις ταξικές συγκρούσεις και τις προλεταριακές επιθυμίες και προσδοκίες.

· Ίσως  ένας  ακόμα παράγοντας  της  κάμψης του κινήματος  είναι  μία  «λανθασμένη εκτίμηση» που επικράτησε στους συνδικαλιστές της βάσης. Όταν δημοσιοποιήθηκε το πρόγραμμα σταθερότητας, οι αγωνιστές συνδικαλιστές της βάσης ανήγγειλαν μια μακρά περίοδο αγώνων, ενώ η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να τα σαρώσει όλα με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτή η «λανθασμένη εκτίμηση» έχει φυσικά βαθύτερες ρίζες. Οφείλεται στον κομφορμισμό των συνδικαλιστών της βάσης. Βολεύονται με τη συνηθισμένη ρουτινιάρικη δουλειά μέσα στους εργαζόμενους (ζύμωση, κλαδικές απεργίες, αφίσες, προκηρύξεις, εκλογές στα σωματεία…) και  δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι αυτά τα εργαλεία έχουν πια πολύ μικρή αποτελεσματικότητα. Οι εργαζόμενοι από την άλλη, τροφοδοτούν τον κομφορμισμό των αγωνιστών συνδικαλιστών  λόγω της πιεστικής καθημερινότητας που τους παγιδεύει. Αφήνουν  τους «ειδικούς», τους «έμπειρους», τους «αγωνιστές» να οργανώσουν την αντίσταση και  αφοσιώνονται στα ιδιωτικά τους προβλήματα. Επί πλέον, καταφεύγουν συχνά σε ατομικές «λύσεις», τροφοδοτώντας το παλιό γνωστό σύστημα πελατειακών κομματικοσυνδικαλιστικών  σχέσεων.

· Αφήνουμε για το τέλος την απόδοση ευθυνών στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ας  θυμηθούμε τι έγινε το 2001 με τις 24ωρες απεργίες για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο του Γιαννίτση. Ο πρωτογενής απεργιακός αναβρασμός που εκδηλώθηκε τότε ξεπέρασε κάθε  πρόβλεψη και ανάγκασε την κυβέρνηση σε αναδίπλωση. Κι όμως, ήταν μόνο δύο 24ωρες απεργίες της ΓΣΕΕ χωρίς καμία προετοιμασία, χωρίς απεργιακές φρουρές, χωρίς διαδικασίες βάσης, χωρίς επαναστατικές διεκδικήσεις, χωρίς αντισυμβατικές  μορφές οργάνωσης και πάλης. Φυσικά η απροθυμία των συνδικαλιστών ηγετών να οργανώσουν με διαδικασίες βάσης και απεργιακές επιτροπές τις 8 φετεινές επαναλαμβόμενες 24ωρες απεργίες, που αποφάσισαν μέσα στα γραφεία τους, υπονόμευσαν (όπως πάντα) την επιτυχία των απεργιών αυτών. Αλλά η (προσωρινή) κάμψη που παρουσιάζει το κίνημα δε σχετίζεται κυρίως με αυτή την υπονομευτική  απροθυμία της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Σχετίζεται μάλλον με το γεγονός ότι η συστημική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με συνδικαλιστικούς όρους.

Τα όρια του συνδικαλισμού

Οι συνδικαλιστικοί αγώνες, επιδιώκουν να βελτιώσουν τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης εντός της καπιταλιστικής σχέσης. Οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις γίνονται αυτοσκοπός αντί να προωθούν τη συνολική σύγκρουση τάξης ενάντια σε τάξη. Οι διαπραγματεύσεις των συνδικάτων με τους εργοδότες και το κράτος αναπαράγουν τους διαχωρισμούς μέσα στις γραμμές των εργαζομένων, μισοαπασχολούμενων, ανέργων και συντηρούν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε ότι στη μέχρι σήμερα ιστορική φάση του καπιταλισμού, οι συνδικαλιστικοί αγώνες κατάφεραν να αποσπάσουν βελτιώσεις του μισθού, της σύνταξης και των κοινωνικών παροχών. Παρά τα εμπόδια που έβαζε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η ταξική πάλη πέτυχε μία σημαντική βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η εμφάνιση όμως της νέας βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης καταστρέφει την υπάρχουσα ισορροπία. Η νέα λεηλασία των εργασιακών δικαιωμάτων και του εισοδήματος που επιχειρεί το κεφάλαιο (από την αρχή του 2010) διαλύουν την υπάρχουσα ταξική συνθήκη και απονομιμοποιούν τους θεσμούς στο σύνολό τους. Τα υπάρχοντα συνδικάτα αποδεικνύονται προς το παρόν ανίκανα να υπερασπίσουν το μισθό και τη σύνταξη. Η κρίση του καπιταλισμού συνοδεύεται από κρίση του συνδικαλισμού όσο κι αν η κοινωνική αδράνεια και οι σχέσεις πολιτικής πελατείας εμποδίζουν την ανάδυση αυτόνομων μορφών αγώνα.

Και τώρα;

Το επίμαχο ζήτημα που τίθεται είναι να βρεθούν οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να γεννηθούν οι νέες αντισυμβατικές μορφές ταξικής πάλης. Αυτές μπορεί να είναι από παραδειγματική μαχητική περιφρούρηση μίας απεργίας, μέχρι καταλήψεις γραφείων διοίκησης, δημόσιων υπηρεσιών, σχολείων, αλλά και έφοδοι σε πολυκαταστήματα και σε super market… Μπορεί να είναι όμως και κατάληψη-περιφρούρηση μίας επιχείρησης που «πτωχεύει» για να μην εκποιήσουν οι πιστωτές της τα περιουσιακά στοιχεία. Τέτοιες παραδειγματικές καταλήψεις μπορεί να συνοδεύονται και από νέες αντισυμβατικές πρακτικές όπως το “bossnapping”, δηλαδή τη «φυλάκιση» του αφεντικού μέσα στο γραφείο του. Μπορεί να είναι μία μορφή λευκής απεργίας. Μπορεί ακόμα να είναι και «κοινωνικοποίηση» της επιχείρησης, δηλαδή λειτουργική κατάληψη από τους απολυμένους εργάτες με τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας. Τέτοια παραδείγματα είχαμε αρκετά στην κρίση της Αργεντινής.

Ας μιλήσουμε για τα νέα που έρχονται

Πρώτα-πρώτα πρέπει να μιλήσουμε για την επιτακτική ανάγκη να αρχίσουν να οργανώνονται δράσεις χωρίς συνδικαλιστική ή κομματική κάλυψη. Αυτό δε σημαίνει ότι προτρέπουμε τους εργάτες να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντα γραφειοκρατικοποιημένα συνδικάτα, αλλά ότι ενθαρρύνουμε κάθε πράξη ή δράση που δεν περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια των θεσμοθετημένων συνδικαλιστικών πλαισίων. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι το σύνθημα που πρέπει να κυριαρχήσει δεν είναι «Nα συσπειρωθούμε στα σωματεία μας», αλλά «Να οργανώσουμε επιτροπές αγώνα, παραδειγματικές δράσεις, καταλήψεις, απαλλοτριώσεις, συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές».

Δεύτερον, πρέπει να παραδεχτούμε ότι μάλλον οι δράσεις αυτές θα γεννηθούν αποκεντρωμένα. Δε θα είναι ένα σχέδιο κάποιων «γνωστών αγωνιστών της βάσης» ή γενικά κάποιων «ενεργών συνδικαλιστικά ή πολιτικά». Οι άνθρωποι καταφεύγουν σε νέες μορφές οργάνωσης και πάλης, όταν δεν έχουν άλλο δρόμο.

Τρίτον, οι δράσεις αυτές μπορούν να γεννηθούν μάλλον πάνω στη βάση της άμεσης σχέσης των ανθρώπων και όχι με συζητήσεις και ψηφοφορίες στις τακτικές γενικές συνελεύσεις των γραφειοκρατικοποιημένων συνδικάτων ή στα γραφεία των κομμάτων, των οργανώσεων ή των συνδικαλιστικών παρατάξεων. Θα είναι καρπός της κοινής διάθεσης των οργισμένων εργατών, ανέργων, φοιτητών, κατοίκων της γειτονιάς να προχωρήσουν σε συγκεκριμένη δράση.

Τέταρτον και σπουδαιότερο: καθώς η επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου γίνεται συνολικά στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, οι νέες αντισυμβατικές αμεσολάβητες δράσεις, που περιγράψαμε πιο πάνω, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην κατάργηση των διαχωρισμών μεταξύ των προλετάριων. Γιατί θα προσπερνούν τα ιδιαίτερα κλαδικά αιτήματα και θα ενώνουν τους εργαζόμενους πάνω στη βάση της κοινής αντιμετώπισης του κοινού εχθρού. Καθώς θα ξεφεύγουν από το ασφυκτικό πλαίσιο των εργασιακών χώρων και θα διαχέονται στο πεδίο του κοινωνικού εργοστασίου, στο χώρο της κοινωνικής αναπαραγωγής, οι αγώνες αυτοί θα κυκλοφορούν βρίσκοντας το περιεχόμενό τους στη συλλογική αντεπίθεση ενάντια στη δραστική υποτίμηση της ζωής μας συνολικά.

Πρωτοβουλία για την αυτοοργάνωση  στην εκπαίδευση

Οκτώβριος 2010

ekpaideysi.espivblogs.net/

Ο άλλος εκπαιδευτικός

Ο άλλος εκπαιδευτικός

(ψυχοδυναμική προσέγγιση)

Ο άλλος εκπαιδευτικός δρα σε απαγορευμένο έδαφος. Οι δομές, αν και διαβρώνονται, δεν καταλύονται, γεγονός που καθιστά τον αγώνα πολυμέτωπο και ιδιαίτερα σκληρό, όχι μόνο στις εξωτερικές κοινωνικές του διαστάσεις, αλλά και στις πολλαπλές εσωτερικευμένες εκφάνσεις του. Μέσα από μια συνεχή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο επίπεδο και τη διάρθρωση των δύο αυτών επιπέδων με την κοινωνική πραγματικότητα, μέσα απο τον προσδιορισμό και τον επαναπροσδιορισμό του επιτρεπτού και του απαγορευμένου, ο άλλος εκπαιδευτικός τείνει διαρκώς να διευρύνει τα όρια. Οι στρατηγικές και οι ελιγμοί που χρησιμοποιεί στοχεύουν στη διατήρηση κάποιων ισορροπιών, ενώ ο θεμελιώδης διαχωρισμός επιτρεπτού – απαγορευμένου παραμένει σταθερός σε όλες. Η διαρκώς διακοπτόμενη πορεία του, οι μαιανδρικές κινήσεις του εντός και εκτός της σχολικής αίθουσας, βάζουν σε πειρασμό τον εξωτερικό παρατηρητή να τις αποτιμήσει ως ελλιπείς, ασταθείς, επιπόλαιες. «Κάθε φορά αρχίζει κάτι διαφορετικό»… Αν όμως εξετάσουμε το θέμα στη διαχρονικότητα της διήγησης βρισκόμαστε εμπρός σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Μια εικόνα που αφήνει να διαφαίνονται οι εσωτερικές συνάφειες των πράξεων. Πράξη προς πράξη, κίνηση προς κίνηση η δεσπόζουσα τάση της τοποθέτησής του εντός της παιδευτικής διαδικασίας αποσαφηνίζεται.

Οι πιέσεις που ακολουθούν(τόσο στην εσωτερικευμένη τους διάσταση όσο και στην εξωτερική τους έκφραση), απαιτούν συρρίκνωση σε ορισμένα μέτωπα και συγκέντρωση των δυνάμεων σε ορισμένα άλλα. Επιπλέον γίνεται καταφυγή στο μηχανισμό της ανταλλαγής. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί με διάφορους τρόπους, άλλοτε συγχρονικά και άλλοτε σε διαδοχικές φάσεις, πάντοτε όμως χαρακτηρίζεται από μια μετακίνηση ψυχικών επενδύσεων μεταξύ απαγορευμένων και επιτρεπτών χώρων (αυτή ακριβώς η δυνατότητα μετακίνησης των ψυχικών επενδύσεων, η δυνατότητα της ελεύθερης ροής τους και η αποφυγή της καθήλωσης- της ισχυρής προσκόλλησης σε κάποιο Αντικείμενο- αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της ενδεχομενικής, ανοδικής πορείας). Πάντως, ο τρόπος που βιώνονται αυτές οι πολυάριθμες αλλαγές κατεύθυνσης παραμένει κατά βάση τραυματικός. Η απογοήτευση από την αίσθηση της ανολοκλήρωτης προσπάθειας αφήνει μια πικρή γεύση που οι ευστοχίες σε άλλους «χώρους επιλογής» δεν αρκούν για να την απαλείψουν. Παραμένει θεμελιακή η αίσθηση της αποστέρησης ή και, ακόμα χειρότερα, μια δραματικά μειωμένη αυτοεκτίμηση. Γιατί, ακόμα και αν έχει συνείδηση των εσωτερικών αναστολών και των εξωτερικών εμποδίων που ανακόπτουν το εκάστοτε εγχείρημά του (μείζονος ή ελάσσονος σπουδαιότητας), συχνά αγνοεί τις σημαντικότερες διαστάσεις τους. Αγνοεί αφενός την πολιτική διάσταση του προσωπικού βιώματος και αποτιμά τα οποιαδήποτε επιτεύγματά του με βάση τα αγοραία «αντικειμενικά» κριτήρια, έτσι όπως τα έχει ορίσει η κεφαλαιοκρατική κοινωνία, ανάγοντας σε προσωπική ανεπάρκεια την όποια αστοχία. Αφετέρου, αγνοεί τη δύναμη των εσωτερικευμένων επιταγών και τους μηχανισμούς ανταλλαγής που χρησιμοποιεί για να τις παρακάμψει. Έτσι, ενώ σε ένα επίπεδο είναι σε θέση να χειριστεί και να αναλύσει με πολιτικούς όρους τα συμβάντα που συσσωρεύονται καθημερινά, σε ένα άλλο επίπεδο αδυνατεί να αξιολογήσει έγκυρα το κομμάτι της προσωπικής του ευθύνης με αποτέλεσμα το σχηματισμό ασυνείδητων αισθημάτων ενοχής.

Ο υπερθεματισμός της προσωπικής ευθύνης δεν είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς γνώσης, ούτε απλά αυστηρής αυτοκριτικής, αλλά έκφραση των μηχανισμών ελέγχου που δρουν υπόγεια, αποθαρρύνοντας τις παραβάσεις. Το δρων υποκείμενο δε συνειδητοποιεί τους μηχανισμούς της ανταλλαγής που το ίδιο ενεργοποιεί και που με θαυμαστή ακρίβεια, μέσα από τις συμπληγάδες των απαγορεύσεων, πετυχαίνουν καινούριες ισορροπίες οι οποίες επιτρέπουν κάθε φορά το σχετικό προχώρημα σε ορισμένους τομείς. Κάθε πράξη που υπερβαίνει τα όρια της κοινωνικής θέσης του ανθρώπινου φορέα της λειτουργεί προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης και είναι διεύρυνση, έστω και αν ο ίδιος ο πράττων αγνοεί την πολιτική σημασία της. Ωστόσο, η τεθλασμένη οδός που ακολουθεί του δίνει την αίσθηση της αποτυχίας, ακριβώς γιατί ο ίδιος αγνοεί τις τεράστιες εσωτερικές δυνάμεις που χρειάστηκε ν’ αναπτύξει ενάντια στις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.

Με το κενό συνειδητοποίησης, που αφορά την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία είναι στρατευμένος, ο άλλος εκπαιδευτικός διαιωνίζει το φαύλο κύκλο της αποθάρρυνσης και γίνεται πάλι αντικείμενο ενσωμάτωσης από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Όμως η επιρροή της στράτευσης αποδεικνύεται καταλυτική ως προς την ενεργοποίηση των απωθημένων επιθυμιών. Υπάρχει η αίσθηση της ανυπόφορης αποστέρησης της προσωπικής πραγμάτωσης, η αίσθηση του ανικανοποίητου μαζί με τα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις που γίνονται όλο και πιο αποπνικτικά, παρόλο που ο ίδιος δεν έχει πλήρη επίγνωση. Όμως κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο αποτιμά διαφορετικά τα συμβάντα, και ενδεχομένως, σταδιακά, να διακρίνει ως αιτία της διάχυτης δυσφορίας την αναγκαστική υποχώρηση στις θέσεις του παραδοσιακού κοινωνικού ρόλου, συχνά συγκαλυμένου από την επίφαση της προοδευτικότητας. Το κλίμα που μεταδίδει η μαρτυρία είναι βαρύ…Πράγματι, η φαινομενικά μεγαλύτερη επιτρεπτικότητα και οι «προοδευτικές αντιλήψεις» τον παγιδεύουν σε μια πραγματικότητα που τον καθησυχάζει και τον ακινητοποιεί ταυτόχρονα. Η ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής, της μη αναγκαστικής υποταγής στον κοινωνικό ρόλο, επικαλύπτει τη λανθάνουσα απαγόρευση ως προς τη δική του παρέμβαση στην όλη παιδευτική διαδικασία. Η αλλαγή, η αναθεώρηση των προτεραιοτήτων για να πραγματοποιηθεί πρέπει να κλονίσει τα θεμέλια των περιοριστικών δομών, εσωτερικών και εξωτερικών, που είχαν ισχύσει ως εκείνη την στιγμή, έστω και αν ο ίδιος δεν έχει συνείδηση των περικλείσεών τους.

Ωστόσο, βλέπουμε να υπάρχει ένα προαπαιτούμενο της στράτευσης στο άλλο: Μονάχα έχοντας πλέον επιτελέσει το «κοινωνικό του καθήκον» και με νομιμοποιημένη την επαγγελματική του θέση τολμά να διεκδικήσει τους απαγορευμένους χώρους. Η στράτευση στο άλλο, η διεκδίκηση των απαγορευμένων χώρων εμφανίζονται τότε, αρχικά, ως πρόσκαιρα-φευγαλέα συμβάντα που αιφνιδιάζουν το έμψυχο περιβάλλον(συναδέλφους και μαθητές). Οι αντιδράσεις κινούνται μεταξύ αποδοχής και απόρριψης, υπομειδιάματος και ανοιχτής λοιδορίας, επιδοκιμασίας και προπηλακισμού. Όμως, εν τέλει, γι’αυτούς αυτός ο άλλος, αυτό το άλλο είναι η φωνή που «φαλτσάρει», είναι ο λόγος που είναι «εκτός θέματος», είναι το σώμα που συσπάται και εκρήγνυται απειλητικά… είναι σήματα που κρίνονται ως «θόρυβος» της επικοινωνίας, ως αθέμιτη διαταραχή της ευρυθμίας. Παρόλα αυτά, το μεταφυσικό δέος της Παράβασης υποχωρεί, και για τις δύο πλευρές, στο βαθμό που η εξεγερσιακή πρακτική ιστορικοποιεί και άρα συγκεκριμενοποιεί την εκάστοτε απειλή… Στο σημείο διάρθρωσης μεταξύ της Παράβασης και της Αμφισβήτησής της εμφανίζεται ο φόβος αλλά και η πρόκληση της υπέρβασής του. Οι, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, εξεγερμένοι προχωρούν στο βαθμό που φοβούνται.

Εν κατακλείδι, οι αντίπαλοι χώροι Επιτρεπτού και Απαγορευμένου επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά υπόγεια και αντισταθμιστικά. Ανάμεσα στο Επιτρεπτό και στο Απαγορευμένο αποκαλύπτεται μια στρατηγική ανταλλαγών: υπερβολικό προχώρημα στο απαγορευμένο έδαφος αναγκάζει το εξεγερμένο υποκείμενο σε κάποιες αντισταθμιστικές κινήσεις, προκειμένου να διατηρηθεί η ψυχική του ισορροπία. Υποχωρήσεις φαινομενικά ανεξήγητες δεν αποτελούν παρά ελιγμούς, που θέλουν να κατευνάσουν τους φόβους που γέννησαν οι Υπερβάσεις.

Χαρης  Νικας

Συμμετοχή στην πορεία της 15/11 ενάντια στην τρόϊκα

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=PP0DkDdKyWE&feature=player_embedded[/youtube]

«Οι αναπληρωτές μέσω ΕΣΠΑ είναι εργαζόμενοι χωρίς μισθό …! Εξω το ΕΣΠΑ από την εκπαίδευση. Η παιδεία δεν είναι εργολαβία……. Πρωτοβουλία γιά την αυτοοργάνωση στην εκπαίδευση»

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις – Εργατική υποκειμενικότητα

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις

– Εργατική υποκειμενικότητα

Επί τρεις δεκαετίες(1950-1980) στο δυτικό κόσμο η πειθάρχηση των εργαζομένων και η κερδοφορία του κεφαλαίου εξασφαλίζονταν μέσω των μεγάλων κρατικών επενδύσεων, της σταθερής εργασίας σε 8ωρη βάση, της κρατικής παρέμβασης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης(κράτος πρόνοιας-επιδόματα ανεργίας), της
ταξικής «συνεννόησης» μεταξύ εργοδοτών-κράτους- συνδικάτων, της ποινικοποίησης κάθε ανατρεπτικής συμπεριφοράς… Αυτό που ονομάσθηκε το πειθαρχικό μοντέλο του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού.

Aπό το τέλος του ‘70 και ύστερα από την κρίση του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού γίνονται προσπάθειες για την συγκρότηση νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, που θα έχουν την δυνατότητα να δώσουν νέα ώθηση στην καπιταλιστική κερδοφορία, αυτή την φορά σε παγκόσμια κλίμακα μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και παγκοσμιοποιώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ύστερα και από την κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» κρατών
και την απαξίωση των «αριστερών ιδεών». Το νέο πρότυπο της καπιταλιστικής οργάνωσης στηρίζεται στην κατάργηση των παροχών του κράτους πρόνοιας, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών, την αναδιάρθρωση των
παραγωγικών σχέσεων καταργώντας το κοινωνικό συμβόλαιο του κεϋσιανισμού- τεϊλορισμού-φορντισμού και γενικεύοντας την εργασιακή ανασφάλεια.

Η προσωρινότητα, η περιπλάνηση, η «κινητικότητα» των εργαζομένων γίνονται
τα όπλα για μια νέου τύπου πειθάρχησής τους. Η ευελιξία γίνεται η λέξη κλειδί τόσο στα νέα παραγωγικά μοντέλα, όσο και στο τρόπο ζωής των εργαζόμενων. Την

θέση του «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ο ευπροσάρμοστος εργάτης του μεταφοντισμού και του διεθνοποιημένου νεοτεϊλορισμού ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες (και να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για αυτό), να κινείται ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας, για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας(τογιοτισμός)*, εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της. Κάτω από τη διαρκή ανασφάλεια για το εάν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλευρα καθήκοντά του, καθώς η ανεργία καραδοκεί.

*…ή, αλλιώς, τεχνική της “λιτής παραγωγής”. Πρωτοεμφανίστηκε στα εργοστάσια της Τογιότα όταν εγκαταλείφθηκε το γραφειοκρατικό – ιεραρχικό μοντέλο παραγωγής και διοίκησης μιας εταιρίας.Η εταιρία συγκέντρωσε ομάδες εργαζομένων με πολλαπλές ειδικότητες σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και παραγωγής για να δουλέψουν δίπλα στις μηχανές. Αυτές οι ομάδες έδιναν επιτόπου λύσεις στα προβλήματα. Οι ομάδες σχεδιάζουν και υλοποιούν από κοινού, με αποτέλεσμα η λήψη των αποφάσεων από τα ανώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία να «αποκεντρώνεται» προς τη βάση της παραγωγής.

Ο εργαζόμενος αποδιοργανώνεται από τις «ανάγκες της επιχείρησης» και «αποικίζεται» από το εμπόρευμα που καταπίνει τα πάντα(χώρο, χρόνο, συμπεριφορές, αισθήματα , διαπροσωπικές σχέσεις) διευρύνοντας τα πλαίσια της πολύμορφης αλλοτρίωσης που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό. Η νέα μορφή έλεγχου των προλεταριακών «παθών» κινείται αντιφατικά περνώντας,αφενός, μέσα από την εξατομίκευση, που τα κάνει ξένα με τα συλλογικά οράματα και, αφεταίρου, από την υπερμαζικοποιήση που τα κάνει εμπορεύματα έτοιμα προς βρώση και τέρψη.

Σε αυτό το ζοφερό τοπίο για τις εργατικές ανάγκες, τα συνδικάτα που παζάρευαν την εργατική δύναμη, αποτελώντας ένα πυλώνα του κοινωνικού συμβολαίου, χάνουν την πάλαι ποτέ αίγλη τους. Στο ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, στο δημόσιο παίζουν ακόμη ένα ρόλο, ιδιαίτερα στα τμήματα των μόνιμων εργαζόμενων, που όμως σταδιακά μειώνονται, αφήνοντας ακάλυπτους τους εποχιακούς και τους συμβασιούχους οι οποίοι τείνουν να γίνουν η πλειονότητα.
Συχνό είναι το φαινόμενο σε μια επιχείρηση, οι εργαζόμενοι να έχουν τόσες διαφορετικές σχέσεις εργασίας, αμοιβές, τυπικούς εργοδότες, που είναι δύσκολο
να ανακαλύψουν μια κοινότητα συμφερόντων, να συγκεκριμενοποιήσουν τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσουν τον αντίπαλο και τους τρόπους αντίστασης και αγώνα.
Ταυτόχρονα η εκμετάλλευση των ξένων εργατών σε ένα καθεστώς συνεχούς ανασφάλειας , κυνηγητών με την απειλή της απέλασης, χρησιμεύουνστην διάσπαση της ήδη κατακερματισμένης εργατικής τάξης.

Μια ερμηνεία…

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής(κ.τ.π.) στην προσπάθειά του να υπερβεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους(που είναι η αιτία κάθε καπιταλιστικής κρίσης) μεγιστοποιεί τις, μεταξύ τους αλληλένδετες, αντιφάσεις του.

1.Την ίδια στιγμή που τοποθετεί (παρότι η οικονομική του επιστήμη υστερικά αρνείται) τον χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου, η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί δυνατότητες για δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, απαξιώνοντας το χρόνο εργασίας (μέσω της απόκρυψής του από την ανθρώπινη αντιληπτικότητα)* ως μέσο-κριτήριο μέτρησης του πλούτου.

*Πρόκειται για διπλή απόκρυψη:α) Αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως έναν από τους τρεις, σχεδόν αδιάφορους, παραγωγικούς συντελεστές(εργασία-φύση-κεφάλαιο) οι οποίοι εμφανίζονται ως διά μαγείας στο ιστορικό προσκήνιο, κλείνοντας τα μάτια εμπρός στον κοινωνικό επικαθορισμό τους. β) Ομοίως, μυστικοποιεί την παραγωγή αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, λες και απουσιάζει από το όλο προτσές η εργατική δύναμη! Μπορούμε, βάσιμα, να υποστηρίξουμε ότι για τον κ.τ.π. αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ, ο συστηματικός παραγκωνισμός της εργατικής δύναμης από το οπτικό του πεδίο…

2. Έχει την τάση να μειώνει τη ζωντανή εργασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι μπορεί να αυξάνει την εκμετάλλευσή της. Όσο και να βαθαίνει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης{αλλιώς διατυπωμένο: όσο και να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας-απλήρωτης εργασίας (S) που ιδιοποιείται, βλέπε S/V}  υπάρχουν κάποια όρια, φυσικά και ιστορικά καθορισμένα, που είναι αδύνατο να τα υπερβεί.  Στο βαθμό που η οργανική σύνθεση κεφαλαίου(σταθερό προς μεταβλητό κεφάλαιο, C/V) όσο αυξάνεται ενσωματώνει νεκρή εργασία που δεν δημιουργεί παραπάνω υπεραξία, το μέσο ποσοστό κέρδους  πέφτει αντίστοιχα.

{βλέπε και την εξίσωση: R=­ S/(C+V)}

όπου  R είναι το ποσοστό κέρδους και S η υπεραξία ή απλήρωτη εργασία.

3. Από την μια μεριά δημιουργεί κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις(μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) και από την άλλη μεριά τις καταστρέφει όταν  το ποσοστό κέρδους τού συνολικού ή ατομικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι εκτός συγκεκριμένων, και αναγκαίων για την αναπαραγωγή του, ορίων. Τότε η απαξίωση κεφαλαίων, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι «λογική», «φυσική», εξυγιαντική, αναγκαία .

4.Ενώ επιδιώκει την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στον παραγόμενο πλούτο, γεγονός που μειώνει την αγοραστική τους δύναμη, ταυτόχρονα επιζητεί την αύξηση της ζήτησης-κατανάλωσης αυτού του πλούτου-προϊόντων-εμορευμάτων.

Η εργατική υποκειμενικότητα σταδιακά και αντιφατικά
ιχνηλατεί τρόπους και τόπους  οργάνωσης της αντίστασής
της. Οι ευέλικτα απασχολούμενοι δεν αγωνίζονται να
επιστρέψουν στην 8ωρη βάρδια του φορντικού καπιταλισμού
αλλά να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο που
παράγουν.Σε αυτούς η ευελιξία και η μερική απασχόληση δεν εχει
πάντα αρνητική χροιά αφού
τους επιτρέπει να
καθορίζουν, ως ένα βαθμό, το χρόνο εργασίας τους σε
σύγκριση με τα πειθαρχημένα ωράρια του φορντικού
εργοστασίου.

Χαρης  Νικας