Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις – Εργατική υποκειμενικότητα

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις

– Εργατική υποκειμενικότητα

Επί τρεις δεκαετίες(1950-1980) στο δυτικό κόσμο η πειθάρχηση των εργαζομένων και η κερδοφορία του κεφαλαίου εξασφαλίζονταν μέσω των μεγάλων κρατικών επενδύσεων, της σταθερής εργασίας σε 8ωρη βάση, της κρατικής παρέμβασης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης(κράτος πρόνοιας-επιδόματα ανεργίας), της
ταξικής «συνεννόησης» μεταξύ εργοδοτών-κράτους- συνδικάτων, της ποινικοποίησης κάθε ανατρεπτικής συμπεριφοράς… Αυτό που ονομάσθηκε το πειθαρχικό μοντέλο του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού.

Aπό το τέλος του ‘70 και ύστερα από την κρίση του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού γίνονται προσπάθειες για την συγκρότηση νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, που θα έχουν την δυνατότητα να δώσουν νέα ώθηση στην καπιταλιστική κερδοφορία, αυτή την φορά σε παγκόσμια κλίμακα μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και παγκοσμιοποιώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ύστερα και από την κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» κρατών
και την απαξίωση των «αριστερών ιδεών». Το νέο πρότυπο της καπιταλιστικής οργάνωσης στηρίζεται στην κατάργηση των παροχών του κράτους πρόνοιας, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών, την αναδιάρθρωση των
παραγωγικών σχέσεων καταργώντας το κοινωνικό συμβόλαιο του κεϋσιανισμού- τεϊλορισμού-φορντισμού και γενικεύοντας την εργασιακή ανασφάλεια.

Η προσωρινότητα, η περιπλάνηση, η «κινητικότητα» των εργαζομένων γίνονται
τα όπλα για μια νέου τύπου πειθάρχησής τους. Η ευελιξία γίνεται η λέξη κλειδί τόσο στα νέα παραγωγικά μοντέλα, όσο και στο τρόπο ζωής των εργαζόμενων. Την

θέση του «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ο ευπροσάρμοστος εργάτης του μεταφοντισμού και του διεθνοποιημένου νεοτεϊλορισμού ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες (και να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για αυτό), να κινείται ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας, για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας(τογιοτισμός)*, εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της. Κάτω από τη διαρκή ανασφάλεια για το εάν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλευρα καθήκοντά του, καθώς η ανεργία καραδοκεί.

*…ή, αλλιώς, τεχνική της “λιτής παραγωγής”. Πρωτοεμφανίστηκε στα εργοστάσια της Τογιότα όταν εγκαταλείφθηκε το γραφειοκρατικό – ιεραρχικό μοντέλο παραγωγής και διοίκησης μιας εταιρίας.Η εταιρία συγκέντρωσε ομάδες εργαζομένων με πολλαπλές ειδικότητες σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και παραγωγής για να δουλέψουν δίπλα στις μηχανές. Αυτές οι ομάδες έδιναν επιτόπου λύσεις στα προβλήματα. Οι ομάδες σχεδιάζουν και υλοποιούν από κοινού, με αποτέλεσμα η λήψη των αποφάσεων από τα ανώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία να «αποκεντρώνεται» προς τη βάση της παραγωγής.

Ο εργαζόμενος αποδιοργανώνεται από τις «ανάγκες της επιχείρησης» και «αποικίζεται» από το εμπόρευμα που καταπίνει τα πάντα(χώρο, χρόνο, συμπεριφορές, αισθήματα , διαπροσωπικές σχέσεις) διευρύνοντας τα πλαίσια της πολύμορφης αλλοτρίωσης που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό. Η νέα μορφή έλεγχου των προλεταριακών «παθών» κινείται αντιφατικά περνώντας,αφενός, μέσα από την εξατομίκευση, που τα κάνει ξένα με τα συλλογικά οράματα και, αφεταίρου, από την υπερμαζικοποιήση που τα κάνει εμπορεύματα έτοιμα προς βρώση και τέρψη.

Σε αυτό το ζοφερό τοπίο για τις εργατικές ανάγκες, τα συνδικάτα που παζάρευαν την εργατική δύναμη, αποτελώντας ένα πυλώνα του κοινωνικού συμβολαίου, χάνουν την πάλαι ποτέ αίγλη τους. Στο ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, στο δημόσιο παίζουν ακόμη ένα ρόλο, ιδιαίτερα στα τμήματα των μόνιμων εργαζόμενων, που όμως σταδιακά μειώνονται, αφήνοντας ακάλυπτους τους εποχιακούς και τους συμβασιούχους οι οποίοι τείνουν να γίνουν η πλειονότητα.
Συχνό είναι το φαινόμενο σε μια επιχείρηση, οι εργαζόμενοι να έχουν τόσες διαφορετικές σχέσεις εργασίας, αμοιβές, τυπικούς εργοδότες, που είναι δύσκολο
να ανακαλύψουν μια κοινότητα συμφερόντων, να συγκεκριμενοποιήσουν τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσουν τον αντίπαλο και τους τρόπους αντίστασης και αγώνα.
Ταυτόχρονα η εκμετάλλευση των ξένων εργατών σε ένα καθεστώς συνεχούς ανασφάλειας , κυνηγητών με την απειλή της απέλασης, χρησιμεύουνστην διάσπαση της ήδη κατακερματισμένης εργατικής τάξης.

Μια ερμηνεία…

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής(κ.τ.π.) στην προσπάθειά του να υπερβεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους(που είναι η αιτία κάθε καπιταλιστικής κρίσης) μεγιστοποιεί τις, μεταξύ τους αλληλένδετες, αντιφάσεις του.

1.Την ίδια στιγμή που τοποθετεί (παρότι η οικονομική του επιστήμη υστερικά αρνείται) τον χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου, η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί δυνατότητες για δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, απαξιώνοντας το χρόνο εργασίας (μέσω της απόκρυψής του από την ανθρώπινη αντιληπτικότητα)* ως μέσο-κριτήριο μέτρησης του πλούτου.

*Πρόκειται για διπλή απόκρυψη:α) Αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως έναν από τους τρεις, σχεδόν αδιάφορους, παραγωγικούς συντελεστές(εργασία-φύση-κεφάλαιο) οι οποίοι εμφανίζονται ως διά μαγείας στο ιστορικό προσκήνιο, κλείνοντας τα μάτια εμπρός στον κοινωνικό επικαθορισμό τους. β) Ομοίως, μυστικοποιεί την παραγωγή αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, λες και απουσιάζει από το όλο προτσές η εργατική δύναμη! Μπορούμε, βάσιμα, να υποστηρίξουμε ότι για τον κ.τ.π. αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ, ο συστηματικός παραγκωνισμός της εργατικής δύναμης από το οπτικό του πεδίο…

2. Έχει την τάση να μειώνει τη ζωντανή εργασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι μπορεί να αυξάνει την εκμετάλλευσή της. Όσο και να βαθαίνει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης{αλλιώς διατυπωμένο: όσο και να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας-απλήρωτης εργασίας (S) που ιδιοποιείται, βλέπε S/V}  υπάρχουν κάποια όρια, φυσικά και ιστορικά καθορισμένα, που είναι αδύνατο να τα υπερβεί.  Στο βαθμό που η οργανική σύνθεση κεφαλαίου(σταθερό προς μεταβλητό κεφάλαιο, C/V) όσο αυξάνεται ενσωματώνει νεκρή εργασία που δεν δημιουργεί παραπάνω υπεραξία, το μέσο ποσοστό κέρδους  πέφτει αντίστοιχα.

{βλέπε και την εξίσωση: R=­ S/(C+V)}

όπου  R είναι το ποσοστό κέρδους και S η υπεραξία ή απλήρωτη εργασία.

3. Από την μια μεριά δημιουργεί κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις(μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) και από την άλλη μεριά τις καταστρέφει όταν  το ποσοστό κέρδους τού συνολικού ή ατομικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι εκτός συγκεκριμένων, και αναγκαίων για την αναπαραγωγή του, ορίων. Τότε η απαξίωση κεφαλαίων, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι «λογική», «φυσική», εξυγιαντική, αναγκαία .

4.Ενώ επιδιώκει την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στον παραγόμενο πλούτο, γεγονός που μειώνει την αγοραστική τους δύναμη, ταυτόχρονα επιζητεί την αύξηση της ζήτησης-κατανάλωσης αυτού του πλούτου-προϊόντων-εμορευμάτων.

Η εργατική υποκειμενικότητα σταδιακά και αντιφατικά
ιχνηλατεί τρόπους και τόπους  οργάνωσης της αντίστασής
της. Οι ευέλικτα απασχολούμενοι δεν αγωνίζονται να
επιστρέψουν στην 8ωρη βάρδια του φορντικού καπιταλισμού
αλλά να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο που
παράγουν.Σε αυτούς η ευελιξία και η μερική απασχόληση δεν εχει
πάντα αρνητική χροιά αφού
τους επιτρέπει να
καθορίζουν, ως ένα βαθμό, το χρόνο εργασίας τους σε
σύγκριση με τα πειθαρχημένα ωράρια του φορντικού
εργοστασίου.

Χαρης  Νικας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *