ΛΕΞΕΙΣ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Ξεριζώνετε
Ανόητοι
Ξεριζώνετε
Όλα τα νέα δέντρα με το παλιό τσεκούρι
Τα ξεριζώνετε
Ανόητοι
Ξεριζώνετε

Και τα γέρικα δέντρα με τις γέρικες ρίζες
Με τις γέρικες μασέλες τους
Τα προστατεύετε

Κρεμάτε και ταμπέλα
Δέντρα του Καλού και του Κακού
Δέντρα της Νίκης
Δέντρα της Ελευθερίας

Και το δάσος έρημο βρομάει ξύλο παλιό και ρημαγμένο
Και φεύγουν τα πουλιά
Κι εσείς μένετε εκεί και τραγουδάτε
Μένετε εκεί
Ανόητοι
Μες στα τραγούδια και τις παρελάσεις σας.

Ζακ Πρεβέρ

Xοιροστάσιο                         Tάσος    Λειβαδίτης


Eίχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ’ έδειχναν μόνο με το δάχτυλο,κι αυτό αρκούσε. Ύστερα, κάνοντας έναν κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.
Kι όταν
ο κύκλος διαλυόταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος, καθ’ όλα αξιαγάπητος κύριος.

——————

«Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση στην οποία μπήκε τώρα ο καπιταλισμός […] κι έτσι δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά ως καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, ως ο πιο θρασύς και δόλιος καπιταλισμός […]
Αυτοί που είναι αντίπαλοι του φασισμού χωρίς να είναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, αυτοί που παραπονιούνται για τη βαρβαρότητα που αιτία τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους από το αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα. Αυτοί θα ικανοποιηθούν αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι.
Δεν είναι κατά των σχέσεων ιδιοκτησίας που προκαλούν τη βαρβαρότητα, παρά μονάχα κατά της βαρβαρότητας […] γι’ αυτό οι φωνακλάδικες διαμαρτυρίες τους κατά των βαρβαρικών μέτρων δεν μπορούν να έχουν κανένα αποτέλεσμα.»

Μπέρλοτ Μπρεχτ
5 ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Παρίσι 1935

———————

Ποιητική               Μανόλης      Αναγνωστάκης


Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.
Σαν    π ρ ό κ ε ς   πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.

———————


ΔΥΝΑΜΩΣΙΣ            Καβάφης 1903

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει,

να βγεί απ το σέβας κι από την υποταγή.

Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,

αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει

και νόμους κι έθιμα κι απ την παραδεγμένη

και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.

Από τες ηδονές πολλά θα διδαχτεί.

Την καταστρεπτική δε θα φοβάται πράξη-

το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.

Έτσι θα αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώση.


—————————–

γιάννης σκαρίμπας              ‘το 1821 και η αλήθεια’           1971

– Οι Τούρκοι δεν ήσαν οι χειρότεροι… Ο ελληνικός λαός δε θάκανε την επανάσταση για ν’ αποκαταστήσει και πολιτικά τους κοτζαμπάσηδες. Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι, ή δε μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αντουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ’αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν παει ναπεί διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε… Η Επανάσταση απότυχε…»

«Τα δύο Εικοσιένα
Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να γνωρίσει κανείς τ’ αληθινό Εικοσιένα πρέπει να σκύψει πάνω σ’ άλλα κείμενα, σ’ εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καρυοφύλλι κι άστραφτε το γιαταγάνι και στ’ απομνημονεύματα των αγωνιστών – του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, τον Σπυρομήλιου, του Περραιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.

Δύο ήταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα «Δίκαια του ανθρώπου» του Ρήγα Βελεστινλή, πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της «Πατρικής Διδασκαλίας» του Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ Ανθίμου – ή πιο σωστά του Γρηγορίου.»

«Το θαύμα του ’21 δεν έγκειται στη στρατιωτική ήττα της Τουρκιάς -πράγμα ευκολότερο -αλλά στο (ως εκ θαύματος) σώσιμο του από την εχθρότητα των κοτζαμπάσηδων, των λογίων και του Κλήρου.»


Φαντασία                 (από το Ουλαλούμ,1936)           Γιάννης Σκαρίμπας

Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός
για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει
όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός :
όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη.

Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου–
–καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,–
βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…


Γιάννης Σκαρίμπας, 1971

«Και αυτό (= το σφάξιμο των πλούσιων, το κάψιμο των Πύργων, το γκρέμισμα, το κρέμασμα και η ξούρα των παπάδων) λέγεται κοινωνιολογία κι επανόρθωση, λέγεται αταξική Δημοκρατία; Όχι βέβαια. Αλλά είναι όπως στον γάμο τα τραγιά, όπως στο πανηγύρι τα νταβούλια. Είναι το δίκαιο ξέσπασμα αιώνων καταπίεσης λαών πολυβασανισμένων και σφαγμένων. Η κοινωνιολογία, η τάξη και το σύστημα έρχονται μετά τον κορεσμό του γδικιωμού τους».

—————————–


Πέντε Ποιήματα μέσ’ το Σκοτάδι                Nίκος     Καρούζος

Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε, δε μιλούν στους καθρέφτες.

—————————–


ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ           (Howl)       1955          Allen Ginsberg
(Αποσπάσματα)


Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα, λιμασμένα
υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια
φλογισμένη δόση,
χίπστερς αγγελοκέφαλοι που καίγονταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό
με το αστρικό δυναμό στο μηχανοστάσιο της νύχτας,
με φτώχεια και κουρέλια και βαθουλωμένα μάτια, και φτιαγμένοι
ξενυχτούσαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων
διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάν’ απ’ τις κορφές των πόλεων, αφοσιωμένοι
στην τζαζ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που πέρασαν μες απ’ τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά κι αχτινοβόλα με
παραισθήσεις του Αρκανσω κι οράματα τραγουδιών με φως του
Μπλέηκ ανάμεσα στους μανδαρίνους του πολέμου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Που καταπίνανε φωτιά στους τεκέδες ή πίναν ελιξήρια τρεμαντίνας στο
Πάρανταϊς Αλλεϋ, θάνατος, ή τυρρανούσαν τα κορμιά τους κάθε νύχτα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που στρώθηκαν στον υπόγειο για την ατέλειωτη
βόλτα απ’ το Μπάττερο στο άγιο Μπρονξ,
με μπεζαντρίν ωσότου των τροχών ο θόρυβος και τα παιδιά τους συνεφέρουν,
τρέμοντας
και ψελλίζοντας και βαρεμένοι, ξεγυμνωμένοι
από μυαλό, ξεστραγγισμένοι από ευφυία,
στο πληχτικό φως του ζωολογικού κήπου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που γύμνωσαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτ’
απ’ τον εναέριο σιδηρόδρομο .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Που τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα
εσώρουχα, καίγοντας τα λεφτά τους σε
καλάθια
αχρήστων και στήνοντας τ’ αυτί στον Τρόμο
μέσ’ απ’ τον τοίχο
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Που ονειρεύονταν
και παγίδευαν τον αρχάγγελο της ψυχής
ανάμεσα σε δύο οπτικές εικόνες και δένανε
μαζί τα στοιχειώδη ρήματα και βάζανε
το ουσιαστικό και την παύλα της συνείδησης
πηδώντας με την αίσθηση του
Pater Οmniροtens Αeterna Deus.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Πατηθήκανε από τα μεθυσμένα ταξί της Απολύτου
Πραγματικότητας.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τραγούδησαν το βάσανο γι’ αγάπη του
γυμνού αμερικάνικου μυαλού με μια
ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί
σαξοφωνική κραυγή.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της
ζωής σφαγμένη
και πεταμένη έξω απ’ τα κορμιά τους
καλή για φάγωμα
για χίλια χρόνια.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Οράματα! οιωνοί! φωτοχυσίες! θρησκείες! θαύματα! εκστάσεις!
τα πήρε τ’ αμερικάνικο ποτάμι
—————————–


Joyce Mansour,             Κραυγές,       1953


Πίθηκε που ‘πιθυμάς μια σύζυγο άσπρη
Πίθηκε που λαχταράς τα μικρούλια στήθη
Πίθηκε που ερωτεύεσαι τα γυναικεία κρεβάτια
Πίθηκε άσχημε πίθηκε φτωχέ πίθηκε άμυαλε
ανάμεσα στα χέρια σου καμιά γυναίκα δε χαμογελάει
Πίθηκε διάλεξε σωστά τη θηλυκιά σου.

——————————

25 ΜΑΪΟΥ              KATEΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ  1940-1983


Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα

και θα βγω στους δρόμους

όπως και χτες.

Και δεν θα συλλογιέμαι παρά

ένα κομμάτι από τον πατέρα

κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα

-αυτά που μ’ άφησαν-

και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.

Και τους φίλους μας που χάθηκαν.

Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα

ίσα ολόισα στη φωτιά

και θα μπω όπως και χτες

φωνάζοντας “φασίστες!!”

στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες

μ’ ένα κόκκινο λάβαρο

ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.

Θ’ ανοίξω την πόρτα

και είναι -όχι πως φοβάμαι-

μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα

και πως εσύ πρέπει να μάθεις

να μην κατεβαίνεις στο δρόμο

χωρίς όπλα όπως εγώ

– γιατί εγώ δεν πρόλαβα-

γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ

“έτσι”  “αόριστα”

σπασμένη σε κομματάκια

από θάλασσα, χρόνια παιδικά

και κόκκινα λάβαρα.

Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα

και θα χαθώ

με τ΄όνειρο της επανάστασης

μες την απέραντη μοναξιά

των δρόμων που θα καίγονται,

μες την απέραντη μοναξιά

των χάρτινων οδοφραγμάτων

με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-

Προβοκάτορας.

—————————–


ΚΑΘΑΡΣΙΣ                 Κώστα Καρυωτάκη (1928)


Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ – παφ, παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Άλφα».

Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…»

Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».

Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»

Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.

Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.

Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *