Ο άλλος εκπαιδευτικός

Ο άλλος εκπαιδευτικός

(ψυχοδυναμική προσέγγιση)

Ο άλλος εκπαιδευτικός δρα σε απαγορευμένο έδαφος. Οι δομές, αν και διαβρώνονται, δεν καταλύονται, γεγονός που καθιστά τον αγώνα πολυμέτωπο και ιδιαίτερα σκληρό, όχι μόνο στις εξωτερικές κοινωνικές του διαστάσεις, αλλά και στις πολλαπλές εσωτερικευμένες εκφάνσεις του. Μέσα από μια συνεχή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο επίπεδο και τη διάρθρωση των δύο αυτών επιπέδων με την κοινωνική πραγματικότητα, μέσα απο τον προσδιορισμό και τον επαναπροσδιορισμό του επιτρεπτού και του απαγορευμένου, ο άλλος εκπαιδευτικός τείνει διαρκώς να διευρύνει τα όρια. Οι στρατηγικές και οι ελιγμοί που χρησιμοποιεί στοχεύουν στη διατήρηση κάποιων ισορροπιών, ενώ ο θεμελιώδης διαχωρισμός επιτρεπτού – απαγορευμένου παραμένει σταθερός σε όλες. Η διαρκώς διακοπτόμενη πορεία του, οι μαιανδρικές κινήσεις του εντός και εκτός της σχολικής αίθουσας, βάζουν σε πειρασμό τον εξωτερικό παρατηρητή να τις αποτιμήσει ως ελλιπείς, ασταθείς, επιπόλαιες. «Κάθε φορά αρχίζει κάτι διαφορετικό»… Αν όμως εξετάσουμε το θέμα στη διαχρονικότητα της διήγησης βρισκόμαστε εμπρός σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Μια εικόνα που αφήνει να διαφαίνονται οι εσωτερικές συνάφειες των πράξεων. Πράξη προς πράξη, κίνηση προς κίνηση η δεσπόζουσα τάση της τοποθέτησής του εντός της παιδευτικής διαδικασίας αποσαφηνίζεται.

Οι πιέσεις που ακολουθούν(τόσο στην εσωτερικευμένη τους διάσταση όσο και στην εξωτερική τους έκφραση), απαιτούν συρρίκνωση σε ορισμένα μέτωπα και συγκέντρωση των δυνάμεων σε ορισμένα άλλα. Επιπλέον γίνεται καταφυγή στο μηχανισμό της ανταλλαγής. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί με διάφορους τρόπους, άλλοτε συγχρονικά και άλλοτε σε διαδοχικές φάσεις, πάντοτε όμως χαρακτηρίζεται από μια μετακίνηση ψυχικών επενδύσεων μεταξύ απαγορευμένων και επιτρεπτών χώρων (αυτή ακριβώς η δυνατότητα μετακίνησης των ψυχικών επενδύσεων, η δυνατότητα της ελεύθερης ροής τους και η αποφυγή της καθήλωσης- της ισχυρής προσκόλλησης σε κάποιο Αντικείμενο- αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της ενδεχομενικής, ανοδικής πορείας). Πάντως, ο τρόπος που βιώνονται αυτές οι πολυάριθμες αλλαγές κατεύθυνσης παραμένει κατά βάση τραυματικός. Η απογοήτευση από την αίσθηση της ανολοκλήρωτης προσπάθειας αφήνει μια πικρή γεύση που οι ευστοχίες σε άλλους «χώρους επιλογής» δεν αρκούν για να την απαλείψουν. Παραμένει θεμελιακή η αίσθηση της αποστέρησης ή και, ακόμα χειρότερα, μια δραματικά μειωμένη αυτοεκτίμηση. Γιατί, ακόμα και αν έχει συνείδηση των εσωτερικών αναστολών και των εξωτερικών εμποδίων που ανακόπτουν το εκάστοτε εγχείρημά του (μείζονος ή ελάσσονος σπουδαιότητας), συχνά αγνοεί τις σημαντικότερες διαστάσεις τους. Αγνοεί αφενός την πολιτική διάσταση του προσωπικού βιώματος και αποτιμά τα οποιαδήποτε επιτεύγματά του με βάση τα αγοραία «αντικειμενικά» κριτήρια, έτσι όπως τα έχει ορίσει η κεφαλαιοκρατική κοινωνία, ανάγοντας σε προσωπική ανεπάρκεια την όποια αστοχία. Αφετέρου, αγνοεί τη δύναμη των εσωτερικευμένων επιταγών και τους μηχανισμούς ανταλλαγής που χρησιμοποιεί για να τις παρακάμψει. Έτσι, ενώ σε ένα επίπεδο είναι σε θέση να χειριστεί και να αναλύσει με πολιτικούς όρους τα συμβάντα που συσσωρεύονται καθημερινά, σε ένα άλλο επίπεδο αδυνατεί να αξιολογήσει έγκυρα το κομμάτι της προσωπικής του ευθύνης με αποτέλεσμα το σχηματισμό ασυνείδητων αισθημάτων ενοχής.

Ο υπερθεματισμός της προσωπικής ευθύνης δεν είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς γνώσης, ούτε απλά αυστηρής αυτοκριτικής, αλλά έκφραση των μηχανισμών ελέγχου που δρουν υπόγεια, αποθαρρύνοντας τις παραβάσεις. Το δρων υποκείμενο δε συνειδητοποιεί τους μηχανισμούς της ανταλλαγής που το ίδιο ενεργοποιεί και που με θαυμαστή ακρίβεια, μέσα από τις συμπληγάδες των απαγορεύσεων, πετυχαίνουν καινούριες ισορροπίες οι οποίες επιτρέπουν κάθε φορά το σχετικό προχώρημα σε ορισμένους τομείς. Κάθε πράξη που υπερβαίνει τα όρια της κοινωνικής θέσης του ανθρώπινου φορέα της λειτουργεί προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης και είναι διεύρυνση, έστω και αν ο ίδιος ο πράττων αγνοεί την πολιτική σημασία της. Ωστόσο, η τεθλασμένη οδός που ακολουθεί του δίνει την αίσθηση της αποτυχίας, ακριβώς γιατί ο ίδιος αγνοεί τις τεράστιες εσωτερικές δυνάμεις που χρειάστηκε ν’ αναπτύξει ενάντια στις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.

Με το κενό συνειδητοποίησης, που αφορά την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία είναι στρατευμένος, ο άλλος εκπαιδευτικός διαιωνίζει το φαύλο κύκλο της αποθάρρυνσης και γίνεται πάλι αντικείμενο ενσωμάτωσης από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Όμως η επιρροή της στράτευσης αποδεικνύεται καταλυτική ως προς την ενεργοποίηση των απωθημένων επιθυμιών. Υπάρχει η αίσθηση της ανυπόφορης αποστέρησης της προσωπικής πραγμάτωσης, η αίσθηση του ανικανοποίητου μαζί με τα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις που γίνονται όλο και πιο αποπνικτικά, παρόλο που ο ίδιος δεν έχει πλήρη επίγνωση. Όμως κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο αποτιμά διαφορετικά τα συμβάντα, και ενδεχομένως, σταδιακά, να διακρίνει ως αιτία της διάχυτης δυσφορίας την αναγκαστική υποχώρηση στις θέσεις του παραδοσιακού κοινωνικού ρόλου, συχνά συγκαλυμένου από την επίφαση της προοδευτικότητας. Το κλίμα που μεταδίδει η μαρτυρία είναι βαρύ…Πράγματι, η φαινομενικά μεγαλύτερη επιτρεπτικότητα και οι «προοδευτικές αντιλήψεις» τον παγιδεύουν σε μια πραγματικότητα που τον καθησυχάζει και τον ακινητοποιεί ταυτόχρονα. Η ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής, της μη αναγκαστικής υποταγής στον κοινωνικό ρόλο, επικαλύπτει τη λανθάνουσα απαγόρευση ως προς τη δική του παρέμβαση στην όλη παιδευτική διαδικασία. Η αλλαγή, η αναθεώρηση των προτεραιοτήτων για να πραγματοποιηθεί πρέπει να κλονίσει τα θεμέλια των περιοριστικών δομών, εσωτερικών και εξωτερικών, που είχαν ισχύσει ως εκείνη την στιγμή, έστω και αν ο ίδιος δεν έχει συνείδηση των περικλείσεών τους.

Ωστόσο, βλέπουμε να υπάρχει ένα προαπαιτούμενο της στράτευσης στο άλλο: Μονάχα έχοντας πλέον επιτελέσει το «κοινωνικό του καθήκον» και με νομιμοποιημένη την επαγγελματική του θέση τολμά να διεκδικήσει τους απαγορευμένους χώρους. Η στράτευση στο άλλο, η διεκδίκηση των απαγορευμένων χώρων εμφανίζονται τότε, αρχικά, ως πρόσκαιρα-φευγαλέα συμβάντα που αιφνιδιάζουν το έμψυχο περιβάλλον(συναδέλφους και μαθητές). Οι αντιδράσεις κινούνται μεταξύ αποδοχής και απόρριψης, υπομειδιάματος και ανοιχτής λοιδορίας, επιδοκιμασίας και προπηλακισμού. Όμως, εν τέλει, γι’αυτούς αυτός ο άλλος, αυτό το άλλο είναι η φωνή που «φαλτσάρει», είναι ο λόγος που είναι «εκτός θέματος», είναι το σώμα που συσπάται και εκρήγνυται απειλητικά… είναι σήματα που κρίνονται ως «θόρυβος» της επικοινωνίας, ως αθέμιτη διαταραχή της ευρυθμίας. Παρόλα αυτά, το μεταφυσικό δέος της Παράβασης υποχωρεί, και για τις δύο πλευρές, στο βαθμό που η εξεγερσιακή πρακτική ιστορικοποιεί και άρα συγκεκριμενοποιεί την εκάστοτε απειλή… Στο σημείο διάρθρωσης μεταξύ της Παράβασης και της Αμφισβήτησής της εμφανίζεται ο φόβος αλλά και η πρόκληση της υπέρβασής του. Οι, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, εξεγερμένοι προχωρούν στο βαθμό που φοβούνται.

Εν κατακλείδι, οι αντίπαλοι χώροι Επιτρεπτού και Απαγορευμένου επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά υπόγεια και αντισταθμιστικά. Ανάμεσα στο Επιτρεπτό και στο Απαγορευμένο αποκαλύπτεται μια στρατηγική ανταλλαγών: υπερβολικό προχώρημα στο απαγορευμένο έδαφος αναγκάζει το εξεγερμένο υποκείμενο σε κάποιες αντισταθμιστικές κινήσεις, προκειμένου να διατηρηθεί η ψυχική του ισορροπία. Υποχωρήσεις φαινομενικά ανεξήγητες δεν αποτελούν παρά ελιγμούς, που θέλουν να κατευνάσουν τους φόβους που γέννησαν οι Υπερβάσεις.

Χαρης  Νικας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *