ΟΙ ΕΣΧΑΤΟΙ ΠΡΩΤΟΙ

Σάββας Ξηρός

Ο Μηχανισμός των πρώτων αριθμών

“Παιδεία προσαρμοσμένη

στους νόμους προσφοράς και ζήτησης·

πλοίο

που για πυξίδα έχει

ανεμοδείκτη”

www.scribd.com/doc/22985781

το έργο αφιερώνεται στους νέους και σε όσους

με νεανικό ενθουσιασμό αγωνίζονται για το αυτονόητο

Τ. Κωστόπουλος : Η Αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η Μεταπολεμική Εθνικοφροσύνη

παρουσιαση βιβλιου απο το ΧΡ. ΡΕΠΠΑ

Τ. Κωστόπουλος : Η Αυτολογοκριμένη  μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η Μεταπολεμική Εθνικοφροσύνη. Εκδ. ΦΙΛΙΣΤΩΡ , Αθήνα 2005


Αντικείμενο έρευνας της σημαντικής αυτής εργασίας είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας της Κατοχής από τον εθνικόφρονα λόγο (ιστοριογραφικό και πολιτικό) και η διαδικασία ενσωμάτωσης του προσωπικού τους στο κράτος των εθνικοφρόνων της περιόδου 1944 – 1974.


Τα Τάγματα  Ασφαλείας συγκροτούνται ανάμεσα στα 1943 – 1944 με νόμο της κυβέρνησης του κουίσλιγκ Ι. Ράλλη , εξοπλίζονται και διοικούνται από τις γερμανικές αρχές κατοχής και έχουν ως βασικό τους στόχο την προστασία του ”κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος ” από τους ”καταχθόνιους στόχους του κομμουνισμού”. Βασικός τους σκοπός ήταν η καταπολέμηση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο συγγραφέας η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε ένας από τους όρους που είχε θέσει ο Ι. Ράλλης προς τις ναζιστικές  αρχές κατοχής για ν’ αναλάβει το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης κουίσλιγκ , μετά την αποχώρηση του Λογοθετόπουλου. Για την επιλογή αυτή οι ναζιστικές αρχές κατοχής είχαν τους δικούς τους σκοπούς. Σύμφωνα με τους ναζί επιτελείς η συγκρότηση των Ταγμάτων έγινε για να ” εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα”. Για το σκοπό αυτό έπρεπε ” να αξιοποιηθεί πλήρως η αντικομουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού έτσι ώστε να εκδηλωθεί απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομουνιστικής μερίδας.” (σελ.15) Στα Τάγματα Ασφαλείας κατατάσσονται πέντε κατηγορίες ένοπλων σωμάτων :


α. Τα ευζωνικά τάγματα που ιδρύθηκαν από τον Ι. Ράλλη , αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να συγκροτηθούν  ανάλογοι στρατιωτικοί σχηματισμοί και στην επαρχία. Τα πρώτα βήματα έγιναν στην Χαλκίδα και την Πάτρα.


β. Τάγματα Ασφαλείας που ιδρύθηκαν σε εθελοντική βάση με πρωτοβουλία στελεχών του Ελληνικού Στρατού και ζήτησαν όπλα από τους Γερμανούς για την καταπολέμηση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Τα Τάγματα  αυτά δημιουργήθηκαν κυρίως στην Πελοπόννησο ενοποιήθηκαν σε μια ενιαία οργανωτική δομή την άνοιξη του 1944 με την επωνυμία ”Β’ Αρχηγείον Χωροφυλακής Πελοποννήσου ” που υπάγονταν τυπικά και μόνον στο Υπουργείον Ασφαλείας της δωσιλογικής κυβέρνησης. Επικεφαλής της δωσιλογικής υπηρεσίας ανέλαβε ο συνταγματάρχης Δ.Παπαδόγκωνας.


γ. Διάφορες αντιεαμικές και αντικομουνιστικές ομάδες που συγκροτήθηκαν και έδρασαν αυτόνομα , χωρίς καμιά εξάρτηση από τον μηχανισμό   των κουίσλιγκ. Τέτοιες ομάδες δημιουργήθηκαν στην Αττική με τη βοήθεια της Ειδικής Ασφάλειας , στην Κεφαλονιά με πρωτοβουλία κοινωνικών παραγόντων του νησιού (Π.Ο.Κ). Η ομάδα αυτή εξοπλίστηκε από του Γερμανούς , ενώ μια ανάλογη ομάδα είχε δημιουργηθεί στη Λευκάδα ( Ένοπλες Δυνάμεις Νοτίου Νήσου).


δ. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι ταγματασφαλίτικες ομάδες της Β. Ελλάδας οι οποίες συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς , ενώ απορρίφθηκαν οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης των κουίσλιγκ  της Αθήνας για τη συγκρότηση κανονικών ” ευζωνικών ταγμάτων ” στη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί επιθυμούσαν έναν πιο άμεσο έλεγχο της κατάστασης , λόγω της ύπαρξης αλληλοϋποβλεπόμενων γλωσσοπολιτισμικών μειονοτήτων. Συγκροτήθηκαν ήδη από το 1943 10 Τάγματα αυτής της κατηγορίας και άλλα 4  στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ελλάδα. (σελ. 21) Η πιο ακραία περίπτωση είναι αυτή του ” Εθελοντικού Ελληνικού Στρατού” του συνταγματάρχη Γ. Πούλου που έχει ξεκάθαρη εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία , είναι αποστασιοποιημένος από την κυβέρνηση της Αθήνας και το οποίο έκανε τυφλές και ανεξέλεγκτες βιαιότητες. (σελ. 22)

Στο πλευρό της Βέρμαχτ θα βρεθούν επίσης τουρκόφωνοι ποντιακοί πληθυσμοί , κοινωνικοπολιτικά περιχαρακωμένοι και υπερβολικά συντηρητικοί , που οργανώνονται αρχικά στην Π.Α.Ο και στη συνέχεια στον ”Ελληνικό Εθνικό Στρατό.”


ε. Η τελευταία κατηγορία αφορά Τάγματα Ασφαλείας μειονοτικών πληθυσμών που συγκροτήθηκαν στη βάση αλυτρωτικών και αποσχιστικών προγραμμάτων. Πρόκειται για τρία εθελοντικά τάγματα ασφαλείας με την ονομασία ”Οχράνα” από Σλαβομακεδόνες των νομών Φλώρινας , Πέλλας και Καστοριάς. Ο συγγραφέας σημειώνει για τα συγκεκριμένα Τάγματα  Ασφαλείας ότι ήταν : ” με αρχικούς πυρήνες συγκροτημένους εκτός Ελλάδας από το ΒΜΡΟ και πολιτικό πρόγραμμα ( καθαρά ουτοπικό στη δεδομένη συγκυρία ) τη δημιουργία μιας ενιαίας – ανεξάρτητης Μακεδονίας στα πλαίσια του Γ’ Ράιχ” (σελ. 25) Μια άλλη περίπτωση αποτελεί η ”Ξίλια” της Θεσπρωτίας που είχε δημιουργηθεί το 1942 – 1944 εκφράζοντας τον αλυτρωτισμό των Τσάμηδων της περιοχής. Στην Καστοριά δρα το ” Αξονικό Μακεδονικοβουλγαρικό  Επαναστατικό Κομιτάτο ” δημιουργημένο από τους Ιταλούς. Στην ίδια κατηγορία υπάγεται και η ”Βλάχικη Λεγεώνα”. Η συγκρότηση αυτών των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν στα πλαίσια της πολιτικής των ναζί για μια ”Νέα Τάξη Πραγμάτων” , αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια των μειονοτήτων απ ‘ το νεοελληνικό κράτος.

Η στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας έγινε από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού που προέρχονταν τόσο από τη βενιζελική παράταξη όσο και από τη φιλοβασιλική – μεταξική πτέρυγα. Οι φιλομοναρχικοί και φιλομεταξικοί θ’ αργήσουν να μπουν στα Τάγματα , θα καταφέρουν όμως να τα ελέγξουν πλήρως,  όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Η στρατολογία των απλών μελών τους αρχικά γίνονταν σε εθελοντική βάση , αργότερα όμως συγκεκριμένοι εθνικόφρονες καλέστηκαν να στελεχώσουν τα Τάγματα αναγκαστικά , με βάση τον μεταξικό νόμο 739/37. Στάλθηκαν ατομικές προσκλήσεις , όπως σημειώνει ο συγγραφέας , στις οποίες σημειώνονταν ότι σε περίπτωση μη παρουσίας θα αντιμετώπιζαν ” τας αυστηράς ποινάς του νόμου και επί πλέον την δίωξην των οικογενειών των και την καταστροφήν των οικειών των.” (σελ. 28 -29)


Στα Τάγματα Ασφαλείας εντάχθηκαν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων , τους οποίους έκθεση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής κατέτασσε σε πέντε κατηγορίες :

Άνθρωποι  πολύ φτωχοί , που μέσα από την ένταξη στους δωσιλογικούς σχηματισμούς , προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα της ατομικής τους επιβίωσής αλλά  και της οικογένειάς  τους , εγκληματίες που έτσι απέκτησαν τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσουν προσωπικούς λογαριασμούς και ν΄ αποκομίσουν λάφυρα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις , εθελοντές που εμπνέονταν από προσωπικό μίσος ενάντια στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ , αξιωματικοί του ελληνικού στρατού που θεωρούσαν ” πατριωτικό ” καθήκον την εξόντωση του κομουνισμού και μέλη άλλων οργανώσεων που είχαν έρθει σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ.


Τα Τάγματα Ασφάλειας ήταν δωσιλογικές ομάδες που δημιουργήθηκαν σ΄ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, που αν και είχαν διαφορετικό πολιτικό στίγμα ως ένα βαθμό , όλα είχαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά : α. Ως στρατιωτικοί σχηματισμοί εντάσσονται και αποτελούν τμήματα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας : ” γενικοί διοικητές των τους , αρμόδιοι για την έκδοση όχι μόνο για την έκδοση σχετικών διαταγών οπλοφορίας αλλά και των διαταγών κινήσεως των επιμέρους μονάδων τους , ήταν οι ανώτεροι αρχηγοί των  και της γερμανικής αστυνομίας στην Ελλάδα Γιούργκεν Στρούπ  και Βάλτερ Σιμάνα. (σελ. 35) β. Η Βέρμαχτ καταμετρούσε τις απώλειες των ταγματασφαλιτών μαζί με τις υπόλοιπες απώλειες των δικών της στρατιωτών στους σχετικούς στατιστικούς υπηρεσιακούς πίνακες. γ. Όλα ανεξαιρέτως τα Τάγματα Ασφαλείας συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ εναντίον του ΕΛΑΣ και της μαζικής βάσης του ΕΑΜ , ειδικά στην περιοχή της Αθήνας με τα συνεχιζόμενα μπλόκα του 1944. Η ίδια τακτική ακολουθείται και σε άλλες μεγάλες πόλεις (Θεσσαλονίκη – Καλαμαριά 13. 8. 44 )  αλλά  και στην επαρχία. Π.χ το Τάγμα Ασφαλείας Βρεττάκου στην Καλαμάτα , του οποίου η είσοδος στην πόλη τον Γενάρη του 1944 , πραγματοποιείται στα πλαίσια της εκκαθαριστικής επιχείρησης της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών της Βερμαχτ.


Στις από κοινού επιχειρήσεις γερμανικών στρατευμάτων και ταγματασφαλιτών που έγιναν στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας , συλλαμβάνονται και εκτελούνται μέλη της Αντίστασης ή στέλνονται στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου , εκτελούνται χωρικοί και καίγονται σπίτια. Ανάλογες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις  από κοινού με τη Βέρμαχτ διεξάγουν τα Τάγματα Ασφαλείας που δρουν στη Β. Ελλάδα , όπως η ομάδα του συνταγματάρχη Πούλου , που συνοδεύει τη Βέρμαχτ σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον χωριών του Βερμίου , της Β. Πίνδου και του Χορτιάτη. Συμπράττουν  με τον βουλγαρικό στρατό που ελέγχει την περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού από το φθινόπωρο του 1943 , στην προσπάθεια να καταστείλουν τον ΕΛΑΣ της περιοχής. Αποτελούν ακόμα συμβούλους των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής για το ποια χωριά θα έπρεπε να καούν , ποιοι από τους ομήρους θα έπρεπε να εκτελεστούν. Χαρακτηριστικό της συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν η εντοπιότητα, γνώριζαν έτσι τα μέλη τους πρόσωπα και πράγματα από τις τοπικές κοινωνίες. Επέδειξαν ιδιαίτερη αγριότητα κατά τη διάρκεια μπλόκων ή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Η κατηγορία δε που απεύθυναν προς τους Γερμανούς ήταν ότι δεν επιθυμούσαν πραγματικά τη συντριβή του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του μπλόκου της Κοκκινιάς , όπου οι ταγματασφαλίτες προσπάθησαν να συλλάβουν όσους από τους κατοίκους της πόλης , είχαν απελευθερώσει μετά τις εκτελέσεις οι Γερμανοί, απειλώντας τους αστυνομικούς που τους συνόδευαν.


Πρώτη προτεραιότητα , ήδη από την άνοιξη  του 1943 , όταν πρωτοδημιουργήθηκαν τα σώματα αυτά ήταν η αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού , η οποία καλύπτονταν και με το πρόσχημα της επιβολής του Νόμου και της Τάξης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου οι σχετικές διαταγές των επιτελικών κλιμακίων προέτρεπαν τους ταγματασφαλίτες στην επιβολή σκληρών μέτρων αλλά και να μην διστάζουν στην επιβολή τους. Η δε επιβολή αυτών των μέτρων σημαίνει την εγκαθίδρυση ενός σκοταδιστικού κλίματος στις κοινωνίες που επιβάλλονται , χειρότερου κι απ’ αυτού της ναζιστικής  Κατοχής.


Οι ακροδεξιές οργανώσεις της Κατοχής θα διατηρήσουν μιαν αγαστή σχέση συνεργασίας με τα Τάγματα Ασφαλείας , ενώ άλλες όπως ο ΕΔΕΣ θα λειτουργήσουν ως προστατευτική ομπρέλα στην περίοδο της απελευθέρωσης για τα μέλη αυτών των σωμάτων. Πολλοί ταγματασφαλίτες κατά την απελευθέρωση θα εμφανιστούν ως μέλη του ΕΔΕΣ , συγκαλύπτοντας έτσι την εγκληματική τους δραστηριότητα στην κατοχική περίοδο. Κατ’ αρχήν ανάμεσα στα Τάγματα και τις ακροδεξιές οργανώσεις της Κατοχής ( Χ, ΠΑΟ , ΡΑΝ , ο πελοποννησιακός Ε.Σ , η Στρατιωτική Ιεραρχία του Α. Παπάγου , η ” Εθνική Δράσις ” ) υπάρχει ταυτότητα στόχων. Βασικός στόχος όλων αυτών των φασιζόντων μορφωμάτων είναι η προστασία του κοινωνικού καθεστώτος και η καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Οι ζυμώσεις στο χώρο επτά απ’ αυτές τις οργανώσεις  θα καταλήξουν στη συγκρότηση ενός συμφώνου συνεργασίας το Νοέμβριο του 1943 με την υπηρεσία Πληροφοριών Του Υπουργείου Άμυνας της δωσιλογικής κυβέρνησης , που έγινε με την καθοδήγηση  του νεοζηλανδού αξιωματικού Σκότ. Η συμφωνία αυτή σύμφωνα με ηγετικά στελέχη των Ταγμάτων λειτούργησε καταλυτικά για την ένταξή τους σ΄αυτά. Επιπλέον οι εθνικόφρονες οργανώσεις είναι αυτές που θα τροφοδοτήσουν τα Τάγματα Ασφαλείας με στελέχη , όπως συμβαίνει  με τη διάσπαση του ΕΔΕΣ της Αθήνας το καλοκαίρι του 1943. Στελέχη του μ’ επικεφαλής τον συνταγματάρχη Παπαθανασόπουλο προσχωρούν στα ευζωνικά Τάγματα. Το ίδιο έγινε και με αξιωματικούς της ΡΑΝ και της Χ  , ενώ αξιωματικοί της μακεδονικής ΠΑΟ συνεργάστηκαν με βορειοελλαδικά Τάγματα. Το μόνο πολιτικό πρόβλημα αυτών των οργανώσεων είναι ότι με τις  σχέσεις αυτές συνεργασίας ενισχύονταν η προπαγάνδα του ΕΑΜ. Χωρίς να ταυτίζονται πλήρως οι ακροδεξιές οργανώσεις  με τα Τάγματα , αποτέλεσαν πάντως πηγές τροφοδότησής τους και υπολόγιζαν κατά την περίοδο της απελευθέρωσης  τον ένοπλο δωσιλογισμό στις ”φίλιες δυνάμεις”.


Οι διασυνδέσεις αυτές που απέκτησαν τα Τάγματα Ασφαλείας με τις ακροδεξιές οργανώσεις της Κατοχής τους εξασφάλισαν τις απαραίτητες δυνατότητες για την ένταξή τους στον κορμό της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης αλλά και  ποινική ασυλία σε πολλά από τα μέλη τους , όχι πάντως σε όλα. Στη φάση αυτή το αντιεαμικό στρατόπεδο χαρακτηρίζεται από στρατιωτική αδυναμία και η συγκρότηση στρατιωτικού μηχανισμού ικανού να συγκρουστεί με τον ΕΛΑΣ είναι ζήτημα ζωτικό για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα.


Τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν καταδικαστεί τόσο από την κυβέρνηση της Μ. Ανατολής όσο και από τις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΚΚΑ , από την ΠΕΕΑ , από την κυβέρνηση της ”εθνικής ενότητας” του Γ. Παπανδρέου και τη συμφωνία της Καζέρτας. Με τον ίδιο τρόπο καταδικάστηκε και η Ειδική Χωροφυλακή του Παπαγιαννάκη στην Κρήτη.


Ο αφοπλισμός των Ταγμάτων Ασφαλείας πραγματοποιήθηκε στο διάστημα Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1944. Ο αφοπλισμός ήταν βίαιος και κατέληγε σε εκτελέσεις ταγματασφαλιτών από τον ΕΛΑΣ ή σε λιντσάρισμα μελών και στελεχών τους από τα εξαγριωμένα πλήθη. Ανάλογες ”αποδόσεις” λαϊκής δικαιοσύνης έγιναν και στη Βόρειο Ελλάδα.

Τα Τάγματα Ασφαλείας ορισμένων πόλεων αφοπλίζονται ειρηνικά και τα μέλη τους είτε αφήνονται σιωπηρά ελεύθερα είτε μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στις Σπέτσες και από εκεί στο Γουδί στην Αθήνα.

Στην περίοδο πριν από το Δεκέμβριο του 1944 από τον επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοίκησης Αθηνών Γρηγορόπουλο γίνεται η εκτίμηση ότι μόνο τα Τάγματα Ασφαλείας μπορούν ν’ αποτελέσουν    ”σοβαράν δύναμιν , ικανήν να αντιμετωπίση τα εν τη πόλη των Αθηνών – Πειραιώς υπάρχοντα και καθημερινώς ενισχυόμενα ένοπλα τμήματα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και συναφείς οργανώσεις. ( ΕΠΟΝ – ΟΠΛΑ κλπ.) (σελ.63) Απ’ την άλλη η επανένταξη των ταγματασφαλιτών ήταν δύσκολη υπόθεση , καθώς οι φρικιαστικές εμπειρίες της κατοχής και τα εγκλήματά τους ήταν νωπά ακόμα στη μνήμη του λαού. Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να γίνουν εύκολα αποδεκτοί στη νέα πραγματικότητα. Από τη μια κρίνονται αναγκαίοι για την πολιτική επιβίωση του καθεστώτος από την άλλη είναι μισητοί για την κατοχική τους δράση. Τελικά 1000ταγματασφαλίτες θα πολεμήσουν στο πλευρό της Σκομπίας , στη μάχη των Αθηνών , αλλάζοντας τώρα αφεντικά. Από υποτακτικοί των ναζί γίνονται τώρα εντολοδόχοι του Σκόμπι , πρωτοπόροι πάντα του αντικομουνιστικού αγώνα.


Το 1944 ο Ε. Τσακαλώτος εισηγείται την ενσωμάτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας στον κυβερνητικό στρατό και λίγες μέρες αργότερα ο υφυπουργός Άμυνας της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, Λ. Σπαής υλοποιεί τη συγκεκριμένη εισήγηση. Πολλά στελέχη τους αργότερα αθωώθηκαν είτε από τις ένορκες διοικητικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν για τη δράση τους στα χρόνια της Κατοχής είτε αργότερα από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων Αθηνών. Προκλητική είναι η αθώωση των υπαιτίων του Μπλόκου της Κοκκινιάς Πλυντζανόπουλου – Μπουραντά και Σγούρου. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις εκείνες που στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας κρίνονται ένοχα για τις πράξεις τους στην κατοχική περίοδο και οι ποινές τους εκτελούνται. Τέτοια είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη Πούλου που καταδικάζεται σε θάνατο το 1947 και εκτελείται το 1949. Την ίδια τύχη θα έχει και ο Φριτς  Σούμπερτ , ενώ ο Ξενοφών Γιοσμάς θα καταδικαστεί μεν σε θάνατο αλλά θα καταφέρει να γλιτώσει  την εκτέλεση , για να τον ξανασυναντήσουμε ως αρχηγό παρακρατικής ομάδας  στη  δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη , το 1963 στη Θεσσαλονίκη.


Ο συγγραφέας σημειώνει ότι ” το μετεμφυλιακό κράτος αντλούσε την πολιτική νομιμοποίηση του από τις εξόριστες κυβερνήσεις της Μ. Ανατολής και τις δεξιές οργανώσεις της Αντίστασης και όχι από τη δωσίλογη ”Ελληνική Πολιτεία ” της κατοχικής Αθήνας , η ηγεσία της οποίας καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο ως ένοχη Εσχάτης Προδοσίας” (Κωστόπουλος , Φίλιστωρ , 2005 : 88) για να προσθέσει ότι ” η ενσωμάτωση του δωσιλογισμού έγινε σαν μια λειτουργική αναγκαιότητα , μια σιωπηλή άφεση αμαρτιών για την οποία θα ήταν καλύτερα να μη μιλάει κανείς δημόσια.” (Κωστόπουλος , οπ. παρ. , σελ. 89)


Προσπαθώντας ο συγγραφέας να ερμηνεύσει την όλη διαδικασία ένταξης του δωσιλογισμού στο μετεμφυλιακό κράτος κάνει διάκριση ανάμεσα στην τεχνική ενσωμάτωση του προσωπικού και από την άλλη στη στάση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας απέναντι στον δωσιλογισμό. Διαπιστώνει ότι στην κυρίαρχη αφήγηση η δράση των ταγματασφαλιτών θα χωρέσει μόνον με την μεταμφίεση τους  σε  ” θύματα του κοινού εχθρού”.

Ως προς τη στάση της εθνικόφρονης ιστοριογραφίας ο συγγραφέας διακρίνει συγκεκριμένες περιόδους κατά τις ο οποίες η στάση απέναντι στον ένοπλο δωσιλογισμό γνωρίζει διαφοροποιήσεις.


Η πρώτη περίοδος 1945 – 1958 αν και διακρίνεται από έντονο αντικομουνισμό , οι συγγραφείς που δημοσιεύουν σ΄αυτά τα χρόνια  αποφεύγουν την αναφορά στα Τάγματα Ασφάλειας είτε τα καταδικάζουν ανοιχτά. Σ’ ελάχιστες συγγραφικές προσπάθειες υπάρχει η ανοιχτή υπεράσπιση του δωσιλογισμού , όπως το βιβλίο του  Γ. Ράλλη (επιμ) : ” Ο Ι Ράλλης ομιλεί εκ του Τάφου ” Αθήναι 1947.  Ο συγγραφέας θεωρεί στο πιο πάνω ”πόνημα” , ανακριβές το γεγονός ότι τα Τάγματα συμμετείχαν στα μπλόκα του 1944 για να υπενθυμίσει την εθνική τους προσφορά , με το ”επιχείρημα” ότι αν δεν υπήρχαν τα Τάγματα οι κομουνιστές θα είχαν καταλάβει την Αθήνα από τις πρώτες στιγμές της εθνικής απελευθέρωσης , το 1944. Από την άλλη εφευρίσκονται μια σειρά δικαιολογίες από τους εκπροσώπους της αντικομουνιστικής ιστοριογραφίας της περιόδου , που δικαιολογούν τη συμμετοχή των ατόμων στους μηχανισμούς του δωσιλογισμού. Για πολλούς αντικομουνιστές συγγραφείς τα Τάγματα Ασφάλειας δημιουργήθηκαν για ν΄ αποφευχθεί ο κίνδυνος της κατάληψης της εξουσίας από τους κομουνιστές , την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος και την εμπέδωση της δημόσιας τάξης. Ο ίδιος ο ιδρυτής θα κάνει την εκτίμηση ότι ” με τα Τάγματα και τους Ευζώνους καταφέραμε να εύρουνε την Ελλάδα ο  Παπανδρέου και ο Κανελλόπουλος ”. (σελ116 )


Την ίδια περίοδο δημιουργείται στη Βουλή ένα κοινοβουλευτικό λόμπι που υπερασπίζεται μαχητικά την ύπαρξη και το έργο των Ταγμάτων Ασφαλείας. Οι βουλευτές Αρκαδίας Θ. Τουρκοβασίλης , ο Ευστρ. Κουλουμβάκης  , βουλευτής Αθηνών και ο βουλευτής Λακωνίας Ν. Καράμπελας αποτελούν τον πυρήνα αυτής της ομάδας που περιλαμβάνει και άλλους βουλευτές. Όλοι τους έχουν κάποια προηγούμενη σχέση είτε με τον δωσιλογισμό είτε με τον Γερμανό κατακτητή. Ο μεν Τουρκοβασίλης θα πάρει την περίοδο της γερμανικής κατοχής , επί πρωθυπουργίας Ράλλη , τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας , ενώ  το 1941 στέλνει υμνητικό υπόμνημα στον ίδιο τον Χίτλερ. Ο δεύτερος θα είναι συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη των στελεχών της Ειδικής Ασφάλειας , το 1945 , ενώ ο τρίτος ήταν στέλεχος Τάγματος Ασφαλείας στο Γύθειο. Οι υπερασπιστές αυτοί ισχυρίζονται ότι ο σχηματισμός των Ταγμάτων Ασφαλείας δικαιώνεται ως επιλογή από τις μετέπειτα εξελίξεις και ειδικά από το ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου και τον σχηματισμό του Δ.Σ.Ε . Όσοι εντάχθηκαν στα Τάγματα διέγνωσαν νωρίτερα τον κίνδυνο που διέτρεχε το έθνος από τον κομουνισμό και έσπευσαν να τον αντιμετωπίσουν. Θα ζητήσουν μάλιστα οι εκπρόσωποι αυτού του λόμπι το 1948 κατά τη συζήτηση του νόμου για την Εθνική Αντίσταση στη Βουλή,  την αναγνώριση των ταγματασφαλιτών ως αντιστασιακών.

Η δεύτερη φάση από το 1958 – 1967 αντιπροσωπεύει την προσπάθεια να δοθεί απάντηση από την εθνικόφρονα ιστοριογραφία στην επανεμφάνιση της Αριστεράς. Στα Απομνημονεύματα κορυφαίων στρατιωτικών εκπροσώπων της εθνικοφροσύνης γίνεται προσπάθεια δικαίωσης των ταγματασφαλιτών. Ο Τσακαλώτος θα εμπλέξει το εγκώμιο στα Τάγματα με χαρακτηριστικές εκφράσεις  όπως ” απαραίτητα και ευεργετικά δια το έθνος” ενώ η ίδρυσή τους θα θεωρηθεί από μέρους του ” ευλογημένη απόφασις ”. Τα Τάγματα Ασφαλείας υποστηρίζονται από την αντικομουνιστική ιστοριογραφία της δεύτερης περιόδου με συγκεκριμένη επιχειρηματολογία: α. ότι ο εξοπλισμός τους από του Γερμανούς δεν δηλώνει προδοτική διάθεση , αλλά τη διάθεσή τους για αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού και ότι είχαν φιλοσυμμαχικά αισθήματα , β. η συνεργασία τους με τον κατακτητή ήταν φαινομενική , φέρνοντας ως παράδειγμα τους αρματολούς της Τουρκοκρατίας.


Εξαίρεση ως προς το πνεύμα της εποχής θ’ αποτελέσει του στρατηγού Λ. Σπαή με το οποίο θα καταγγελθούν τα Τάγματα και η δράση τους ως δωσιλογικοί – προδοτικοί σχηματισμοί. Την περίοδο αυτή διατυπώνεται το αίτημα προγραμματικής δικαίωσης των ταγματασφαλιτών.


Η τρίτη περίοδος ταυτίζεται μ΄ αυτή της δικτατορίας (1967 –1974)  και είναι η περίοδος της έμμεσης αναγνώρισης των ταγματασφαλιτών , αναγνώριση που έγινε στα μουλωχτά , όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Με το Ν.Δ 179/69 οι ταγματασφαλίτες εκτός από την ηθική αναγνώρισή τους  επιτυγχάνουν και μια σειρά υλικά οφέλη. Πρόσληψη στο δημόσιο των παιδιών τους , αναγνώριση των ” αντιστασιακών” τους χρόνων ως χρόνων συντάξιμων , στεγαστικά δάνεια , διανομές αγροτικών κλήρων. Παρόλα αυτά η αναγνώριση είναι έμμεση , ορισμένα πράγματα σε σχέση με τη δράση των Ταγμάτων δεν λέγονται ανοιχτά και ειδικά η σχέση τους με τον κατακτητή. Σε επικήδειους λόγους στελεχών των Ταγμάτων Ασφαλείας οι χουντικοί θα κάνουν λόγο γενικώς και αορίστως για συμμετοχή στην ”εθνική αντίσταση”, αποφεύγοντας επιμελώς άλλες εξηγήσεις ή αναλύσεις για το που και πως εκτυλίχτηκε η αντιστασιακή δράση. Στελέχη βεβαία των Ταγμάτων Ασφαλείας υπηρετήσαν σε υψηλές βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού της χούντας , όπως ο Δ. Πατίλης ως β΄ αντιπρόεδρος της ”κυβερνήσεως” , ο Ν. Κουρκουλάκος , διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας. Επιμελώς κρυμμένο παραμένει αυτή την περίοδο το κατοχικό παρελθόν του δικτάτορα Παπαδόπουλου , για το οποίο υπάρχει γενικά σκοτάδι και αντικρουόμενες απόψεις. Πληροφορίες της παρισινής εφημερίδας Le Monde Dιpolomatique τον φέρνουν να υπηρέτησε στα Τάγματα Ασφαλείας και ειδικά στο Τάγμα Ασφαλείας της Πάτρας με διοικητή τον Κουρκουλάκο.  Τέλος πρέπει να γίνει λόγος για την διαστρέβλωση του περιεχομένου του μνημόσυνου για το μπλόκο της Κοκκινιάς  και την πρόκληση του χουντικού καθεστώτος απέναντι στον λαό της Νίκαιας όταν διόρισε ως δήμαρχο της πόλης  τον Ν. Πλυντζανόπουλο ταγματάρχη ε.α , ανιψιό του δημιουργού του μπλόκου και διοικητή των ευζωνικών ταγμάτων της Αθήνας. Οι επίσημοι λόγοι που εκφωνήθηκαν στις επετείους της μεγάλης σφαγής , έδειχναν ως υπεύθυνους για το μπλόκο το ΕΑΜ και το ΚΚΕ , τα οποία με δολιότητα δήθεν  κάρφωσαν στους ναζί  αθώους εθνικιστές πολίτες της πόλης. Πίσω από τους προκλητικά γελοίους αυτούς ισχυρισμούς των χουντικών συγκαλύπτεται επιμελώς ο ρόλος των Ταγμάτων  Ασφαλείας τα οποία δεν αναφέρονται καθόλου στις ομιλίες τους.


Ο επίλογος του έργου (σελ. 155 – 160 ) αναφέρεται στη μεταπολιτευτική περίοδο και στην αλλαγή του κλίματος που δημιουργείται και ως προς την αντιμετώπιση του ιστορικού παρελθόντος. Τώρα δεν υπάρχει το μονοπώλιο του λόγου της εθνικόφρονης ιστοριογραφίας που στηρίζονταν και στη φίμωση κάθε αντίθετης φωνής με την αντικομουνιστική νομοθεσία ”περί αναμόχλευσης παθών”.  Από τη κοσμογονική βιβλιογονία στελεχών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και άλλων οργανώσεων θα απουσιάζει εντελώς ο λόγος των δωσίλογων. Η ερμηνεία που δίνει ο συγγραφέας είναι ότι η σιωπή τους κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στη θεμελιώδη αντίφαση που περιγράψαμε και νωρίτερα ανάμεσα στα εθνικιστικά φρονήματα των συμμετασχόντων και στην πεζή πραγματικότητα της ένοπλης συνεργασίας.” (σελ.159) Επιπλέον στη νέα ιστορικοπολιτική συγκυρία ” ο εθνικόφρων λόγος για την Κατοχή έχασε τα στηρίγματά του στο κράτος , την ανταλλακτική αξία του και ως εκ τούτου τον κύριο λόγο της ύπαρξης του. ” (σελ. 159)


Η μελέτη του Τ. Κωστόπουλου είναι όχι μόνο σημαντική σαν θέμα αλλά και εξαιρετική σαν σύνθεση. Περιλαμβάνει  έναν μεγάλο όγκο αρχειακού υλικού και μια εξίσου μεγάλη βιβλιογραφία στην επεξεργασία των οποίων στηρίζει την εξαγωγή των συμπερασμάτων του ο συγγραφέας. Η ανάλυση του ρόλου του δωσιλογισμού είναι σήμερα και πάλι αναγκαία , καθώς  μια σειρά δείγματα γραφής μεταμοντέρνας μεθοδολογίας επιδιώκουν τον εξωραϊσμό του ρόλου του  και τη δημιουργία μιας θετικής εικόνας γι αυτόν. Οι μυθολογίες της ”κόκκινης βίας και τρομοκρατίας” και των  ” αντικομουνιστών καπεταναίων ” δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα πισωγύρισμα στις προ του 1974 ”αναλύσεις” της εθνικόφρονης ιστοριογραφίας. Μ’ αυτή την έννοια δεν αποτελούν κάτι το καινούργιο ,  όσο κι αν είναι ντυμένες με ”νέα” φορέματα είτε ανθρωπολογικής είτε γενικότερα μεταμοντέρνας ραφής. Η εμφάνιση του λεγόμενου ”αναθεωρητικού ρεύματος της ιστορίας” , προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο πάλι και να καταστήσει επιστημονικά νόμιμους  τους γνωστούς αντικομουνιστικούς μύθους που φτιάχτηκαν τις δεκαετίες του  ’50 και του ’60 και την περίοδο της δικτατορίας. Αν μη τι άλλο το βιβλίο του Τ. Κωστόπουλου δείχνει με πολύ εύστοχο τρόπο τη δημιουργία και τη διαδρομή αυτών των μύθων καθώς και το με ποιές πολιτικές πρακτικές αυτοί συνδέθηκαν.


Αναφερόμενος ο συγγραφέας στη συζήτηση που άνοιξε η δημοσίευση της ” Ορθοκωστάς ”  του Θ. Βαλτινού το 1994 , διαπιστώνει την ευκολία του αναθεωρητικού εγχειρήματος για την ελληνική πραγματικότητα. ” Αντίθετα πάντως με τα τεκταινόμενα σε άλλες χώρες οι εδώ θιασώτες του δεν θα χρειαστεί να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια , ούτε να ψάξουν στα τυφλά: Τα διαθέσιμα ιστοριογραφικά υποδείγματα και κατάλοιπα είναι άφθονα, και δε χρειάζονται παρά ένα στοιχειώδες εκσυγχρονιστικό λίφτινγκ για να πουληθούν ολόφρεσκα στην αγορά.” ( σελ. 160) Αλλά για να καρποφορήσει η ”φρέσκια ματιά”  στο ιστορικό παρελθόν των εκπροσώπων του αναθεωρητικού ρεύματος δεν αρκούν  μόνον  τα άφθονα ιστοριογραφικά υποδείγματα του παρελθόντος αλλά  χρειάζεται και  η απαξίωση της ιστορικής μνήμης που έγινε στο όνομα της συναίνεσης και της εθνικής συμφιλίωσης.  Οι δύο τελευταίες  όμως , με ληξιαρχική πράξη γεννήσεως το έτος 1989 , δεν αποτέλεσαν μόνο  επιλογές της δεξιάς …

ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ


ΠΡΟΣ:  Το περιοδικό  ” Θέσεις ”

Παρουσιαση Βιβλιου απο το ΧΡ.ΡΕΠΠΑ


Λαμπρινή Αντ. Μαγαλιού:   Γλωσσικές προκαταλήψεις των εκπαιδευτικών
Θεωρητική και εμπειρική έρευνα , εκδ. Αδελφών Κυριακίδη α.ε. , Θεσσαλονίκη 2000

Οι μύθοι για τη γλωσσική ποιότητα στο σχολείο είναι πράγματι ”επικίνδυνες ανοησίες”. Ο εκπαιδευτικός που πιστεύει στη μία γλωσσική ποιότητα και ταυτίζει τους μαθητές του με τη γλωσσική ανεπάρκεια μπορεί να βλάψει πολλαπλά . Απομακρύνει τους μαθητές από την κατανόηση και θεωρητικοποίηση του γλωσσικού φαινομένου , τους εμποδίζει να συνειδητοποιήσουν ότι τις γλωσσικές επιλογές καθορίζει όχι κάποια μυθική ποιότητα , αλλά το συμφραστικό και το κοινωνικό περιβάλλον και οι επικοινωνιακοί στόχοι.

Α. Φραγκουδάκη : Γλώσσα και Ιδεολογία , εκδ. Οδυσσέας , Αθήνα 1987 , σελ. 187
=======================================
H σχέση γλώσσας και σχολικής διαδρομής έχει επισημανθεί ήδη από τη δεκαετία του ‘ 60   σαν ένα από τα σπουδαιότερα  θέματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η γλώσσα του σχολείου δεν μια κοινωνικά ουδέτερη πρακτική , είναι το ιδεολογικά και αξιακά φορτισμένο εργαλείο με το οποίο οργανώνεται η διαδικασία της μάθησης. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχει μια αξιόλογη επιστημονική βιβλιογραφία  που πραγματεύεται τη σχέση της σχολικής γλώσσας με την σχολική επιτυχία και γενικότερα τον κοινωνικό χαρακτήρα του λόγου. Στη διεθνή βιβλιογραφία το θέμα των γλωσσικών προκαταλήψεων των εκπαιδευτικών έχει διερευνηθεί από τις δεκαετίες του ‘ 60 και ‘ 70. Αντίθετα στην ελληνική η έρευνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Απ ΄αυτή τη σκοπιά το βιβλίο έχει ιδιαίτερη αξία.

Σκοπός της μελέτης είναι η διαπίστωση της ύπαρξης προκαταλήψεων στο σώμα των ελλήνων εκπαιδευτικών  απέναντι στις γεωγραφικές και κοινωνικές διαλέκτους που χρησιμοποιούν οι μαθητές.  Χωρίζεται σε δύο μέρη , ένα θεωρητικό και ένα εμπειρικό. Στο θεωρητικό μέρος διαπραγματεύεται ζητήματα που έχουν σχέση με τις γεωγραφικές και κοινωνικές διαλέκτους , το χαρακτήρα της γλώσσας , τις σχέσεις της με την κοινωνική πραγματικότητα και το ρόλο της στον σχολικό θεσμό. Στο εμπειρικό μέρος εκθέτει τη μεθοδολογία της έρευνας και τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την έρευνα της ελληνικής πραγματικότητας και συγκεκριμένα από την περιοχή της Θεσσαλονίκης.

Η γλώσσα που μιλιέται σε μια συγκεκριμένη χώρα παρά τα κοινά της χαρακτηριστικά κάθε άλλο είναι ενιαία , κυρίως ως προς τον τρόπο χρήσης της. Μεταξύ των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας παρατηρούνται ουσιαστικές διαφορές είτε ανά γεωγραφική περιοχή είτε ανάλογα με την κοινωνική θέση των ομιλητών. Πρόκειται για τις γεωγραφικές και κοινωνικές διαλέκτους. Η συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά παραδείγματα τη μακεδονική στην Αρχαία Ελλάδα , την κυπριακή και την ποντιακή που δεν συμβάδιζαν με την εξέλιξη της νεότερης ελληνικής γλώσσας. Ταυτόχρονα οι διαφορές αυτές γίνονται μέρος της ταυτότητας των κατοίκων των συγκεκριμένων περιοχών και δεν δέχονται να τις αλλάξουν. Η γεωγραφική διάλεκτος είναι η πιο συνηθισμένη μορφή γλωσσικής ποικιλίας. Οι διάλεκτοι ανταποκρίνονται σε διαφοροποιημένες ανάγκες επικοινωνίας αυτών που τις χρησιμοποιούν. Οι διαφοροποιημένες ανάγκες επικοινωνίας δεν ανάγονται μόνο στο γεωγραφικό επίπεδο αλλά και στο κοινωνικό και εκφράζουν τους στόχους και στις στρατηγικές επικοινωνίας συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Απ΄την  άλλη η ανάγκη επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών ομάδων και τάξεων και γεωγραφικών περιοχών δημιουργεί την ανάγκη για μια γλώσσα κοινής συνεννόησης , αυτή που διαμορφώθηκε στο σύγχρονο εθνικό κράτος και αποτελεί βασικό παράγοντα ενοποίησης του. Όπως αναφέρει η συγγραφέας μια από τις διαλέκτους γίνεται επίσημη γλώσσα του κράτους η οποία είναι και γλώσσα της διοίκησης , του εκπαιδευτικού συστήματος και της επιστήμης. Η γλώσσα αυτή χαρακτηρίζεται ως η μοναδικά σωστή και έχει αυξημένο κοινωνικό κύρος. Προέρχεται από μία από τις διαλέκτους , είναι σύμβολο της ανεξαρτησίας του συγκεκριμένου κράτους και έχει τη δυνατότητα να προσαρμόζεται σε διάφορες λειτουργίες. Είναι τυποποιημένη και έχει υποστεί έναν ορισμένο βαθμό επεξεργασίας με τη δημιουργία γραμματικών κανόνων. Μιλιέται από τα πιο μορφωμένα μέλη της κοινωνίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο η γλωσσική διδασκαλία είναι διδασκαλία μιας ρυθμισμένης γλώσσας.

Η γλωσσική έκφραση προσδιορίζεται από τις περιστάσεις επικοινωνίας , δηλ. την προσαρμογή του λόγου σε ειδικές περιστάσεις. Η περίσταση είναι αυτή που διαμορφώνει την εκφώνηση και το ύφος του με το οποίο κάθε φορά εκφέρεται. Διαμορφώνονται έτσι κάθε φορά συγκεκριμένα επίπεδα ύφους που εκφράζουν διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας. Η γλώσσα ορίζεται ” ως ένα σύνολο λειτουργικά διαφοροποιημένων γλωσσικών χρήσεων ανάλογα με τις περιστάσεις επικοινωνίας και το γλωσσικό ρεπερτόριο μιας γλωσσικής κοινότητας ή ενός ατόμου προκύπτει από τον αριθμό των χρήσεων στις οποίες υποβάλλεται η γλώσσα σε αυτήν τη γλωσσική κοινότητα.” (σελ. 20)

Οι γλωσσικές παραλλαγές δεν είναι φτωχότερες ή πλουσιότερες , ανώτερες ή κατώτερες αλλά απλώς είναι διαφορετικές. Έχουν δηλ. διαφορετική λειτουργία και στηρίζονται σε διαφορετικά πολιτισμικά επίπεδα.  Η αξιολόγηση και ιεράρχηση των γλωσσικών παραλλαγών δεν έχει να κάνει με κριτήρια που αφορούν τις ίδιες , αλλά με την κοινωνική κατάσταση των χρηστών τους και τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα μέλη της γλωσσικής κοινότητας , δηλ. της κοινωνίας.  Χαρακτηριστικά η συγγραφέας διαπιστώνει ότι: ” μια γλώσσα αξίζει ότι και αυτός που τη μιλά γιατί δεν μπορεί να αυτονομηθεί από τις κοινωνικές ιδιότητες του ομιλητή”. (σελ. 26) Παρά το γεγονός ότι οι γλώσσες δεν μπορούν να διακριθούν σε ανώτερες και κατώτερες οι στάσεις απέναντι στη γλώσσα είναι τόσο διαφορετικές όσο και οι κοινωνικές τάξεις από τις οποίες μιλιέται.
Γλωσσική ισότητα μεταξύ των ατόμων της ίδιας ηλικίας δεν μπορεί να υπάρξει. Αναγνωρίζονται διαφορές στο λεξιλόγιο , στη σύνταξη , στην ικανότητα χρήσης του προφορικού λόγου και σ’ ορισμένες πλευρές της ανάγνωσης και της γραφής. Η γλωσσική ανισότητα μπορεί να διακριθεί σε τρία είδη: α. υποκειμενική ανισότητα β. αυστηρά γλωσσική ανισότητα  γ. επικοινωνιακή ανισότητα. Η υποκειμενική ανισότητα έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ομιλία ενός ατόμου από τους άλλους , η αυστηρά γλωσσική ανισότητα έχει να κάνει με τη δυνατότητα χρήσης ειδικού λεξιλογίου που απαιτούν συγκεκριμένες επικοινωνιακές περιστάσεις π.χ η ειδική γλώσσα μιας συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας ή μιας συγκεκριμένης επιστήμης και τέλος η επικοινωνιακή ανισότητα έχει να κάνει με τη γνώση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιούνται τα γλωσσικά αντικείμενα ώστε να υπάρχει ανταπόκριση σε διάφορες καταστάσεις επικοινωνίας. (σελ. 23-24)
Στο έργο διαπιστώνεται  ότι οι εκπαιδευτικοί δεν είναι αποκομμένοι από τις ευρύτερες κοινωνικές τάσεις που τείνουν ν΄ αντιμετωπίζουν την ομιλία των παιδιών των μη προνομιούχων τάξεων ως ”ανακριβή” και ”φτωχή γλωσσικά”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκτιμήσεις που κάνει η συγγραφέας  για τη γλωσσική διδασκαλία στο ελληνικό σχολείο.  Σύμφωνα , λοιπόν μ’ αυτήν: ” το ελληνικό σχολείο διδάσκει μία από τις παραλλαγές της εθνικής γλώσσας , τη ρυθμισμένη και κωδικοποιημένη από τους γραμματικούς κοινή που αντιστοιχεί στην ομιλούμενη από τις κοινωνικές ομάδες των μορφωμένων στα μεγάλα αστικά κέντρα.” (σελ. 51) Τα σχολικά βιβλία αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα έκθεσης αυτής της γλωσσικής μορφής , την οποία μάλιστα διδάσκουν ως μοναδικό πρότυπο εθνικής γλώσσας. Σ΄ ό, τι αφορά τις κατευθύνσεις στη διδασκαλία της γλώσσας αυτές είναι τρεις : α. Διδασκαλία της επίσημης γλώσσας του κράτους  ως μοναδικά σωστής γλωσσικής μορφής . β. ταυτόχρονη διδασκαλία επίσημης γλώσσας και τοπικής διαλέκτου και γ. αναγνώριση των διαφόρων διαλέκτων. Η διδασκαλία μόνον της επίσημης γλώσσας του κράτους κρίνεται ως παιδαγωγικά επιζήμια , αφού έτσι καταδικάζονται στην αποτυχία οι μαθητές εκείνοι που δεν έχουν εγγεγραμμένους στο γλωσσικό τους δυναμικό αυτούς τους κώδικες επικοινωνίας. Αποτελεί ένα είδος λογοκρισίας που γίνεται αντιληπτό από τους μαθητές ήδη από τα πρώτα βήματά τους στην εκπαίδευση. Η διδασκαλία κάτω απ ΄ αυτό το καθεστώς χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και γλωσσική σύγκρουση. Η ασυνέχεια αφορά την εκμάθηση του γραπτού λόγου. Βάση αυτής της εκμάθησης αποτελεί η αρχή ο γραπτός λόγος πρέπει ν΄ αποτελεί φυσική συνέχεια του προφορικού. Οι μαθητές διδασκόμενοι την επίσημη γλώσσα του κράτους , μαθαίνουν ως μοναδικά σωστό τρόπο επικοινωνίας τον κώδικα επικοινωνίας των μεσοαστικών στρωμάτων. Για τους μαθητές που η μητρική τους γλώσσα δεν αντιστοιχεί σ΄αυτό τον κώδικα επικοινωνίας η επαφή τους μ’ αυτόν σχολείο συνεπάγεται ασυνέχεια και γλωσσική σύγκρουση. Η εκμάθηση του γραπτού λόγου γίνεται σε άλλο κώδικα επικοινωνίας απ’ αυτόν της μητρικής τους γλώσσας. Η ασυνέχεια δημιουργεί και μια άλλη κατάσταση , τη γλωσσική σύγκρουση.

Όσοι μαθητές δεν έχουν ως μητρική τους την επίσημη γλώσσα του κράτους αισθάνονται την απόρριψή της δικής  τους γλώσσας και μαζί μ΄ αυτήν και του εαυτού τους. ” Σχεδόν ολόκληρο το σημασιολογικό δυναμικό που διαθέτουν και χάρη στο οποίο επικοινωνούν θαυμάσια μέχρι εκείνη τη στιγμή  με το περιβάλλον υποβιβάζεται από τον δάσκαλο στην κατηγορία του λάθους ( δεν είναι σωστό αυτό)  , της κακής ποιότητας ( πες το καλύτερα ) και της μη γλώσσας ( αυτό δε λέγεται).” (σελ. 53)

Σημαντικό επίσης μπορεί να θεωρηθεί το κεφάλαιο της έρευνας  που αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα στις γλωσσικές προκαταλήψεις των εκπαιδευτικών και τη σχολική αποτυχία. Η συγγραφέας κάνει αναφορά στη θεωρία της αυτοεκπληρούμενης  προφητείας και την παρουσιάζει σε σχέση με τις γλωσσικές προκαταλήψεις του εκπαιδευτικού σώματος. Σύμφωνα με τη θέση για αυτοεκπληρούμενη προφητεία οι χαμηλές προσδοκίες των εκπαιδευτικών για ορισμένους μαθητές οδηγούν τους τελευταίους σε αντίστοιχες επιδόσεις. Η αίσθηση της ανικανότητας , όπως σωστά επισημαίνει η συγγραφέας μεταβιβάζεται με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Η ευαισθησία των παιδιών τα κάνει ν’ αντιδρούν ανάλογα.  Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία λειτουργεί εφόσον έχει προηγηθεί μια κατηγοριοποίηση των παιδιών από τους δασκάλους τους. Εδώ αναδεικνύεται ο καθοριστικός ρόλος του ζητήματος των γλωσσικών προκαταλήψεων. Βασικός παράγοντας κατηγοριοποίησης των μαθητών είναι η δυνατότητα από μέρους τους χρησιμοποίησης της επίσημης γλώσσας του κράτους. Οι αρνητικές κρίσεις και τα στερεότυπα δημιουργούνται για τους μαθητές εκείνους που η ομιλία τους χαρακτηρίζεται ως ”ανακριβής”, ”φτωχή λεξιλογικά και εκφραστικά” , γι ‘ αυτούς που δεν χρησιμοποιούν τις εκφραστικές νόρμες της επίσημης γλώσσας που υιοθετεί ο σχολικός θεσμός. Οι κρίσεις όμως αυτές δεν είναι κοινωνικά αθώες. Υποβιβάζουν στην κατηγορία της προβληματικής όποια γλωσσική νόρμα δεν συμμορφώνεται με τα κυρίαρχα γλωσσικά πρότυπα και φυσικά ο υποβιβασμός αυτός δεν αφορά μόνο τη γλώσσα , αφορά κυρίως τους φορείς που τη χρησιμοποιούν , δηλαδή τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων. Στην ουσία μιλάμε για την απαξίωση μιας κοινωνικά και πολιτισμικά καθορισμένης μορφής επικοινωνίας , η οποία αποβάλλεται από την εκπαιδευτική διαδικασία ως ακατάλληλη. Εδώ το πρόβλημα μετατοπίζεται στις αξίες που υιοθετεί ο σχολικός θεσμός και κατά πόσο αυτές επιτρέπουν την ισότιμη συμμετοχή όλων των παιδιών στις διαδικασίες του. Ο εκπαιδευτικός θεσμός λειτουργεί με τις αξίες της ανώτερης και της μεσαίας κοινωνικής τάξης , τις οποίες φροντίζει να μεταδίδει στους εκπαιδευτικούς. Μ’ αυτή την έννοια οι αρνητικές κρίσεις για τα παιδιά των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων και η δημιουργία στερεότυπων σ’ αυτό το πλαίσιο θεωρούνται αναπόφευκτες γιατί τα παιδιά που προέρχονται από αυτά τα κοινωνικά περιβάλλοντα δεν κοινωνικοποιούνται με τη συμπεριφορά που απαιτεί ο εκπαιδευτικός θεσμός. Οι αξίες με τις οποίες οργανώνεται και λειτουργεί ο εκπαιδευτικός θεσμός είναι διαφορετικές απ’ αυτές με τις οποίες κοινωνικοποιήθηκαν στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Αυτό δημιουργεί προβλήματα προσαρμογής και ανεβάζει τον κίνδυνο για δημιουργία στερεότυπων γύρω από την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά των παιδιών αυτών. Τα στερεότυπα που δημιουργούνται στηρίζονται στην άποψη ότι συνήθως η οικογενειακή κατάσταση είναι  υπεύθυνη για την άσχημη συμπεριφορά των παιδιών.

Η έρευνα της συγγραφέως επιβεβαίωσε τις αρχικές της υποθέσεις. Η χρήση γεωγραφικών και  κοινωνικών διαλέκτων θεωρείται από μεγάλο μέρος του εκπαιδευτικού σώματος εμπόδιο για την εκπαιδευτική και κοινωνική πρόοδο των μαθητών. Η χρήση μιας τέτοιας γλωσσικής νόρμας , κατά τους υποστηρικτές της πιο πάνω άποψης, φανερώνει χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο και γλωσσική πενία των συγκεκριμένων ομιλητών. Συμφωνούν με τη διδασκαλία μόνον της επίσημης γλωσσικής νόρμας , δηλ.  της γλώσσας του κράτους. Η γλωσσική προκατάληψη εμφανίζεται πιο ισχυρή απέναντι στις κοινωνικές ποικιλίες , απ’ ό,τι στις γεωγραφικές διαλέκτους.
Μεγαλύτερο βαθμό προκατάληψης παρουσιάζει το σώμα το των φιλολόγων και μεγαλύτερη ανεκτικότητα το σώμα των δασκάλων , αν και στο τελευταίο οι δείκτες της προκατάληψης είναι επίσης υψηλοί.
Ως προς την ηλικία ο μεγαλύτερος βαθμός προκατάληψης παρατηρείται στις μεγαλύτερες ηλικίες , σε όσους έχουν πάνω από 10 χρόνια υπηρεσίας και σ’ αυτούς που δεν έχουν επιμόρφωση σ’ ανάλογα θέματα ούτε ενημέρωση στους αντίστοιχους τομείς της παιδαγωγικής και της κοινωνικής γλωσσολογίας.

Ο παράγοντας φύλο φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο γύρω από τη δημιουργία στερεότυπων που αφορούν τη χρήση της γλώσσας.  Οι γυναίκες εμφανίζονται περισσότερο προκατειλημμένες απέναντι στις γεωγραφικές και κοινωνικές διαλέκτους , κυρίως απέναντι στις κοινωνικές. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με αντίστοιχα από τη διεθνή έρευνα που εμφανίζουν τις γυναίκες να είναι περισσότερο προσηλωμένες στις νόρμες τις επίσημης γλώσσας ,επιδιώκοντας μια πιο ευγενική χρήση του λόγου και άρα να είναι περισσότερο αρνητικές Τοποθετούνται θετικά ως προς τα ερώτημα να διδάσκει το σχολείο μόνο μια γλωσσική νόρμα, αυτή του κράτους, γιατί έτσι πιστεύουν ότι εξασφαλίζεται η ευκαιρία προόδου και ανέλιξης για τα παιδιά.

Στα συμπεράσματα του βιβλίου η συγγραφέας αναφέρεται στον τρόπο διδασκαλίας της γλώσσας στο ελληνικό σχολείο. Ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι οι γλωσσικές ποικιλίες είναι κάτι το φυσιολογικό και αναπόσπαστο μέρος της γλωσσικής πραγματικότητας. Κατά συνέπεια δεν μπορούν ν ΄ αντιμετωπίζονται  ως πρόβλημα που πρέπει να εκλείψει προς χάριν μιας ιδανικής και άρτιας γλώσσας που υποτίθεται ότι είναι η γλώσσα του κράτους. Η παιδαγωγική ατμόσφαιρα του γλωσσικού μαθήματος επισημαίνεται ως σημαντικός παράγοντας επιτυχίας στο μάθημα. Πρέπει να κυριαρχεί η άνεση όλων των παιδιών και να υπάρχει κλίμα εμπιστοσύνης προς το κάθε παιδί ξεχωριστά , να υπάρχει αισιοδοξία για τις δυνατότητές του. Πρέπει επίσης  ν ΄ αποφεύγεται η ετικετοποίηση που δημιουργεί αρνητικά στερεότυπα και κινητοποιεί το μηχανισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Να δίνεται έμφαση στον προφορικό λόγο και στη δυνατότητα χρήσης του λόγου σε διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας. Αντίστοιχα τα κείμενα που χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία του μαθήματος πρέπει να είναι ενδεικτικά όλων των μορφών λόγου που χρησιμοποιούνται σε μια γλωσσική κοινότητα. Η γλωσσική διδασκαλία πρέπει να δίνει έμφαση στον προφορικό λόγο. Η γνώση της γραφής και της ανάγνωσης πρέπει να γίνεται με βάση τη γλώσσα που μεταφέρουν τα παιδιά από το οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον.  Η συγγραφέας προτάσσει το επικοινωνιακό μοντέλο ως το καταλληλότερο για την γλωσσική διδασκαλία γι ΄αυτό και υποστηρίζει ότι η γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιείται σε όσο το δυνατόν περισσότερες παραλλαγές και για διαφορετικές περιστάσεις επικοινωνίας. Τα σχολικά εγχειρίδια πρέπει να προσφέρουν τη δυνατότητα προσέγγισης διαφορετικών μορφών λόγου και να περιλαμβάνουν γι’ αυτό το σκοπό τις αντίστοιχες διδακτικές δραστηριότητες.  Το έργο κλείνει επισημαίνοντας δύο βασικούς παράγοντες για τη μεταρρύθμιση της διδασκαλίας του μαθήματος : το αναλυτικό πρόγραμμα και την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών.

ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ

1.Την εποχή αυτή ξεκινούν  οι έρευνες του Β.Betnstein για τους γλωσσικούς κώδικες και το ρόλο τους στην εκπαίδευση.
2.Μεταξύ άλλων  Α. Φραγκουδάκη : Γλώσσα και Ιδεολογία , εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ , Αθήνα 1987 και P. Bourdieu : Γλώσσα και Συμβολική Εξουσία   , εκδ. Α. Καρδαμίτσα , Αθήνα 1999.