Η ΕΛΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,αναλυση του ΧΡ.ΡΕΠΠΑ

Η ΕΛΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Τα τελευταία χρόνια το εργασιακό τοπίο στην εκπαίδευση αλλάζει δραματικά , όπως άλλωστε και στους περισσότερους εργασιακούς χώρους. Συνήθως η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και γενικά τα εργασιακά θέματα θεωρούνται στενά επαγγελματικά ζητήματα που αφορούν μόνο τους ίδιους τους εργαζόμενους. Η σημερινή όμως νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική από τη μια απαιτεί την μεγαλύτερη δυνατή εργασιακή απόδοση και από την άλλη προωθεί όλο και περισσότερο υποβαθμισμένες μορφές εργασίας στα σχολεία. Το είδος επομένως και η ποιότητα των εργασιακών σχέσεων όμως έχουν καθοριστική επίδραση στο εκπαιδευτικό έργο. Η διδασκαλία είναι ένα φαινόμενο με διπλή όψη : έχει ταυτόχρονα παιδαγωγική και εργασιακή διάσταση. Είναι και μεταβίβαση της γνώσης και η εργασία των εκπαιδευτικών. Βλέποντας τα πράγματα απ΄ αυτή την σκοπιά δε μπορεί να διαπιστώσουμε τη στενή αλληλεξάρτηση της μιας πλευράς με την άλλη και τη σημασία που έχει το είδος και η ποιότητα του εργασιακού καθεστώτος στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού έργου.

Ο νέος τύπος εργασιακών σχέσεων, που εδώ και μια δεκαπενταετία εισάγονται στα εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως και στο ελληνικό , είναι προσπάθεια του κεφαλαίου να ξεπεράσει την κρίση κερδοφορίας του , μειώνοντας την αξία της εργατικής δύναμης. Οι αλλαγές στο επίπεδο των εργασιακών σχέσεων συμβαδίζουν με τις γενικότερες αλλαγές στη μορφή και το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στο βαθμό που η εκπαίδευση ως περιεχόμενο και ως προσανατολισμός υποτάσσεται στις απαιτήσεις της αγοράς , οι εργασιακές σχέσεις ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Η ελαστική εργασία αποτελεί καθεστώς  σήμερα στην εκπαίδευση και βάζει καθοριστικά τη σφραγίδα της σε κάθε πλευρά της λειτουργίας της.

Μια σειρά στρατηγικού χαρακτήρα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισημαίνουν τις βαθιές αλλαγές στη μορφή και το χαρακτήρα της εργασίας. Αναφερόμαστε στο ΄΄Λευκό Βιβλίο για την Ανάπτυξη και την Ανταγωνιστικότητα΄΄  , το  ΄΄Λευκό Βιβλίο για την Εκπαίδευση για την Κατάρτιση ΄΄, το ΄΄ Πράσινο Βιβλίο ΄΄  , που προωθούν την ανατροπή του μοντέλου της σταθερής και μόνιμης εργασίας  προς όφελος ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Από τις αλλαγές αυτές διαμορφώνεται ένας νέος τύπος εργαζόμενου : ο απασχολήσιμος με  καμιά σταθερότητα στην εργασία , υποαμειβόμενος και εργασιακά περιπλανώμενος , με υποτυπώδη κοινωνική ασφάλιση που ποτέ δεν μπορεί να του εξασφαλίσει συνταξιοδότηση.  Βασικός μοχλός προώθησης τέτοιων εργασιακών σχέσεων στο χώρο της εκπαίδευσης στάθηκε η ύπαρξη μιας μακροχρόνιας ανεργίας , που ανάγκασε πολλούς πτυχιούχους παιδαγωγικών και καθηγητικών σχολών ν’ αποδεχτούν  τους χειρότερους εργασιακούς όρους προκειμένου ν΄ εξασφαλίσουν μερικά μόρια που θ΄ ανοίξουν το δρόμο για τη μονιμοποίηση τους.  Για δεκαετίες η προσωρινή εργασία των εκπαιδευτικών ήταν ένα μικρό διάστημα του εργασιακού τους βίου που αποτελούσε συνήθως τον προθάλαμο του μόνιμου διορισμού . Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 και τις αρχές της δεκαετίας του ΄90  τα πράγματα παίρνουν διαφορετική τροπή. Στην περίοδο αυτή προσωρινή εργασία αποχτά πιο μόνιμα χαρακτηριστικά κυρίως με την μεγάλη αύξηση των χρόνων αναμονής για διορισμό που σε πολλές περιπτώσεις ισοδυναμούσε με αδυναμία μόνιμου διορισμού , εξαιτίας των χαμηλού αριθμού διορισμών.

Η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις γίνεται σ΄ όλα τα επίπεδα. Έχουμε την περίφημη ελαστικοποίηση του ωραρίου , κυρίως στο ολοήμερο σχολείο , όπου το σταθερό ωράριο εργασίας που προβλέπει ο νόμος 1566/85 με μια απλή εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ  και χωρίς καμιά άλλη νομική ρύθμιση θεωρήθηκε ότι μπορεί να ΄΄κυλάει΄΄ σε σπαστά ωράρια. Έχουμε την επιβολή υποχρεωτικών υπερωριών ειδικά για τα μαθήματα ειδικοτήτων , προκειμένου για τα μαθήματα αυτά ν΄ αποφευχθεί η πρόσληψη νέων εκπαιδευτικών , ακόμα και ωρομισθίων. Έχουμε την αποσύνδεση του πτυχίου από τα εργασιακά δικαιώματα και τον πολυκατακερματισμό του σώματος των αδιόριστων. Η κατάργηση της ενιαίας επετηρίδας διορισμών με το νόμο 2525/97 , οδήγησε στη δημιουργία έξι νέων κατηγοριών αδιορίστων  (διαίρει και βασίλευε) με τη θεσμοθέτηση ισάριθμων επετηρίδων. Έτσι το σώμα αυτό έπαψε να έχει ενιαία συμφέροντα και άρα να μάχεται γύρω από ενιαίους στόχους.

Με προγράμματα όπως η ΄΄Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη ΄΄, η ΄΄Ενισχυτική Διδασκαλία ΄΄ και με την επέκταση του Ολοήμερου Σχολείου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση προωθήθηκε ένας νέος τύπος εργασιακής σχέσης στα σχολεία. Ο ωρομίσθιος. Αυτός εργάζεται για έναν μόνο συγκεκριμένο αριθμό ωρών , περιφέρεται από σχολείο σε σχολείο για να συμπληρώσει ωράριο , δεν πληρώνεται για διακοπές και αργίες , έχει λειψή κοινωνική ασφάλιση από την οποία δεν μπορεί ποτέ να συνταξιοδοτηθεί πληρώνεται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση και με μια καθαρά εξευτελιστική αμοιβή. Κάτω από τέτοιες εργασιακές συνθήκες η επιστημονική και παιδαγωγική υπόσταση αυτού του εκπαιδευτικού κομματιού  είναι υπονομευμένη. Μιλάμε για μια κατάσταση πλήρους εργασιακής ομηρίας τόσο στην εκάστοτε κυβέρνηση όσο και στην κομματική διοίκηση της εκπαίδευσης. Εργασιακή ομηρία που γίνεται πολύ χειρότερη από την έλλειψη συνδικαλιστικής κάλυψης των ωρομισθίων εκπαιδευτικών με ευθύνη τόσο της ΑΔΕΔΥ όσο και των δύο δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων της εκπαίδευσης.

Η ωρομισθία ξεκίνησε από την περιφέρεια της εκπαιδευτικής πράξης και επεκτείνεται σιγά –σιγά στο κανονικό πρόγραμμα. Το σύνολο των ωρών μαθημάτων του κανονικού προγράμματος διαιρούνται σε μικρότερα κομμάτια ωρών και μετά η διδασκαλία τους δίνεται σε ωρομίσθιους. Έτσι παύει ν΄ αποτελεί μια απλή μια απλή εξαίρεση του κανόνα των εργασιακών σχέσεων και γίνεται μία από τις τρεις εργασιακές ταχύτητες που διαμορφώνουν σήμερα το εργασιακό status στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μέσω του ΕΠΕΑΕΚ προσλαμβάνουν ωρομίσθιους και αποφεύγουν την χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η ένταξη της χρηματοδότησης των ωρομισθίων σ΄ αυτά τα προγράμματα εξασφαλίζει φθηνή εργασία για το κράτος – εργοδότη και εξευτελιστική πληρωμή για τους ίδιους. Τα 12 ή 9 ευρώ μεικτά που σημαίνουν 9 ή 7 καθαρά ευρώ την ώρα δείχνουν το μέγεθος της εκμετάλλευσης και το πραγματικό πρόσωπο της μαύρης εργασίας , πάνω στην οποία στην οποία οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στηρίζουν την πραγματοποίηση του εκπαιδευτικού έργου.

Η εισαγωγή τέτοιου είδους εργασιακών σχέσεων αποτελεί όχι μόνον εργασιακή οπισθοδρόμηση που αφορά μόνο ένα κομμάτι εκπαιδευτικών αλλά μια γενικότερη οπισθοδρόμηση που αφορά την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία.
ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1.    ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗ ΡΙΑ , Η ΕΛΑΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Πρακτικά ημερίδας 28/03/ 2004

2.    ΑΓ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ Δ.Ε , ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο της ΟΛΜΕ www. Alfavita. gr

3.    ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ , Εκπαιδευτικοί και νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις στην Εκπαίδευση www. Alfavita .gr

4.    Α. Λιμπεράκη  – Α.Μουρίκη  ,  Η Αθόρυβη Επανάσταση  Νέες Μορφές οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας , εκδ. Gutenberg , Αθήνα 1996

ΤΟ ΠΟΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΣΥΠ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,αναλυση του ΧΡ.ΡΕΠΠΑ


Σε μια πολιτική και εκπαιδευτική συγκυρία που σφραγίστηκε   από την καταλυτική παρέμβαση του φοιτητικού κινήματος ενάντια στην επιχειρούμενη από την κυβέρνηση νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση  της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και από  αναβρασμό στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είδε  το φως της δημοσιότητας ένα νέο κείμενο – σχέδιο εκπαιδευτικού προγραμματισμού, το πόρισμα του ΕΣΥΠ για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Όπως και το αντίστοιχο κείμενο για την τριτοβάθμια έτσι και αυτό προορίζεται να λειτουργήσει ως θεωρητικό προκάλυμμα νεοσυντηρητικού χαρακτήρα τομών και σχεδιασμών που προωθούνται από το ΥΠΕΠΘ. Τομών και σχεδιασμών που η απόφαση για την εφαρμογή τους προϋπάρχει από το κείμενο αυτό. Δεν είναι κατά συνέπεια η ανάλυση τέτοιου είδους κειμένων που κατευθύνει την εκπαιδευτική πολιτική , όσο η ανάγκη να δοθεί μια θεωρητική κάλυψη σε εκπαιδευτικές επιλογές που έτσι κι αλλιώς η πολιτική εξουσία θέλει να εφαρμόσει. Η σύνταξη και δημοσίευσή του εκφράζει τη θέληση της κυβέρνησης να προχωρήσει τη νεοφιλελεύθερη – νεοσυντηρητική πολιτική της σ’ ολόκληρη την εκπαίδευση , παρά την σημαντική αντίσταση που αυτή συναντάει από φοιτητές , πανεπιστημιακούς και εκπαιδευτικούς. Με τη δημοσίευσή του το ΥΠΕΠΘ προσπαθεί  να δείξει  ότι η κυβέρνηση είναι πολιτικά δυνατή και μπορεί να προσπερνάει την αντίσταση στην αντιεκπαιδευτική πολιτική της , ν ‘ ανοίγει καινούργια μέτωπα  και σε τελική ανάλυση ότι μπορεί να την επιβάλλει. Μ΄ αυτή την έννοια η επιλογή της δημοσίευσής του σ΄αυτή τη συγκυρία μπορεί να θεωρηθεί ως κίνηση πυγμής και ως πρόκληση για τον κόσμο της ζωντανής και μαχόμενης εκπαίδευσης.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο αλλά και για το περιεχόμενο των αναλύσεων και των προτάσεων του επιβεβλημένο ν΄ ασχοληθούμε μ’ αυτό.

Στον πρόλογο του κειμένου οι συντάκτες μας πληροφορούν ότι ” το παρόν κείμενο είναι προϊόν συλλογικής εργασίας κατόπιν σχετικής ανάθεσης από τον Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, καθηγητή Θ. Βερέμη. ” (σελ. 4) Είναι δηλ .προϊόν κυβερνητικής βούλησης. Διαρθρώνεται σε έξι κεφάλαια καθένα από τα οποία διαπραγματεύεται και μια διαφορετική πλευρά της λειτουργίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στο πρώτο γίνεται αναφορά σ΄ένα γενικό πλαίσιο αρχών , στο δευτερο  στο ρόλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης , το τρίτο  στην εκπαιδευτική διαδικασία (Προγράμματα Σπουδών, σχολικά βιβλία  , ρόλος του σχολικού συμβούλου , επιμόρφωση , αξιολόγηση) το τέταρτο στους μηχανισμούς στήριξης του εκπαιδευτικού έργου , το πέμπτο στις ψηφιακές τεχνολογίες , το έκτο  τον προγραμματισμό του έργου και τέλος υπάρχει ένα παράρτημα με ανάλυση των παραμέτρων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Οι συντάκτες διευκρινίζουν ότι δεν καταθέτουν ένα κείμενο συνολικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης αν και ορισμένες προτάσεις κινούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση. Οι προτάσεις που κάνουν , όπως διευκρινίζουν στον πρόλογο περιορίζονται από τρεις παράγοντες: το χρόνο,  θέλοντας να είναι άμεσα εφαρμόσιμες , την υλικοτεχνική υποδομή , θεωρώντας ότι αν υπήρχαν λυμένα ζητήματα υλικοτεχνικής υποδομής θα μπορούσαν να γίνουν εκ βάθρων αλλαγές που θα μπορούσαν ν΄ αφορούν και το χρόνο φοίτησης σε συγκεκριμένες εκπαιδευτικές βαθμίδες αλλά και από την ανάγκη το πόρισμα  να είναι ρεαλιστικό. Το κείμενο σύμφωνα με τους συντάκτες του  ” υπαγορεύεται από ιδεολογικές συντεταγμένες αλλά ταυτόχρονα είναι και ρεαλιστικό” , ενώ σε άλλο σημείο χαρακτηρίζεται ως” υλοποιήσιμο και τεχνοκρατικό”.

Αποφεύγουν πάντως οι ίδιοι να διευκρινίσουν ποιες συγκεκριμένα είναι οι ιδεολογικές συντεταγμένες πάνω στις οποίες θεμελιώνουν τις προτάσεις τους. Δεν είναι βέβαια δύσκολο να γίνει κατανοητό το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα του όλου κειμένου , η ταύτισή του με την κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική  και η νεοφιλελεύθερη -νεοσυντηρητική ιδεολογική του φυσιογνωμία. Απλώς οι συντάκτες προτιμούν ν΄ αποσιωπούν το ιδεολογικό και πολιτικό τους στίγμα καλυπτόμενοι πίσω από γενικόλογες διακηρύξεις του τύπου ” οποιαδήποτε παιδαγωγική προσέγγιση δεν γίνεται σε πολιτισμικό , κοινωνιολογικό ή ακόμη φιλοσοφικό κενό.” (σελ. 5)  Όσο σωστή στη γενικότητά της είναι μια τέτοια θέση άλλο τόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να είναι το άλλοθι των συντακτών του κειμένου για τον εξωραϊσμό των προτάσεων τους. Γιατί κάθε εκπαιδευτική πρόταση που κατατίθεται έχει ως συνειδητή ή ασυνείδητη προυπόθεση όχι μόνο την πολιτισμική αλλά και την οικονομική και πολιτική ανάλυση της κοινωνίας  και προπαντός η κάθε εκπαιδευτική πρόταση απηχεί συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα και όχι γενικά ανάγκες όλης της κοινωνίας.

`     Από τους συντάκτες του συγκεκριμένου κειμένου η εκπαίδευση χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους μηχανισμούς πολιτισμικής παραγωγής και αναπαραγωγής μόνο και όχι πάντως κοινωνικής. Έτσι ο περιορισμός του  αναπαραγωγικού ρόλου του σχολείου , μόνο στον πολιτισμικό τομέα πέρα ότι αγνοεί προκλητικά μια ολόκληρη επιστημονική παράδοση   διευκολύνει τους νεοσυντηρητικούς προσανατολισμούς και τις αντίστοιχες προτάσεις των συντακτών του κειμένου. Μπορούν έτσι οι συντάκτες να διαγράφουν εντελώς από την προβληματική τους την κοινωνική κυρίαρχα προβλήματα της εκπαίδευσης   τη σύνδεση της με την  καπιταλιστική αγορά , την εμπορευματοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας  , την ”ευέλικτη” οικονομική διαχείριση , τον ιεραρχικό έλεγχο και επιτήρηση.

Η ανάλυσή τους για το ρόλο της εκπαίδευσης  στις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν παρουσιάζει τίποτε το πρωτότυπο , περιορίζονται στο να επαναλάβουν μ΄ έναν πολύ συνοπτικό τρόπο όσα κατά καιρούς έχουν διακηρυχτεί σε επίσημα κείμενα διεθνών οργανισμών του κεφαλαίου , αρχής γενομένης από το Λευκό Βιβλίο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αποτελούν την πολιτική και ιδεολογική πυξίδα της νεοφιλελεύθερης  εκπαιδευτικής πολιτικής. Θ΄ αναφερθούν έτσι στο ρόλο της παγκοσμιοποίησης , των νέων τεχνολογιών. Οι αναλύσεις αυτές επαναλαμβάνονται με τρόπο στερεότυπο και μονότονο και σε άλλα κείμενα εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής   για να καταλήξουν στο πολιτικό δια ταύτα ότι αποτελεί αναγκαιότητα η καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση. Χωρίς να διευκρινίζεται το ακριβές περιεχόμενο των έννοιας παγκοσμιοποίηση,  στην επιχειρηματολογία τους αφήνεται να εννοηθεί  ότι πρόκειται για μια  ”αντικειμενική”  και αναπότρεπτη διαδικασία για την αντιμετώπιση των συνεπειών  της οποίας δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά η προσαρμογή στις απαιτήσεις της.  Ωστόσο ούτε αντικειμενική , κατά την άποψή μας ,  ούτε αναπότρεπτη είναι η διαδικασία που ” περιγράψουν ” με τον όρο αυτό ούτε και ο όρος παγκοσμιοποίηση μπορεί να αποδώσει το νόημα των αλλαγών που συντελούνται στο σημερινό κόσμο.  Πρόκειται για μια ιδεολογική προσέγγιση της πραγματικότητας που έχει να κάνει με τη νομιμοποίηση των νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων επιλογών στην εκπαίδευση και την κοινωνία παρά με την προσπάθεια κατανόησης κοινωνικής πραγματικότητας.  Ασύνδετη αιτιολογικά παραμένει και η σχέση ανάμεσα στις συγκεκριμένες προτάσεις που κάνουν και στη συγκεκριμένη αντίληψη για την εκπαίδευση και την κοινωνική πραγματικότητα  που παρουσιάζουν.

Θεωρώντας σωστά ότι ο σχεδιασμός των προγραμμάτων διδασκαλίας είναι μια πολιτική πράξη σκιαγραφούν τη φυσιογνωμία ενός αναλυτικού προγράμματος και δίνουν το πολιτικό στίγμα αυτού του εγχειρήματος που είναι ο εκσυγχρονισμός της κυρίαρχης ιδεολογίας  στα πλαίσια του λεγόμενου εξευρωπαϊσμού και η  ενεργητικότερη στράτευση  της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις των επιχειρήσεων. Προτείνουν ορισμένες κατευθύνσεις για την αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος οι οποίοι περιγράφονται ως εξής : ” Σχεδιάζουμε επί χάρτου το μέλλον της κοινωνίας μας , σημαίνει λ. χ. ότι αποφασίζουμε πως επιθυμούμε μια κοινωνία ανοικτή και όχι ξενοφοβική , ορθολογισμό και συναίσθημα , με ικανότητα ν΄ αλλάζει ( σε ποια άραγε κατεύθυνση ;) αλλά ταυτοχρόνως να κρατά από το παρελθόν όσα μας έχουν καταστήσει αυτό που είμαστε ως κοινωνία (αποφυγή να προσδιορίσουν συγκεκριμένα σε ποιες αξίες της παράδοσης αναφέρονται) , μια κοινωνία που  φροντίζει τους έτερους οποιασδήποτε μορφής ( εθνικής , εθνοτικής , φύλλου , σεξουαλικού προσανατολισμού , σωματικής και διανοητικής ικανότητας , θρησκευτικής , γλωσσικής κ.λ.π)  ( ποια μορφή θα έχει άραγε αυτή η φροντίδα: της απλής ανοχής προς το διαφορετικό ή της αναγνώρισης ίσων δικαιωμάτων ; το ερώτημα αφορά και την εκπαιδευτική πολιτική.) , μια κοινωνία που τολμά πολιτισμικά και τεχνολογικά , που καλλιεργεί τις ανθρωπιστικές σπουδές (σε ποιο άραγε πλαίσιο και με ποιους στόχους ; αυτό του νεοκαθαρευουσιανισμού και της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο ήδη από το γυμνάσιο ; ) και τις Θετικές Επιστήμες ( με ποιους στόχους ; ως μέσα για την αύξηση της  παραγωγικότητας ;) , μια κοινωνία που χωρίς να κομπάζει πως είναι Ευρωπαϊκή , δεν ξεχνά πως είναι ταυτοχρόνως κομμάτι των Βαλκανίων και σύνορο της ανατολής ( ποια μορφή θα πάρει άραγε η παρουσίαση του περίφημου εξευρωπαϊσμού , της άκριτης λατρείας της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης  ή  του κριτικού στοχασμού πάνω στις συνέπειες που είχε και έχει για εκατομμύρια ευρωπαίους εργαζόμενους  η διαδικασία αυτή ;) Βεβαίως οι συντάκτες του πορίσματος δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το πώς θα διαπραγματευθούν όλους αυτούς τους προσανατολισμούς που προτείνουν για τα προγράμματα διδασκαλίας . Φροντίζουν να μας ξεκαθαρίσουν ότι : ” οι αρχές αυτές , βασικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και του Συντάγματος , έχουν εξειδικευτεί σε νόμους. Αυτό που απομένει είναι η ρύθμισή τους ώστε να υιοθετηθούν και να υλοποιηθούν από τα σχολεία. ” (σελ. 5) Η αναφορά στις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης , που προφανώς στο μυαλό των συντακτών του πορίσματος έχουν το χαρακτήρα σιδερένιας νομοτέλειας και δεν νοείται καμιά αντίρρηση σ΄αυτές και η επίκληση της κρατικής νομιμότητας  επιχειρεί να κλείσει οποιαδήποτε προσπάθεια συζήτησης για το χαρακτήρα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό των αναλυτικών προγραμμάτων , πριν καν ανοίξει. Αν λοιπόν όπως διατείνονται στο κείμενό τους ο σχεδιασμός των προγραμμάτων διδασκαλίας  είναι πολιτική πράξη , ξεκαθαρίζεται ότι ο μόνος πολιτικός προσανατολισμός που είναι νόμιμος για τα αναλυτικά προγράμματα είναι αυτός που τίθεται από την κρατική πολιτική και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σ’ αυτά τα πλαίσια δεν μπορούν να έχουν καμιά ευνοϊκή  τύχη θέματα που έχουν να κάνουν με την κριτική συνειδητοποίηση μεγάλων προβλημάτων της εποχής μας , όπως οι πόλεμοι της Νέας Τάξης Πραγμάτων , τα αίτια τους και η στάση των λαών απέναντι σ΄αυτούς,  η φτώχεια σε σχέση με τις πολιτικές διεθνών οργανισμών στα πλαίσια της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης  , η εργασιακή ανασφάλεια για την οποία κάνει λόγο το κείμενο χωρίς κανένα παραπέρα προβληματισμό για τους λόγους της ύπαρξής της , τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα σε μια εποχή αντιδιαφωτισμού και κυριαρχίας του δόγματος της ασφάλειας  , ενώ η οικολογική κρίση επιχειρείται όχι τυχαία να παρουσιαστεί ως πρόβλημα στάσης και συμπεριφοράς  των πολιτών. Σε μια εποχή που βασικός στόχος της εκπαίδευσης γίνεται η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας είναι αδιανόητο για τους εκφραστές αυτής της κατεύθυνσης να δειχτούν τις ευθύνες των επιχειρήσεων  και της  αποθέωσης της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Δε μπορεί ν΄αποτελέσει στοιχείο προβληματισμού και κριτικής συνειδητοποίησης ούτε καν αυτή η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης την οποία κατά κόρον επικαλούνται οι συντάκτες του πορίσματος και απαιτούν την άκριτη αποδοχή και παθητική προσαρμογή  σ’ αυτήν.  Η εκπαίδευση έχει σκοπό να προετοιμάσει πολίτες προσαρμοσμένες σ΄αυτές τις διαδικασίες . Σύμφωνα με του συντάκτες του πορίσματος : ” Οι σημερινές απαι

”ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ” ΚΑΙ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ,αναλυση του ΧΡ.ΡΕΠΠΑ


”ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ” ΚΑΙ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ


Α. Εισαγωγή : η ιστορία και ο ρόλος των ”εθνικών διαλόγων ”

Εξαγγέλθηκε από το νέο Υπουργό Παιδείας Άρη Σπηλιωτόπουλο  ένας ακόμα ”Εθνικός διάλογος για την Παιδεία”, μια ακόμα δηλαδή επιχείρηση χειραγώγησης  ”κοινής γνώμης” γύρω από τις κυβερνητικές επιλογές στην εκπαίδευση. Οι ”Εθνικοί Διάλογοι” την τελευταία εικοσαετία έχουν γίνει το βασικό μέσο προπαγάνδισης των κυβερνητικών επιλογών και οργάνωσης της συναίνεσης γύρω απ΄ αυτές. Πρόκειται για μια κρίσιμη πλευρά του τρόπου με τον οποίο υλοποιούνται πολιτικές επιλογές που έχουν συναντήσει σημαντική κοινωνική αντίδραση και έχουν αποτύχει στην πραγματοποίησή τους. Γι’  αυτό και οι διαδικασίες του ”διαλόγου” έχουν προσλάβει θεσμικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαδικασίες αυτές απέκτησαν θεσμικό χαρακτήρα ύστερα από μεγάλες κινητοποιήσεις στον εκπαιδευτικό χώρο ή ενεργοποιούνται για την αποφυγή ανάλογων καταστάσεων.


Ο ”διάλογος” στην πραγματικότητα έρχεται να νομιμοποιήσει προαποφασισμένες πολιτικές επιλογές, να πείσει την κοινωνία για την αναγκαιότητά τους και αν είναι δυνατόν να πετύχει την ενεργητική στράτευση της στην υλοποίησή τους. Λειτουργεί αντιπαραθετικά με αγωνιστικές κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης και γίνεται αφορμή για να καταγγελθούν οι όποιες κινηματικές πρακτικές ως επιζήμιες. Σύμφωνα με την κρατική μυθολογία  την ώρα που υπάρχει το βήμα της συζήτησης, όπου υποτίθεται ότι εκεί μπορούν να τεθούν ζητήματα και να παρθούν αποφάσεις που  θα εκφράζουν όλους τους ενδιαφερόμενους, δεν έχει νόημα η κινηματική δράση αλλά μόνον η συμμετοχή στο τραπέζι του διαλόγου. Το μήνυμα που επιχειρείται να δοθεί απ’ την πλευρά της κρατικής εξουσίας είναι ότι πρέπει να πάψει κάθε αγωνιστική κινητικότητα στους κοινωνικούς χώρους και ότι μπορούμε να συναποφασίσουμε με το κράτος. Η δε θεσμοποιημένη διαδικασία του διαλόγου επιτρέπει στην κρατική εξουσία και συγκεκριμένα στο Υπουργείο Παιδείας να ορίζει αυτό ποια είναι τα ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν και πως , να διαμορφώνει δηλ. το σκηνικό με τους δικούς του όρους.

Εύστοχα έχει επισημανθεί ήδη από την εποχή του πρώτου ”Εθνικού Διαλόγου” που ξεκίνησε επί Υπουργίας Α. Τρίτση το 1986 , ότι οι διαδικασίες αυτές είναι μια ” απόπειρα άσκησης ιδεολογικής βίας , αποπροσανατολισμού , ιδεολογικής διαχείρισης των αντιθέσεων , προσεταιρισμού της κοινής γνώμης και μεταφοράς της κρίσης.1 Έτσι υπό το πρόσχημα του ”Εθνικού διαλόγου” την εποχή που πρωτοθεσπίστηκε καταγγέλθηκαν ως αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές  μια σειρά κινητοποιήσεις μαθητών και εκπαιδευτικών.2 Η δε θεματολογία του διαλόγου ήταν κατά τέτοιο τρόπο διαρθρωμένη ώστε έντεχνα να αποκρύπτονται οι οποίες ευθύνες της πολιτικής εξουσίας για την κατάσταση στην εκπαίδευση και να τις  επωμίζονται  αποκλειστικά οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές. Ο διάλογος σηματοδοτεί μια ποιοτική στροφή στην τότε εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ , τη στροφή από τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση στο νεοφιλελευθερισμό. Είναι η εποχή που ο Α. Τρίτσης θα επιδιώξει την κοινωνική απονομιμοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος και την περιθωριοποίηση του από τα εκπαιδευτικά δρώμενα. Στα πλαίσια αυτά και σε συνάντησή του με την Ο.Λ.Μ.Ε (5.3.87)θα επισημάνει ότι « δεν εξυπηρετούν την υπόθεση του έθνους οι προσπάθειες δημιουργίας μετώπου αναμέτρησης … σε περίοδο που λειτουργούν οι δημοκρατικοί της συνευθύνης»3. Η θεματολογία του διαλόγου είναι έντονα λαϊκίστικη και απλοϊκή ώστε να είναι εύκολα αφομοιώσιμη από την κοινή γνώμη και προπαντός για να την αποτρέπει να προβληματιστεί σοβαρά πάνω στα προβλήματα της εκπαίδευσης.

Ο επόμενος εθνικός διάλογος, που ξεκινάει από μηδενική βάση έγινε το 1991. Έρχεται μετά τις μαθητικές καταλήψεις , τη δολοφονία του Ν. Τεμπονέρα  και την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου και θα επιτρέψει στην κυβέρνηση της Ν.Δ να βγει από το πολιτικό της αδιέξοδο. Οργανώνεται σε χρονοδιάγραμμα πέντε σταδίων έτσι ώστε κάθε τι που θα ακουστεί στα πλαίσιά του να είναι απόλυτα ελεγχόμενο και να εντάσσεται στους στόχους της πολιτικής ηγεσίας του Υ.Π.Ε.Π.Θ. Και στην τότε συγκυρία ο διάλογος έχει συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις όπως η περιθωριοποίηση του μαθητικού κινήματος της εποχής που υπήρξε ισχυρό , λόγω του αυτόνομου χαρακτήρα του , την επεξεργασία μιας νέας τακτικής για το προώθηση της εκπαιδευτικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας μετά  την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου  , την απεύθυνση της κρατικής  εξουσίας προς την κοινωνία με δικούς της όρους ώστε να την πείσει για την αναγκαιότητα των επιλογών της στην εκπαίδευση.

Παράλληλα θα εντάξει στο άρμα της νεοσυντηρητικής πολιτικής για την εκπαίδευση το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ και θα τους μετατρέψει σε μοχλούς στήριξης της κυβερνητικής πολιτικής . Σ’ εκείνη την πολιτική συγκυρία: ” ο διάλογος θα διεξαχθεί με μια πολιτική αντιπολίτευση που θα μεσολαβεί με συναινετικές διαδικασίες για να εκφράσει την κοινωνική διαμαρτυρία και αντιπολίτευση που αναπτύσσουν εκπαιδευτικοί , μαθητές , φοιτητές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών. ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός φαίνεται πως στη μεσολάβηση αυτή έχουν προσεγγίσει θέσεις και αρχές που βρίσκονται στα πλαίσια των θεωρητικών και πολιτικών επιλογών της  Νέας Δημοκρατίας.” 4


Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως τα κόμματα αυτά κατανοούν στην τότε συγκυρία την κρίση στην εκπαίδευση και το ξεπέρασμά της. Στο ”Πόρισμα”  της  συνάντησης για έναν ουσιαστικό και αποτελεσματικό διάλογο για την παιδεία ” (13.2.91) βλέπουν ότι ” από την κρίσιμη κατάσταση που βρίσκεται η εκπαίδευση μοναδική διέξοδος αποτελεί η έναρξη ουσιαστικού και αποτελεσματικού διαλόγου της Κυβέρνησης με τους σπουδαστές , τους μαθητές , τους εκπαιδευτικούς , τα πολιτικά κόμματα , με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς.”  Ως προυπόθεση για το διάλογο μπαίνει ” η συμφωνία για άμεση προώθηση όλων των σημείων στα οποία θα επιτυγχάνονται οι ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις”. Ο χαρακτήρας της πολιτικής της Ν.Δ , οι νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της δε φαίνεται ν ‘ απασχολεί καθόλου τα κόμματα αυτά , αλλά ούτε και η απόρριψη που πρόσφατα είχε με την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου. Αντίθετα επιδιώκουν την παραγωγή μιας πολιτικής που θα έχει την ευρεία δυνατή συναίνεση μαζί με τη Νέα Δημοκρατία και με στόχο τη φαινομενικά πολιτικά ουδέτερη θέση για ” διαμόρφωση προτάσεων για τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό και την ποιοτική αναβάθμιση της Εκπαίδευσης”.5


Έτσι η παρέμβαση των δυο κομμάτων κινείται μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής , πράγμα που επιτρέπει στη Νέα Δημοκρατία να βγει από το πολιτικό της αδιέξοδο και να αποκτήσει και πάλι τον έλεγχο των εξελίξεων. Βέβαια το ΠΑΣΟΚ έχει προσχωρήσει στο νεοσυντηρητισμό από το τα μέσα της δεκαετίας του ‘ 80 γι’ αυτό και δεν αποτελεί πρόβλημα η ένταξη του στο μπλοκ του  νεοδημοκρατικού διαλόγου.


Ο διάλογος ως θεσμοποιημένη διαδικασία από το κράτος επιτελεί συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές λειτουργίες :

1.Καλλιεργεί την άποψη  του κοινού συμφέροντος μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα άσχετα από το γεγονός ότι συμμετέχουν στις διαδικασίες του υποκείμενα κοινωνικά διαφορετικά και ταξικά άνισα. Το ίδιο άνιση και ταξικά διαφοροποιημένη είναι και η αντιμετώπιση που υφίστανται από την εκπαίδευση. Δεν υπάρχει κατά συνέπεια μεταξύ διαφορετικών τάξεων που κάποιο κοινό συμφέρον που μπορεί ν ‘ αναζητηθεί μέσα από συναινετικές διαδικασίες. Απλώς με τον ιδεολογικό μανδύα του ” κοινού ” ή του εθνικού συμφέροντος επιχειρείται ο πολιτικός αποπροσανατολισμός των λαϊκών τάξεων , εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και η απόσπαση της συναίνεσης για πολιτικές επιλογές που στην ουσία στρέφονται εναντίον τους. Είναι μια απαραίτητη επιλογή αφού  « στο πλαίσιο του κλασσικού κοινοβουλευτισμού η πολιτική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης περνάει από το συνδυασμό δύναμης και συναίνεσης»6

2.Θεωρεί την εκπαίδευση ως υπερκομματική και αταξική υπόθεση, προωθείται δηλ. ένας διαρκής αποπροσανατολισμός ως όσον αφορά τη θέση και το ρόλο κάθε φορέα της εκπαιδευτικής κοινότητας και μια προσπάθεια συσκότισης του ρόλου της εκπαίδευσης.

3.Παράλληλα καλλιεργείται η αίσθηση της συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων και της συνευθύνης στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής , χωρίς κάτι τέτοιο να συμβαίνει στην πράξη. ” Η διαδικαστική περιπλοκότητα του διαλόγου προσφέρει τη δυνατότητα σ’ αυτούς που εξουσιάζουν να δείχνουν πως δέχονται τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων χωρίς να την εκχωρούν ”7   Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι η κυβέρνηση αποφασίζει και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες γίνονται συνυπεύθυνοι στις επιλογές της.

4.Επιχειρείται η απονομιμοποίηση της δράσης των κοινωνικών κινημάτων.

5. Η αναζήτηση  της συναίνεσης δεν έχει να κάνει μόνο με την εμπέδωση της ηγεμονίας των κυρίαρχων επάνω στους κυριαρχούμενους. Έχει να κάνει και με την εξισορρόπηση συμφερόντων και προσανατολισμών μέσα στο στρατόπεδο του συνασπισμού κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να κατανοηθεί ως δημιουργός προϋποθέσεων μέσω των οποίων διαμορφώνονται οι αναγκαίες ισορροπίες που απαιτεί η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Εύστοχα έχει επισημανθεί : ” ότι το αστικό κράτος και οι εκάστοτε κυβερνήσεις σε μια ταξική κοινωνία αντιμετωπίζουν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα κατά την τη διαμόρφωση και την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής καθώς πρέπει να συμβιβάζουν αντιφατικές μορφές παρέμβασης και δράσης που ανάγονται στον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και στην ταξική δομή της ίδιας της κοινωνίας. Η ίδια η εκπαίδευση , καθώς διαδραματίζει μια σειρά αντιφατικούς κοινωνικο-οικονομικούς και ιδεολογικούς ρόλους που ευνοούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή της κοινωνίας , είναι ανοιχτή σε συγκρούσεις αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων. Σε αυτές τις συγκρούσεις είναι ανοιχτή και η εκάστοτε κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική.” 8

Ο διάλογος της πρώτης κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ (2004-2007) είχε τα ίδια συντηρητικά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά που είχαν και οι προηγούμενοι. Στις προτεραιότητες του εντάσσεται η εξαγωγή ”συμπερασμάτων” και ”επιχειρημάτων ” που δικαιολογούν την εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο πλαίσιο των απαιτήσεων της Συνόδου της Μπολόνια αλλά και η νομιμοποίηση μιας σειράς άλλων συντηρητικών επιλογών για όλα τα στάδια της εκπαίδευσης. Η χάραξη αυτών των κατευθύνσεων θα ενδυναμώσει κατά πολύ τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και θα την καταστήσουν εμπορεύσιμο προϊόν αντί για κοινωνικό αγαθό. Η επιχειρηματικότητα αναδείχθηκε σε ιδεολογικό έμβλημα όλων των προτεινόμενων εκπαιδευτικών αλλαγών και συνδετικός ιστός ολόκληρου του σκηνικού της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.Ο περίφημος ” Εθνικός Διάλογος ” ξεκινάει πάνω σε  οκτώ άξονες που θ ‘ αποτελέσουν και τις κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης ( γενικές αρχές λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος , προσανατολισμός των δύο πρώτων βαθμίδων , επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα 12 χρόνια , ενίσχυση της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων , αξιολόγηση , σύνδεση εκπαίδευσης και παραγωγής , η χώρα κέντρο παιδείας για την Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.) για να επικυρώσει αυτά στα οποία είναι προσανατολισμένη η κυβέρνηση.9


Ο διάλογος που έγινε στη Βουλή(8/11/2004)10 έδειξε ταυτότητα απόψεων ανάμεσα στα δύο καθεστωτικά κόμματα ( ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ) και  κοινές κατευθύνσεις στην εκπαιδευτική τους πολιτική. Νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα τομές σ΄ όλα τα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος , εξατομίκευση , εντατικοποίηση , ανταγωνισμός , προβολή του καπιταλιστικού κέρδους και της λεγόμενης επιχειρηματικότητας ως θεμελιακές αξίες της ζωής. Κοντά σ’ αυτά αναβιώνει και πάλι το φάντασμα της λεγόμενης ” αποκέντρωσης ” κατά το πρότυπο του φιλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος , οπαδοί του οποίου έχουν γίνει τόσο η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης , λόγω της καθαρόαιμης νεοφιλελεύθερης φυσιογνωμίας του.


Στην κατεύθυνση αποδοχής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου σχολείου και πανεπιστημίου που αποφασίστηκε στις συνόδους της Μπολόνια και της Λισσαβόνας , σήμερα άνοιξε από την πλευρά της κυβέρνησης και με τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2004 ένας νέος κύκλος ” εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ” που έχει στόχο την θεμελίωση της επιχειρηματικής εκπαίδευσης σ ΄όλα τα στάδια του εκπαιδευτικού συστήματος. Σ’ αυτό  ήταν κατηγορηματικοί τόσο ο Κ. Καραμανλής όσο και ο Γ. Παπανδρέου.  Ως άξονες τις μεταρρύθμισης θα προταθούν από τον αρχηγό της Ν.Δ ” … η σύνδεση εκπαιδευτικών μονάδων με τον κόσμο της εργασίας … δημιουργία όρων προϋποθέσεων που να ευνοούν τη μάθηση σε χώρους εργασίας. Μαθητεία , εξειδίκευση . Δίαυλοι ανάμεσα σε επιχειρήσεις και φορείς κατάρτισης. Στη δημιουργία νέων δομών ανάμεσα στην επαγγελματική κατάρτιση , τη γενική εκπαίδευση και την ανώτατη εκπαίδευση. ”11 Για τα πανεπιστήμια και γενικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση ” κατευθυντήριες γραμμές είναι η συνάρτηση των σπουδών με τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών…  η διασύνδεση με κέντρα έρευνας και δυναμικές επιχειρήσεις …”12 ενώ το χρονοδιάγραμμα των προτεραιοτήτων θεωρεί ότι ” πριν απ΄ όλα είναι τα θέματα για τα οποία έχουμε αναλάβει δεσμεύσεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση… η πρώτη λοιπόν ενότητα αφορά την προσαρμογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος στα δεδομένα και τις τάσεις που αναπτύσσονται διεθνώς και ειδικότερα στις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. ”13


Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο στοχεύσεων  οργανώθηκε και ο ” εθνικός διάλογος” της  κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Το πρόγραμμα της περιέχει συγκεκριμένες κατευθύνσεις που δεν μπορούν ν ΄ αλλάξουν από οποιαδήποτε διαδικασία διαλόγου. Οι επιλογές  δηλ. για τις οποίες υποτίθεται έγινε ο ” εθνικός διάλογος ” είναι προαποφασισμένες και στρέφονται ενάντια στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό που θα προκύψει ως συμπέρασμα ήταν ήδη γνωστό και προαποφασισμένο. Εμπορευματοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας , όσο το δυνατόν υποταγή της στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αγοράς , εκπαίδευση ως ατομικό προνόμιο. Μπορεί η μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ το 1997 να είναι στις περισσότερες πλευρές της νεκρή , όχι όμως οι ιδέες και η πολιτική που τη γέννησαν. Η μεταρρύθμιση αυτή άφησε πίσω της ” καμένη γη ” στην κυριολεξία αυξάνοντας  το ποσοστό της σχολικής διαρροής σε υπερβολικά ύψη. Ενώ στην περίοδο 1993 – 1997 η διαρροή στο Λύκειο κυμάνθηκε σε ποσοστά από 8, 7%  – 11, 6% , τέσσερα χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση και συγκεκριμένα το 2000- 2001 , το ποσοστό της διαρροής εκτινάχτηκε στο 42, 69%. Συγκεκριμένα το ποσοστό για την Α’ Λυκείου είναι 23, 63% το 1998- 99 , 33, 10% για τη Β’ Λυκείου το 1999 – 00 και 42,69% για τη Γ΄ Λυκείου το 2000 –01. Σε απόλυτους αριθμούς ο μαθητικός πληθυσμός της Γ’ Γυμνασίου το 1997- 98 είναι 119.039 ενώ από το ” Ενιαίο Λύκειο” του ν. 2525/97 θα αποφοιτήσουν μόλις 68. 210 άτομα το 2000 – 01. 14

Ο διάλογος που οργανώθηκε στην αρχή της κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ δεν μπόρεσε όμως να εκμαιεύσει την απαραίτητη  συναίνεση για την προώθηση του νέου κύκλου της αναδιάρθρωσης. Δεν απονέκρωσε τη δυναμική του εκπαιδευτικού χώρου , αντίθετα αναδείχθηκαν σημαντικά κινήματα.

Η προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος στην κατεύθυνση δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων με την αρχική συναίνεση του ΠΑΣΟΚ , ναυάγησε μπροστά στον ανυποχώρητο αγώνα του φοιτητικού κινήματος. Οι μετέπειτα  πραξικοπηματικές ενέργειες της κυβέρνησης δεν μπορούν να καλύψουν το μέγεθος της πολιτικής ήττας όχι μόνο αυτής αλλά ολόκληρου του καθεστωτικού πολιτικού σκηνικού.  Έδειξε ότι για τη θεμελίωση τέτοιου χαρακτήρα αλλαγών δεν αρκεί μόνο η συναίνεση πολιτικών κορυφών. Παρά το γεγονός ότι και το ΠΑΣΟΚ έχει προσχωρήσει στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, δεν μπόρεσαν να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για να καμφθεί το φοιτητικό κίνημα  ή για να μην εκδηλωθεί καθόλου η αντίδρασή του. Η συναίνεση δεν λειτούργησε στο κρίσιμο πεδίο των πανεπιστημιακών χώρων .Έτσι η προηγούμενη φάση της αναδιάρθρωσης συνοδεύτηκε από πολιτικές ήττες σε μια σειρά ζητήματα στρατηγικής σημασίας , όπως η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η απεργία των δασκάλων το 2006 (πολιτικός κυνισμός και αναλγησία) έδειξε τη μεγάλη απόσπαση της κυβέρνησης από τον εκπαιδευτικό κόσμο , ενώ η θεσμοθέτηση της βάσης του 10  φανερώνει την προσπάθεια για ένταση της ταξικής επιλογής  και διαμόρφωση εκπαιδευτικής αγοράς για τα ιδιωτικά Α.Ε.Ι που θα προέκυπταν από την αναθεώρηση του άρθρου 16.


Β. Η σημερινή συγκυρία


Ο διάλογος που εξήγγειλε ο Α. Σπηλιωτόπουλος , στις 23/1 ύστερα από τη συνάντηση με τον Καραμανλή έρχεται σε μια κρίσιμη κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Είναι η πολιτική απάντηση της κυβέρνησης στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό κίνημα που όλα αυτά τα χρόνια ανδρώθηκε  ως αντίπαλος στην πολιτική της. Έρχεται ύστερα από τη μεγαλειώδη κοινωνική εξέγερση της νεολαίας  του περασμένου Δεκέμβρη που άγγιξε συνολικά την πολιτική του συστήματος και έδειξε το μέγεθος της χρεοκοπίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην οικονομία. Η εξέγερση αυτή είναι τομή για τα μεταπολιτευτικά κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Ως γεγονός έδειξε ακόμα τη χρεοκοπία του καθεστωτικού πολιτικού συστήματος , τη μεγάλη  απόσπασή του από τον λαό. Η εξέγερση έδωσε το μήνυμα των καιρών. Η σημερινή συγκυρία για τον κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό εξουσίας είναι συγκυρία ανασυγκρότησης της ηγεμονίας του και ειδικά στο χώρο της εκπαίδευσης , όπου η ηγεμονία του και στο προηγούμενο διάστημα υπήρξε ασταθής και εξαιρετικά αδύναμη. Η προηγούμενη φάση της αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση συνοδεύτηκε  από πολιτικές ήττες σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας θέματα (άρθρο 16 Σ) και από θεσμικές νίκες οι οποίες μέχρι τώρα δεν έχουν πάρει ουσιαστικό χαρακτήρα. (περίπτωση του νέου νόμου πλαισίου για τα Α.Ε.Ι). Στη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο Καραμανλής θα τονίσει ότι « οι αλλαγές στο Λύκειο και στο εξεταστικό αποτελούν μια καίριας σημασίας μεταρρύθμιση η οποία θέλουμε να προέλθει μέσα από κοινή συμφωνία κομμάτων και κοινωνίας».15  Εννοείται εκείνου του κομματιού της κοινωνίας που έχει συμφέρον από τη μεταρρύθμιση αυτή , ενώ το υπόλοιπο, η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία,  είτε θα πεισθεί για την αναγκαιότητα όσων έντεχνα θα σερβιριστούν μέσα από το διάλογο ως συμπεράσματα και αναγκαιότητες είτε θα περιθωριοποιηθεί εντελώς η άποψή της. Σε κάθε περίπτωση θ΄ αγνοηθούν προκλητικά οι ανάγκες της  από την εκπαίδευση , ενώ τα περί οικονομικής αφαίμαξης της λαϊκής οικογένειας που με ένταση ακούγονται σήμερα  είναι απλώς το επικοινωνιακό τέχνασμα με το οποίο επιχειρείται να νομιμοποιηθεί το άνοιγμα του θέματος του εξεταστικού. Μαζί με το δόγμα της μηδενικής ανοχής του νέου Υπουργού Δημόσιας Τάξης , εξαγγέλθηκε και o νέος εθνικός διάλογος για την Παιδεία. Η τακτική του καρώτου και του μαστίγιου στην πλήρη της εφαρμογή.


Σύμφωνα με το Υπουργείο ο διάλογος είναι εξαρχής και χωρίς χρονικά όρια. Ο Σπηλιωτόπουλος μάλιστα δηλώνει ότι η κυβέρνηση εισέρχεται χωρίς προαπαιτούμενα και δογματισμούς στο διάλογο και τονίζει ότι «είμαστε ανοιχτοί, tabula rasa».(βλ.Αlfavita. gr, Eπικαιρότητα – Ανακοινώσεις 15/01/2009) Προτεραιότητα αυτού του διαλόγου είναι το Λύκειο και αναγγέλθηκε για μια ακόμη φορά η αλλαγή του εξεταστικού συστήματος εισαγωγής στα Α.Ε.Ι. Στην ημερήσια διάταξη του διαλόγου είναι και το θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου , θέμα καίριας σημασίας για τον κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό εξουσίας του κεφαλαίου. Η επιχειρηματικοποίηση του ελληνικού πανεπιστημίου απαιτεί μια διαρκή πειθάρχηση του ως κοινωνικού χώρου και καταστολή κάθε μορφής αντίστασης που αναπτύσσεται μέσα σ΄ αυτό ή μέσα απ΄ αυτό.  Σημαντικής επίσης σημασία για την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης είναι και το θέμα των αλλαγών στο Λύκειο και το εξεταστικό.


Ο διάλογος οργανώνεται με βάση συγκεκριμένο οργανωτικό σχήμα , όπως το πρότεινε ο Καραμανλής στη σχετική συζήτηση στη Βουλή. Πρότεινε τη σύσταση πολιτικής επιτροπής υψηλού επιπέδου η οποία θα στελεχώνεται από έναν βουλευτή – εκπρόσωπο κόμματος , τα μέλη της οποίας θα είναι σε αμφίδρομη σχέση με τον Υπουργό Παιδείας. Θα μεταφέρουν τις ιδέες – προτάσεις των κομμάτων αλλά και θα κάνουν  ενημέρωση των κομμάτων τους για την εξέλιξη του διαλόγου. Από εκεί και πέρα το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης θα είναι υπεύθυνο για τη μελέτη και την επεξεργασία  των προτάσεων που θα υποβληθούν. Ειδική ομάδα θα μελετήσει τα πιο ενδιαφέροντα συστήματα σε διεθνές επίπεδο , υποβάλλοντας στο Συμβούλιο και την Πολιτική Επιτροπή μια σχετική έκθεση , ενώ μια ομάδα εργασίας θ΄ αντλήσει πληροφορίες , αξιοποιώντας και το διαδίκτυο και θα μελετήσει και τις απόψεις ολόκληρης εκπαιδευτικής κοινότητας σχετικά με το θέμα αλλαγής του εξεταστικού.16 Πρόκειται για μια τεχνογραφειοκρατική διαδικασία συγκροτούμενη από επιτροπές ειδικών και με άμεση πολιτική εποπτεία από την κυβέρνηση. Αυτό εξασφαλίζει τον έλεγχο σ΄ όλα τα στάδια της διαδικασίας και την εξαγωγή των επιθυμητών συμπερασμάτων.


Την ιδεολογική φυσιογνωμία του διαλόγου θα οριοθετήσει ο νέος Υπουργός Παιδείας  με την ομιλία του στη Βουλή. Θα κάνει λόγο για κρίση στην Παιδεία στο επειδή κυριάρχησε ο λαϊκισμός και για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που υποφέρει από ιδεοληψίες του παρελθόντος. Οι διαπιστώσεις αυτές κάθε άλλο παρά πολιτικά αθώες είναι και κάθε άλλο παρά το πνεύμα του tabula tasa εκφράζουν. Χωρίς ο κ. Σπηλιωτόπουλος  να προσδιορίζει ποιες ακριβώς είναι οι ιδεοληψίες αυτές που ευθύνονται για την εκπαιδευτική κρίση , θα χρησιμοποιήσει απόψεις από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του νεοσυντηρητισμού για να καταγγείλει τον  λαϊκισμό που επικράτησε στην εκπαίδευση.17 Προφανώς με τη χρήση του ιδεολογήματος του λαϊκισμού εννοεί την ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η τοποθέτηση αυτή του Υπουργού Παιδείας δείχνει με καθαρό τρόπο ότι στον εξαγγελλόμενο διάλογο υπάρχουν συγκεκριμένοι ιδεολογικοί και πολιτικοί άξονες , οι ίδιοι με τους οποίους παράχθηκε η μέχρι τώρα κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση.


Ο διάλογος για την αλλαγή του εξεταστικού συστήματος δεν έχει να κάνει με μορφωτικές και κοινωνικές ανάγκες των μαθητών σήμερα  αλλά με την επίλυση χρόνιων αντιφάσεων της κυρίαρχης πολιτικής στην εκπαίδευση.  Έχει να κάνει με την ύψωση φραγμών στην πορεία προς τα Α.Ε.Ι. Ακόμα και η περίφημη πρόσβαση είναι ένα σοβαρό θέμα  που δεν μπορεί να ιδωθεί ξεχωριστά από το θέμα των εργασιακών δικαιωμάτων των πτυχίων.

Το βασικό πρόβλημα που έχει ν’ αντιμετωπίσει η κυρίαρχη πολιτική στη βασική εκπαίδευση  είναι αυτό της κατανεμητικής αστάθειας του εκπαιδευτικού μηχανισμού , της αδυναμίας του να ελέγξει τη ροή του μαθητικού πληθυσμού και να την  κατανείμει ανάλογα με τις απαιτήσεις του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα προτάθηκαν δυο λύσεις: α. αυτή του κλειστού πανεπιστημίου με δραστική μείωση του φοιτητικού πληθυσμού ώστε να είναι ευκολότερη η κατανομή του στις αντίστοιχες θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας , και β. αυτής του ανοίγματος – μεγαλύτερης μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ταυτόχρονα χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων που απορρέουν από τα αντίστοιχα πτυχία. Το πρόβλημα της κατανεμητικής αστάθειας και του κοινωνικού ελέγχου της ροής του μαθητικού πληθυσμού είναι για την ελληνική εκπαίδευση ανοιχτό σ΄ όλη τη μεταπολίτευση και αποτελεί μία από τις βασικότερες όψεις της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Ως απάντηση στην κρίση διαλέχτηκε η δεύτερη λύση. Ωστόσο δεν αρκεί η απαξίωση των εργασιακών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ΑΕΙ για ν απαντηθεί αποτελεσματικά η κατανεμητική αστάθεια του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Γι αυτό και το ζήτημα του ελέγχου της ροής του μαθητικού πληθυσμού τίθεται για μια ακόμα επιτακτικά ύστερα από την αδυναμία όλων των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών να το αντιμετωπίσουν. Είναι στην ημερήσια διάταξη της σημερινής επικαιρότητας.

Δ. Συμπερασματικά

Δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή στις διαδικασίες του διαλόγου. Αντίθετα πρόκειται για κάτι πολιτικά επιζήμιο , αφού νομιμοποιεί προαποφασισμένες επιλογές και καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι ο μόνος δρόμος και μπορεί να συμφέρει όλους . Ο διάλογος δεν ξεκινάει από κανένα μηδενικό σημείο. Αντίθετα έχει ιδεολογικά προαπαιτούμενα νεοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες απόψεις για την εκπαίδευση και πολιτικό υπόβαθρο την μέχρι τώρα κρατική πολιτική για την εκπαίδευση.  Προσπαθεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις απονομιμοποίησης της κινηματικής δράσης και να την παρουσιάσει ως αντιδημοκρατική και βλαβερή . Έρχεται σε μια κρίσιμη πολιτικά συγκυρία , μετά την εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη ,  στην οποία είναι ανάγκη για τον κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό εξουσίας , ν΄ αναδιοργανώσει και να διευρύνει τις κοινωνικές συμμαχίες , ν’ ανασυγκροτήσει την ηγεμονία του ειδικά στους κοινωνικούς χώρους της εκπαίδευσης και της νεολαίας , εκεί ακριβώς που η δυναμική της εξέγερσης την έχει τραυματίσει ιδιαίτερα. Δεν πρέπει να υπάρξουν τέτοιες ευκαιρίες για τα νεοσυντηρητικά – νεοφιλελεύθερα σχέδια για την εκπαίδευση , τώρα που η ανάλογη μυθολογία συντρίβεται σε διεθνές επίπεδο με το ξέσπασμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Η νέα πολιτική προσπάθεια για οργάνωση της συναίνεσης πρέπει ν΄ αποτύχει. Αυτό θα δυσκολέψει την κυβέρνηση να εξαπολύσει από θέση υπεροχής τη νέα της επίθεση στους μαθητές και τους φοιτητές. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το που κινούνται με την εξαγγελία για νέο εξεταστικό σύστημα και ειδικότερα με την πρόταση για εμπλοκή των Α.Ε.Ι στον καθορισμό των κριτηρίων εισαγωγής. Ένα τέτοιο σύστημα  θα έχει  μεγαλύτερους ταξικούς φραγμούς από το σημερινό, και ενέχει τον κίνδυνο συρρίκνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης και ειδικότερα της πρωτοβάθμιας παιδείας (πενταετές) δημοτικό , λόγω της δημιουργίας προπαρασκευαστικού έτους εισαγωγής στα Α.Ε.Ι.

Είναι φανερό ότι, όσο κι αν πολύς λόγος γίνεται για το αντίθετο, το Λύκειο δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει καμιά αυτοτέλεια αφού η προετοιμασία για τις εξετάσεις θα αρχίζει και πάλι από τις τάξεις του , έστω κι αν τυπικά θα γίνονται έξω απ’ αυτό. Επιπλέον στο βαθμό που θα επικρατήσουν απόψεις για συνυπολογισμό της βαθμολογίας και των τριών τάξεων στο βαθμό επιτυχίας και πάλι το Λύκειο θα είναι χώρος ετεροκαθοριζόμενος , όπως και σήμερα. Η πρόταση για αλλαγή του συστήματος πρόσβασης θα πρέπει να ιδωθεί μ΄ έναν συνολικό τρόπο και σε συνδυασμό με τις αλλαγές που έχουν γίνει στα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία της του δημοτικού και του γυμνασίου. Μια συμπυκνωμένη και εξαιρετικά στρυφνή διδακτική ύλη , μεγάλη σε ποσότητα που δεν είναι δυνατή έτσι η άνετη και σε βάθος προσέγγισή της, το κατέβασμα όλο και πιο δύσκολων διδακτικών στόχων σε μικρότερες τάξεις , η πνευματική ρηχότητα πολλών απ’ αυτά, διαμορφώνουν ένα κλίμα απόρριψης των μαθητών των λαϊκών στρωμάτων από νωρίς μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τα βιβλία αυτά προετοιμάζουν τη μεγάλη αύξηση της σχολικής αποτυχίας, όποια κι αν είναι η μορφή του εξεταστικού συστήματος. Γι αυτό και δεν μπορεί παρά να υπάρχει σταθερό μέτωπο εναντίον του με βασικό στόχο την απόσυρσή τους.

Ασφαλώς δεν είναι tabula rasa , αφού το σύνολο των επιλογών της κυβέρνησης στην εκπαίδευση υπάρχει  και ζητούμενο με την εξαγγελία του διαλόγου είναι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Δεν μπορεί υπάρχει tabula tasa με τη βάση του 10 να εφαρμόζεται , τον αντιδραστικό νόμο πλαίσιο ψηφισμένο , τις πραξικοπηματικές ενέργειες για νομιμοποίηση των Κ.Ε.Σ με δικαστικές αποφάσεις. (πρόσφατη απόφαση διοικητικού πρωτοδικείου) , τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης να είναι στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας 50ετίας.  Φυσικά το τελευταίο ζήτημα , όπως και μια σειρά άλλα που έχουν να κάνουν με την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης , τη σχολική διαρροή , το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης , δεν πρόκειται ν΄ αποτελέσουν αντικείμενα του εθνικού διαλόγου.

Ο διάλογος δεν γίνεται για ν΄ ακουστεί η φωνή των εργαζομένων και του ζωντανού κομματιού της εκπαίδευσης (μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί) αλλά για να ακουστεί καλύτερα η φωνή της κρατικής εξουσίας και να γίνει αποδεκτή από εκείνους που η νεοφιλελεύθερη πολιτική πρόκειται να στραφεί εναντίον τους. Γίνεται προσπάθεια να εκμαιευτεί συναίνεση και να διαμορφωθεί  η φενακισμένη αντίληψη ότι η εκπαιδευτική πολιτική διαμορφώνεται στη βάση συμφερόντων όλης της κοινωνίας. Είναι απ’ αυτή την άποψη πολιτικά επικίνδυνη η στάση των κομματιών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας(Δ.Ο.Ε – ΓΕ.Σ.Ε.Ε) που από την πρώτη στιγμή έσπευσαν να δηλώσουν τη συμμετοχή τους στο διάλογο , αγνοώντας την πολιτική που ακολούθησε μέχρι τώρα η κυβέρνηση στην εκπαίδευση.

Αν το εκπαιδευτικό κίνημα , η εκτός των τειχών ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά έχει κάτι ανάγκη σήμερα δεν είναι ο διάλογος – χειραγώγηση του Υπουργείου Παιδείας , αλλά το δικό της διάλογο με διαφορετικά αιτήματα και ιεραρχήσεις και με άλλα υποκείμενα στη συζήτηση. Ένας τέτοιος διάλογος θα συνδέει την ανάγκη της αντίστασης στη σύγχρονη καπιταλιστική καπιταλιστική αναδιάρθρωση με τη δημιουργία ενός σχεδίου για τη σύνδεση της εκπαιδευτικής αλλαγής με τη σοσιαλιστική κοινωνική προοπτική.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Γ. Μαυρογιώργος : Ο διαρκής εθνικός διάλογος για την Παιδεία. Ρομαντική πρωτοβουλία ή αρχιτεκτονική διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ; περ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,  τευχ. 33,  σελ. 14- 17


2. Γ. Μαυρογιώργος : Ο διαρκής εθνικός διάλογος για την παιδεία κ.λ.π, σελ. 15-16


3. Γ. Μαυρογιώργος : Ο διαρκής εθνικός διάλογος κ.λ.π , σελ. 16


4.Γ. Μαυρογιώργος : Ένα «Πόρισμα» – τεκμήριο στην υπηρεσία ενός διαλόγου … περ. ΣΥΧΓΡΟΝΗ   ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ  , τευχ. 57 , σελ. 24

5.Γ. Μαυρογιώργος :Ένα «Πόρισμα» – τεκμήριο στην υπηρεσία ενός διαλόγου …κ.λ.π σελ. 23


6. Κ. Μπυσί – Γκλυκσμάν : Ο Γκράμσι και το Κράτος , εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ ,  σελ. 125


7. Γ. Μαυρογιώργος : Ένα «Πόρισμα» κ.λ.π σελ. 23


8. Γ.Μαυρογιώργος: Από τη διαμαρτυρία των μαθητών στη συναίνεση του διαλόγου , περ.  ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ , τευχ. 56 , σελ. 17


9.Για τους στόχους του εξαγγελλομένου εθνικού διαλόγου της εποχής βλ. την ομιλία του Κ. Καραμανλή στα Πρακτικά της Βουλής , ΙΑ΄ Περίοδος (Προεδρευομένης Δημοκρατίας) Σύνοδος Α΄ , Συνεδρίαση ΝΣΤ΄ , Δευτέρα , 8 Νοεμβρίου 2004 και τις ομιλίες Κ. Καραμανλή και Μ. Γιαννάκου κατά την εναρκτήρια για τον εθνικό διάλογο του Ε.Σ.Υ.Π  στο Υ.Π.Ε.Π.Θ – Ε.Σ.Υ.Π: Ομιλίες στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Ε.Σ.Υ.Π , Αθήνα , Ιανουάριος 2005


10. Πρακτικά της Βουλής , ΙΑ΄ Περίοδος (Προεδρευομένης  Δημοκρατίας) Σύνοδος Α΄ , Συνεδρίαση ΝΣΤ΄  Δευτέρα , 8 Νοεμβρίου 2004 , www. alfavita.gr

11. Ομιλία Κ.Καραμανλή 8/11/2004 , Πρακτικά της Βουλής ΙΑ ΄ κ.λ.π  , www. alfavita. gr


12. Ομιλία Κ. Καραμανλή 8/11/2004 οπ. παρ. , www. alfavita. gr


13.Ομιλία Κ.Καραμανλή 8/11/2004. οπ. παρ. κ.λ.π


14.Γ. Καββαδίας : Το σχολείο στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης , περ. Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης , τευχ. 65 , σελ.  34


15. K. Καραμανλής : Κοινή συμφωνία για την Παιδεία , Ομιλία στη Βουλή 23 Ιανουαρίου 2009 , www. alfavita. gr


16. Κ. Καραμανλής  : Κοινή συμφωνία  οπ. παρ ,  23/01/2009,   www.alfavita.gr


17.  A. Σπηλιωτόπουλος :  Ομιλία στη Βουλή , οπ. παρ. 23/01/2009

ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ

Ενα πρόσφατο μικρής σημασίας γεγονός

Ενα πρόσφατο μικρής σημασίας γεγονός για το ευρύτερο κίνημα (από Γ. Κυριακού)

Την ημέρα της Απεργίας,  στις 2 Απριλίου, πάνω από αφίσα την οποία κολλούσα στο φως της ημέρας  παρουσία κόσμου, άγνωστο άτομο, την ίδια ημερομηνία με σκοτάδι,  κόλλησε  χαρτί τυπωμένο που ούτε λίγο ούτε πολύ με ‘’φωτογράφιζε’’ καταμαρτυρώντας μου τα εξής:

Α) ότι προσπαθώ με κάποιο τρόπο να γίνω ηγέτης του …κινήματος στην Αίγινα

Β)ότι για κάθε περίπτωση έχω μια κουκούλα στην κωλότσεπη  (δίνοντάς με, σε μια εποχή που ξεκινούν διώξεις για την ενδυματολογική συμπεριφορά)

Γ)ότι είμαι βολεμένος ως εκπαιδευτικός (πολλά λεφτά, ελεύθερος χρόνος)

Στο τέλος έδινε αριθμό τηλεφώνου του σχολείου στο οποίο εργάζομαι, ολοκληρώνοντας το έργο του ως καταδότης.

Οι στόχοι του ήταν οι εξής:

Α)να δημιουργήσει σύγχυση και ερωτηματικά (για μένα) σ’ αυτούς που θεωρούν ότι οι κοινωνικές-πολιτικές παρεμβάσεις στις οποίες συμμετέχω είτε αυτές που γίνονται με δική μου πρωτοβουλία είναι θετικές και έχουν κάτι να πουν.

Β)να ενισχύσει περισσότερο την άποψη, αυτή που κατά καιρούς έχει εκφραστεί για το πρόσωπό μου με τον πιο χυδαίο τρόπο, είτε από πίσω μου, είτε στα έντυπα σκουπίδια που κυκλοφορούν-ούσαν στην Αίγινα. Υπενθυμίζω-γνωστοποιώ επιθέσεις που έχω υποστεί από τη ακροδεξιά φυλλάδα «ΑΙΑΚΟΣ»: «θα φύγεις κολυμπώντας από την Αίγινα» από τη ρουφιανοφυλλάδα «ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ»: «ας ασχοληθεί το υπουργείο επιτέλους με αυτόν το δάσκαλο» ή διάφορες θλιβερές ατάκες από τη δήθεν προοδευτική φυλλάδα «ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ».

ΥΓ:  Το ποιος είναι ο άγνωστος συκοφάντης-ρουφιάνος, είναι το λιγότερο που ενδιαφέρει. Εκείνο που έχει σημασία είναι η ‘’πολιτική’’ του συμπεριφορά. Είναι ένας αληθινός κουκουλοφόρος, ιδεολογικός απόγονος αυτών που έδιναν αγωνιστές στις αρχές Κατοχής.

Εξάλλου, ο κλοιός γύρω του μικραίνει και διάφορα χαρτιά που κόλλησε πάνω από τις αφίσες μου, τον περιμένουν να τα φάει. Κυριακού Γιώργος

Η ΑΦΙΣΑ :

απείργησε,

διαδήλωσε,

οργανώσου σε πρωτοβάθμια σωματεία,

δημιούργησε σωματεία αγώνα,

οργάνωσε ομάδες διεκδίκησης,

απαίτησε,

αγωνίσου για τις πεποιθήσεις σου,

δημιούργησε ομάδες γειτονιάς,

ψάξε, μάθε, ρώτα ενάντια στα ψέματα της τηλεόρασης και των επαγγελματιών πολιτικών,

τέλος πάντων, κάνε κάτι μαζί με άλλους…

μην γκρινιαζεις


ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ : για τη φυσιογνωμία της σχολικής ιστοριογραφίας,απο το ΧΡ.ΡΕΠΠΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ : για τη φυσιογνωμία της σχολικής ιστοριογραφίας

Βασική μας θέση με την οποία θα διαπραγματευτούμε το αντικείμενο αυτού του άρθρου είναι ότι η διδασκαλία της ιστορίας , όπως άλλωστε και οποιασδήποτε άλλης σχολικής γνώσης, υπόκειται σε συγκεκριμένους κοινωνικοπολιτικούς καθορισμούς , οι στόχοι της οποίας διαμορφώνονται στα πλαίσια ευρύτερων κοινωνικών , πολιτικών και πολιτισμικών διαδικασιών. Δένεται επίσης με το ρόλο της εκπαίδευσης στο εθνικό – αστικό κράτος.

Η ιστορική διδασκαλία εκφράζει την άποψη που διαμορφώνεται για το ιστορικό παρελθόν από τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις , αυτών που μέσω του κράτους ασκούν έλεγχο στην εκπαιδευτική διαδικασία και διαμορφώνουν τις κατευθύνσεις και τους στόχους της. Μ΄ άλλα λόγια , δηλαδή , το μάθημα της ιστορίας , είναι και δεν μπορεί να είναι αλλιώς , ένα κατεξοχήν πολιτικό μάθημα , καθώς βασικός του στόχος είναι η αποτίμηση της ιστορικής εξέλιξης και η διαμόρφωση άποψης στους μαθητές για την ιστορική πορεία του ευρύτερου συλλογικού πλαισίου ( κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού) μέσα στο οποίο ζουν. Καθώς οι στόχοι του μαθήματος έχουν πάντα ένα συγκεκριμένο αξιακό περιεχόμενο και αντανακλούν ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές στοχεύσεις η αναφορά στον τρόπο διαμόρφωσης τους προϋποθέτει αναφορά σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες διαμορφώθηκαν. Οι στόχοι του ιστορικού μαθήματος έχουν κι’ αυτοί τη δική τους ιστορία , έχουν σημεία που παραμένουν αμετάβλητα  μέσα στον  χρόνο και αποτελούν θεμελιώδεις συντεταγμένες της κυρίαρχης ιδεολογικής θεώρησης , καθώς και πλευρές που μεταβάλλονται.

Ένας βασικός πυρήνας εννοιών που συγκροτείται από αρχέγονες αξίες της εθνοκεντρικής θεώρησης  του ιστορικού γίγνεσθαι παραμένει σταθερός και αμετάβλητος , απλώς μπορεί να αναδιατυπώνεται σε μια πιο φιλελεύθερη ή εθνικιστική κατεύθυνση ανάλογα με την κοινωνικοπολιτική συγκυρία.

Η διδασκαλία της ιστορίας έχει ιδεολογικά στοιχεία με τα οποία επιδιώκεται η ένταξη των εκπαιδευόμενων στο κυρίαρχο σύστημα αξιών και εννοιών , η εδραίωση και αναπαραγωγή της εθνικής συνείδησης ως μέρους μιας συνολικότερης συμβολής της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης κοινωνικής δομής. Ο κυριότερος στόχος της διδασκαλίας του ιστορικού μαθήματος στο ελληνικό  σχολείο  είναι ο λεγόμενος  ” εθνικός φρονηματισμός” . Ο στόχος αυτός διαμορφώνεται ιστορικά στην ελληνική εκπαίδευση τον 19ο αιώνα, την εποχή της εθνικής ολοκλήρωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και έχει ως βάση την κυρίαρχη για την εποχή αντίληψη για το έθνος. Είναι αναγκαία για την ιστορική κατανόηση της διαμόρφωσης των στόχων του μαθήματος η αναφορά στον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης στα πλαίσια του εθνικού – αστικού κράτους. Τα εκπαιδευτικά συστήματα ενεπλάκησαν ενεργά και αποτέλεσαν αποφασιστικό  παράγοντα διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης την εποχή της γένεσης και διαμόρφωσης του εθνικού κράτους. Καλλιεργείται έτσι συστηματικά η εθνοκεντρική διάσταση της ιστορικής γνώσης και οι στόχοι του ιστορικού μαθήματος εντάσσονται σ΄ένα ευρύτερο πολιτικό στόχο : τη διαμόρφωση της εθνικής ομοιογένειας ως βασικού στοιχείου της  εθνικής συγκρότησης και ολοκλήρωσης. ” Η διαδικασία συγκρότησης εθνών (και κατάταξης – ένταξης κάθε ανθρώπου σε ένα έθνος) συνίσταται στην εθνικοποίηση των πληθυσμών, οι οποίοι αποκτούν εθνική ταυτότητα και εγκαλούνται / αναγνωρίζονται στο όνομα του εθνικού μορφώματος , του οποίου φέρουν το όνομα. ”1

Αυτό επιτυγχάνεται με τη δράση του ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού , δηλ. με τη συνδυασμένη επίδραση της οικογενειακής και γλωσσικής κοινωνικοποίησης. Η κατασκευή της εθνικής γλώσσας και κοινής παράδοσης γίνεται δυνατή μέσω του σχολείου και της οικογένειας που μορφοποιούν τη  ”φανταστική εθνικότητα”  , την ιδέα (και πρακτική) της ένταξης σε ορισμένο έθνος” 2 Η διδασκαλία της ιστορίας και οι στόχοι της διαμορφώνονται στα πλαίσια αυτού του πολιτικού ρόλου του κρατικού μηχανισμού και ειδικά της εκπαίδευσης.

Η ιστορία για πρώτη φορά εντάσσεται ως αυτόνομο μάθημα στο ελληνικό σχολείο με το πρόγραμμα του 1881. Στην περίοδο από τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους ως το 1880 ούτε αυτόνομο μάθημα είναι ούτε διδάσκεται στο σύνολο των σχολείων της χώρας. Όπως μας λέει η Ε. Αβδελά : ” στην πράξη ιστορία μαθαίνουν μόνον όσα παιδιά φοιτούν στα σχολεία που βρίσκονται στις πρωτεύουσες των επαρχιών.”3 Η διδασκαλία της αφορούσε κυρίως την ελληνική ιστορία και έπρεπε να προσφέρεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ”και θέλει εμπνέει εις του μαθητάς του την αγάπη της αρετής και την αποστροφήν  της κακίας  , το σέβας προς τα καθεστώτα , τον πατριωτισμόν και τας κοινωνικάς αρετάς.”4  Βλέπουμε ότι και στην περίοδο πριν το 1880 η ιστορική διδασκαλία εντάσσεται στο ρόλο της εκπαίδευσης στα πλαίσια του ,εθνικού – αστικού κράτους.  Πρώτα ως προς την ύλη του μαθήματος βλέπουμε ότι αυτή είναι απ’ την ελληνική ιστορία. Και δεύτερον ως προς του στόχους βλέπουμε ότι η καλλιέργεια του πατριωτισμού είναι και σ΄ αυτή την περίοδο ένας από τους βασικούς στόχους του μαθήματος , μαζί με το σέβας προς τα καθεστώτα. Η περίοδος που εγκαινιάζεται με το πρόγραμμα του 1881 είναι περίοδος αλλαγής δεδομένων σε κοινωνικό , εκπαιδευτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Στο κοινωνικό , έχουμε την ένταση των προσπαθειών για αστικό μετασχηματισμό των δομών της νεοελληνικής κοινωνίας (σύνταγμα του 1864 , εκβιομηχάνιση και θεμελίωση του κοινοβουλευτισμού στην τρικουπική περίοδο , κ.α) Στο εκπαιδευτικό , έχουμε την εγκατάλειψη της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και στην αντικατάστασή της από την συνδιδακτική , καθώς επίσης και τη διαμόρφωση νέων αναλυτικών προγραμμάτων και εκπαιδευτικών στόχων. Στο ιδεολογικό επίπεδο έχουμε την παραγωγή ολοκληρωμένης άποψης για την ιστορική εξέλιξη του ελληνικού έθνους  που εκφράζεται με τη δημιουργία του τρίσημου σχήματος της ελληνικής ιστορίας από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο , (αρχαιότητα , Βυζάντιο , Νέος Ελληνισμός) Στο πρόγραμμα του 1881 ”σκοπός του μαθήματος δηλώνεται ότι είναι η ηθική μόρφωση του παιδιού , η ανάπτυξη του εθνικού φρονήματος και φιλοτιμίας και συγχρόνως η συστηματοποίηση των ιστορικών γνώσεων που διδάσκονται.” 5 Το πρόγραμμα ενσωματώνει τη νέα ιστοριογραφική αντίληψη και στα χαρακτηριστικά της σχολικής ιστοριογραφίας θα ενταχθούν η αρχαιολατρία , το Βυζάντιο και η νεότερη ιστορία , ” προς επίρρωσιν του εθνικού φρονήματος” 6

Το πρόγραμμα του 1881 θα γίνει για πολλές δεκαετίες η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η διδασκαλία της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο.  Οι στόχοι του και η αντίληψη για την ελληνική ιστορία αποτέλεσαν και συνεχίζουν  εν μέρει και  σήμερα ν΄ αποτελούν το θεμέλιο της εθνοκεντρικής αντίληψης για την ιστορική γνώση. Τα επόμενα αναλυτικά προγράμματα μέχρι το 1936 δεν πρόκειται ν΄ αλλάξουν αυτές τις θεμελιακές συντεταγμένες διδασκαλίας του μαθήματος. 7

Σύνταξη νέου αναλυτικού προγράμματος που αναφέρεται στους στόχους του μαθήματος αναλυτικά έχουμε στο τέλος της δεκαετίας του 50. Συγκεκριμένα το  αναλυτικό πρόγραμμα του 1957 για το ιστορικό μάθημα στο δημοτικό σχολείο προβλέπει ως στόχο : να βοηθήσει τον μαθητή ν΄αποχτήσει  ”γνησίαν ιστορικήν συνείδησιν” 8 Στα πλαίσια αυτού του στόχου χρειάζεται οι μαθητές ” να γνωρίσουν τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων τους δια των οπίων ούτοι εθεμελίωσαν , ανέπτυξαν και εκληροδότησαν εις ημάς  τον ελληνικόν πολιτισμόν και το ελεύθερον ελληνικόν κράτος. ”9 Επίσης να νιώσει ο μαθητής ότι βρίσκεται ” εις ακατάλυτον δεσμόν με το έθνος και να διαμορφωθεί εις την ψυχήν του ζωηρόν αίσθημα σεβασμού προς το μέγα παρελθόν της ελληνικής πατρίδος , συναίσθησις ευθύνης δια το μέλλον της και προθυμίαν προς υπεράσπισιν αυτής” 10   Αυτά τα πράγματα γράφονται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και χαρακτηρίζεται από έντονο αντικομουνισμό και διάθεση καταστολής κάθε άποψης διαφορετικής από τις εθνικόφρονες λογικές της εποχής. Όσο κι αν το πρόγραμμα του 1957 δεν εφαρμόστηκε δεν έχουμε κανένα λόγο ν΄ αμφιβάλλουμε ότι τα πράγματα μέσα στο σχολείο όσον αφορά την ιστορική διδασκαλία κινήθηκαν σ΄ αυτό το πνεύμα και μ΄ αυτή τη νοοτροπία. Το αναλυτικό πρόγραμμα του 1969 εκφράζοντας  την εκπαιδευτική πολιτική της δικτατορίας θα φέρει τη λογική του εθνικού φρονηματισμού στο απώγειό της. Με τη μεταπολίτευση  θα αλλάξουν σ΄ έναν ορισμένο βαθμό τα πράγματα , χωρίς όμως να τροποποιηθούν στην ουσία τους. Το αναλυτικό πρόγραμμα του 1977 που συντάσσεται από το ΚΕΜΕ ορίζει ως στόχους του μαθήματος ” την κατανόηση των πολιτικών γεγονότων και των πολιτισμικών στοιχείων που συνθέτουν το παρελθόν και παρόν του έθνους  , την ανάπτυξη του αισθήματος φιλοπατρίας και την προετοιμασία για ευσυνείδητη και ελεύθερη συμμετοχή στη ζωή του ελληνικού λαού και της ευρύτερης κοινότητας των λαών.”11  Είναι φανερό ότι ”δεν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια τομή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες , αλλά απλώς σε μια διεύρυνση των στόχων που ανατίθενται στο μάθημα της ιστορίας.”12Αντιλαμβανόμαστε από την ιστορική αναδρομή στους σκοπούς των αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος ότι η εθνοκεντρική λογική και ο εθνικός φρονηματισμός παραμένουν οι βασικοί άξονες με τους οποίους γίνεται η διδασκαλία της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο. Κάθε άλλος στόχος που είναι σε διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτόν είτε ακυρώνεται ( πρόγραμμα του 1957 και 1969) είτε υποτάσσεται σ’ αυτόν.

Η διαμόρφωση του στόχου της εθνικής διαπαιδαγώγησης μέσω του ιστορικού μαθήματος και γενικά του εκπαιδευτικού συστήματος έχει να κάνει όπως είπαμε με τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στα πλαίσια της εθνογένεσης και της δημιουργίας εθνών – κρατών. Θεωρητικά στηρίχτηκε σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το έθνος που διαμορφώθηκε τον 19ο αιώνα από την επικρατούσα τότε ρομαντική σκέψη. Η εμφάνιση των εθνών έχει να κάνει με ειδικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια ορισμένη φάση της κοινωνικής εξέλιξης. Το έθνος είναι φαινόμενο κοινωνικό , προϊόν της ίδιας της ιστορίας και όχι το αντίθετο. Η κυρίαρχη  ιδεολογία το θεωρεί φαινόμενο φυσικό , έξω από ιστορικούς και κοινωνικούς καθορισμούς το οποίο υπάρχει αναλλοίωτο σ’ όλα τα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας. Σ’ αυτή τη θέση συμπυκνώνεται η θέση του ρομαντισμού για το έθνος.

Ο ρομαντισμός βρίσκεται στον αντίποδα της θεώρησης του κόσμου που προτείνει ο διαφωτισμός.13 Στο διαφωτισμό η ιστορία διαμορφώνεται από τον ορθό λόγο και είναι μια πορεία προόδου του ανθρώπινου πνεύματος το οποίο από το σκοτάδι φτάνει στο φως. Αν στο διαφωτισμό τονίζεται το λογικό και το γενικό, στο ρομαντισμό τονίζεται το συναίσθημα και η ιδιαιτερότητα , η διαφορά σε αντίθεση με την ομοιομορφία , το συγκεκριμένο αντί για το αφηρημένο , το παρελθόν αντί για το μέλλον.14  Έτσι δημιουργούνται προϋποθέσεις για επιστημονική έρευνα κάθε έθνους χωριστά.  Η συστηματική άνθιση του ρομαντισμού έγινε στη Γερμανία  των αρχών του 19ου αιώνα σαν αντιπαράθεση με την ορθολογική σκέψη του Ναπολέοντα και των Γάλλων κατακτητών. Για τους ρομαντικούς το έθνος είναι ένα φαινόμενο βιολογικό και υπερβατικό , ένας οργανισμός που εκφράζει μια οργανωμένη και ιεραρχημένη κοινωνία στην οποία πρέπει να αναγνωρίζεται η ανισότητα και η ανομοιομορφία. Αρνείται την έννοια του ατόμου και των πολιτικών ελευθεριών , έννοιες που τις θεωρεί επικίνδυνες που οδηγούν στην αναρχία. Το άτομο πρέπει να ενταχθεί σ΄ένα ευρύτερο οργανωμένο σύνολο που είναι το εθνικό κράτος. Η αναφορά του για την κοινωνική οργάνωση είναι το κοινωνικό σύστημα του Μεσαίωνα.15
Πρότυπο εθνικό κράτος είναι για τους ρομαντικούς είναι αυτό στο οποίο υπάρχει γλωσσική συνοχή του κράτους. Επίσης οι άνθρωποι σε μια τέτοια κρατική οργάνωση πρέπει να έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και την ίδια παράδοση δικαίου. 16

Ο Φίχτε στους περίφημους  ”Λόγους προς το Γερμανικό Έθνος” , προχωρεί τη ρομαντική αντίληψη  του έθνους ως τα άκρα. Προσπαθεί να θεμελιώσει τον  γερμανικό εθνικισμό πάνω στην ιδέα της καθαρότητας του γερμανικού έθνους και μιλάει για τον αρχέγονο λαό που υπάρχει καθεαυτόν και δεν είναι συνάρτηση ούτε της ιστορίας ούτε του πολιτισμού. Είναι απόλυτος λαός , κατεξοχήν λαός” 17   Ο ρομαντισμός θεμελιώνει την ιδέα του έθνους  στη λεγόμενη συνείδηση του αίματος.18Έτσι η ρομαντική θεωρία είναι αυτή που προσφέρει τα ιδεολογικά εργαλεία στον εθνικισμό , προωθώντας μια αντίληψη της ιστορίας και του εθνικού φαινομένου κατεξοχήν ανιστορική , ωστόσο άκρως αποτελεσματική για την εθνική ολοκλήρωση που πραγματοποιούνταν την εποχή αυτή.

Η σχολική ιστοριογραφία έχει θεμελιωθεί θεωρητικά πάνω στη ρομαντική αντίληψη της ιστορίας και καλλιέργησε τις  βασικές της εκδοχές ( πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια , ανωτερότητα του έθνους , ακατάλυτη ιστορική συνέχεια από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή κλπ), σε πείσμα ακόμα και της ιστορικής πραγματικότητας που υποτίθεται ότι ανέλυε με αντικειμενικό τρόπο. Έτσι η αποδοχή αυτή της άποψης για την ελληνική πραγματικότητα έχει μια σειρά συνέπειες για τον τρόπο που παρουσιάζεται η εικόνα του ελληνικού έθνους στα σχολικά εγχειρίδια. Βασικοί άξονες αυτής της εικόνας όπως έχουν αναλυθεί από την Α.Φραγκουδάκη στο κείμενό της για τις ” Πολιτικές συνέπειες της ανιστορικής παρουσίασης του ελληνικού έθνους” , είναι :

α. Η άποψη του ελληνικού σχολείου για το έθνος και τον πολιτισμό είναι διαμορφωμένη με βάση το στερεότυπο της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας. Ο ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζεται σαν αναλλοίωτος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η ελληνικότητα εμφανίζεται ως μη υποκείμενη σε επιδράσεις και το ελληνικό έθνος εμφανίζεται σαν μια οντότητα φυσική και υπερβατική.
β. Καλλιεργείται συστηματικά από το σχολείο ο πατριωτισμός  σαν μια από τις σπουδαιότερες εθνικές αξίες και η καλλιέργεια απευθύνεται τόσο στο ατομικό επίπεδο όσο και στο συλλογικό , ειδικά σε κράτη με ιδιαίτερη ανομοιογένεια.
γ. Όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα αποκρύπτουν ότι η έννοια του έθνους δομείται ιεραρχικά.19

Η τελευταία αυτή διαπίστωση μπορεί να γίνει αφετηρία μιας ουσιαστικής κριτικής προς το εθνικό φαινόμενο και την αντίληψη της σχολικής ιστοριογραφίας ή γενικά της εθνικής ιστοριογραφίας γι’ αυτό. Πρέπει να καταδειχτεί η συμβολή του έθνους ως υλικής και συμβολικής έννοιας στην εδραίωση και αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών (καπιταλιστικών) κοινωνικών σχέσεων  παραγωγής και εξουσίας. Ότι δηλ. η πραγματικότητα κάθε έθνους είναι ο κοινωνικός διχασμός που το διακρίνει. Ότι  η εθνική ιδιότητα μπορεί να συγκαλύπτει την ταξική διάσταση των υποκειμένων που τη συγκροτούν άρα τη νομιμοποιεί και την αναπαράγει. Ότι το έθνος και η εθνική ομογενοποίηση υπήρξε και συνεχίζει να είναι μια βασική προϋπόθεση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που έχει ανάγκη τη λειτουργία μιας εδαφικά προσδιορισμένης γεωγραφικής επικράτειας και πολιτισμικά ομογενοποιημένης κοινωνίας προκειμένου να λειτουργήσει. Ότι η εθνική ομογενοποίηση υπήρξε και ιστορικά η μορφή κοινωνικής ενότητας που χρειάζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής , αντικαθιστώντας τον φεουδαλικό κατακερματισμό. Ότι τα έθνη δεν είναι φυσικά φαινόμενα αλλά ιστορικοί καρποί , ότι δεν υπήρξαν πάντα ούτε θα υπάρχουν για πάντα. Αυτές οι σκέψεις – άξονες νομίζουμε ότι μπορούν να βάλουν τα θεμέλια για συνολική απομυθοποίηση του εθνικισμού και όχι για την προσαρμογή του στα δεδομένα που απαιτεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ζητούμενο είναι σήμερα το συνολικό ξεπέρασμα και των δύο μορφών της αστικής κυριαρχίας.
ΧΡ.ΡΕΠΠΑΣ

1. Αναφέρεται στο βιβλίο των Δ. Δημούλη – Χρ. Γιαννούλη : Έθνη – Τάξεις – Πολιτική : H Διαλεκτική του πολέμου , εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ , Αθήνα 1995 , σελ. 124
2.Δ. Δημούλης – Χ. Γιαννούλη : Έθνη – Τάξεις – Πολιτική : Η Διαλεκτική του Πολέμου , εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ , Αθήνα 1995, σελ.124- 125
3.Ε. Αβδελά : Ιστορία και Σχολείο  , εκδ. νήσος , Αθήνα 1998 , σελ. 18
4.Ε. Αβδελά :  Ιστορία κλπ  , Αθήνα 1998 , σελ. 19
5.E. Αβδελά : όπ. παρ. σελ. 19
6.Ε. Αβδελά : οπ. παρ. 20
7.Ε. Αβδελά : σελ. 21
8.Ε.Αβδελά : σελ. 22
9. Ε.Αβδελά : σελ. 22
10. Ε. Αβδελά : σελ. 22
11. Ε. Αβδελά: σελ.24
12. Ε. Αβδελά : σελ. 25
13.Α. Κυριακίδου –  Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , εκδ. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ , Αθήνα 1978 , σελ. 27
14.  Α. Κυριακίδου – Νέστορος :  Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , σελ. 27
15.  Α. Κυριακίδου –  Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας  σελ. 29 – 30
16.  Α.. Κυριακίδου  –  Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , σελ. 29
17.  Α. Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , σελ. 30 –31
18. Α.Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία σελ.  24 – 25
19. Α.Φραγκουδάκη : Οι πολιτικές συνέπειες της ανιστορικής παρουσίασης του ελληνικού έθνους , στο Α. Φραγκουδάκη – Θ. Δραγώνα (επιμ) : ” Τι είναι οι πατρίδα μας ;” ΕΘΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ , εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ , Αθήνα 1997 σελ. 143 – 198

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  ” ΡΩΓΜΕΣ εν τάξει ” ,  ΜΑΪΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001, τευχ. 10, σελ. 48 – 51

Τ. Κωστόπουλος : Η Αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η Μεταπολεμική Εθνικοφροσύνη

παρουσιαση βιβλιου απο το ΧΡ. ΡΕΠΠΑ

Τ. Κωστόπουλος : Η Αυτολογοκριμένη  μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η Μεταπολεμική Εθνικοφροσύνη. Εκδ. ΦΙΛΙΣΤΩΡ , Αθήνα 2005


Αντικείμενο έρευνας της σημαντικής αυτής εργασίας είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας της Κατοχής από τον εθνικόφρονα λόγο (ιστοριογραφικό και πολιτικό) και η διαδικασία ενσωμάτωσης του προσωπικού τους στο κράτος των εθνικοφρόνων της περιόδου 1944 – 1974.


Τα Τάγματα  Ασφαλείας συγκροτούνται ανάμεσα στα 1943 – 1944 με νόμο της κυβέρνησης του κουίσλιγκ Ι. Ράλλη , εξοπλίζονται και διοικούνται από τις γερμανικές αρχές κατοχής και έχουν ως βασικό τους στόχο την προστασία του ”κινδυνεύοντος κοινωνικού μας καθεστώτος ” από τους ”καταχθόνιους στόχους του κομμουνισμού”. Βασικός τους σκοπός ήταν η καταπολέμηση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο συγγραφέας η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε ένας από τους όρους που είχε θέσει ο Ι. Ράλλης προς τις ναζιστικές  αρχές κατοχής για ν’ αναλάβει το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης κουίσλιγκ , μετά την αποχώρηση του Λογοθετόπουλου. Για την επιλογή αυτή οι ναζιστικές αρχές κατοχής είχαν τους δικούς τους σκοπούς. Σύμφωνα με τους ναζί επιτελείς η συγκρότηση των Ταγμάτων έγινε για να ” εξοικονομηθεί πολύτιμο γερμανικό αίμα”. Για το σκοπό αυτό έπρεπε ” να αξιοποιηθεί πλήρως η αντικομουνιστική μερίδα του ελληνικού λαού έτσι ώστε να εκδηλωθεί απροκάλυπτη εχθρότητα κατά της κομουνιστικής μερίδας.” (σελ.15) Στα Τάγματα Ασφαλείας κατατάσσονται πέντε κατηγορίες ένοπλων σωμάτων :


α. Τα ευζωνικά τάγματα που ιδρύθηκαν από τον Ι. Ράλλη , αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να συγκροτηθούν  ανάλογοι στρατιωτικοί σχηματισμοί και στην επαρχία. Τα πρώτα βήματα έγιναν στην Χαλκίδα και την Πάτρα.


β. Τάγματα Ασφαλείας που ιδρύθηκαν σε εθελοντική βάση με πρωτοβουλία στελεχών του Ελληνικού Στρατού και ζήτησαν όπλα από τους Γερμανούς για την καταπολέμηση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Τα Τάγματα  αυτά δημιουργήθηκαν κυρίως στην Πελοπόννησο ενοποιήθηκαν σε μια ενιαία οργανωτική δομή την άνοιξη του 1944 με την επωνυμία ”Β’ Αρχηγείον Χωροφυλακής Πελοποννήσου ” που υπάγονταν τυπικά και μόνον στο Υπουργείον Ασφαλείας της δωσιλογικής κυβέρνησης. Επικεφαλής της δωσιλογικής υπηρεσίας ανέλαβε ο συνταγματάρχης Δ.Παπαδόγκωνας.


γ. Διάφορες αντιεαμικές και αντικομουνιστικές ομάδες που συγκροτήθηκαν και έδρασαν αυτόνομα , χωρίς καμιά εξάρτηση από τον μηχανισμό   των κουίσλιγκ. Τέτοιες ομάδες δημιουργήθηκαν στην Αττική με τη βοήθεια της Ειδικής Ασφάλειας , στην Κεφαλονιά με πρωτοβουλία κοινωνικών παραγόντων του νησιού (Π.Ο.Κ). Η ομάδα αυτή εξοπλίστηκε από του Γερμανούς , ενώ μια ανάλογη ομάδα είχε δημιουργηθεί στη Λευκάδα ( Ένοπλες Δυνάμεις Νοτίου Νήσου).


δ. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι ταγματασφαλίτικες ομάδες της Β. Ελλάδας οι οποίες συγκροτήθηκαν απευθείας από τους Γερμανούς , ενώ απορρίφθηκαν οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης των κουίσλιγκ  της Αθήνας για τη συγκρότηση κανονικών ” ευζωνικών ταγμάτων ” στη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί επιθυμούσαν έναν πιο άμεσο έλεγχο της κατάστασης , λόγω της ύπαρξης αλληλοϋποβλεπόμενων γλωσσοπολιτισμικών μειονοτήτων. Συγκροτήθηκαν ήδη από το 1943 10 Τάγματα αυτής της κατηγορίας και άλλα 4  στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ελλάδα. (σελ. 21) Η πιο ακραία περίπτωση είναι αυτή του ” Εθελοντικού Ελληνικού Στρατού” του συνταγματάρχη Γ. Πούλου που έχει ξεκάθαρη εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία , είναι αποστασιοποιημένος από την κυβέρνηση της Αθήνας και το οποίο έκανε τυφλές και ανεξέλεγκτες βιαιότητες. (σελ. 22)

Στο πλευρό της Βέρμαχτ θα βρεθούν επίσης τουρκόφωνοι ποντιακοί πληθυσμοί , κοινωνικοπολιτικά περιχαρακωμένοι και υπερβολικά συντηρητικοί , που οργανώνονται αρχικά στην Π.Α.Ο και στη συνέχεια στον ”Ελληνικό Εθνικό Στρατό.”


ε. Η τελευταία κατηγορία αφορά Τάγματα Ασφαλείας μειονοτικών πληθυσμών που συγκροτήθηκαν στη βάση αλυτρωτικών και αποσχιστικών προγραμμάτων. Πρόκειται για τρία εθελοντικά τάγματα ασφαλείας με την ονομασία ”Οχράνα” από Σλαβομακεδόνες των νομών Φλώρινας , Πέλλας και Καστοριάς. Ο συγγραφέας σημειώνει για τα συγκεκριμένα Τάγματα  Ασφαλείας ότι ήταν : ” με αρχικούς πυρήνες συγκροτημένους εκτός Ελλάδας από το ΒΜΡΟ και πολιτικό πρόγραμμα ( καθαρά ουτοπικό στη δεδομένη συγκυρία ) τη δημιουργία μιας ενιαίας – ανεξάρτητης Μακεδονίας στα πλαίσια του Γ’ Ράιχ” (σελ. 25) Μια άλλη περίπτωση αποτελεί η ”Ξίλια” της Θεσπρωτίας που είχε δημιουργηθεί το 1942 – 1944 εκφράζοντας τον αλυτρωτισμό των Τσάμηδων της περιοχής. Στην Καστοριά δρα το ” Αξονικό Μακεδονικοβουλγαρικό  Επαναστατικό Κομιτάτο ” δημιουργημένο από τους Ιταλούς. Στην ίδια κατηγορία υπάγεται και η ”Βλάχικη Λεγεώνα”. Η συγκρότηση αυτών των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν στα πλαίσια της πολιτικής των ναζί για μια ”Νέα Τάξη Πραγμάτων” , αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια των μειονοτήτων απ ‘ το νεοελληνικό κράτος.

Η στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας έγινε από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού που προέρχονταν τόσο από τη βενιζελική παράταξη όσο και από τη φιλοβασιλική – μεταξική πτέρυγα. Οι φιλομοναρχικοί και φιλομεταξικοί θ’ αργήσουν να μπουν στα Τάγματα , θα καταφέρουν όμως να τα ελέγξουν πλήρως,  όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Η στρατολογία των απλών μελών τους αρχικά γίνονταν σε εθελοντική βάση , αργότερα όμως συγκεκριμένοι εθνικόφρονες καλέστηκαν να στελεχώσουν τα Τάγματα αναγκαστικά , με βάση τον μεταξικό νόμο 739/37. Στάλθηκαν ατομικές προσκλήσεις , όπως σημειώνει ο συγγραφέας , στις οποίες σημειώνονταν ότι σε περίπτωση μη παρουσίας θα αντιμετώπιζαν ” τας αυστηράς ποινάς του νόμου και επί πλέον την δίωξην των οικογενειών των και την καταστροφήν των οικειών των.” (σελ. 28 -29)


Στα Τάγματα Ασφαλείας εντάχθηκαν συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων , τους οποίους έκθεση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής κατέτασσε σε πέντε κατηγορίες :

Άνθρωποι  πολύ φτωχοί , που μέσα από την ένταξη στους δωσιλογικούς σχηματισμούς , προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα της ατομικής τους επιβίωσής αλλά  και της οικογένειάς  τους , εγκληματίες που έτσι απέκτησαν τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσουν προσωπικούς λογαριασμούς και ν΄ αποκομίσουν λάφυρα από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις , εθελοντές που εμπνέονταν από προσωπικό μίσος ενάντια στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ , αξιωματικοί του ελληνικού στρατού που θεωρούσαν ” πατριωτικό ” καθήκον την εξόντωση του κομουνισμού και μέλη άλλων οργανώσεων που είχαν έρθει σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ.


Τα Τάγματα Ασφάλειας ήταν δωσιλογικές ομάδες που δημιουργήθηκαν σ΄ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, που αν και είχαν διαφορετικό πολιτικό στίγμα ως ένα βαθμό , όλα είχαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά : α. Ως στρατιωτικοί σχηματισμοί εντάσσονται και αποτελούν τμήματα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας : ” γενικοί διοικητές των τους , αρμόδιοι για την έκδοση όχι μόνο για την έκδοση σχετικών διαταγών οπλοφορίας αλλά και των διαταγών κινήσεως των επιμέρους μονάδων τους , ήταν οι ανώτεροι αρχηγοί των  και της γερμανικής αστυνομίας στην Ελλάδα Γιούργκεν Στρούπ  και Βάλτερ Σιμάνα. (σελ. 35) β. Η Βέρμαχτ καταμετρούσε τις απώλειες των ταγματασφαλιτών μαζί με τις υπόλοιπες απώλειες των δικών της στρατιωτών στους σχετικούς στατιστικούς υπηρεσιακούς πίνακες. γ. Όλα ανεξαιρέτως τα Τάγματα Ασφαλείας συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ εναντίον του ΕΛΑΣ και της μαζικής βάσης του ΕΑΜ , ειδικά στην περιοχή της Αθήνας με τα συνεχιζόμενα μπλόκα του 1944. Η ίδια τακτική ακολουθείται και σε άλλες μεγάλες πόλεις (Θεσσαλονίκη – Καλαμαριά 13. 8. 44 )  αλλά  και στην επαρχία. Π.χ το Τάγμα Ασφαλείας Βρεττάκου στην Καλαμάτα , του οποίου η είσοδος στην πόλη τον Γενάρη του 1944 , πραγματοποιείται στα πλαίσια της εκκαθαριστικής επιχείρησης της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών της Βερμαχτ.


Στις από κοινού επιχειρήσεις γερμανικών στρατευμάτων και ταγματασφαλιτών που έγιναν στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας , συλλαμβάνονται και εκτελούνται μέλη της Αντίστασης ή στέλνονται στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου , εκτελούνται χωρικοί και καίγονται σπίτια. Ανάλογες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις  από κοινού με τη Βέρμαχτ διεξάγουν τα Τάγματα Ασφαλείας που δρουν στη Β. Ελλάδα , όπως η ομάδα του συνταγματάρχη Πούλου , που συνοδεύει τη Βέρμαχτ σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον χωριών του Βερμίου , της Β. Πίνδου και του Χορτιάτη. Συμπράττουν  με τον βουλγαρικό στρατό που ελέγχει την περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού από το φθινόπωρο του 1943 , στην προσπάθεια να καταστείλουν τον ΕΛΑΣ της περιοχής. Αποτελούν ακόμα συμβούλους των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής για το ποια χωριά θα έπρεπε να καούν , ποιοι από τους ομήρους θα έπρεπε να εκτελεστούν. Χαρακτηριστικό της συγκρότησης των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν η εντοπιότητα, γνώριζαν έτσι τα μέλη τους πρόσωπα και πράγματα από τις τοπικές κοινωνίες. Επέδειξαν ιδιαίτερη αγριότητα κατά τη διάρκεια μπλόκων ή εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Η κατηγορία δε που απεύθυναν προς τους Γερμανούς ήταν ότι δεν επιθυμούσαν πραγματικά τη συντριβή του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του μπλόκου της Κοκκινιάς , όπου οι ταγματασφαλίτες προσπάθησαν να συλλάβουν όσους από τους κατοίκους της πόλης , είχαν απελευθερώσει μετά τις εκτελέσεις οι Γερμανοί, απειλώντας τους αστυνομικούς που τους συνόδευαν.


Πρώτη προτεραιότητα , ήδη από την άνοιξη  του 1943 , όταν πρωτοδημιουργήθηκαν τα σώματα αυτά ήταν η αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού , η οποία καλύπτονταν και με το πρόσχημα της επιβολής του Νόμου και της Τάξης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου οι σχετικές διαταγές των επιτελικών κλιμακίων προέτρεπαν τους ταγματασφαλίτες στην επιβολή σκληρών μέτρων αλλά και να μην διστάζουν στην επιβολή τους. Η δε επιβολή αυτών των μέτρων σημαίνει την εγκαθίδρυση ενός σκοταδιστικού κλίματος στις κοινωνίες που επιβάλλονται , χειρότερου κι απ’ αυτού της ναζιστικής  Κατοχής.


Οι ακροδεξιές οργανώσεις της Κατοχής θα διατηρήσουν μιαν αγαστή σχέση συνεργασίας με τα Τάγματα Ασφαλείας , ενώ άλλες όπως ο ΕΔΕΣ θα λειτουργήσουν ως προστατευτική ομπρέλα στην περίοδο της απελευθέρωσης για τα μέλη αυτών των σωμάτων. Πολλοί ταγματασφαλίτες κατά την απελευθέρωση θα εμφανιστούν ως μέλη του ΕΔΕΣ , συγκαλύπτοντας έτσι την εγκληματική τους δραστηριότητα στην κατοχική περίοδο. Κατ’ αρχήν ανάμεσα στα Τάγματα και τις ακροδεξιές οργανώσεις της Κατοχής ( Χ, ΠΑΟ , ΡΑΝ , ο πελοποννησιακός Ε.Σ , η Στρατιωτική Ιεραρχία του Α. Παπάγου , η ” Εθνική Δράσις ” ) υπάρχει ταυτότητα στόχων. Βασικός στόχος όλων αυτών των φασιζόντων μορφωμάτων είναι η προστασία του κοινωνικού καθεστώτος και η καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος. Οι ζυμώσεις στο χώρο επτά απ’ αυτές τις οργανώσεις  θα καταλήξουν στη συγκρότηση ενός συμφώνου συνεργασίας το Νοέμβριο του 1943 με την υπηρεσία Πληροφοριών Του Υπουργείου Άμυνας της δωσιλογικής κυβέρνησης , που έγινε με την καθοδήγηση  του νεοζηλανδού αξιωματικού Σκότ. Η συμφωνία αυτή σύμφωνα με ηγετικά στελέχη των Ταγμάτων λειτούργησε καταλυτικά για την ένταξή τους σ΄αυτά. Επιπλέον οι εθνικόφρονες οργανώσεις είναι αυτές που θα τροφοδοτήσουν τα Τάγματα Ασφαλείας με στελέχη , όπως συμβαίνει  με τη διάσπαση του ΕΔΕΣ της Αθήνας το καλοκαίρι του 1943. Στελέχη του μ’ επικεφαλής τον συνταγματάρχη Παπαθανασόπουλο προσχωρούν στα ευζωνικά Τάγματα. Το ίδιο έγινε και με αξιωματικούς της ΡΑΝ και της Χ  , ενώ αξιωματικοί της μακεδονικής ΠΑΟ συνεργάστηκαν με βορειοελλαδικά Τάγματα. Το μόνο πολιτικό πρόβλημα αυτών των οργανώσεων είναι ότι με τις  σχέσεις αυτές συνεργασίας ενισχύονταν η προπαγάνδα του ΕΑΜ. Χωρίς να ταυτίζονται πλήρως οι ακροδεξιές οργανώσεις  με τα Τάγματα , αποτέλεσαν πάντως πηγές τροφοδότησής τους και υπολόγιζαν κατά την περίοδο της απελευθέρωσης  τον ένοπλο δωσιλογισμό στις ”φίλιες δυνάμεις”.


Οι διασυνδέσεις αυτές που απέκτησαν τα Τάγματα Ασφαλείας με τις ακροδεξιές οργανώσεις της Κατοχής τους εξασφάλισαν τις απαραίτητες δυνατότητες για την ένταξή τους στον κορμό της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης αλλά και  ποινική ασυλία σε πολλά από τα μέλη τους , όχι πάντως σε όλα. Στη φάση αυτή το αντιεαμικό στρατόπεδο χαρακτηρίζεται από στρατιωτική αδυναμία και η συγκρότηση στρατιωτικού μηχανισμού ικανού να συγκρουστεί με τον ΕΛΑΣ είναι ζήτημα ζωτικό για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα.


Τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν καταδικαστεί τόσο από την κυβέρνηση της Μ. Ανατολής όσο και από τις αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΚΚΑ , από την ΠΕΕΑ , από την κυβέρνηση της ”εθνικής ενότητας” του Γ. Παπανδρέου και τη συμφωνία της Καζέρτας. Με τον ίδιο τρόπο καταδικάστηκε και η Ειδική Χωροφυλακή του Παπαγιαννάκη στην Κρήτη.


Ο αφοπλισμός των Ταγμάτων Ασφαλείας πραγματοποιήθηκε στο διάστημα Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1944. Ο αφοπλισμός ήταν βίαιος και κατέληγε σε εκτελέσεις ταγματασφαλιτών από τον ΕΛΑΣ ή σε λιντσάρισμα μελών και στελεχών τους από τα εξαγριωμένα πλήθη. Ανάλογες ”αποδόσεις” λαϊκής δικαιοσύνης έγιναν και στη Βόρειο Ελλάδα.

Τα Τάγματα Ασφαλείας ορισμένων πόλεων αφοπλίζονται ειρηνικά και τα μέλη τους είτε αφήνονται σιωπηρά ελεύθερα είτε μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στις Σπέτσες και από εκεί στο Γουδί στην Αθήνα.

Στην περίοδο πριν από το Δεκέμβριο του 1944 από τον επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοίκησης Αθηνών Γρηγορόπουλο γίνεται η εκτίμηση ότι μόνο τα Τάγματα Ασφαλείας μπορούν ν’ αποτελέσουν    ”σοβαράν δύναμιν , ικανήν να αντιμετωπίση τα εν τη πόλη των Αθηνών – Πειραιώς υπάρχοντα και καθημερινώς ενισχυόμενα ένοπλα τμήματα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και συναφείς οργανώσεις. ( ΕΠΟΝ – ΟΠΛΑ κλπ.) (σελ.63) Απ’ την άλλη η επανένταξη των ταγματασφαλιτών ήταν δύσκολη υπόθεση , καθώς οι φρικιαστικές εμπειρίες της κατοχής και τα εγκλήματά τους ήταν νωπά ακόμα στη μνήμη του λαού. Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να γίνουν εύκολα αποδεκτοί στη νέα πραγματικότητα. Από τη μια κρίνονται αναγκαίοι για την πολιτική επιβίωση του καθεστώτος από την άλλη είναι μισητοί για την κατοχική τους δράση. Τελικά 1000ταγματασφαλίτες θα πολεμήσουν στο πλευρό της Σκομπίας , στη μάχη των Αθηνών , αλλάζοντας τώρα αφεντικά. Από υποτακτικοί των ναζί γίνονται τώρα εντολοδόχοι του Σκόμπι , πρωτοπόροι πάντα του αντικομουνιστικού αγώνα.


Το 1944 ο Ε. Τσακαλώτος εισηγείται την ενσωμάτωση των Ταγμάτων Ασφαλείας στον κυβερνητικό στρατό και λίγες μέρες αργότερα ο υφυπουργός Άμυνας της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, Λ. Σπαής υλοποιεί τη συγκεκριμένη εισήγηση. Πολλά στελέχη τους αργότερα αθωώθηκαν είτε από τις ένορκες διοικητικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν για τη δράση τους στα χρόνια της Κατοχής είτε αργότερα από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων Αθηνών. Προκλητική είναι η αθώωση των υπαιτίων του Μπλόκου της Κοκκινιάς Πλυντζανόπουλου – Μπουραντά και Σγούρου. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις εκείνες που στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας κρίνονται ένοχα για τις πράξεις τους στην κατοχική περίοδο και οι ποινές τους εκτελούνται. Τέτοια είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη Πούλου που καταδικάζεται σε θάνατο το 1947 και εκτελείται το 1949. Την ίδια τύχη θα έχει και ο Φριτς  Σούμπερτ , ενώ ο Ξενοφών Γιοσμάς θα καταδικαστεί μεν σε θάνατο αλλά θα καταφέρει να γλιτώσει  την εκτέλεση , για να τον ξανασυναντήσουμε ως αρχηγό παρακρατικής ομάδας  στη  δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη , το 1963 στη Θεσσαλονίκη.


Ο συγγραφέας σημειώνει ότι ” το μετεμφυλιακό κράτος αντλούσε την πολιτική νομιμοποίηση του από τις εξόριστες κυβερνήσεις της Μ. Ανατολής και τις δεξιές οργανώσεις της Αντίστασης και όχι από τη δωσίλογη ”Ελληνική Πολιτεία ” της κατοχικής Αθήνας , η ηγεσία της οποίας καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο ως ένοχη Εσχάτης Προδοσίας” (Κωστόπουλος , Φίλιστωρ , 2005 : 88) για να προσθέσει ότι ” η ενσωμάτωση του δωσιλογισμού έγινε σαν μια λειτουργική αναγκαιότητα , μια σιωπηλή άφεση αμαρτιών για την οποία θα ήταν καλύτερα να μη μιλάει κανείς δημόσια.” (Κωστόπουλος , οπ. παρ. , σελ. 89)


Προσπαθώντας ο συγγραφέας να ερμηνεύσει την όλη διαδικασία ένταξης του δωσιλογισμού στο μετεμφυλιακό κράτος κάνει διάκριση ανάμεσα στην τεχνική ενσωμάτωση του προσωπικού και από την άλλη στη στάση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας απέναντι στον δωσιλογισμό. Διαπιστώνει ότι στην κυρίαρχη αφήγηση η δράση των ταγματασφαλιτών θα χωρέσει μόνον με την μεταμφίεση τους  σε  ” θύματα του κοινού εχθρού”.

Ως προς τη στάση της εθνικόφρονης ιστοριογραφίας ο συγγραφέας διακρίνει συγκεκριμένες περιόδους κατά τις ο οποίες η στάση απέναντι στον ένοπλο δωσιλογισμό γνωρίζει διαφοροποιήσεις.


Η πρώτη περίοδος 1945 – 1958 αν και διακρίνεται από έντονο αντικομουνισμό , οι συγγραφείς που δημοσιεύουν σ΄αυτά τα χρόνια  αποφεύγουν την αναφορά στα Τάγματα Ασφάλειας είτε τα καταδικάζουν ανοιχτά. Σ’ ελάχιστες συγγραφικές προσπάθειες υπάρχει η ανοιχτή υπεράσπιση του δωσιλογισμού , όπως το βιβλίο του  Γ. Ράλλη (επιμ) : ” Ο Ι Ράλλης ομιλεί εκ του Τάφου ” Αθήναι 1947.  Ο συγγραφέας θεωρεί στο πιο πάνω ”πόνημα” , ανακριβές το γεγονός ότι τα Τάγματα συμμετείχαν στα μπλόκα του 1944 για να υπενθυμίσει την εθνική τους προσφορά , με το ”επιχείρημα” ότι αν δεν υπήρχαν τα Τάγματα οι κομουνιστές θα είχαν καταλάβει την Αθήνα από τις πρώτες στιγμές της εθνικής απελευθέρωσης , το 1944. Από την άλλη εφευρίσκονται μια σειρά δικαιολογίες από τους εκπροσώπους της αντικομουνιστικής ιστοριογραφίας της περιόδου , που δικαιολογούν τη συμμετοχή των ατόμων στους μηχανισμούς του δωσιλογισμού. Για πολλούς αντικομουνιστές συγγραφείς τα Τάγματα Ασφάλειας δημιουργήθηκαν για ν΄ αποφευχθεί ο κίνδυνος της κατάληψης της εξουσίας από τους κομουνιστές , την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος και την εμπέδωση της δημόσιας τάξης. Ο ίδιος ο ιδρυτής θα κάνει την εκτίμηση ότι ” με τα Τάγματα και τους Ευζώνους καταφέραμε να εύρουνε την Ελλάδα ο  Παπανδρέου και ο Κανελλόπουλος ”. (σελ116 )


Την ίδια περίοδο δημιουργείται στη Βουλή ένα κοινοβουλευτικό λόμπι που υπερασπίζεται μαχητικά την ύπαρξη και το έργο των Ταγμάτων Ασφαλείας. Οι βουλευτές Αρκαδίας Θ. Τουρκοβασίλης , ο Ευστρ. Κουλουμβάκης  , βουλευτής Αθηνών και ο βουλευτής Λακωνίας Ν. Καράμπελας αποτελούν τον πυρήνα αυτής της ομάδας που περιλαμβάνει και άλλους βουλευτές. Όλοι τους έχουν κάποια προηγούμενη σχέση είτε με τον δωσιλογισμό είτε με τον Γερμανό κατακτητή. Ο μεν Τουρκοβασίλης θα πάρει την περίοδο της γερμανικής κατοχής , επί πρωθυπουργίας Ράλλη , τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας , ενώ  το 1941 στέλνει υμνητικό υπόμνημα στον ίδιο τον Χίτλερ. Ο δεύτερος θα είναι συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη των στελεχών της Ειδικής Ασφάλειας , το 1945 , ενώ ο τρίτος ήταν στέλεχος Τάγματος Ασφαλείας στο Γύθειο. Οι υπερασπιστές αυτοί ισχυρίζονται ότι ο σχηματισμός των Ταγμάτων Ασφαλείας δικαιώνεται ως επιλογή από τις μετέπειτα εξελίξεις και ειδικά από το ξέσπασμα του Εμφυλίου Πολέμου και τον σχηματισμό του Δ.Σ.Ε . Όσοι εντάχθηκαν στα Τάγματα διέγνωσαν νωρίτερα τον κίνδυνο που διέτρεχε το έθνος από τον κομουνισμό και έσπευσαν να τον αντιμετωπίσουν. Θα ζητήσουν μάλιστα οι εκπρόσωποι αυτού του λόμπι το 1948 κατά τη συζήτηση του νόμου για την Εθνική Αντίσταση στη Βουλή,  την αναγνώριση των ταγματασφαλιτών ως αντιστασιακών.

Η δεύτερη φάση από το 1958 – 1967 αντιπροσωπεύει την προσπάθεια να δοθεί απάντηση από την εθνικόφρονα ιστοριογραφία στην επανεμφάνιση της Αριστεράς. Στα Απομνημονεύματα κορυφαίων στρατιωτικών εκπροσώπων της εθνικοφροσύνης γίνεται προσπάθεια δικαίωσης των ταγματασφαλιτών. Ο Τσακαλώτος θα εμπλέξει το εγκώμιο στα Τάγματα με χαρακτηριστικές εκφράσεις  όπως ” απαραίτητα και ευεργετικά δια το έθνος” ενώ η ίδρυσή τους θα θεωρηθεί από μέρους του ” ευλογημένη απόφασις ”. Τα Τάγματα Ασφαλείας υποστηρίζονται από την αντικομουνιστική ιστοριογραφία της δεύτερης περιόδου με συγκεκριμένη επιχειρηματολογία: α. ότι ο εξοπλισμός τους από του Γερμανούς δεν δηλώνει προδοτική διάθεση , αλλά τη διάθεσή τους για αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού και ότι είχαν φιλοσυμμαχικά αισθήματα , β. η συνεργασία τους με τον κατακτητή ήταν φαινομενική , φέρνοντας ως παράδειγμα τους αρματολούς της Τουρκοκρατίας.


Εξαίρεση ως προς το πνεύμα της εποχής θ’ αποτελέσει του στρατηγού Λ. Σπαή με το οποίο θα καταγγελθούν τα Τάγματα και η δράση τους ως δωσιλογικοί – προδοτικοί σχηματισμοί. Την περίοδο αυτή διατυπώνεται το αίτημα προγραμματικής δικαίωσης των ταγματασφαλιτών.


Η τρίτη περίοδος ταυτίζεται μ΄ αυτή της δικτατορίας (1967 –1974)  και είναι η περίοδος της έμμεσης αναγνώρισης των ταγματασφαλιτών , αναγνώριση που έγινε στα μουλωχτά , όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Με το Ν.Δ 179/69 οι ταγματασφαλίτες εκτός από την ηθική αναγνώρισή τους  επιτυγχάνουν και μια σειρά υλικά οφέλη. Πρόσληψη στο δημόσιο των παιδιών τους , αναγνώριση των ” αντιστασιακών” τους χρόνων ως χρόνων συντάξιμων , στεγαστικά δάνεια , διανομές αγροτικών κλήρων. Παρόλα αυτά η αναγνώριση είναι έμμεση , ορισμένα πράγματα σε σχέση με τη δράση των Ταγμάτων δεν λέγονται ανοιχτά και ειδικά η σχέση τους με τον κατακτητή. Σε επικήδειους λόγους στελεχών των Ταγμάτων Ασφαλείας οι χουντικοί θα κάνουν λόγο γενικώς και αορίστως για συμμετοχή στην ”εθνική αντίσταση”, αποφεύγοντας επιμελώς άλλες εξηγήσεις ή αναλύσεις για το που και πως εκτυλίχτηκε η αντιστασιακή δράση. Στελέχη βεβαία των Ταγμάτων Ασφαλείας υπηρετήσαν σε υψηλές βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού της χούντας , όπως ο Δ. Πατίλης ως β΄ αντιπρόεδρος της ”κυβερνήσεως” , ο Ν. Κουρκουλάκος , διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας. Επιμελώς κρυμμένο παραμένει αυτή την περίοδο το κατοχικό παρελθόν του δικτάτορα Παπαδόπουλου , για το οποίο υπάρχει γενικά σκοτάδι και αντικρουόμενες απόψεις. Πληροφορίες της παρισινής εφημερίδας Le Monde Dιpolomatique τον φέρνουν να υπηρέτησε στα Τάγματα Ασφαλείας και ειδικά στο Τάγμα Ασφαλείας της Πάτρας με διοικητή τον Κουρκουλάκο.  Τέλος πρέπει να γίνει λόγος για την διαστρέβλωση του περιεχομένου του μνημόσυνου για το μπλόκο της Κοκκινιάς  και την πρόκληση του χουντικού καθεστώτος απέναντι στον λαό της Νίκαιας όταν διόρισε ως δήμαρχο της πόλης  τον Ν. Πλυντζανόπουλο ταγματάρχη ε.α , ανιψιό του δημιουργού του μπλόκου και διοικητή των ευζωνικών ταγμάτων της Αθήνας. Οι επίσημοι λόγοι που εκφωνήθηκαν στις επετείους της μεγάλης σφαγής , έδειχναν ως υπεύθυνους για το μπλόκο το ΕΑΜ και το ΚΚΕ , τα οποία με δολιότητα δήθεν  κάρφωσαν στους ναζί  αθώους εθνικιστές πολίτες της πόλης. Πίσω από τους προκλητικά γελοίους αυτούς ισχυρισμούς των χουντικών συγκαλύπτεται επιμελώς ο ρόλος των Ταγμάτων  Ασφαλείας τα οποία δεν αναφέρονται καθόλου στις ομιλίες τους.


Ο επίλογος του έργου (σελ. 155 – 160 ) αναφέρεται στη μεταπολιτευτική περίοδο και στην αλλαγή του κλίματος που δημιουργείται και ως προς την αντιμετώπιση του ιστορικού παρελθόντος. Τώρα δεν υπάρχει το μονοπώλιο του λόγου της εθνικόφρονης ιστοριογραφίας που στηρίζονταν και στη φίμωση κάθε αντίθετης φωνής με την αντικομουνιστική νομοθεσία ”περί αναμόχλευσης παθών”.  Από τη κοσμογονική βιβλιογονία στελεχών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και άλλων οργανώσεων θα απουσιάζει εντελώς ο λόγος των δωσίλογων. Η ερμηνεία που δίνει ο συγγραφέας είναι ότι η σιωπή τους κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στη θεμελιώδη αντίφαση που περιγράψαμε και νωρίτερα ανάμεσα στα εθνικιστικά φρονήματα των συμμετασχόντων και στην πεζή πραγματικότητα της ένοπλης συνεργασίας.” (σελ.159) Επιπλέον στη νέα ιστορικοπολιτική συγκυρία ” ο εθνικόφρων λόγος για την Κατοχή έχασε τα στηρίγματά του στο κράτος , την ανταλλακτική αξία του και ως εκ τούτου τον κύριο λόγο της ύπαρξης του. ” (σελ. 159)


Η μελέτη του Τ. Κωστόπουλου είναι όχι μόνο σημαντική σαν θέμα αλλά και εξαιρετική σαν σύνθεση. Περιλαμβάνει  έναν μεγάλο όγκο αρχειακού υλικού και μια εξίσου μεγάλη βιβλιογραφία στην επεξεργασία των οποίων στηρίζει την εξαγωγή των συμπερασμάτων του ο συγγραφέας. Η ανάλυση του ρόλου του δωσιλογισμού είναι σήμερα και πάλι αναγκαία , καθώς  μια σειρά δείγματα γραφής μεταμοντέρνας μεθοδολογίας επιδιώκουν τον εξωραϊσμό του ρόλου του  και τη δημιουργία μιας θετικής εικόνας γι αυτόν. Οι μυθολογίες της ”κόκκινης βίας και τρομοκρατίας” και των  ” αντικομουνιστών καπεταναίων ” δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα πισωγύρισμα στις προ του 1974 ”αναλύσεις” της εθνικόφρονης ιστοριογραφίας. Μ’ αυτή την έννοια δεν αποτελούν κάτι το καινούργιο ,  όσο κι αν είναι ντυμένες με ”νέα” φορέματα είτε ανθρωπολογικής είτε γενικότερα μεταμοντέρνας ραφής. Η εμφάνιση του λεγόμενου ”αναθεωρητικού ρεύματος της ιστορίας” , προσπαθεί να επαναφέρει στο προσκήνιο πάλι και να καταστήσει επιστημονικά νόμιμους  τους γνωστούς αντικομουνιστικούς μύθους που φτιάχτηκαν τις δεκαετίες του  ’50 και του ’60 και την περίοδο της δικτατορίας. Αν μη τι άλλο το βιβλίο του Τ. Κωστόπουλου δείχνει με πολύ εύστοχο τρόπο τη δημιουργία και τη διαδρομή αυτών των μύθων καθώς και το με ποιές πολιτικές πρακτικές αυτοί συνδέθηκαν.


Αναφερόμενος ο συγγραφέας στη συζήτηση που άνοιξε η δημοσίευση της ” Ορθοκωστάς ”  του Θ. Βαλτινού το 1994 , διαπιστώνει την ευκολία του αναθεωρητικού εγχειρήματος για την ελληνική πραγματικότητα. ” Αντίθετα πάντως με τα τεκταινόμενα σε άλλες χώρες οι εδώ θιασώτες του δεν θα χρειαστεί να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια , ούτε να ψάξουν στα τυφλά: Τα διαθέσιμα ιστοριογραφικά υποδείγματα και κατάλοιπα είναι άφθονα, και δε χρειάζονται παρά ένα στοιχειώδες εκσυγχρονιστικό λίφτινγκ για να πουληθούν ολόφρεσκα στην αγορά.” ( σελ. 160) Αλλά για να καρποφορήσει η ”φρέσκια ματιά”  στο ιστορικό παρελθόν των εκπροσώπων του αναθεωρητικού ρεύματος δεν αρκούν  μόνον  τα άφθονα ιστοριογραφικά υποδείγματα του παρελθόντος αλλά  χρειάζεται και  η απαξίωση της ιστορικής μνήμης που έγινε στο όνομα της συναίνεσης και της εθνικής συμφιλίωσης.  Οι δύο τελευταίες  όμως , με ληξιαρχική πράξη γεννήσεως το έτος 1989 , δεν αποτέλεσαν μόνο  επιλογές της δεξιάς …

ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ


ΠΡΟΣ:  Το περιοδικό  ” Θέσεις ”