”ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ” ΚΑΙ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ,αναλυση του ΧΡ.ΡΕΠΠΑ


”ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ” ΚΑΙ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ


Α. Εισαγωγή : η ιστορία και ο ρόλος των ”εθνικών διαλόγων ”

Εξαγγέλθηκε από το νέο Υπουργό Παιδείας Άρη Σπηλιωτόπουλο  ένας ακόμα ”Εθνικός διάλογος για την Παιδεία”, μια ακόμα δηλαδή επιχείρηση χειραγώγησης  ”κοινής γνώμης” γύρω από τις κυβερνητικές επιλογές στην εκπαίδευση. Οι ”Εθνικοί Διάλογοι” την τελευταία εικοσαετία έχουν γίνει το βασικό μέσο προπαγάνδισης των κυβερνητικών επιλογών και οργάνωσης της συναίνεσης γύρω απ΄ αυτές. Πρόκειται για μια κρίσιμη πλευρά του τρόπου με τον οποίο υλοποιούνται πολιτικές επιλογές που έχουν συναντήσει σημαντική κοινωνική αντίδραση και έχουν αποτύχει στην πραγματοποίησή τους. Γι’  αυτό και οι διαδικασίες του ”διαλόγου” έχουν προσλάβει θεσμικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαδικασίες αυτές απέκτησαν θεσμικό χαρακτήρα ύστερα από μεγάλες κινητοποιήσεις στον εκπαιδευτικό χώρο ή ενεργοποιούνται για την αποφυγή ανάλογων καταστάσεων.


Ο ”διάλογος” στην πραγματικότητα έρχεται να νομιμοποιήσει προαποφασισμένες πολιτικές επιλογές, να πείσει την κοινωνία για την αναγκαιότητά τους και αν είναι δυνατόν να πετύχει την ενεργητική στράτευση της στην υλοποίησή τους. Λειτουργεί αντιπαραθετικά με αγωνιστικές κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης και γίνεται αφορμή για να καταγγελθούν οι όποιες κινηματικές πρακτικές ως επιζήμιες. Σύμφωνα με την κρατική μυθολογία  την ώρα που υπάρχει το βήμα της συζήτησης, όπου υποτίθεται ότι εκεί μπορούν να τεθούν ζητήματα και να παρθούν αποφάσεις που  θα εκφράζουν όλους τους ενδιαφερόμενους, δεν έχει νόημα η κινηματική δράση αλλά μόνον η συμμετοχή στο τραπέζι του διαλόγου. Το μήνυμα που επιχειρείται να δοθεί απ’ την πλευρά της κρατικής εξουσίας είναι ότι πρέπει να πάψει κάθε αγωνιστική κινητικότητα στους κοινωνικούς χώρους και ότι μπορούμε να συναποφασίσουμε με το κράτος. Η δε θεσμοποιημένη διαδικασία του διαλόγου επιτρέπει στην κρατική εξουσία και συγκεκριμένα στο Υπουργείο Παιδείας να ορίζει αυτό ποια είναι τα ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν και πως , να διαμορφώνει δηλ. το σκηνικό με τους δικούς του όρους.

Εύστοχα έχει επισημανθεί ήδη από την εποχή του πρώτου ”Εθνικού Διαλόγου” που ξεκίνησε επί Υπουργίας Α. Τρίτση το 1986 , ότι οι διαδικασίες αυτές είναι μια ” απόπειρα άσκησης ιδεολογικής βίας , αποπροσανατολισμού , ιδεολογικής διαχείρισης των αντιθέσεων , προσεταιρισμού της κοινής γνώμης και μεταφοράς της κρίσης.1 Έτσι υπό το πρόσχημα του ”Εθνικού διαλόγου” την εποχή που πρωτοθεσπίστηκε καταγγέλθηκαν ως αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές  μια σειρά κινητοποιήσεις μαθητών και εκπαιδευτικών.2 Η δε θεματολογία του διαλόγου ήταν κατά τέτοιο τρόπο διαρθρωμένη ώστε έντεχνα να αποκρύπτονται οι οποίες ευθύνες της πολιτικής εξουσίας για την κατάσταση στην εκπαίδευση και να τις  επωμίζονται  αποκλειστικά οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές. Ο διάλογος σηματοδοτεί μια ποιοτική στροφή στην τότε εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ , τη στροφή από τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση στο νεοφιλελευθερισμό. Είναι η εποχή που ο Α. Τρίτσης θα επιδιώξει την κοινωνική απονομιμοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος και την περιθωριοποίηση του από τα εκπαιδευτικά δρώμενα. Στα πλαίσια αυτά και σε συνάντησή του με την Ο.Λ.Μ.Ε (5.3.87)θα επισημάνει ότι « δεν εξυπηρετούν την υπόθεση του έθνους οι προσπάθειες δημιουργίας μετώπου αναμέτρησης … σε περίοδο που λειτουργούν οι δημοκρατικοί της συνευθύνης»3. Η θεματολογία του διαλόγου είναι έντονα λαϊκίστικη και απλοϊκή ώστε να είναι εύκολα αφομοιώσιμη από την κοινή γνώμη και προπαντός για να την αποτρέπει να προβληματιστεί σοβαρά πάνω στα προβλήματα της εκπαίδευσης.

Ο επόμενος εθνικός διάλογος, που ξεκινάει από μηδενική βάση έγινε το 1991. Έρχεται μετά τις μαθητικές καταλήψεις , τη δολοφονία του Ν. Τεμπονέρα  και την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου και θα επιτρέψει στην κυβέρνηση της Ν.Δ να βγει από το πολιτικό της αδιέξοδο. Οργανώνεται σε χρονοδιάγραμμα πέντε σταδίων έτσι ώστε κάθε τι που θα ακουστεί στα πλαίσιά του να είναι απόλυτα ελεγχόμενο και να εντάσσεται στους στόχους της πολιτικής ηγεσίας του Υ.Π.Ε.Π.Θ. Και στην τότε συγκυρία ο διάλογος έχει συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις όπως η περιθωριοποίηση του μαθητικού κινήματος της εποχής που υπήρξε ισχυρό , λόγω του αυτόνομου χαρακτήρα του , την επεξεργασία μιας νέας τακτικής για το προώθηση της εκπαιδευτικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας μετά  την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου  , την απεύθυνση της κρατικής  εξουσίας προς την κοινωνία με δικούς της όρους ώστε να την πείσει για την αναγκαιότητα των επιλογών της στην εκπαίδευση.

Παράλληλα θα εντάξει στο άρμα της νεοσυντηρητικής πολιτικής για την εκπαίδευση το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ και θα τους μετατρέψει σε μοχλούς στήριξης της κυβερνητικής πολιτικής . Σ’ εκείνη την πολιτική συγκυρία: ” ο διάλογος θα διεξαχθεί με μια πολιτική αντιπολίτευση που θα μεσολαβεί με συναινετικές διαδικασίες για να εκφράσει την κοινωνική διαμαρτυρία και αντιπολίτευση που αναπτύσσουν εκπαιδευτικοί , μαθητές , φοιτητές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών. ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμός φαίνεται πως στη μεσολάβηση αυτή έχουν προσεγγίσει θέσεις και αρχές που βρίσκονται στα πλαίσια των θεωρητικών και πολιτικών επιλογών της  Νέας Δημοκρατίας.” 4


Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως τα κόμματα αυτά κατανοούν στην τότε συγκυρία την κρίση στην εκπαίδευση και το ξεπέρασμά της. Στο ”Πόρισμα”  της  συνάντησης για έναν ουσιαστικό και αποτελεσματικό διάλογο για την παιδεία ” (13.2.91) βλέπουν ότι ” από την κρίσιμη κατάσταση που βρίσκεται η εκπαίδευση μοναδική διέξοδος αποτελεί η έναρξη ουσιαστικού και αποτελεσματικού διαλόγου της Κυβέρνησης με τους σπουδαστές , τους μαθητές , τους εκπαιδευτικούς , τα πολιτικά κόμματα , με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς.”  Ως προυπόθεση για το διάλογο μπαίνει ” η συμφωνία για άμεση προώθηση όλων των σημείων στα οποία θα επιτυγχάνονται οι ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις”. Ο χαρακτήρας της πολιτικής της Ν.Δ , οι νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της δε φαίνεται ν ‘ απασχολεί καθόλου τα κόμματα αυτά , αλλά ούτε και η απόρριψη που πρόσφατα είχε με την απόσυρση του πολυνομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου. Αντίθετα επιδιώκουν την παραγωγή μιας πολιτικής που θα έχει την ευρεία δυνατή συναίνεση μαζί με τη Νέα Δημοκρατία και με στόχο τη φαινομενικά πολιτικά ουδέτερη θέση για ” διαμόρφωση προτάσεων για τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό και την ποιοτική αναβάθμιση της Εκπαίδευσης”.5


Έτσι η παρέμβαση των δυο κομμάτων κινείται μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής , πράγμα που επιτρέπει στη Νέα Δημοκρατία να βγει από το πολιτικό της αδιέξοδο και να αποκτήσει και πάλι τον έλεγχο των εξελίξεων. Βέβαια το ΠΑΣΟΚ έχει προσχωρήσει στο νεοσυντηρητισμό από το τα μέσα της δεκαετίας του ‘ 80 γι’ αυτό και δεν αποτελεί πρόβλημα η ένταξη του στο μπλοκ του  νεοδημοκρατικού διαλόγου.


Ο διάλογος ως θεσμοποιημένη διαδικασία από το κράτος επιτελεί συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές λειτουργίες :

1.Καλλιεργεί την άποψη  του κοινού συμφέροντος μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα άσχετα από το γεγονός ότι συμμετέχουν στις διαδικασίες του υποκείμενα κοινωνικά διαφορετικά και ταξικά άνισα. Το ίδιο άνιση και ταξικά διαφοροποιημένη είναι και η αντιμετώπιση που υφίστανται από την εκπαίδευση. Δεν υπάρχει κατά συνέπεια μεταξύ διαφορετικών τάξεων που κάποιο κοινό συμφέρον που μπορεί ν ‘ αναζητηθεί μέσα από συναινετικές διαδικασίες. Απλώς με τον ιδεολογικό μανδύα του ” κοινού ” ή του εθνικού συμφέροντος επιχειρείται ο πολιτικός αποπροσανατολισμός των λαϊκών τάξεων , εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και η απόσπαση της συναίνεσης για πολιτικές επιλογές που στην ουσία στρέφονται εναντίον τους. Είναι μια απαραίτητη επιλογή αφού  « στο πλαίσιο του κλασσικού κοινοβουλευτισμού η πολιτική ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης περνάει από το συνδυασμό δύναμης και συναίνεσης»6

2.Θεωρεί την εκπαίδευση ως υπερκομματική και αταξική υπόθεση, προωθείται δηλ. ένας διαρκής αποπροσανατολισμός ως όσον αφορά τη θέση και το ρόλο κάθε φορέα της εκπαιδευτικής κοινότητας και μια προσπάθεια συσκότισης του ρόλου της εκπαίδευσης.

3.Παράλληλα καλλιεργείται η αίσθηση της συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων και της συνευθύνης στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής , χωρίς κάτι τέτοιο να συμβαίνει στην πράξη. ” Η διαδικαστική περιπλοκότητα του διαλόγου προσφέρει τη δυνατότητα σ’ αυτούς που εξουσιάζουν να δείχνουν πως δέχονται τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων χωρίς να την εκχωρούν ”7   Αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι η κυβέρνηση αποφασίζει και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες γίνονται συνυπεύθυνοι στις επιλογές της.

4.Επιχειρείται η απονομιμοποίηση της δράσης των κοινωνικών κινημάτων.

5. Η αναζήτηση  της συναίνεσης δεν έχει να κάνει μόνο με την εμπέδωση της ηγεμονίας των κυρίαρχων επάνω στους κυριαρχούμενους. Έχει να κάνει και με την εξισορρόπηση συμφερόντων και προσανατολισμών μέσα στο στρατόπεδο του συνασπισμού κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να κατανοηθεί ως δημιουργός προϋποθέσεων μέσω των οποίων διαμορφώνονται οι αναγκαίες ισορροπίες που απαιτεί η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Εύστοχα έχει επισημανθεί : ” ότι το αστικό κράτος και οι εκάστοτε κυβερνήσεις σε μια ταξική κοινωνία αντιμετωπίζουν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα κατά την τη διαμόρφωση και την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής καθώς πρέπει να συμβιβάζουν αντιφατικές μορφές παρέμβασης και δράσης που ανάγονται στον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και στην ταξική δομή της ίδιας της κοινωνίας. Η ίδια η εκπαίδευση , καθώς διαδραματίζει μια σειρά αντιφατικούς κοινωνικο-οικονομικούς και ιδεολογικούς ρόλους που ευνοούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή της κοινωνίας , είναι ανοιχτή σε συγκρούσεις αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων. Σε αυτές τις συγκρούσεις είναι ανοιχτή και η εκάστοτε κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική.” 8

Ο διάλογος της πρώτης κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ (2004-2007) είχε τα ίδια συντηρητικά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά που είχαν και οι προηγούμενοι. Στις προτεραιότητες του εντάσσεται η εξαγωγή ”συμπερασμάτων” και ”επιχειρημάτων ” που δικαιολογούν την εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο πλαίσιο των απαιτήσεων της Συνόδου της Μπολόνια αλλά και η νομιμοποίηση μιας σειράς άλλων συντηρητικών επιλογών για όλα τα στάδια της εκπαίδευσης. Η χάραξη αυτών των κατευθύνσεων θα ενδυναμώσει κατά πολύ τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και θα την καταστήσουν εμπορεύσιμο προϊόν αντί για κοινωνικό αγαθό. Η επιχειρηματικότητα αναδείχθηκε σε ιδεολογικό έμβλημα όλων των προτεινόμενων εκπαιδευτικών αλλαγών και συνδετικός ιστός ολόκληρου του σκηνικού της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.Ο περίφημος ” Εθνικός Διάλογος ” ξεκινάει πάνω σε  οκτώ άξονες που θ ‘ αποτελέσουν και τις κατευθύνσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης ( γενικές αρχές λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος , προσανατολισμός των δύο πρώτων βαθμίδων , επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στα 12 χρόνια , ενίσχυση της αυτοτέλειας των πανεπιστημίων , αξιολόγηση , σύνδεση εκπαίδευσης και παραγωγής , η χώρα κέντρο παιδείας για την Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο.) για να επικυρώσει αυτά στα οποία είναι προσανατολισμένη η κυβέρνηση.9


Ο διάλογος που έγινε στη Βουλή(8/11/2004)10 έδειξε ταυτότητα απόψεων ανάμεσα στα δύο καθεστωτικά κόμματα ( ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ) και  κοινές κατευθύνσεις στην εκπαιδευτική τους πολιτική. Νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα τομές σ΄ όλα τα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος , εξατομίκευση , εντατικοποίηση , ανταγωνισμός , προβολή του καπιταλιστικού κέρδους και της λεγόμενης επιχειρηματικότητας ως θεμελιακές αξίες της ζωής. Κοντά σ’ αυτά αναβιώνει και πάλι το φάντασμα της λεγόμενης ” αποκέντρωσης ” κατά το πρότυπο του φιλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος , οπαδοί του οποίου έχουν γίνει τόσο η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης , λόγω της καθαρόαιμης νεοφιλελεύθερης φυσιογνωμίας του.


Στην κατεύθυνση αποδοχής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου σχολείου και πανεπιστημίου που αποφασίστηκε στις συνόδους της Μπολόνια και της Λισσαβόνας , σήμερα άνοιξε από την πλευρά της κυβέρνησης και με τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2004 ένας νέος κύκλος ” εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ” που έχει στόχο την θεμελίωση της επιχειρηματικής εκπαίδευσης σ ΄όλα τα στάδια του εκπαιδευτικού συστήματος. Σ’ αυτό  ήταν κατηγορηματικοί τόσο ο Κ. Καραμανλής όσο και ο Γ. Παπανδρέου.  Ως άξονες τις μεταρρύθμισης θα προταθούν από τον αρχηγό της Ν.Δ ” … η σύνδεση εκπαιδευτικών μονάδων με τον κόσμο της εργασίας … δημιουργία όρων προϋποθέσεων που να ευνοούν τη μάθηση σε χώρους εργασίας. Μαθητεία , εξειδίκευση . Δίαυλοι ανάμεσα σε επιχειρήσεις και φορείς κατάρτισης. Στη δημιουργία νέων δομών ανάμεσα στην επαγγελματική κατάρτιση , τη γενική εκπαίδευση και την ανώτατη εκπαίδευση. ”11 Για τα πανεπιστήμια και γενικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση ” κατευθυντήριες γραμμές είναι η συνάρτηση των σπουδών με τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών…  η διασύνδεση με κέντρα έρευνας και δυναμικές επιχειρήσεις …”12 ενώ το χρονοδιάγραμμα των προτεραιοτήτων θεωρεί ότι ” πριν απ΄ όλα είναι τα θέματα για τα οποία έχουμε αναλάβει δεσμεύσεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση… η πρώτη λοιπόν ενότητα αφορά την προσαρμογή του εκπαιδευτικού μας συστήματος στα δεδομένα και τις τάσεις που αναπτύσσονται διεθνώς και ειδικότερα στις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. ”13


Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο στοχεύσεων  οργανώθηκε και ο ” εθνικός διάλογος” της  κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Το πρόγραμμα της περιέχει συγκεκριμένες κατευθύνσεις που δεν μπορούν ν ΄ αλλάξουν από οποιαδήποτε διαδικασία διαλόγου. Οι επιλογές  δηλ. για τις οποίες υποτίθεται έγινε ο ” εθνικός διάλογος ” είναι προαποφασισμένες και στρέφονται ενάντια στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό που θα προκύψει ως συμπέρασμα ήταν ήδη γνωστό και προαποφασισμένο. Εμπορευματοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας , όσο το δυνατόν υποταγή της στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αγοράς , εκπαίδευση ως ατομικό προνόμιο. Μπορεί η μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ το 1997 να είναι στις περισσότερες πλευρές της νεκρή , όχι όμως οι ιδέες και η πολιτική που τη γέννησαν. Η μεταρρύθμιση αυτή άφησε πίσω της ” καμένη γη ” στην κυριολεξία αυξάνοντας  το ποσοστό της σχολικής διαρροής σε υπερβολικά ύψη. Ενώ στην περίοδο 1993 – 1997 η διαρροή στο Λύκειο κυμάνθηκε σε ποσοστά από 8, 7%  – 11, 6% , τέσσερα χρόνια μετά τη μεταρρύθμιση και συγκεκριμένα το 2000- 2001 , το ποσοστό της διαρροής εκτινάχτηκε στο 42, 69%. Συγκεκριμένα το ποσοστό για την Α’ Λυκείου είναι 23, 63% το 1998- 99 , 33, 10% για τη Β’ Λυκείου το 1999 – 00 και 42,69% για τη Γ΄ Λυκείου το 2000 –01. Σε απόλυτους αριθμούς ο μαθητικός πληθυσμός της Γ’ Γυμνασίου το 1997- 98 είναι 119.039 ενώ από το ” Ενιαίο Λύκειο” του ν. 2525/97 θα αποφοιτήσουν μόλις 68. 210 άτομα το 2000 – 01. 14

Ο διάλογος που οργανώθηκε στην αρχή της κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ δεν μπόρεσε όμως να εκμαιεύσει την απαραίτητη  συναίνεση για την προώθηση του νέου κύκλου της αναδιάρθρωσης. Δεν απονέκρωσε τη δυναμική του εκπαιδευτικού χώρου , αντίθετα αναδείχθηκαν σημαντικά κινήματα.

Η προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος στην κατεύθυνση δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων με την αρχική συναίνεση του ΠΑΣΟΚ , ναυάγησε μπροστά στον ανυποχώρητο αγώνα του φοιτητικού κινήματος. Οι μετέπειτα  πραξικοπηματικές ενέργειες της κυβέρνησης δεν μπορούν να καλύψουν το μέγεθος της πολιτικής ήττας όχι μόνο αυτής αλλά ολόκληρου του καθεστωτικού πολιτικού σκηνικού.  Έδειξε ότι για τη θεμελίωση τέτοιου χαρακτήρα αλλαγών δεν αρκεί μόνο η συναίνεση πολιτικών κορυφών. Παρά το γεγονός ότι και το ΠΑΣΟΚ έχει προσχωρήσει στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, δεν μπόρεσαν να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για να καμφθεί το φοιτητικό κίνημα  ή για να μην εκδηλωθεί καθόλου η αντίδρασή του. Η συναίνεση δεν λειτούργησε στο κρίσιμο πεδίο των πανεπιστημιακών χώρων .Έτσι η προηγούμενη φάση της αναδιάρθρωσης συνοδεύτηκε από πολιτικές ήττες σε μια σειρά ζητήματα στρατηγικής σημασίας , όπως η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η απεργία των δασκάλων το 2006 (πολιτικός κυνισμός και αναλγησία) έδειξε τη μεγάλη απόσπαση της κυβέρνησης από τον εκπαιδευτικό κόσμο , ενώ η θεσμοθέτηση της βάσης του 10  φανερώνει την προσπάθεια για ένταση της ταξικής επιλογής  και διαμόρφωση εκπαιδευτικής αγοράς για τα ιδιωτικά Α.Ε.Ι που θα προέκυπταν από την αναθεώρηση του άρθρου 16.


Β. Η σημερινή συγκυρία


Ο διάλογος που εξήγγειλε ο Α. Σπηλιωτόπουλος , στις 23/1 ύστερα από τη συνάντηση με τον Καραμανλή έρχεται σε μια κρίσιμη κοινωνική και πολιτική συγκυρία. Είναι η πολιτική απάντηση της κυβέρνησης στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό κίνημα που όλα αυτά τα χρόνια ανδρώθηκε  ως αντίπαλος στην πολιτική της. Έρχεται ύστερα από τη μεγαλειώδη κοινωνική εξέγερση της νεολαίας  του περασμένου Δεκέμβρη που άγγιξε συνολικά την πολιτική του συστήματος και έδειξε το μέγεθος της χρεοκοπίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην οικονομία. Η εξέγερση αυτή είναι τομή για τα μεταπολιτευτικά κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Ως γεγονός έδειξε ακόμα τη χρεοκοπία του καθεστωτικού πολιτικού συστήματος , τη μεγάλη  απόσπασή του από τον λαό. Η εξέγερση έδωσε το μήνυμα των καιρών. Η σημερινή συγκυρία για τον κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό εξουσίας είναι συγκυρία ανασυγκρότησης της ηγεμονίας του και ειδικά στο χώρο της εκπαίδευσης , όπου η ηγεμονία του και στο προηγούμενο διάστημα υπήρξε ασταθής και εξαιρετικά αδύναμη. Η προηγούμενη φάση της αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση συνοδεύτηκε  από πολιτικές ήττες σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας θέματα (άρθρο 16 Σ) και από θεσμικές νίκες οι οποίες μέχρι τώρα δεν έχουν πάρει ουσιαστικό χαρακτήρα. (περίπτωση του νέου νόμου πλαισίου για τα Α.Ε.Ι). Στη σχετική συζήτηση στη Βουλή ο Καραμανλής θα τονίσει ότι « οι αλλαγές στο Λύκειο και στο εξεταστικό αποτελούν μια καίριας σημασίας μεταρρύθμιση η οποία θέλουμε να προέλθει μέσα από κοινή συμφωνία κομμάτων και κοινωνίας».15  Εννοείται εκείνου του κομματιού της κοινωνίας που έχει συμφέρον από τη μεταρρύθμιση αυτή , ενώ το υπόλοιπο, η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία,  είτε θα πεισθεί για την αναγκαιότητα όσων έντεχνα θα σερβιριστούν μέσα από το διάλογο ως συμπεράσματα και αναγκαιότητες είτε θα περιθωριοποιηθεί εντελώς η άποψή της. Σε κάθε περίπτωση θ΄ αγνοηθούν προκλητικά οι ανάγκες της  από την εκπαίδευση , ενώ τα περί οικονομικής αφαίμαξης της λαϊκής οικογένειας που με ένταση ακούγονται σήμερα  είναι απλώς το επικοινωνιακό τέχνασμα με το οποίο επιχειρείται να νομιμοποιηθεί το άνοιγμα του θέματος του εξεταστικού. Μαζί με το δόγμα της μηδενικής ανοχής του νέου Υπουργού Δημόσιας Τάξης , εξαγγέλθηκε και o νέος εθνικός διάλογος για την Παιδεία. Η τακτική του καρώτου και του μαστίγιου στην πλήρη της εφαρμογή.


Σύμφωνα με το Υπουργείο ο διάλογος είναι εξαρχής και χωρίς χρονικά όρια. Ο Σπηλιωτόπουλος μάλιστα δηλώνει ότι η κυβέρνηση εισέρχεται χωρίς προαπαιτούμενα και δογματισμούς στο διάλογο και τονίζει ότι «είμαστε ανοιχτοί, tabula rasa».(βλ.Αlfavita. gr, Eπικαιρότητα – Ανακοινώσεις 15/01/2009) Προτεραιότητα αυτού του διαλόγου είναι το Λύκειο και αναγγέλθηκε για μια ακόμη φορά η αλλαγή του εξεταστικού συστήματος εισαγωγής στα Α.Ε.Ι. Στην ημερήσια διάταξη του διαλόγου είναι και το θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου , θέμα καίριας σημασίας για τον κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό εξουσίας του κεφαλαίου. Η επιχειρηματικοποίηση του ελληνικού πανεπιστημίου απαιτεί μια διαρκή πειθάρχηση του ως κοινωνικού χώρου και καταστολή κάθε μορφής αντίστασης που αναπτύσσεται μέσα σ΄ αυτό ή μέσα απ΄ αυτό.  Σημαντικής επίσης σημασία για την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης είναι και το θέμα των αλλαγών στο Λύκειο και το εξεταστικό.


Ο διάλογος οργανώνεται με βάση συγκεκριμένο οργανωτικό σχήμα , όπως το πρότεινε ο Καραμανλής στη σχετική συζήτηση στη Βουλή. Πρότεινε τη σύσταση πολιτικής επιτροπής υψηλού επιπέδου η οποία θα στελεχώνεται από έναν βουλευτή – εκπρόσωπο κόμματος , τα μέλη της οποίας θα είναι σε αμφίδρομη σχέση με τον Υπουργό Παιδείας. Θα μεταφέρουν τις ιδέες – προτάσεις των κομμάτων αλλά και θα κάνουν  ενημέρωση των κομμάτων τους για την εξέλιξη του διαλόγου. Από εκεί και πέρα το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης θα είναι υπεύθυνο για τη μελέτη και την επεξεργασία  των προτάσεων που θα υποβληθούν. Ειδική ομάδα θα μελετήσει τα πιο ενδιαφέροντα συστήματα σε διεθνές επίπεδο , υποβάλλοντας στο Συμβούλιο και την Πολιτική Επιτροπή μια σχετική έκθεση , ενώ μια ομάδα εργασίας θ΄ αντλήσει πληροφορίες , αξιοποιώντας και το διαδίκτυο και θα μελετήσει και τις απόψεις ολόκληρης εκπαιδευτικής κοινότητας σχετικά με το θέμα αλλαγής του εξεταστικού.16 Πρόκειται για μια τεχνογραφειοκρατική διαδικασία συγκροτούμενη από επιτροπές ειδικών και με άμεση πολιτική εποπτεία από την κυβέρνηση. Αυτό εξασφαλίζει τον έλεγχο σ΄ όλα τα στάδια της διαδικασίας και την εξαγωγή των επιθυμητών συμπερασμάτων.


Την ιδεολογική φυσιογνωμία του διαλόγου θα οριοθετήσει ο νέος Υπουργός Παιδείας  με την ομιλία του στη Βουλή. Θα κάνει λόγο για κρίση στην Παιδεία στο επειδή κυριάρχησε ο λαϊκισμός και για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που υποφέρει από ιδεοληψίες του παρελθόντος. Οι διαπιστώσεις αυτές κάθε άλλο παρά πολιτικά αθώες είναι και κάθε άλλο παρά το πνεύμα του tabula tasa εκφράζουν. Χωρίς ο κ. Σπηλιωτόπουλος  να προσδιορίζει ποιες ακριβώς είναι οι ιδεοληψίες αυτές που ευθύνονται για την εκπαιδευτική κρίση , θα χρησιμοποιήσει απόψεις από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του νεοσυντηρητισμού για να καταγγείλει τον  λαϊκισμό που επικράτησε στην εκπαίδευση.17 Προφανώς με τη χρήση του ιδεολογήματος του λαϊκισμού εννοεί την ύπαρξη κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η τοποθέτηση αυτή του Υπουργού Παιδείας δείχνει με καθαρό τρόπο ότι στον εξαγγελλόμενο διάλογο υπάρχουν συγκεκριμένοι ιδεολογικοί και πολιτικοί άξονες , οι ίδιοι με τους οποίους παράχθηκε η μέχρι τώρα κυβερνητική πολιτική στην εκπαίδευση.


Ο διάλογος για την αλλαγή του εξεταστικού συστήματος δεν έχει να κάνει με μορφωτικές και κοινωνικές ανάγκες των μαθητών σήμερα  αλλά με την επίλυση χρόνιων αντιφάσεων της κυρίαρχης πολιτικής στην εκπαίδευση.  Έχει να κάνει με την ύψωση φραγμών στην πορεία προς τα Α.Ε.Ι. Ακόμα και η περίφημη πρόσβαση είναι ένα σοβαρό θέμα  που δεν μπορεί να ιδωθεί ξεχωριστά από το θέμα των εργασιακών δικαιωμάτων των πτυχίων.

Το βασικό πρόβλημα που έχει ν’ αντιμετωπίσει η κυρίαρχη πολιτική στη βασική εκπαίδευση  είναι αυτό της κατανεμητικής αστάθειας του εκπαιδευτικού μηχανισμού , της αδυναμίας του να ελέγξει τη ροή του μαθητικού πληθυσμού και να την  κατανείμει ανάλογα με τις απαιτήσεις του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα προτάθηκαν δυο λύσεις: α. αυτή του κλειστού πανεπιστημίου με δραστική μείωση του φοιτητικού πληθυσμού ώστε να είναι ευκολότερη η κατανομή του στις αντίστοιχες θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας , και β. αυτής του ανοίγματος – μεγαλύτερης μαζικοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με ταυτόχρονα χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων που απορρέουν από τα αντίστοιχα πτυχία. Το πρόβλημα της κατανεμητικής αστάθειας και του κοινωνικού ελέγχου της ροής του μαθητικού πληθυσμού είναι για την ελληνική εκπαίδευση ανοιχτό σ΄ όλη τη μεταπολίτευση και αποτελεί μία από τις βασικότερες όψεις της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Ως απάντηση στην κρίση διαλέχτηκε η δεύτερη λύση. Ωστόσο δεν αρκεί η απαξίωση των εργασιακών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ΑΕΙ για ν απαντηθεί αποτελεσματικά η κατανεμητική αστάθεια του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Γι αυτό και το ζήτημα του ελέγχου της ροής του μαθητικού πληθυσμού τίθεται για μια ακόμα επιτακτικά ύστερα από την αδυναμία όλων των προηγούμενων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών να το αντιμετωπίσουν. Είναι στην ημερήσια διάταξη της σημερινής επικαιρότητας.

Δ. Συμπερασματικά

Δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή στις διαδικασίες του διαλόγου. Αντίθετα πρόκειται για κάτι πολιτικά επιζήμιο , αφού νομιμοποιεί προαποφασισμένες επιλογές και καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι ο μόνος δρόμος και μπορεί να συμφέρει όλους . Ο διάλογος δεν ξεκινάει από κανένα μηδενικό σημείο. Αντίθετα έχει ιδεολογικά προαπαιτούμενα νεοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες απόψεις για την εκπαίδευση και πολιτικό υπόβαθρο την μέχρι τώρα κρατική πολιτική για την εκπαίδευση.  Προσπαθεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις απονομιμοποίησης της κινηματικής δράσης και να την παρουσιάσει ως αντιδημοκρατική και βλαβερή . Έρχεται σε μια κρίσιμη πολιτικά συγκυρία , μετά την εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη ,  στην οποία είναι ανάγκη για τον κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό εξουσίας , ν΄ αναδιοργανώσει και να διευρύνει τις κοινωνικές συμμαχίες , ν’ ανασυγκροτήσει την ηγεμονία του ειδικά στους κοινωνικούς χώρους της εκπαίδευσης και της νεολαίας , εκεί ακριβώς που η δυναμική της εξέγερσης την έχει τραυματίσει ιδιαίτερα. Δεν πρέπει να υπάρξουν τέτοιες ευκαιρίες για τα νεοσυντηρητικά – νεοφιλελεύθερα σχέδια για την εκπαίδευση , τώρα που η ανάλογη μυθολογία συντρίβεται σε διεθνές επίπεδο με το ξέσπασμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Η νέα πολιτική προσπάθεια για οργάνωση της συναίνεσης πρέπει ν΄ αποτύχει. Αυτό θα δυσκολέψει την κυβέρνηση να εξαπολύσει από θέση υπεροχής τη νέα της επίθεση στους μαθητές και τους φοιτητές. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για το που κινούνται με την εξαγγελία για νέο εξεταστικό σύστημα και ειδικότερα με την πρόταση για εμπλοκή των Α.Ε.Ι στον καθορισμό των κριτηρίων εισαγωγής. Ένα τέτοιο σύστημα  θα έχει  μεγαλύτερους ταξικούς φραγμούς από το σημερινό, και ενέχει τον κίνδυνο συρρίκνωσης της δημόσιας εκπαίδευσης και ειδικότερα της πρωτοβάθμιας παιδείας (πενταετές) δημοτικό , λόγω της δημιουργίας προπαρασκευαστικού έτους εισαγωγής στα Α.Ε.Ι.

Είναι φανερό ότι, όσο κι αν πολύς λόγος γίνεται για το αντίθετο, το Λύκειο δεν πρόκειται ν’ αποκτήσει καμιά αυτοτέλεια αφού η προετοιμασία για τις εξετάσεις θα αρχίζει και πάλι από τις τάξεις του , έστω κι αν τυπικά θα γίνονται έξω απ’ αυτό. Επιπλέον στο βαθμό που θα επικρατήσουν απόψεις για συνυπολογισμό της βαθμολογίας και των τριών τάξεων στο βαθμό επιτυχίας και πάλι το Λύκειο θα είναι χώρος ετεροκαθοριζόμενος , όπως και σήμερα. Η πρόταση για αλλαγή του συστήματος πρόσβασης θα πρέπει να ιδωθεί μ΄ έναν συνολικό τρόπο και σε συνδυασμό με τις αλλαγές που έχουν γίνει στα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία της του δημοτικού και του γυμνασίου. Μια συμπυκνωμένη και εξαιρετικά στρυφνή διδακτική ύλη , μεγάλη σε ποσότητα που δεν είναι δυνατή έτσι η άνετη και σε βάθος προσέγγισή της, το κατέβασμα όλο και πιο δύσκολων διδακτικών στόχων σε μικρότερες τάξεις , η πνευματική ρηχότητα πολλών απ’ αυτά, διαμορφώνουν ένα κλίμα απόρριψης των μαθητών των λαϊκών στρωμάτων από νωρίς μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τα βιβλία αυτά προετοιμάζουν τη μεγάλη αύξηση της σχολικής αποτυχίας, όποια κι αν είναι η μορφή του εξεταστικού συστήματος. Γι αυτό και δεν μπορεί παρά να υπάρχει σταθερό μέτωπο εναντίον του με βασικό στόχο την απόσυρσή τους.

Ασφαλώς δεν είναι tabula rasa , αφού το σύνολο των επιλογών της κυβέρνησης στην εκπαίδευση υπάρχει  και ζητούμενο με την εξαγγελία του διαλόγου είναι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Δεν μπορεί υπάρχει tabula tasa με τη βάση του 10 να εφαρμόζεται , τον αντιδραστικό νόμο πλαίσιο ψηφισμένο , τις πραξικοπηματικές ενέργειες για νομιμοποίηση των Κ.Ε.Σ με δικαστικές αποφάσεις. (πρόσφατη απόφαση διοικητικού πρωτοδικείου) , τη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης να είναι στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας 50ετίας.  Φυσικά το τελευταίο ζήτημα , όπως και μια σειρά άλλα που έχουν να κάνουν με την επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης , τη σχολική διαρροή , το περιεχόμενο της σχολικής γνώσης , δεν πρόκειται ν΄ αποτελέσουν αντικείμενα του εθνικού διαλόγου.

Ο διάλογος δεν γίνεται για ν΄ ακουστεί η φωνή των εργαζομένων και του ζωντανού κομματιού της εκπαίδευσης (μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί) αλλά για να ακουστεί καλύτερα η φωνή της κρατικής εξουσίας και να γίνει αποδεκτή από εκείνους που η νεοφιλελεύθερη πολιτική πρόκειται να στραφεί εναντίον τους. Γίνεται προσπάθεια να εκμαιευτεί συναίνεση και να διαμορφωθεί  η φενακισμένη αντίληψη ότι η εκπαιδευτική πολιτική διαμορφώνεται στη βάση συμφερόντων όλης της κοινωνίας. Είναι απ’ αυτή την άποψη πολιτικά επικίνδυνη η στάση των κομματιών της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας(Δ.Ο.Ε – ΓΕ.Σ.Ε.Ε) που από την πρώτη στιγμή έσπευσαν να δηλώσουν τη συμμετοχή τους στο διάλογο , αγνοώντας την πολιτική που ακολούθησε μέχρι τώρα η κυβέρνηση στην εκπαίδευση.

Αν το εκπαιδευτικό κίνημα , η εκτός των τειχών ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά έχει κάτι ανάγκη σήμερα δεν είναι ο διάλογος – χειραγώγηση του Υπουργείου Παιδείας , αλλά το δικό της διάλογο με διαφορετικά αιτήματα και ιεραρχήσεις και με άλλα υποκείμενα στη συζήτηση. Ένας τέτοιος διάλογος θα συνδέει την ανάγκη της αντίστασης στη σύγχρονη καπιταλιστική καπιταλιστική αναδιάρθρωση με τη δημιουργία ενός σχεδίου για τη σύνδεση της εκπαιδευτικής αλλαγής με τη σοσιαλιστική κοινωνική προοπτική.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Γ. Μαυρογιώργος : Ο διαρκής εθνικός διάλογος για την Παιδεία. Ρομαντική πρωτοβουλία ή αρχιτεκτονική διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ; περ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,  τευχ. 33,  σελ. 14- 17


2. Γ. Μαυρογιώργος : Ο διαρκής εθνικός διάλογος για την παιδεία κ.λ.π, σελ. 15-16


3. Γ. Μαυρογιώργος : Ο διαρκής εθνικός διάλογος κ.λ.π , σελ. 16


4.Γ. Μαυρογιώργος : Ένα «Πόρισμα» – τεκμήριο στην υπηρεσία ενός διαλόγου … περ. ΣΥΧΓΡΟΝΗ   ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ  , τευχ. 57 , σελ. 24

5.Γ. Μαυρογιώργος :Ένα «Πόρισμα» – τεκμήριο στην υπηρεσία ενός διαλόγου …κ.λ.π σελ. 23


6. Κ. Μπυσί – Γκλυκσμάν : Ο Γκράμσι και το Κράτος , εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ ,  σελ. 125


7. Γ. Μαυρογιώργος : Ένα «Πόρισμα» κ.λ.π σελ. 23


8. Γ.Μαυρογιώργος: Από τη διαμαρτυρία των μαθητών στη συναίνεση του διαλόγου , περ.  ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ , τευχ. 56 , σελ. 17


9.Για τους στόχους του εξαγγελλομένου εθνικού διαλόγου της εποχής βλ. την ομιλία του Κ. Καραμανλή στα Πρακτικά της Βουλής , ΙΑ΄ Περίοδος (Προεδρευομένης Δημοκρατίας) Σύνοδος Α΄ , Συνεδρίαση ΝΣΤ΄ , Δευτέρα , 8 Νοεμβρίου 2004 και τις ομιλίες Κ. Καραμανλή και Μ. Γιαννάκου κατά την εναρκτήρια για τον εθνικό διάλογο του Ε.Σ.Υ.Π  στο Υ.Π.Ε.Π.Θ – Ε.Σ.Υ.Π: Ομιλίες στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Ε.Σ.Υ.Π , Αθήνα , Ιανουάριος 2005


10. Πρακτικά της Βουλής , ΙΑ΄ Περίοδος (Προεδρευομένης  Δημοκρατίας) Σύνοδος Α΄ , Συνεδρίαση ΝΣΤ΄  Δευτέρα , 8 Νοεμβρίου 2004 , www. alfavita.gr

11. Ομιλία Κ.Καραμανλή 8/11/2004 , Πρακτικά της Βουλής ΙΑ ΄ κ.λ.π  , www. alfavita. gr


12. Ομιλία Κ. Καραμανλή 8/11/2004 οπ. παρ. , www. alfavita. gr


13.Ομιλία Κ.Καραμανλή 8/11/2004. οπ. παρ. κ.λ.π


14.Γ. Καββαδίας : Το σχολείο στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης , περ. Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης , τευχ. 65 , σελ.  34


15. K. Καραμανλής : Κοινή συμφωνία για την Παιδεία , Ομιλία στη Βουλή 23 Ιανουαρίου 2009 , www. alfavita. gr


16. Κ. Καραμανλής  : Κοινή συμφωνία  οπ. παρ ,  23/01/2009,   www.alfavita.gr


17.  A. Σπηλιωτόπουλος :  Ομιλία στη Βουλή , οπ. παρ. 23/01/2009

ΧΡ. ΡΕΠΠΑΣ

One thought on “”ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ” ΚΑΙ ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ,αναλυση του ΧΡ.ΡΕΠΠΑ

  1. Pingback: Φτάνει ο «εθνικός διάλογος» για την παιδεία. Απλά ακούστε τους ενεργούς εκπαιδευτικούς » ΔΙΚΤΥΟ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *