Ο άλλος εκπαιδευτικός

Ο άλλος εκπαιδευτικός

(ψυχοδυναμική προσέγγιση)

Ο άλλος εκπαιδευτικός δρα σε απαγορευμένο έδαφος. Οι δομές, αν και διαβρώνονται, δεν καταλύονται, γεγονός που καθιστά τον αγώνα πολυμέτωπο και ιδιαίτερα σκληρό, όχι μόνο στις εξωτερικές κοινωνικές του διαστάσεις, αλλά και στις πολλαπλές εσωτερικευμένες εκφάνσεις του. Μέσα από μια συνεχή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο επίπεδο και τη διάρθρωση των δύο αυτών επιπέδων με την κοινωνική πραγματικότητα, μέσα απο τον προσδιορισμό και τον επαναπροσδιορισμό του επιτρεπτού και του απαγορευμένου, ο άλλος εκπαιδευτικός τείνει διαρκώς να διευρύνει τα όρια. Οι στρατηγικές και οι ελιγμοί που χρησιμοποιεί στοχεύουν στη διατήρηση κάποιων ισορροπιών, ενώ ο θεμελιώδης διαχωρισμός επιτρεπτού – απαγορευμένου παραμένει σταθερός σε όλες. Η διαρκώς διακοπτόμενη πορεία του, οι μαιανδρικές κινήσεις του εντός και εκτός της σχολικής αίθουσας, βάζουν σε πειρασμό τον εξωτερικό παρατηρητή να τις αποτιμήσει ως ελλιπείς, ασταθείς, επιπόλαιες. «Κάθε φορά αρχίζει κάτι διαφορετικό»… Αν όμως εξετάσουμε το θέμα στη διαχρονικότητα της διήγησης βρισκόμαστε εμπρός σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Μια εικόνα που αφήνει να διαφαίνονται οι εσωτερικές συνάφειες των πράξεων. Πράξη προς πράξη, κίνηση προς κίνηση η δεσπόζουσα τάση της τοποθέτησής του εντός της παιδευτικής διαδικασίας αποσαφηνίζεται.

Οι πιέσεις που ακολουθούν(τόσο στην εσωτερικευμένη τους διάσταση όσο και στην εξωτερική τους έκφραση), απαιτούν συρρίκνωση σε ορισμένα μέτωπα και συγκέντρωση των δυνάμεων σε ορισμένα άλλα. Επιπλέον γίνεται καταφυγή στο μηχανισμό της ανταλλαγής. Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί με διάφορους τρόπους, άλλοτε συγχρονικά και άλλοτε σε διαδοχικές φάσεις, πάντοτε όμως χαρακτηρίζεται από μια μετακίνηση ψυχικών επενδύσεων μεταξύ απαγορευμένων και επιτρεπτών χώρων (αυτή ακριβώς η δυνατότητα μετακίνησης των ψυχικών επενδύσεων, η δυνατότητα της ελεύθερης ροής τους και η αποφυγή της καθήλωσης- της ισχυρής προσκόλλησης σε κάποιο Αντικείμενο- αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της ενδεχομενικής, ανοδικής πορείας). Πάντως, ο τρόπος που βιώνονται αυτές οι πολυάριθμες αλλαγές κατεύθυνσης παραμένει κατά βάση τραυματικός. Η απογοήτευση από την αίσθηση της ανολοκλήρωτης προσπάθειας αφήνει μια πικρή γεύση που οι ευστοχίες σε άλλους «χώρους επιλογής» δεν αρκούν για να την απαλείψουν. Παραμένει θεμελιακή η αίσθηση της αποστέρησης ή και, ακόμα χειρότερα, μια δραματικά μειωμένη αυτοεκτίμηση. Γιατί, ακόμα και αν έχει συνείδηση των εσωτερικών αναστολών και των εξωτερικών εμποδίων που ανακόπτουν το εκάστοτε εγχείρημά του (μείζονος ή ελάσσονος σπουδαιότητας), συχνά αγνοεί τις σημαντικότερες διαστάσεις τους. Αγνοεί αφενός την πολιτική διάσταση του προσωπικού βιώματος και αποτιμά τα οποιαδήποτε επιτεύγματά του με βάση τα αγοραία «αντικειμενικά» κριτήρια, έτσι όπως τα έχει ορίσει η κεφαλαιοκρατική κοινωνία, ανάγοντας σε προσωπική ανεπάρκεια την όποια αστοχία. Αφετέρου, αγνοεί τη δύναμη των εσωτερικευμένων επιταγών και τους μηχανισμούς ανταλλαγής που χρησιμοποιεί για να τις παρακάμψει. Έτσι, ενώ σε ένα επίπεδο είναι σε θέση να χειριστεί και να αναλύσει με πολιτικούς όρους τα συμβάντα που συσσωρεύονται καθημερινά, σε ένα άλλο επίπεδο αδυνατεί να αξιολογήσει έγκυρα το κομμάτι της προσωπικής του ευθύνης με αποτέλεσμα το σχηματισμό ασυνείδητων αισθημάτων ενοχής.

Ο υπερθεματισμός της προσωπικής ευθύνης δεν είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς γνώσης, ούτε απλά αυστηρής αυτοκριτικής, αλλά έκφραση των μηχανισμών ελέγχου που δρουν υπόγεια, αποθαρρύνοντας τις παραβάσεις. Το δρων υποκείμενο δε συνειδητοποιεί τους μηχανισμούς της ανταλλαγής που το ίδιο ενεργοποιεί και που με θαυμαστή ακρίβεια, μέσα από τις συμπληγάδες των απαγορεύσεων, πετυχαίνουν καινούριες ισορροπίες οι οποίες επιτρέπουν κάθε φορά το σχετικό προχώρημα σε ορισμένους τομείς. Κάθε πράξη που υπερβαίνει τα όρια της κοινωνικής θέσης του ανθρώπινου φορέα της λειτουργεί προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης και είναι διεύρυνση, έστω και αν ο ίδιος ο πράττων αγνοεί την πολιτική σημασία της. Ωστόσο, η τεθλασμένη οδός που ακολουθεί του δίνει την αίσθηση της αποτυχίας, ακριβώς γιατί ο ίδιος αγνοεί τις τεράστιες εσωτερικές δυνάμεις που χρειάστηκε ν’ αναπτύξει ενάντια στις αντίξοες κοινωνικές συνθήκες.

Με το κενό συνειδητοποίησης, που αφορά την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία είναι στρατευμένος, ο άλλος εκπαιδευτικός διαιωνίζει το φαύλο κύκλο της αποθάρρυνσης και γίνεται πάλι αντικείμενο ενσωμάτωσης από τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Όμως η επιρροή της στράτευσης αποδεικνύεται καταλυτική ως προς την ενεργοποίηση των απωθημένων επιθυμιών. Υπάρχει η αίσθηση της ανυπόφορης αποστέρησης της προσωπικής πραγμάτωσης, η αίσθηση του ανικανοποίητου μαζί με τα προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις που γίνονται όλο και πιο αποπνικτικά, παρόλο που ο ίδιος δεν έχει πλήρη επίγνωση. Όμως κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο αποτιμά διαφορετικά τα συμβάντα, και ενδεχομένως, σταδιακά, να διακρίνει ως αιτία της διάχυτης δυσφορίας την αναγκαστική υποχώρηση στις θέσεις του παραδοσιακού κοινωνικού ρόλου, συχνά συγκαλυμένου από την επίφαση της προοδευτικότητας. Το κλίμα που μεταδίδει η μαρτυρία είναι βαρύ…Πράγματι, η φαινομενικά μεγαλύτερη επιτρεπτικότητα και οι «προοδευτικές αντιλήψεις» τον παγιδεύουν σε μια πραγματικότητα που τον καθησυχάζει και τον ακινητοποιεί ταυτόχρονα. Η ψευδαίσθηση της ελεύθερης επιλογής, της μη αναγκαστικής υποταγής στον κοινωνικό ρόλο, επικαλύπτει τη λανθάνουσα απαγόρευση ως προς τη δική του παρέμβαση στην όλη παιδευτική διαδικασία. Η αλλαγή, η αναθεώρηση των προτεραιοτήτων για να πραγματοποιηθεί πρέπει να κλονίσει τα θεμέλια των περιοριστικών δομών, εσωτερικών και εξωτερικών, που είχαν ισχύσει ως εκείνη την στιγμή, έστω και αν ο ίδιος δεν έχει συνείδηση των περικλείσεών τους.

Ωστόσο, βλέπουμε να υπάρχει ένα προαπαιτούμενο της στράτευσης στο άλλο: Μονάχα έχοντας πλέον επιτελέσει το «κοινωνικό του καθήκον» και με νομιμοποιημένη την επαγγελματική του θέση τολμά να διεκδικήσει τους απαγορευμένους χώρους. Η στράτευση στο άλλο, η διεκδίκηση των απαγορευμένων χώρων εμφανίζονται τότε, αρχικά, ως πρόσκαιρα-φευγαλέα συμβάντα που αιφνιδιάζουν το έμψυχο περιβάλλον(συναδέλφους και μαθητές). Οι αντιδράσεις κινούνται μεταξύ αποδοχής και απόρριψης, υπομειδιάματος και ανοιχτής λοιδορίας, επιδοκιμασίας και προπηλακισμού. Όμως, εν τέλει, γι’αυτούς αυτός ο άλλος, αυτό το άλλο είναι η φωνή που «φαλτσάρει», είναι ο λόγος που είναι «εκτός θέματος», είναι το σώμα που συσπάται και εκρήγνυται απειλητικά… είναι σήματα που κρίνονται ως «θόρυβος» της επικοινωνίας, ως αθέμιτη διαταραχή της ευρυθμίας. Παρόλα αυτά, το μεταφυσικό δέος της Παράβασης υποχωρεί, και για τις δύο πλευρές, στο βαθμό που η εξεγερσιακή πρακτική ιστορικοποιεί και άρα συγκεκριμενοποιεί την εκάστοτε απειλή… Στο σημείο διάρθρωσης μεταξύ της Παράβασης και της Αμφισβήτησής της εμφανίζεται ο φόβος αλλά και η πρόκληση της υπέρβασής του. Οι, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα, εξεγερμένοι προχωρούν στο βαθμό που φοβούνται.

Εν κατακλείδι, οι αντίπαλοι χώροι Επιτρεπτού και Απαγορευμένου επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά υπόγεια και αντισταθμιστικά. Ανάμεσα στο Επιτρεπτό και στο Απαγορευμένο αποκαλύπτεται μια στρατηγική ανταλλαγών: υπερβολικό προχώρημα στο απαγορευμένο έδαφος αναγκάζει το εξεγερμένο υποκείμενο σε κάποιες αντισταθμιστικές κινήσεις, προκειμένου να διατηρηθεί η ψυχική του ισορροπία. Υποχωρήσεις φαινομενικά ανεξήγητες δεν αποτελούν παρά ελιγμούς, που θέλουν να κατευνάσουν τους φόβους που γέννησαν οι Υπερβάσεις.

Χαρης  Νικας

Συμμετοχή στην πορεία της 15/11 ενάντια στην τρόϊκα

[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=PP0DkDdKyWE&feature=player_embedded[/youtube]

«Οι αναπληρωτές μέσω ΕΣΠΑ είναι εργαζόμενοι χωρίς μισθό …! Εξω το ΕΣΠΑ από την εκπαίδευση. Η παιδεία δεν είναι εργολαβία……. Πρωτοβουλία γιά την αυτοοργάνωση στην εκπαίδευση»

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις – Εργατική υποκειμενικότητα

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις

– Εργατική υποκειμενικότητα

Επί τρεις δεκαετίες(1950-1980) στο δυτικό κόσμο η πειθάρχηση των εργαζομένων και η κερδοφορία του κεφαλαίου εξασφαλίζονταν μέσω των μεγάλων κρατικών επενδύσεων, της σταθερής εργασίας σε 8ωρη βάση, της κρατικής παρέμβασης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης(κράτος πρόνοιας-επιδόματα ανεργίας), της
ταξικής «συνεννόησης» μεταξύ εργοδοτών-κράτους- συνδικάτων, της ποινικοποίησης κάθε ανατρεπτικής συμπεριφοράς… Αυτό που ονομάσθηκε το πειθαρχικό μοντέλο του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού.

Aπό το τέλος του ‘70 και ύστερα από την κρίση του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού γίνονται προσπάθειες για την συγκρότηση νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, που θα έχουν την δυνατότητα να δώσουν νέα ώθηση στην καπιταλιστική κερδοφορία, αυτή την φορά σε παγκόσμια κλίμακα μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και παγκοσμιοποιώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ύστερα και από την κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» κρατών
και την απαξίωση των «αριστερών ιδεών». Το νέο πρότυπο της καπιταλιστικής οργάνωσης στηρίζεται στην κατάργηση των παροχών του κράτους πρόνοιας, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών, την αναδιάρθρωση των
παραγωγικών σχέσεων καταργώντας το κοινωνικό συμβόλαιο του κεϋσιανισμού- τεϊλορισμού-φορντισμού και γενικεύοντας την εργασιακή ανασφάλεια.

Η προσωρινότητα, η περιπλάνηση, η «κινητικότητα» των εργαζομένων γίνονται
τα όπλα για μια νέου τύπου πειθάρχησής τους. Η ευελιξία γίνεται η λέξη κλειδί τόσο στα νέα παραγωγικά μοντέλα, όσο και στο τρόπο ζωής των εργαζόμενων. Την

θέση του «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ο ευπροσάρμοστος εργάτης του μεταφοντισμού και του διεθνοποιημένου νεοτεϊλορισμού ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες (και να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για αυτό), να κινείται ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας, για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας(τογιοτισμός)*, εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της. Κάτω από τη διαρκή ανασφάλεια για το εάν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλευρα καθήκοντά του, καθώς η ανεργία καραδοκεί.

*…ή, αλλιώς, τεχνική της “λιτής παραγωγής”. Πρωτοεμφανίστηκε στα εργοστάσια της Τογιότα όταν εγκαταλείφθηκε το γραφειοκρατικό – ιεραρχικό μοντέλο παραγωγής και διοίκησης μιας εταιρίας.Η εταιρία συγκέντρωσε ομάδες εργαζομένων με πολλαπλές ειδικότητες σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και παραγωγής για να δουλέψουν δίπλα στις μηχανές. Αυτές οι ομάδες έδιναν επιτόπου λύσεις στα προβλήματα. Οι ομάδες σχεδιάζουν και υλοποιούν από κοινού, με αποτέλεσμα η λήψη των αποφάσεων από τα ανώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία να «αποκεντρώνεται» προς τη βάση της παραγωγής.

Ο εργαζόμενος αποδιοργανώνεται από τις «ανάγκες της επιχείρησης» και «αποικίζεται» από το εμπόρευμα που καταπίνει τα πάντα(χώρο, χρόνο, συμπεριφορές, αισθήματα , διαπροσωπικές σχέσεις) διευρύνοντας τα πλαίσια της πολύμορφης αλλοτρίωσης που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό. Η νέα μορφή έλεγχου των προλεταριακών «παθών» κινείται αντιφατικά περνώντας,αφενός, μέσα από την εξατομίκευση, που τα κάνει ξένα με τα συλλογικά οράματα και, αφεταίρου, από την υπερμαζικοποιήση που τα κάνει εμπορεύματα έτοιμα προς βρώση και τέρψη.

Σε αυτό το ζοφερό τοπίο για τις εργατικές ανάγκες, τα συνδικάτα που παζάρευαν την εργατική δύναμη, αποτελώντας ένα πυλώνα του κοινωνικού συμβολαίου, χάνουν την πάλαι ποτέ αίγλη τους. Στο ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, στο δημόσιο παίζουν ακόμη ένα ρόλο, ιδιαίτερα στα τμήματα των μόνιμων εργαζόμενων, που όμως σταδιακά μειώνονται, αφήνοντας ακάλυπτους τους εποχιακούς και τους συμβασιούχους οι οποίοι τείνουν να γίνουν η πλειονότητα.
Συχνό είναι το φαινόμενο σε μια επιχείρηση, οι εργαζόμενοι να έχουν τόσες διαφορετικές σχέσεις εργασίας, αμοιβές, τυπικούς εργοδότες, που είναι δύσκολο
να ανακαλύψουν μια κοινότητα συμφερόντων, να συγκεκριμενοποιήσουν τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσουν τον αντίπαλο και τους τρόπους αντίστασης και αγώνα.
Ταυτόχρονα η εκμετάλλευση των ξένων εργατών σε ένα καθεστώς συνεχούς ανασφάλειας , κυνηγητών με την απειλή της απέλασης, χρησιμεύουνστην διάσπαση της ήδη κατακερματισμένης εργατικής τάξης.

Μια ερμηνεία…

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής(κ.τ.π.) στην προσπάθειά του να υπερβεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους(που είναι η αιτία κάθε καπιταλιστικής κρίσης) μεγιστοποιεί τις, μεταξύ τους αλληλένδετες, αντιφάσεις του.

1.Την ίδια στιγμή που τοποθετεί (παρότι η οικονομική του επιστήμη υστερικά αρνείται) τον χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου, η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί δυνατότητες για δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, απαξιώνοντας το χρόνο εργασίας (μέσω της απόκρυψής του από την ανθρώπινη αντιληπτικότητα)* ως μέσο-κριτήριο μέτρησης του πλούτου.

*Πρόκειται για διπλή απόκρυψη:α) Αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως έναν από τους τρεις, σχεδόν αδιάφορους, παραγωγικούς συντελεστές(εργασία-φύση-κεφάλαιο) οι οποίοι εμφανίζονται ως διά μαγείας στο ιστορικό προσκήνιο, κλείνοντας τα μάτια εμπρός στον κοινωνικό επικαθορισμό τους. β) Ομοίως, μυστικοποιεί την παραγωγή αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, λες και απουσιάζει από το όλο προτσές η εργατική δύναμη! Μπορούμε, βάσιμα, να υποστηρίξουμε ότι για τον κ.τ.π. αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ, ο συστηματικός παραγκωνισμός της εργατικής δύναμης από το οπτικό του πεδίο…

2. Έχει την τάση να μειώνει τη ζωντανή εργασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι μπορεί να αυξάνει την εκμετάλλευσή της. Όσο και να βαθαίνει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης{αλλιώς διατυπωμένο: όσο και να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας-απλήρωτης εργασίας (S) που ιδιοποιείται, βλέπε S/V}  υπάρχουν κάποια όρια, φυσικά και ιστορικά καθορισμένα, που είναι αδύνατο να τα υπερβεί.  Στο βαθμό που η οργανική σύνθεση κεφαλαίου(σταθερό προς μεταβλητό κεφάλαιο, C/V) όσο αυξάνεται ενσωματώνει νεκρή εργασία που δεν δημιουργεί παραπάνω υπεραξία, το μέσο ποσοστό κέρδους  πέφτει αντίστοιχα.

{βλέπε και την εξίσωση: R=­ S/(C+V)}

όπου  R είναι το ποσοστό κέρδους και S η υπεραξία ή απλήρωτη εργασία.

3. Από την μια μεριά δημιουργεί κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις(μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) και από την άλλη μεριά τις καταστρέφει όταν  το ποσοστό κέρδους τού συνολικού ή ατομικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι εκτός συγκεκριμένων, και αναγκαίων για την αναπαραγωγή του, ορίων. Τότε η απαξίωση κεφαλαίων, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι «λογική», «φυσική», εξυγιαντική, αναγκαία .

4.Ενώ επιδιώκει την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στον παραγόμενο πλούτο, γεγονός που μειώνει την αγοραστική τους δύναμη, ταυτόχρονα επιζητεί την αύξηση της ζήτησης-κατανάλωσης αυτού του πλούτου-προϊόντων-εμορευμάτων.

Η εργατική υποκειμενικότητα σταδιακά και αντιφατικά
ιχνηλατεί τρόπους και τόπους  οργάνωσης της αντίστασής
της. Οι ευέλικτα απασχολούμενοι δεν αγωνίζονται να
επιστρέψουν στην 8ωρη βάρδια του φορντικού καπιταλισμού
αλλά να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο που
παράγουν.Σε αυτούς η ευελιξία και η μερική απασχόληση δεν εχει
πάντα αρνητική χροιά αφού
τους επιτρέπει να
καθορίζουν, ως ένα βαθμό, το χρόνο εργασίας τους σε
σύγκριση με τα πειθαρχημένα ωράρια του φορντικού
εργοστασίου.

Χαρης  Νικας

εγγλεζικος μυθος

“Κάποτε ένα γαϊδούρι έπεσε σε ενα άδειο πηγαδι.  Ο ιδιοκτήτης του γαιδάρου το κοίταγε και σκεφτοταν πώς να το βγαλει. οταν ειδε οτι δε θα τα καταφερνε, αποφάσισε να θάψει το γαϊδουράκι του ζωντανο!   Έτσι, ο αγρότης καλεί τους γείτονές του να ριξουν  χώμα με φτυάρια.

Στην αρχή ο γάιδαρος φοβήθηκε και πανικοβλήθηκε. Μετά απο κάποια στιγμή συνειδητοποιησε ότι αν κουνάει  την πλάτη του το χώμα πεφτει, το έδαφος γινεται υψηλότερο. Συνέχισε να ανακινεί το χωμα και σιγα σιγα το πηγάδι γεμισε.           αφηνουμε στη φαντασία σας το τι εκανε ο γάιδαρος στο γεωργό και τους γείτονές του, όταν βγήκε από το πηγάδι…”

Φορντισμός, μεταφορντισμός και συνδικάτα

Φορντισμός, μεταφορντισμός και συνδικάτα

1.  Φορντισμός

Ο σύγχρονος συνδικαλισμός πρωτοεμφανίζεται τον 19ο αιώνα όταν επικρατεί στη Δύση η Βιομηχανική Επανάσταση και εμπεδώνεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας μόνο όταν ο κύριος όγκος της παραγωγικής εργασίας γίνεται από μισθωτούς εργάτες.Τα συνδικάτα τότε εμφανίζονται ως φορείς που εκπροσωπούν την εργατική τάξη και τη βοηθούν να αρθρώσει αποτελεσματικά διάφορα αιτήματά της, αιτήματα που εκείνη την εποχή, κατά βάση, ήταν η μείωση των ωρών εργασίας και η αύξηση των μισθών. Ως  φορείς που προασπίζονται τα εργατικά συμφέροντα (έστω με αμυντικό τρόπο) έχουν πρόβλημα νομιμοποίησης (θεσμικής και δικαιικής υφής) αφού (την περίοδο του λεγόμενου ανταγωνιστικού καπιταλισμού) αντιμετωπίζονται με τρομερή καχυποψία τόσο από τους μηχανισμούς και το πολιτικό προσωπικό του αστικού κράτους όσο και τους επιχειρηματίες. Ο φόβος αυτός ήταν δικαιολογημένος αφού ο σύγχρονος συνδικαλισμός είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις προκαπιταλιστικές συντεχνίες. Η διαφορά έγκειται στο ότι τα συνδικάτα εντάσσουν στους κόλπους τους μόνο εργαζομένους, ενώ οι προκαπιταλιστικές συντεχνίες όλα τα μέλη που δραστηριοποιούνται σε έναν παραγωγικό κλάδο – ασχέτως αν είναι εργοδότες ή εργαζόμενοι. Εκτός τούτου, τα συνδικάτα, ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, εμφανίζονται να παίζουν ρόλο και να επηρεάζουν το κομματικό σύστημα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα, τα συνδικάτα εμφανίζονται να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία σοσιαλιστικών κομμάτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρόλο των γερμανικών συνδικάτων στην ίδρυση του SPD (πρόγραμμα Γκότα) και κυρίως το ρόλο των αγγλικών συνδικάτων στην ίδρυση του Labour Party. Παρότι πολλές φορές αναφέρθηκαν σε κοινοτιστικές αξίες για να κινητοποιήσουν πληθυσμούς, είναι σαφώς «παιδιά της νεωτερικότητας», νεωτερικοί θεσμοί, που από την αρχή συνδέθηκαν με τις κοινωνικές συγκρούσεις τις οποίες δημιούργησε ο καπιταλισμός (εμφανιζόμενα μάλιστα ως εκπρόσωποι της μιας πλευράς).

Ωστόσο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές κοινωνίες εισάγονται σε ένα νέο στάδιο εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή τον λεγόμενο οργανωμένο καπιταλισμό ή φορντισμό. Σε αυτή τη νέα ιστορική φάση (αντίθετα από το παρελθόν) η δράση των συνδικάτων νομιμοποιείται. Μάλιστα, δεν είναι μόνο ότι η δράση των συνδικάτων νομιμοποιείται, αλλά ότι αναγνωρίζονται απ’ όλο το πολιτικό σύστημα (κράτος, κυβέρνηση, κόμματα – ακόμα και τα δεξιά ) ως οι κατεξοχήν θεσμοί της κοινωνίας που αντιπροσωπεύουν την εργατική τάξη στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες , υπό την «ουδέτερη»  διαιτησία του κράτους.Οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονταν σε κεντρικό, εθνικό επίπεδο  και κατέληγαν στην υπογραφή εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν αποτέλεσμα θεσμοποιημένων συλλογικών διαπραγματεύσεων, ουσιαστικά ενείχαν θέση νόμου και κανείς δεν μπορούσε να παραβιάσει τους όρους τους, που διακανόνιζαν μια σειρά ζητήματα. Η μη παραβίαση των όρων τους εξασφαλιζόταν πρακτικά από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις, ασκώντας κεϋνσιανή δημοσιονομική πολιτική, ρύθμιζαν τις ουσιαστικά «κλειστές»  εθνικές τους οικονομίες.  Αλλά και οι επιχειρηματίες δεν είχαν λόγο να μην δεχτούν τις διευθετήσεις των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αφού εξασφάλιζαν την αποδοχή του καπιταλισμού από τους εργαζομένους. Εκείνη την εποχή κάνουν την εμφάνισή τους και οι λεγόμενες κλαδικές συμβάσεις εργασίας  οι οποίες πραγματοποιούνταν, ως επί το πλείστον, υπό τη διαιτησία του κράτους.

Ταυτόχρονα, την περίοδο του φορντισμού, συνέβη και μια άλλη αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης των συνδικάτων. Πλέον, ο χώρος των συνδικάτων εμφανίζεται να συγκροτείται, κατά βάση, από έναν περιορισμένο αριθμό μοναδικών, υποχρεωτικών, μη ανταγωνιστικών, λειτουργικά οροθετημένων και ιεραρχημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων που διαθέτουν κρατική άδεια. Το προαναφερθέντα μαζί με την ύπαρξη της λεγόμενης τριμερούς συλλογικής διαπραγμάτευσης (η οποία είναι θεσμοθετημένη) αποτελούν στοιχεία κορπορατισμού. Βέβαια, δεν έχουμε σε όλες τις χώρες κορπορατισμό, παρ’ όλ’ αυτά ο κοινωνικός κορπορατισμός αποτελεί, τρόπον τινά, τον «ιδεότυπο» του τι συνέβαινε τη συγκεκριμένη περίοδο. Πολιτικά πάντως τη συγκεκριμένη περίοδο τα συνδικάτα (που σχεδόν πάντα όλα μαζί απαρτίζουν μια εθνική συνομοσπονδία, λ.χ. DGB, TUC) έχουν στενές σχέσεις με τα εργατικά ή τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της χώρας, στα οποία μάλιστα παίζουν σημαντικό ρόλο αφού διαθέτουν μεγάλη εσωκομματική δύναμη (ακόμη και καταστατικά κατοχυρωμένη(!), π.χ. Labour Party). Βέβαια, όπως τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής έτσι και τα συνδικάτα  έχουν σε μεγάλο βαθμό απο-ριζοσπαστικοποιηθεί ιδεολογικά. πλέον δεν ζητούν την ανατροπή του καπιταλισμού.

Ωστόσο, όλα τα προηγούμενα βασίζονταν σε έναν συγκεκριμένο τύπο οργάνωσης της επιχείρησης και της οικονομίας, σε μια συγκεκριμένη δομή του εργατικού δυναμικού και σε ένα συγκεκριμένο είδος εργασιακών σχέσεων. Στο φορντισμό έχουμε συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής, η οποία πραγματοποιείται σε μεγάλα εργοστάσια. Σε αυτά τα μεγάλα εργοστάσια παράγονταν, σε μεγάλες ποσότητες, τυποποιημένα προϊόντα τα οποία τα κατασκεύαζαν ημιειδικευμένοι, χειρώνακτες εργάτες και τα σχεδίαζαν ειδικευμένοι τεχνίτες, οι οποίοι μαζί με τους διευθυντές της επιχείρησης αποτελούσαν την ελίτ, τρόπον τινά, της επιχείρησης. Με άλλα λόγια, υπήρχε, στην εποχή της λεγόμενης «μαζικής παραγωγής», ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, οι χειρώνακτες εργάτες ουδόλως θεωρούσαν ότι η εταιρεία που δούλευαν είναι η «εταιρεία μας».

Τις εργασιακές σχέσεις την εποχή του φορντισμού θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ανελαστικές. Οι εργασιακές σχέσεις την περίοδο του οργανωμένου καπιταλισμού ήταν ανελαστικές με την έννοια ότι η απόλυση του εργατικού δυναμικού ήταν κάτι πολύ δαπανηρό και δύσκολο για τον επιχειρηματία, αφού το κόστος ήταν μεγάλο επειδή η επιχείρηση έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση στους απολυμένους. Εκτός αυτού, ανελαστικές εργασιακές σχέσεις σήμαινε ότι ο εργάτης διέθετε σταθερό ωράριο (οκτάωρο), ότι από την πρώτη στιγμή που προσλαμβανόταν θα έπαιρνε τον οριζόμενο από τη συλλογική σύμβαση εργασίας μίνιμουμ μισθό και θα απολάμβανε και κοινωνική ασφάλιση.

Εντούτοις, αν και τα συνδικάτα την εποχή αυτή διαθέτουν μεγάλη οργανωτική πυκνότητα, οι εργάτες δεν συμμετέχουν το ίδιο ενεργά με το παρελθόν σε αυτά, επειδή έχουν μετατραπεί σε μεγάλες γραφειοκρατίες, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το ρόλο των απλών μελών και τη δύναμη των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι τα συνδικάτα, εκείνη την περίοδο, διέθεταν μεγάλη δύναμη αφού ήταν οι αναγνωρισμένοι, από το κράτος, εκπρόσωποι του ενός «κοινωνικού εταίρου» και κατά συνέπεια συμμετείχαν –ως ένα από τα μέρη της τριμερούς διαπραγμάτευσης– στη διαμόρφωση των όρων της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, και άρα στη διαμόρφωση της κοινωνικής και της οικονομικής, εν πολλοίς, πολιτικής.  Εξάλλου, ενισχυτικό της δύναμης των συνδικάτων είναι η μεγάλη οργανωτική τους πυκνότητα, αλλά και η μεγάλη εσωκομματική δύναμη που διέθεταν στα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής – με επακόλουθο τα συνδικάτα να έχουν σοβαρό λόγο στη διαμόρφωση της πολιτικής τους. Από την άλλη, όμως, ο κοινωνικός κορπορατισμός (και όπου δεν υπήρχε κορπορατισμός, ο εν γένει τύπος δράσης των συνδικάτων και η σχέση τους με το πολιτικό σύστημα) αποτελούσε μια στρατηγική αναπαραγωγής του καπιταλισμού.  Με άλλα λόγια, όλος ο ρομαντισμός της Αριστεράς καθώς και όλοι οι αφορισμοί των νεοφιλελευθέρων αγνοούν ότι η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος ήταν η «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού.

2.Μεταφορντισμός

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 θεωρείται ορόσημο που σηματοδοτεί τον ερχομό πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στις χώρες τις Δύσης. Ωστόσο, το φαινόμενο εκείνο που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του πολιτικού κλίματος γενικά, αλλά και σε σχέση με τα συνδικάτα ειδικά, ήταν η δημοσιονομική κρίση του κράτους. Έτσι, τη δεκαετία του ’70 εμφανίζεται το κράτος –το οποίο έπαιζε μεγάλο ρόλο στην οικονομία– να έχει τεράστια χρέη, αφού τα έξοδά του (σε αντίθεση με τα έσοδα) είναι πολύ μεγάλα. Ταυτόχρονα, κάνει την εμφάνιση του, την ίδια δεκαετία, το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή συνυπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ανεργίας με υψηλό πληθωρισμό.

Υπεύθυνο για όλα θεωρήθηκε από τους φιλελευθέρους το υπερβολικά παρεμβατικό στην οικονομία, διογκωμένο και «υπερφορτωμένο» κράτος. Υποστήριξαν ότι πρέπει να ακολουθηθεί μια πολιτική μείωσης του δημόσιου τομέα (ιδιωτικοποιήσεις) και «αποδόμησης» του κράτους πρόνοιας. Επίσης πρότειναν την απορρύθμιση των αγορών αλλά και της αγοράς εργασίας. Ενώ αρχικά η νεοφιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων είχε απήχηση μόνο σε ακαδημαϊκούς κύκλους, στη συνέχεια έγινε αποδεκτή από το κομματικό σύστημα και τις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών. Αυτό είχε μεγάλες συνέπειες για τα συνδικάτα: τα κόμματα και οι κυβερνήσεις, έχοντας αποδεχτεί τη νεοφιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων, δεν αντιμετωπίζουν, πλέον, τα συνδικάτα ως εκπροσώπους του ενός κοινωνικού εταίρου, τους οποίους πρέπει να σέβονται και με τους οποίους να συνομιλούν αλλά ως συντεχνίες που εμποδίζουν την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων εκείνων που είναι αναγκαίες για την έξοδο από την οικονομική κρίση. Πρέπει να επισημανθεί ότι η αποδοχή της νεοφιλελεύθερης και αντισυνδικαλιστικής ρητορικής και πρακτικής δεν υιοθετήθηκε απ’ όλα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις με τον ίδιο ρυθμό, ούτε εκφράστηκε με την ίδια οξύτητα. Για παράδειγμα τα σοσιαλιστικά κόμματα (αν και όχι πάντοτε…) δεν υιοθέτησαν άμεσα τον όρο «συντεχνίες». Ωστόσο, η τάση που επισημάναμε είναι γενική, τα σοσιαλιστικά κόμματα, έχοντας επηρεαστεί από το νεοφιλελεύθερο ηγεμονικό πολιτικό λόγο, επιδιώκουν να απομακρυνθούν από την (παραδοσιακά μεγάλη) επιρροή των εργατικών συνδικάτων, δηλαδή θέλουν να μειώσουν το ρόλο που παίζουν τα συνδικάτα στο εσωτερικό τους, για να εμφανιστούν ως αξιόπιστοι διαχειριστές της καπιταλιστικής οικονομίας και εγγυητές της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.  Εξάλλου, και ως κυβέρνηση ακολουθούν μια, νεοφιλελεύθερη στον πυρήνα της, πολιτική που αν δεν συγκρούεται άμεσα, πάντως έμμεσα υπονομεύει τη δύναμη των συνδικάτων. Χαρακτηριστική είναι η πολιτική των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στη Γαλλία (μετά το ’83) και στην Ισπανία τη δεκαετία του ’80.

Ο ιδεότυπος των εξελίξεων είναι η Αγγλία. Αρχικά, με την εκλογή στην ηγεσία του συντηρητικού κόμματος της Θάτσερ (το 1976) επιβάλλεται η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία στο εσωτερικό των Tories, νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που θα μετατραπεί σε κυβερνητική πολιτική το 1979 (με τη νίκη της Θάτσερ). Έτσι, η αγγλική κυβέρνηση θα ακολουθήσει, στο πλαίσιο της συνολικής της πολιτικής, μια σκληρή γραμμή σύγκρουσης με τα συνδικάτα, τα οποία θα επιχειρήσει να αποδυναμώσει ακόμη και με νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως τα περιβόητα μέτρα «εκδημοκρατισμού» των συνδικάτων. Παράλληλα, το Εργατικό Κόμμα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 προσπαθεί (μετά από έντονες εσωκομματικές συγκρούσεις) να απαλλαγεί από την παραδοσιακά και καταστατικά κατοχυρωμένη, ισχυρή επιρροή των (μη δημοφιλών) συνδικάτων. Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την επικράτηση του Τόνι Μπλαιρ. Εξάλλου, την ίδια περίοδο γενικά τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη προσπαθούν να απαλλαγούν από την (μεγάλη παραδοσιακά) επιρροή των συνδικάτων για να ασκήσουν (ή αν είναι αντιπολίτευση να πείσουν ότι θα ασκήσουν) μια οικονομική πολιτική που δεν θα οδηγήσει σε οικονομική κρίση και σε μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι αποτελεί πλέον δομικό χαρακτηριστικό της μεταφορντικής περιόδου η αισθητή αποδυνάμωση του ρόλου και της σημασίας των δυτικοευρωπαϊκών συνδικάτων τόσο στη διαμόρφωση και υλοποίηση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής των δυτικοευρωπαϊκών κρατών όσο και στη διαμόρφωση της πολιτικής των δυτικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, η πολιτική Θάτσερ και η αλλαγή του ρόλου των συνδικάτων στο Εργατικό Κόμμα προκάλεσε αντιδράσεις και συγκρούσεις, έτσι και γενικά η αλλαγή της αντιμετώπισης των συνδικάτων από τις κυβερνήσεις και τα κομματικά συστήματα δεν ήταν μια ευθύγραμμη εξέλιξη, αλλά προωθήθηκε μέσα από αντιφάσεις.

3. Συνδικάτα και “αποδιοργανωμένος” καπιταλισμός

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οι αναπτυγμένοι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί έχουν μετασχηματιστεί ριζικά σε όλα τα επίπεδα. μετά τη δεκαετία του ’70 οι δυτικές κοινωνίες έπαψαν να είναι φορντιστικές και μετατράπηκαν σε μεταφορντικές (ή κοινωνίες του “αποδιοργανωμένου” καπιταλισμού) και το γεγονός αυτό καθιστά αδύνατο να κατανοηθεί η αλλαγή του ρόλου των συνδικάτων χωρίς αναφορά στο συνολικό πλαίσιο αλλαγών που επιφέρει η μετάβαση από το φορντισμό στο μεταφορντισμό.

Το τέλος της πλήρους απασχόλησης είναι μία από τις αλλαγές που συντελούνται κατά τη μεταφορντική περίοδο και επηρεάζουν τα συνδικάτα. Για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα των αλλαγών που συντελούνται στο μεταφορντισμό (και τις συνέπειες στα συνδικάτα) πρέπει να δούμε  τις αλλαγές που συντελούνται στις εργασιακές σχέσεις, την αγορά εργασίας και τον τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης.

Ως απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας και στο τέλος της πλήρους απασχόλησης της μεταφορντικής περιόδου προτάθηκαν και εφαρμόσθηκαν –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης– πολιτικές που στόχο είχαν την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την ευελιξία στην αγορά εργασίας.  Αυτό σημαίνει μια σειρά αλλαγών, όπως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, ελαστικά ωράρια. Οι μεταβολές αυτές συχνά αποτυπώνονται και στη νομοθεσία. Το επιχείρημα υπέρ των αλλαγών αυτών ήταν πως αν ελαστικοποιηθούν οι εργασιακές σχέσεις και υπάρξει ευελιξία στην αγορά εργασίας, οι επιχειρήσεις (αφού δεν θα έχουν υποχρεώσεις όταν προσλαμβάνουν) θα προσλάβουν περισσότερο κόσμο – και άρα θα μειωθεί η ανεργία.  Βέβαια, η πραγματικότητα είναι ότι «ελαστικές εργασιακές σχέσεις» σημαίνει μετατροπή των όρων πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης υπέρ του κεφαλαίου.

Όμως, η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων σε συνδυασμό με την αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης των επιχειρήσεων (just in time production, λιτή παραγωγή) έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της δομής του εργατικού δυναμικού, κάτι που πλήττει πολλαπλά τα συνδικάτα. Τώρα πλέον δεν βρισκόμαστε στην εποχή του φορντισμού, όταν συγκεντρωμένοι σε μεγάλα εργοστάσια ημιειδικευμένοι χειρώνακτες εργάτες (που παίρνουν εντολές από ένα κεντρικό management, το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο μιας αυστηρά ιεραρχημένης γραφειοκρατίας) κατασκευάζουν σε μαζικές ποσότητες τυποποιημένα προϊόντα που προορίζονται για μαζική κατανάλωση, αλλά στην περίοδο του μεταφορντισμού, όταν υπάρχουν από τη μια οι εργαζόμενοι του πυρήνα, οι οποίοι κατέχουν μια ποικιλία ικανοτήτων που τις χρησιμοποιούν με ευέλικτους τρόπους (και οι σχέσεις τους με το management στοχεύει στη δημιουργική συνεργασία – γενικά νιώθουν ότι η εταιρεία που δουλεύουν είναι εταιρεία «τους»), και από την άλλη οι εργαζόμενοι της περιφέρειας, δηλαδή ανειδίκευτοι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που μπορούν να εργαστούν μόνο σε χαμηλόμισθες εργασίες – συχνά σε «προσωπικές» εργασίες, που θυμίζουν την προ του φορντισμού περίοδο.  Εξάλλου, στη μεταφορντική περίοδο παράγονται «ευέλικτα» προϊόντα που προορίζονται να πωληθούν σε τμηματικές, κατακερματισμένες αγορές. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι μιλάμε απλώς για δυναμικές τάσεις που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, εξάλλου υπάρχουν και υβριδικές καταστάσεις,(π.χ. ο Harvey υποστηρίζει ότι εκτός των δύο ειδών εργαζομένων που προαναφέραμε υπάρχουν και οι εργαζόμενοι του «πρώτου περιφερειακού γκρουπ»). Το γεγονός πάντως είναι ότι τα συνδικάτα έχουν χάσει μεγάλο μέρος από το κατεξοχήν κοινό στο οποίο απευθύνονταν, ενώ συγχρόνως δεν μπορούν να έχουν απήχηση στους εργαζομένους του πυρήνα. Ούτε όμως μπορούν να οργανώσουν ένα κατακερματισμένο και (κυρίως) εξαιρετικά αδύναμο (που, π.χ., μπορεί να απολυθεί οποιαδήποτε στιγμή) εργατικό δυναμικό.Σε καμιά περίπτωση δεν έχει πάψει να υπάρχει η εργατική τάξη.Και σήμερα κυρίαρχη μορφή εργασίας είναι η μισθωτή εργασία, μόνο που είναι κατακερματισμένη και η εκμετάλλευσή της από την αστική τάξη έχει γίνει μεγαλύτερη (σε σημείο που σε τομείς της οικονομίας να έχουμε επιστροφή στην απόλυτη υπεραξία ως την κυρίαρχη διαδικασία αναδιανομής!).

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, λόγω  της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης του διεθνούς νομισματικού και οικονομικού συστήματος, αλλά και των διακρατικων συμφωνιών (λ.χ. Μάαστριχ), έχει συντελεστεί ένα (μεγαλύτερο από το παρελθόν) άνοιγμα των οικονομικών συνόρων, με την έννοια ότι σήμερα σε αντίθεση με το παρελθόν είναι πολύ πιο εύκολο για το κεφάλαιο να κινείται στον διεθνή χώρο. Επομένως, αυτό που συντελείται σήμερα, και αποτελεί ριζική διαφορά με το φορντικό παρελθόν, είναι η δραστική μείωση της κεντρικής κρατικής ρύθμισης προστατευόμενων εθνικών οικονομιών και αγορών. Με άλλα λόγια, στο μεταφορντισμό οι εθνικές οικονομίες δεν είναι ιδιαίτερα προστατευμένες και  δεν ρυθμίζονται, διαμέσου κεϋνσιανών πολιτικών, από ένα κυβερνητικό/κρατικό management.

Τα παραπάνω  σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν ευκολότερα να απομακρύνουν τα κεφάλαια που έχουν επενδύσει σε μια χώρα και να τα μετακινήσουν σε μια άλλη, επίσης σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν πλέον (σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο παρελθόν) τη δυνατότητα να επενδύουν όπου τους προσφέρονται οι καλύτερες, για τις ίδιες, συνθήκες: υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, καλύτερες υποδομές, περισσότερο αναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποδοτικότερες κρατικές υπηρεσίες, εργατικό δυναμικό υψηλής εκπαίδευσης και ειδίκευσης από τη μια και από την άλλη χαμηλό εργατικό κόστος, χαμηλή φορολογία, ελαστική νομοθεσία για περιβαλλοντικά ζητήματα  κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, η κάθε επιχείρηση εντάσσεται σε έναν αδυσώπητο διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς να ελπίζει σε ισχυρή κρατική προστασία. Άρα η ανάπτυξη και η επιβίωσή της εξαρτάται (ή εμφανίζεται να εξαρτάται) από το αν είναι ανταγωνιστική, δηλαδή από το αν κατορθώσει να κρατήσει σε χαμηλό επίπεδο το κόστος παραγωγής.

Από τη στιγμή που λαμβάνουν χώρα τα προαναφερθέντα, μειώνεται το εύρος της διαπραγματευτικής ικανότητας των συνδικάτων. Πράγματι, τα συνδικάτα δεν μπορούν να προσέρχονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις(που γίνονται στο μεταφορντισμό όλο και περισσότερο στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης και όχι στο εθνικό ή κλαδικό επίπεδο) με «μαξιμαλιστικές» θέσεις, δηλαδή, με θέσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη της επιχείρησης να είναι ανταγωνιστική.  Ο λόγος είναι ότι, σε μια εποχή που το κεφάλαιο μπορεί εύκολα να μετακινηθεί και ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος, διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι μια επιθετική στρατηγική διεκδικήσεων από τα συνδικάτα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την απασχόληση του εργατικού δυναμικού, του οποίου τα συμφέροντα εκπροσωπούν. Το εργατικό δυναμικό σήμερα εμφανίζεται να εξαρτάται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν από την τύχη της επιχείρησης  (και τις προϋποθέσεις κερδοφορίας της, από τις οποίες εξαρτώνται και οι αποφάσεις της για το πού θα επενδύσει τα κεφάλαιά της), αφού αν μείνει άνεργο δεν θα μπορεί, σε μια εποχή ανεργίας και πάντως όχι πλήρους απασχόλησης, να βρει εύκολα εργασία (ή θα βρει με χειρότερους όρους).

Ένα άλλο γεγονός το οποίο πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι οι οργανωτικές δομές των συνδικάτων είναι, στη σημερινή εποχή της “αποκέντρωσης” των συλλογικών διαπραγματεύσεων, «παρωχημένες», με την έννοια ότι είναι κατάλληλες για διαπραγματεύσεις με εθνικές κυβερνήσεις και εθνικές ενώσεις εργοδοτών (για ρύθμιση εθνικών πολιτικών και εθνικών αγορών εργασίας) και όχι για διαπραγματεύσεις με ατομικές επιχειρήσεις.  Αυτό, όμως, έχει ως συνέπεια τα συνδικάτα να είναι πολύ λίγο αποτελεσματικά στις διαπραγματεύσεις «ευέλικτου τύπου», στις οποίες παίρνονται αποφάσεις για κάποια καίρια ζητήματα, όπως οι μισθοί, οι όροι πρόσληψης και απόλυσης εργατικού δυναμικού κ.ά.  (αποφάσεις που παίρνονταν στο φορντισμό μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε εθνικό επίπεδο). Άλλωστε, εξαιτίας (και) των προηγουμένων κάνει την εμφάνισή της μια αμφισβήτηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης από άλλες μορφές εκπροσώπησης και συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Βέβαια, όντας απαισιόδοξοι, θα λέγαμε ότι ουσιαστικά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όταν υποκαθίστανται, υποκαθίστανται από ατομικές συμβάσεις εργασίας.

Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο ατομικής επιχείρησης (και γενικά οι “αποκεντρωμένες” συλλογικές διαπραγματεύσεις του μεταφορντισμού), σε αντίθεση με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις του παρελθόντος [την τριμερή συνεργασία(συνδικάτο-εργοδοσία-κράτος)], δεν είναι θεσμοποιημένες (είναι μάλλον άτυπες) και δεν διαθέτουν κεντρικό ρυθμιστή, δηλαδή δεν παρεμβαίνει το κράτος (που ιστορικά έπαιξε το ρόλο του κεντρικού ρυθμιστή), το οποίο ναι μεν είναι ταξικό αλλά διαθέτει –δομικό στοιχείο του στον καπιταλισμό– “σχετική αυτονομία” και το οποίο από τη στιγμή που έπαιζε ρόλο ως ένα μέρος της τριμερούς συνεργασίας, έθετε ένα ζήτημα πολιτικής, δηλαδή, λάμβανε υπόψη μη αγοραία κριτήρια. Αντίθετα, οι λεγόμενες “αποκεντρωμένες” συλλογικές διαπραγματεύσεις αφήνουν ουσιαστικά όλα τα ζητήματα (μισθοί, ωράριο, δομή της αγοράς εργασίας) να (απο)ρυθμίζονται από την αγορά, δηλαδή τα υποτάσσει στα κριτήρια (ανόδου της) κερδοφορίας της μεμονωμένης επιχείρησης.

Επίλογος

Στον “αποδιοργανωμένο”/μεταφορντικό καπιταλισμό αμφισβητούνται  οι “μεγάλες αφηγήσεις”  και κατ’ επέκταση η δυνατότητα να ιεραρχούνται τα επιμέρους με βάση το “καθολικό”. Έτσι, από τη μια βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοσμοθέασης είναι η αμφισβήτηση όλων των “μεγάλων αφηγήσεων” ενώ από την άλλη το “καθολικό”, θεωρείται ύποπτο για ολοκληρωτισμό. Για τη μεταμοντέρνα προβληματική το μόνο που υπάρχει είναι τα διάφορα επιμέρους  (αιτήματα, κουλτούρα κ.ο.κ.). Έτσι, εν τέλει, θεωρήθηκε από τα υποκείμενα που ζουν στις σύγχρονες κοινωνίες ότι τα συνδικάτα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως άλλη μια ομάδα πίεσης που αρθρώνει επιμέρους αιτήματα μειοψηφικών, σε τελευταία ανάλυση, πληθυσμών.  Δεν υπάρχει λόγος να θεωρούνται τα συνδικάτα κάτι παραπάνω από οποιαδήποτε ομάδα πίεσης (να θεωρούνται, π.χ., «κοινωνικός εταίρος»). Αν κάναμε κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τη μεταμοντέρνα αντίληψη, θα υποτιμούσαμε τα αιτήματα άλλων ομάδων, θα προβαίναμε σε μια ιεράρχηση απαράδεκτη και εξουσιαστική.

Χαρης  Νικας

ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ


Iστορικά,
η καθιέρωση των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (όπως ονομαζόταν τότε) έγινε το 1926 με Προεδρικό Διάταγμα, ύστερα από αίτημα της ΔΟΕ (1922: ίδρυση ΔΟΕ, 1924: ίδρυση ΟΛΜΕ). Η παραχώρηση αυτή εντάσσεται στον πρόσκαιρο ριζοσπαστισμό του πολιτικού κλίματος μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου.
Οι αιρετοί λειτούργησαν ως αποφασιστικοί εταίροι στις κυβερνητικές αποφάσεις, αφού η εποχή αυτή σημαδεύεται από το κίνημα του Δημοτικισμού, την εισαγωγή των κομμουνιστικών θεωριών, καθώς και τις προσωπικότητες των Δελμούζου, Γληνού, Τριανταφυλλίδη με τις νέες-ριζοσπαστικές ιδέες τους.

Ιστορικά λοιπόν βλέπουμε ότι οι αιρετοί στα Υ.Σ. δεν ήταν κάποια κατάκτηση του εκπαιδευτικού ή συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά παραχώρηση της κυβέρνησης, προκειμένου να περνάει ευκολότερα αυτά που θέλει.

Τα περιφερειακά (ΠΥΣΠΕ-ΠΥΣΔΕ), κεντρικά (ΚΥΣΠΕ-ΚΥΣΔΕ) και ανώτερα (ΑΠΥΣΠΕ-ΑΠΥΣΔΕ) υπηρεσιακά συμβούλια λειτουργούν με 5 μέλη το καθένα, εκ των οποίων οι 2 είναι αιρετοί και οι 3 διορισμένοι της κυβέρνησης. Από τους 2 αιρετούς τις περισσότερες φορές ο ένας είναι της κυβερνώσας παράταξης και ο άλλος της αντιπολίτευσης.


Οι αιρετοί ισχυρίζονται ότι:

  • Συνεργάζονται με την ΟΛΜΕ, ΔΟΕ την συμβουλεύονται και δεσμεύονται από τις αποφάσεις των Γ.Σ. και των Δ.Σ.

  • Υπηρετούν τη διαφάνεια, νομιμότητα, αξιοκρατία και εν γένει τα συμφέροντα των συναδέλφων.

  • Αποκαλύπτουν τις αυθαιρεσίες της διοίκησης, εναντιώνονται σε αυτές και τις καταγγέλλουν στον κλάδο με σκοπό τις συλλογικές αντιδράσεις.

  • Δεν εμπλέκονται σε κομματικές σκοπιμότητες, αλισβερίσια, ρουσφέτια, μηχανορραφίες και δε χρησιμοποιούν τη θέση τους για προσωπική ανέλιξη.

  • Ενημερώνουν τακτικά αλλά και όποτε υπάρχει οποιοδήποτε θέμα τις Γ.Σ. και λογοδοτούν σε αυτές.


Μετά από αυτά, μπορούμε όλοι μαζί να γελάσουμε και να πούμε το επόμενο με τον Τοτό. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους αιρετούς είναι ακριβώς η άρνηση ΟΛΩΝ των παραπάνω.
Θυμίζουν θλιβερούς βλαχοδήμαρχους περασμένων εποχών. Εκλιπαρούν (γιατί άραγε;) για μια ψήφο, ακόμη και με μηνύματα στα κινητά. Μας χτυπάνε στην πλάτη υποσχόμενοι ότι θα μας εξυπηρετήσουν οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή και αν θέλουμε.

Όσο και αν προσπαθούν να πείσουν ότι η θέση τους βοηθάει στην αποκάλυψη των αυθαιρεσιών, στην ουσία ασκούν διοίκηση. Ακόμη και αυτός ο πλήρως ελεγχόμενος, συμβιβασμένος κομματικός συνδικαλισμός δεν έχει καταφέρει να νομιμοποιήσει στη συνείδηση των εκπαιδευτικών αυτά τα όργανα άσκησης εξουσίας.
Το κίνημα για το οποίο αγωνιζόμαστε, δεν έχει καμία θέση εκεί και το γνωρίζουν όλοι αυτό. Οι εκπαιδευτικοί δεν χρειάζονται κανέναν σε αυτά τα όργανα άσκησης εξουσίας. Γνωρίζουν πολύ καλά τι παίζεται στα υπηρεσιακά συμβούλια.
Τις επιθέσεις, αδικίες, αυθαιρεσίες οι εκπαιδευτικοί ποτέ δεν τις έμαθαν από οποιονδήποτε αιρετό, και ξέρουν να τις αντιμετωπίζουν μέσα από τα συλλογικά τους όργανα, που είναι οι σύλλογοι καθηγητών ή δασκάλων, οι γενικές συνελεύσεις, οι επιτροπές αγώνα.

Τα όργανα αυτά ως μόνο στόχο έχουν να υλοποιούν το πρόγραμμα του υπουργείου και της κυβέρνησης. Για να περάσουν όμως το οτιδήποτε χρειάζονται χειραγωγημένοι και ελεγχόμενοι εκπαιδευτικοί. Εδώ ακριβώς μπαίνει ο πραγματικός ρόλος των αιρετών, που καταφέρνουν αυτό μέσω των πελατειακών σχέσεων, των ρουσφετιών, ή των δήθεν ρουσφετιών αν κάποια αιτήματα είναι δίκαια.
Οι αιρετοί είναι πάντα ταυτισμένοι με τα διορισμένα μέλη των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, δρουν συμπληρωματικά της διοίκησης, έχουν αναλάβει ενεργό ρόλο στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Επιπλέον τα καθήκοντά τους είναι και πειθαρχικά, αφού οφείλουν να γνωμοδοτούν για τη μετάταξη ή απόλυση όποιου εκπαιδευτικού κριθεί δις “μη προακτέος”


Ενώ λοιπόν ο χαρακτήρας αυτών των οργάνων καταγγέλλεται από όλες τις αριστερές δυνάμεις, οι περισσότερες συμμετέχουν και νομιμοποιούν τη δράση των υπηρεσιακών συμβουλίων. Ο κόσμος της εκπαίδευσης και της εργασίας γενικότερα χτυπιέται και αυτοί έχουν βγει στο σεργιάνι για ψήφους (χωρίς όμως ψευδαισθήσεις όπως λένε και οι Παρεμβάσεις).


Τι να πρωτοθυμηθούμε από τη δράση τους. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το εξής τραγελαφικό:
Στις προηγούμενες κρίσεις διευθυντών σχολείων το 2007 (αγνοώντας επιδεικτικά τις αποφάσεις των ΕΛΜΕ για μη συμμετοχή) υπήρχαν αιρετοί σε αρκετά ΠΥΣΔΕ οι οποίοι ενώ ήταν υποψήφιοι διευθυντές, ταυτόχρονα βαθμολογούσαν στην προφορική συνέντευξη τους εαυτούς τους.
Κάποιοι βέβαια εντελώς υποκριτικά για να τηρήσουν τη δήθεν διαφάνεια, δεν απέσυραν την υποψηφιότητά τους από διευθυντές, αλλά στη διαδικασία της βαθμολόγησης, αξιολογούσαν όλους τους υπόλοιπους και μόλις ήταν η σειρά τους να αξιολογηθούν από το ΠΥΣΔΕ έβαζαν τον αναπληρωτή αιρετό να το κάνει.
Στις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων, των ΕΛΜΕ, της ΟΛΜΕ ώστε αφενός να παραιτηθούν από τη θέση του αιρετού όσοι θέλουν να είναι υποψήφιοι διευθυντές και αφετέρου να αρνηθούν να αξιολογήσουν συναδέλφους τους, οι περισσότεροι όχι μόνο δεν το έκαναν αλλά έγραψαν κανονικά αυτές τις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων.

Αψηφήστε τους
Οι αριστεροδεξιοί βαρώνοι της ιεραρχημένης κομματικής επιβολής καμία σχέση δεν έχουν με την εξυπηρέτηση των πραγματικών συμφερόντων των εργαζόμενων εκπαιδευτικών και μη παρά με την διαιώνιση του καθεστώτος της πιο γλοιώδους και ιδιοτελούς εξουσίας τους. Ποσώς ενδιαφέρονται για τα παιδιά και τα σχολεία.

Δεν ντρέπονται τις μέρες που αναμένεται το β’ κύμα περικοπών του μνημονίου, να μας ζητάνε εμπιστοσύνη και άλλα τέτοια ευτράπελα.


Στους μόνους που μπορούμε να εκφράσουμε εμπιστοσύνη είναι στους ίδιους μας τους εαυτούς τους εκπαιδευτικούς και από τα κάτω να ανατρέψουμε τον χειμώνα του άγριου καπιταλισμού.
Με ελεύθερα και ανθρώπινα σχολεία και ένα καλύτερο αύριο για μαθητές και καθηγητές, πέρα – έξω και ενάντια στο γραφειοκρατικό πανηγύρι της ήττας και της υποταγής, δήθεν με το λιγότερο κόστος.


Ψήφος στο πανηγύρι αυτό σημαίνει νομιμοποίηση των περικοπών στους μισθούς μας και στις συντάξεις στην κατάργηση του εφάπαξ και των επιδομάτων, αυτών που ήδη κόπηκαν καθώς και αυτών που θα κοπούν.


Αποχή από τις εκλογές για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια


Αυτοοργάνωση – Αντίσταση – Αλληλεγγύη

Οκτώβρης 2010




Πρωτοβουλία για την αυτοοργάνωση στην εκπαίδευση

ekpaideysi.espivblogs.net