Φορντισμός, μεταφορντισμός και συνδικάτα

Φορντισμός, μεταφορντισμός και συνδικάτα

1.  Φορντισμός

Ο σύγχρονος συνδικαλισμός πρωτοεμφανίζεται τον 19ο αιώνα όταν επικρατεί στη Δύση η Βιομηχανική Επανάσταση και εμπεδώνεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας μόνο όταν ο κύριος όγκος της παραγωγικής εργασίας γίνεται από μισθωτούς εργάτες.Τα συνδικάτα τότε εμφανίζονται ως φορείς που εκπροσωπούν την εργατική τάξη και τη βοηθούν να αρθρώσει αποτελεσματικά διάφορα αιτήματά της, αιτήματα που εκείνη την εποχή, κατά βάση, ήταν η μείωση των ωρών εργασίας και η αύξηση των μισθών. Ως  φορείς που προασπίζονται τα εργατικά συμφέροντα (έστω με αμυντικό τρόπο) έχουν πρόβλημα νομιμοποίησης (θεσμικής και δικαιικής υφής) αφού (την περίοδο του λεγόμενου ανταγωνιστικού καπιταλισμού) αντιμετωπίζονται με τρομερή καχυποψία τόσο από τους μηχανισμούς και το πολιτικό προσωπικό του αστικού κράτους όσο και τους επιχειρηματίες. Ο φόβος αυτός ήταν δικαιολογημένος αφού ο σύγχρονος συνδικαλισμός είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις προκαπιταλιστικές συντεχνίες. Η διαφορά έγκειται στο ότι τα συνδικάτα εντάσσουν στους κόλπους τους μόνο εργαζομένους, ενώ οι προκαπιταλιστικές συντεχνίες όλα τα μέλη που δραστηριοποιούνται σε έναν παραγωγικό κλάδο – ασχέτως αν είναι εργοδότες ή εργαζόμενοι. Εκτός τούτου, τα συνδικάτα, ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, εμφανίζονται να παίζουν ρόλο και να επηρεάζουν το κομματικό σύστημα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα, τα συνδικάτα εμφανίζονται να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία σοσιαλιστικών κομμάτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρόλο των γερμανικών συνδικάτων στην ίδρυση του SPD (πρόγραμμα Γκότα) και κυρίως το ρόλο των αγγλικών συνδικάτων στην ίδρυση του Labour Party. Παρότι πολλές φορές αναφέρθηκαν σε κοινοτιστικές αξίες για να κινητοποιήσουν πληθυσμούς, είναι σαφώς «παιδιά της νεωτερικότητας», νεωτερικοί θεσμοί, που από την αρχή συνδέθηκαν με τις κοινωνικές συγκρούσεις τις οποίες δημιούργησε ο καπιταλισμός (εμφανιζόμενα μάλιστα ως εκπρόσωποι της μιας πλευράς).

Ωστόσο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές κοινωνίες εισάγονται σε ένα νέο στάδιο εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή τον λεγόμενο οργανωμένο καπιταλισμό ή φορντισμό. Σε αυτή τη νέα ιστορική φάση (αντίθετα από το παρελθόν) η δράση των συνδικάτων νομιμοποιείται. Μάλιστα, δεν είναι μόνο ότι η δράση των συνδικάτων νομιμοποιείται, αλλά ότι αναγνωρίζονται απ’ όλο το πολιτικό σύστημα (κράτος, κυβέρνηση, κόμματα – ακόμα και τα δεξιά ) ως οι κατεξοχήν θεσμοί της κοινωνίας που αντιπροσωπεύουν την εργατική τάξη στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες , υπό την «ουδέτερη»  διαιτησία του κράτους.Οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονταν σε κεντρικό, εθνικό επίπεδο  και κατέληγαν στην υπογραφή εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν αποτέλεσμα θεσμοποιημένων συλλογικών διαπραγματεύσεων, ουσιαστικά ενείχαν θέση νόμου και κανείς δεν μπορούσε να παραβιάσει τους όρους τους, που διακανόνιζαν μια σειρά ζητήματα. Η μη παραβίαση των όρων τους εξασφαλιζόταν πρακτικά από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις, ασκώντας κεϋνσιανή δημοσιονομική πολιτική, ρύθμιζαν τις ουσιαστικά «κλειστές»  εθνικές τους οικονομίες.  Αλλά και οι επιχειρηματίες δεν είχαν λόγο να μην δεχτούν τις διευθετήσεις των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αφού εξασφάλιζαν την αποδοχή του καπιταλισμού από τους εργαζομένους. Εκείνη την εποχή κάνουν την εμφάνισή τους και οι λεγόμενες κλαδικές συμβάσεις εργασίας  οι οποίες πραγματοποιούνταν, ως επί το πλείστον, υπό τη διαιτησία του κράτους.

Ταυτόχρονα, την περίοδο του φορντισμού, συνέβη και μια άλλη αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης των συνδικάτων. Πλέον, ο χώρος των συνδικάτων εμφανίζεται να συγκροτείται, κατά βάση, από έναν περιορισμένο αριθμό μοναδικών, υποχρεωτικών, μη ανταγωνιστικών, λειτουργικά οροθετημένων και ιεραρχημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων που διαθέτουν κρατική άδεια. Το προαναφερθέντα μαζί με την ύπαρξη της λεγόμενης τριμερούς συλλογικής διαπραγμάτευσης (η οποία είναι θεσμοθετημένη) αποτελούν στοιχεία κορπορατισμού. Βέβαια, δεν έχουμε σε όλες τις χώρες κορπορατισμό, παρ’ όλ’ αυτά ο κοινωνικός κορπορατισμός αποτελεί, τρόπον τινά, τον «ιδεότυπο» του τι συνέβαινε τη συγκεκριμένη περίοδο. Πολιτικά πάντως τη συγκεκριμένη περίοδο τα συνδικάτα (που σχεδόν πάντα όλα μαζί απαρτίζουν μια εθνική συνομοσπονδία, λ.χ. DGB, TUC) έχουν στενές σχέσεις με τα εργατικά ή τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της χώρας, στα οποία μάλιστα παίζουν σημαντικό ρόλο αφού διαθέτουν μεγάλη εσωκομματική δύναμη (ακόμη και καταστατικά κατοχυρωμένη(!), π.χ. Labour Party). Βέβαια, όπως τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής έτσι και τα συνδικάτα  έχουν σε μεγάλο βαθμό απο-ριζοσπαστικοποιηθεί ιδεολογικά. πλέον δεν ζητούν την ανατροπή του καπιταλισμού.

Ωστόσο, όλα τα προηγούμενα βασίζονταν σε έναν συγκεκριμένο τύπο οργάνωσης της επιχείρησης και της οικονομίας, σε μια συγκεκριμένη δομή του εργατικού δυναμικού και σε ένα συγκεκριμένο είδος εργασιακών σχέσεων. Στο φορντισμό έχουμε συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής, η οποία πραγματοποιείται σε μεγάλα εργοστάσια. Σε αυτά τα μεγάλα εργοστάσια παράγονταν, σε μεγάλες ποσότητες, τυποποιημένα προϊόντα τα οποία τα κατασκεύαζαν ημιειδικευμένοι, χειρώνακτες εργάτες και τα σχεδίαζαν ειδικευμένοι τεχνίτες, οι οποίοι μαζί με τους διευθυντές της επιχείρησης αποτελούσαν την ελίτ, τρόπον τινά, της επιχείρησης. Με άλλα λόγια, υπήρχε, στην εποχή της λεγόμενης «μαζικής παραγωγής», ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, οι χειρώνακτες εργάτες ουδόλως θεωρούσαν ότι η εταιρεία που δούλευαν είναι η «εταιρεία μας».

Τις εργασιακές σχέσεις την εποχή του φορντισμού θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ανελαστικές. Οι εργασιακές σχέσεις την περίοδο του οργανωμένου καπιταλισμού ήταν ανελαστικές με την έννοια ότι η απόλυση του εργατικού δυναμικού ήταν κάτι πολύ δαπανηρό και δύσκολο για τον επιχειρηματία, αφού το κόστος ήταν μεγάλο επειδή η επιχείρηση έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση στους απολυμένους. Εκτός αυτού, ανελαστικές εργασιακές σχέσεις σήμαινε ότι ο εργάτης διέθετε σταθερό ωράριο (οκτάωρο), ότι από την πρώτη στιγμή που προσλαμβανόταν θα έπαιρνε τον οριζόμενο από τη συλλογική σύμβαση εργασίας μίνιμουμ μισθό και θα απολάμβανε και κοινωνική ασφάλιση.

Εντούτοις, αν και τα συνδικάτα την εποχή αυτή διαθέτουν μεγάλη οργανωτική πυκνότητα, οι εργάτες δεν συμμετέχουν το ίδιο ενεργά με το παρελθόν σε αυτά, επειδή έχουν μετατραπεί σε μεγάλες γραφειοκρατίες, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το ρόλο των απλών μελών και τη δύναμη των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι τα συνδικάτα, εκείνη την περίοδο, διέθεταν μεγάλη δύναμη αφού ήταν οι αναγνωρισμένοι, από το κράτος, εκπρόσωποι του ενός «κοινωνικού εταίρου» και κατά συνέπεια συμμετείχαν –ως ένα από τα μέρη της τριμερούς διαπραγμάτευσης– στη διαμόρφωση των όρων της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, και άρα στη διαμόρφωση της κοινωνικής και της οικονομικής, εν πολλοίς, πολιτικής.  Εξάλλου, ενισχυτικό της δύναμης των συνδικάτων είναι η μεγάλη οργανωτική τους πυκνότητα, αλλά και η μεγάλη εσωκομματική δύναμη που διέθεταν στα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής – με επακόλουθο τα συνδικάτα να έχουν σοβαρό λόγο στη διαμόρφωση της πολιτικής τους. Από την άλλη, όμως, ο κοινωνικός κορπορατισμός (και όπου δεν υπήρχε κορπορατισμός, ο εν γένει τύπος δράσης των συνδικάτων και η σχέση τους με το πολιτικό σύστημα) αποτελούσε μια στρατηγική αναπαραγωγής του καπιταλισμού.  Με άλλα λόγια, όλος ο ρομαντισμός της Αριστεράς καθώς και όλοι οι αφορισμοί των νεοφιλελευθέρων αγνοούν ότι η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος ήταν η «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού.

2.Μεταφορντισμός

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 θεωρείται ορόσημο που σηματοδοτεί τον ερχομό πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στις χώρες τις Δύσης. Ωστόσο, το φαινόμενο εκείνο που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του πολιτικού κλίματος γενικά, αλλά και σε σχέση με τα συνδικάτα ειδικά, ήταν η δημοσιονομική κρίση του κράτους. Έτσι, τη δεκαετία του ’70 εμφανίζεται το κράτος –το οποίο έπαιζε μεγάλο ρόλο στην οικονομία– να έχει τεράστια χρέη, αφού τα έξοδά του (σε αντίθεση με τα έσοδα) είναι πολύ μεγάλα. Ταυτόχρονα, κάνει την εμφάνιση του, την ίδια δεκαετία, το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή συνυπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ανεργίας με υψηλό πληθωρισμό.

Υπεύθυνο για όλα θεωρήθηκε από τους φιλελευθέρους το υπερβολικά παρεμβατικό στην οικονομία, διογκωμένο και «υπερφορτωμένο» κράτος. Υποστήριξαν ότι πρέπει να ακολουθηθεί μια πολιτική μείωσης του δημόσιου τομέα (ιδιωτικοποιήσεις) και «αποδόμησης» του κράτους πρόνοιας. Επίσης πρότειναν την απορρύθμιση των αγορών αλλά και της αγοράς εργασίας. Ενώ αρχικά η νεοφιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων είχε απήχηση μόνο σε ακαδημαϊκούς κύκλους, στη συνέχεια έγινε αποδεκτή από το κομματικό σύστημα και τις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών. Αυτό είχε μεγάλες συνέπειες για τα συνδικάτα: τα κόμματα και οι κυβερνήσεις, έχοντας αποδεχτεί τη νεοφιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων, δεν αντιμετωπίζουν, πλέον, τα συνδικάτα ως εκπροσώπους του ενός κοινωνικού εταίρου, τους οποίους πρέπει να σέβονται και με τους οποίους να συνομιλούν αλλά ως συντεχνίες που εμποδίζουν την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων εκείνων που είναι αναγκαίες για την έξοδο από την οικονομική κρίση. Πρέπει να επισημανθεί ότι η αποδοχή της νεοφιλελεύθερης και αντισυνδικαλιστικής ρητορικής και πρακτικής δεν υιοθετήθηκε απ’ όλα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις με τον ίδιο ρυθμό, ούτε εκφράστηκε με την ίδια οξύτητα. Για παράδειγμα τα σοσιαλιστικά κόμματα (αν και όχι πάντοτε…) δεν υιοθέτησαν άμεσα τον όρο «συντεχνίες». Ωστόσο, η τάση που επισημάναμε είναι γενική, τα σοσιαλιστικά κόμματα, έχοντας επηρεαστεί από το νεοφιλελεύθερο ηγεμονικό πολιτικό λόγο, επιδιώκουν να απομακρυνθούν από την (παραδοσιακά μεγάλη) επιρροή των εργατικών συνδικάτων, δηλαδή θέλουν να μειώσουν το ρόλο που παίζουν τα συνδικάτα στο εσωτερικό τους, για να εμφανιστούν ως αξιόπιστοι διαχειριστές της καπιταλιστικής οικονομίας και εγγυητές της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.  Εξάλλου, και ως κυβέρνηση ακολουθούν μια, νεοφιλελεύθερη στον πυρήνα της, πολιτική που αν δεν συγκρούεται άμεσα, πάντως έμμεσα υπονομεύει τη δύναμη των συνδικάτων. Χαρακτηριστική είναι η πολιτική των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στη Γαλλία (μετά το ’83) και στην Ισπανία τη δεκαετία του ’80.

Ο ιδεότυπος των εξελίξεων είναι η Αγγλία. Αρχικά, με την εκλογή στην ηγεσία του συντηρητικού κόμματος της Θάτσερ (το 1976) επιβάλλεται η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία στο εσωτερικό των Tories, νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που θα μετατραπεί σε κυβερνητική πολιτική το 1979 (με τη νίκη της Θάτσερ). Έτσι, η αγγλική κυβέρνηση θα ακολουθήσει, στο πλαίσιο της συνολικής της πολιτικής, μια σκληρή γραμμή σύγκρουσης με τα συνδικάτα, τα οποία θα επιχειρήσει να αποδυναμώσει ακόμη και με νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως τα περιβόητα μέτρα «εκδημοκρατισμού» των συνδικάτων. Παράλληλα, το Εργατικό Κόμμα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 προσπαθεί (μετά από έντονες εσωκομματικές συγκρούσεις) να απαλλαγεί από την παραδοσιακά και καταστατικά κατοχυρωμένη, ισχυρή επιρροή των (μη δημοφιλών) συνδικάτων. Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την επικράτηση του Τόνι Μπλαιρ. Εξάλλου, την ίδια περίοδο γενικά τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη προσπαθούν να απαλλαγούν από την (μεγάλη παραδοσιακά) επιρροή των συνδικάτων για να ασκήσουν (ή αν είναι αντιπολίτευση να πείσουν ότι θα ασκήσουν) μια οικονομική πολιτική που δεν θα οδηγήσει σε οικονομική κρίση και σε μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι αποτελεί πλέον δομικό χαρακτηριστικό της μεταφορντικής περιόδου η αισθητή αποδυνάμωση του ρόλου και της σημασίας των δυτικοευρωπαϊκών συνδικάτων τόσο στη διαμόρφωση και υλοποίηση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής των δυτικοευρωπαϊκών κρατών όσο και στη διαμόρφωση της πολιτικής των δυτικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, η πολιτική Θάτσερ και η αλλαγή του ρόλου των συνδικάτων στο Εργατικό Κόμμα προκάλεσε αντιδράσεις και συγκρούσεις, έτσι και γενικά η αλλαγή της αντιμετώπισης των συνδικάτων από τις κυβερνήσεις και τα κομματικά συστήματα δεν ήταν μια ευθύγραμμη εξέλιξη, αλλά προωθήθηκε μέσα από αντιφάσεις.

3. Συνδικάτα και “αποδιοργανωμένος” καπιταλισμός

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οι αναπτυγμένοι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί έχουν μετασχηματιστεί ριζικά σε όλα τα επίπεδα. μετά τη δεκαετία του ’70 οι δυτικές κοινωνίες έπαψαν να είναι φορντιστικές και μετατράπηκαν σε μεταφορντικές (ή κοινωνίες του “αποδιοργανωμένου” καπιταλισμού) και το γεγονός αυτό καθιστά αδύνατο να κατανοηθεί η αλλαγή του ρόλου των συνδικάτων χωρίς αναφορά στο συνολικό πλαίσιο αλλαγών που επιφέρει η μετάβαση από το φορντισμό στο μεταφορντισμό.

Το τέλος της πλήρους απασχόλησης είναι μία από τις αλλαγές που συντελούνται κατά τη μεταφορντική περίοδο και επηρεάζουν τα συνδικάτα. Για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα των αλλαγών που συντελούνται στο μεταφορντισμό (και τις συνέπειες στα συνδικάτα) πρέπει να δούμε  τις αλλαγές που συντελούνται στις εργασιακές σχέσεις, την αγορά εργασίας και τον τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης.

Ως απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας και στο τέλος της πλήρους απασχόλησης της μεταφορντικής περιόδου προτάθηκαν και εφαρμόσθηκαν –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης– πολιτικές που στόχο είχαν την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την ευελιξία στην αγορά εργασίας.  Αυτό σημαίνει μια σειρά αλλαγών, όπως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, ελαστικά ωράρια. Οι μεταβολές αυτές συχνά αποτυπώνονται και στη νομοθεσία. Το επιχείρημα υπέρ των αλλαγών αυτών ήταν πως αν ελαστικοποιηθούν οι εργασιακές σχέσεις και υπάρξει ευελιξία στην αγορά εργασίας, οι επιχειρήσεις (αφού δεν θα έχουν υποχρεώσεις όταν προσλαμβάνουν) θα προσλάβουν περισσότερο κόσμο – και άρα θα μειωθεί η ανεργία.  Βέβαια, η πραγματικότητα είναι ότι «ελαστικές εργασιακές σχέσεις» σημαίνει μετατροπή των όρων πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης υπέρ του κεφαλαίου.

Όμως, η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων σε συνδυασμό με την αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης των επιχειρήσεων (just in time production, λιτή παραγωγή) έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της δομής του εργατικού δυναμικού, κάτι που πλήττει πολλαπλά τα συνδικάτα. Τώρα πλέον δεν βρισκόμαστε στην εποχή του φορντισμού, όταν συγκεντρωμένοι σε μεγάλα εργοστάσια ημιειδικευμένοι χειρώνακτες εργάτες (που παίρνουν εντολές από ένα κεντρικό management, το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο μιας αυστηρά ιεραρχημένης γραφειοκρατίας) κατασκευάζουν σε μαζικές ποσότητες τυποποιημένα προϊόντα που προορίζονται για μαζική κατανάλωση, αλλά στην περίοδο του μεταφορντισμού, όταν υπάρχουν από τη μια οι εργαζόμενοι του πυρήνα, οι οποίοι κατέχουν μια ποικιλία ικανοτήτων που τις χρησιμοποιούν με ευέλικτους τρόπους (και οι σχέσεις τους με το management στοχεύει στη δημιουργική συνεργασία – γενικά νιώθουν ότι η εταιρεία που δουλεύουν είναι εταιρεία «τους»), και από την άλλη οι εργαζόμενοι της περιφέρειας, δηλαδή ανειδίκευτοι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που μπορούν να εργαστούν μόνο σε χαμηλόμισθες εργασίες – συχνά σε «προσωπικές» εργασίες, που θυμίζουν την προ του φορντισμού περίοδο.  Εξάλλου, στη μεταφορντική περίοδο παράγονται «ευέλικτα» προϊόντα που προορίζονται να πωληθούν σε τμηματικές, κατακερματισμένες αγορές. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι μιλάμε απλώς για δυναμικές τάσεις που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, εξάλλου υπάρχουν και υβριδικές καταστάσεις,(π.χ. ο Harvey υποστηρίζει ότι εκτός των δύο ειδών εργαζομένων που προαναφέραμε υπάρχουν και οι εργαζόμενοι του «πρώτου περιφερειακού γκρουπ»). Το γεγονός πάντως είναι ότι τα συνδικάτα έχουν χάσει μεγάλο μέρος από το κατεξοχήν κοινό στο οποίο απευθύνονταν, ενώ συγχρόνως δεν μπορούν να έχουν απήχηση στους εργαζομένους του πυρήνα. Ούτε όμως μπορούν να οργανώσουν ένα κατακερματισμένο και (κυρίως) εξαιρετικά αδύναμο (που, π.χ., μπορεί να απολυθεί οποιαδήποτε στιγμή) εργατικό δυναμικό.Σε καμιά περίπτωση δεν έχει πάψει να υπάρχει η εργατική τάξη.Και σήμερα κυρίαρχη μορφή εργασίας είναι η μισθωτή εργασία, μόνο που είναι κατακερματισμένη και η εκμετάλλευσή της από την αστική τάξη έχει γίνει μεγαλύτερη (σε σημείο που σε τομείς της οικονομίας να έχουμε επιστροφή στην απόλυτη υπεραξία ως την κυρίαρχη διαδικασία αναδιανομής!).

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, λόγω  της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης του διεθνούς νομισματικού και οικονομικού συστήματος, αλλά και των διακρατικων συμφωνιών (λ.χ. Μάαστριχ), έχει συντελεστεί ένα (μεγαλύτερο από το παρελθόν) άνοιγμα των οικονομικών συνόρων, με την έννοια ότι σήμερα σε αντίθεση με το παρελθόν είναι πολύ πιο εύκολο για το κεφάλαιο να κινείται στον διεθνή χώρο. Επομένως, αυτό που συντελείται σήμερα, και αποτελεί ριζική διαφορά με το φορντικό παρελθόν, είναι η δραστική μείωση της κεντρικής κρατικής ρύθμισης προστατευόμενων εθνικών οικονομιών και αγορών. Με άλλα λόγια, στο μεταφορντισμό οι εθνικές οικονομίες δεν είναι ιδιαίτερα προστατευμένες και  δεν ρυθμίζονται, διαμέσου κεϋνσιανών πολιτικών, από ένα κυβερνητικό/κρατικό management.

Τα παραπάνω  σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν ευκολότερα να απομακρύνουν τα κεφάλαια που έχουν επενδύσει σε μια χώρα και να τα μετακινήσουν σε μια άλλη, επίσης σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν πλέον (σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο παρελθόν) τη δυνατότητα να επενδύουν όπου τους προσφέρονται οι καλύτερες, για τις ίδιες, συνθήκες: υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, καλύτερες υποδομές, περισσότερο αναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποδοτικότερες κρατικές υπηρεσίες, εργατικό δυναμικό υψηλής εκπαίδευσης και ειδίκευσης από τη μια και από την άλλη χαμηλό εργατικό κόστος, χαμηλή φορολογία, ελαστική νομοθεσία για περιβαλλοντικά ζητήματα  κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, η κάθε επιχείρηση εντάσσεται σε έναν αδυσώπητο διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς να ελπίζει σε ισχυρή κρατική προστασία. Άρα η ανάπτυξη και η επιβίωσή της εξαρτάται (ή εμφανίζεται να εξαρτάται) από το αν είναι ανταγωνιστική, δηλαδή από το αν κατορθώσει να κρατήσει σε χαμηλό επίπεδο το κόστος παραγωγής.

Από τη στιγμή που λαμβάνουν χώρα τα προαναφερθέντα, μειώνεται το εύρος της διαπραγματευτικής ικανότητας των συνδικάτων. Πράγματι, τα συνδικάτα δεν μπορούν να προσέρχονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις(που γίνονται στο μεταφορντισμό όλο και περισσότερο στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης και όχι στο εθνικό ή κλαδικό επίπεδο) με «μαξιμαλιστικές» θέσεις, δηλαδή, με θέσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη της επιχείρησης να είναι ανταγωνιστική.  Ο λόγος είναι ότι, σε μια εποχή που το κεφάλαιο μπορεί εύκολα να μετακινηθεί και ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος, διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι μια επιθετική στρατηγική διεκδικήσεων από τα συνδικάτα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την απασχόληση του εργατικού δυναμικού, του οποίου τα συμφέροντα εκπροσωπούν. Το εργατικό δυναμικό σήμερα εμφανίζεται να εξαρτάται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν από την τύχη της επιχείρησης  (και τις προϋποθέσεις κερδοφορίας της, από τις οποίες εξαρτώνται και οι αποφάσεις της για το πού θα επενδύσει τα κεφάλαιά της), αφού αν μείνει άνεργο δεν θα μπορεί, σε μια εποχή ανεργίας και πάντως όχι πλήρους απασχόλησης, να βρει εύκολα εργασία (ή θα βρει με χειρότερους όρους).

Ένα άλλο γεγονός το οποίο πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι οι οργανωτικές δομές των συνδικάτων είναι, στη σημερινή εποχή της “αποκέντρωσης” των συλλογικών διαπραγματεύσεων, «παρωχημένες», με την έννοια ότι είναι κατάλληλες για διαπραγματεύσεις με εθνικές κυβερνήσεις και εθνικές ενώσεις εργοδοτών (για ρύθμιση εθνικών πολιτικών και εθνικών αγορών εργασίας) και όχι για διαπραγματεύσεις με ατομικές επιχειρήσεις.  Αυτό, όμως, έχει ως συνέπεια τα συνδικάτα να είναι πολύ λίγο αποτελεσματικά στις διαπραγματεύσεις «ευέλικτου τύπου», στις οποίες παίρνονται αποφάσεις για κάποια καίρια ζητήματα, όπως οι μισθοί, οι όροι πρόσληψης και απόλυσης εργατικού δυναμικού κ.ά.  (αποφάσεις που παίρνονταν στο φορντισμό μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε εθνικό επίπεδο). Άλλωστε, εξαιτίας (και) των προηγουμένων κάνει την εμφάνισή της μια αμφισβήτηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης από άλλες μορφές εκπροσώπησης και συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Βέβαια, όντας απαισιόδοξοι, θα λέγαμε ότι ουσιαστικά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όταν υποκαθίστανται, υποκαθίστανται από ατομικές συμβάσεις εργασίας.

Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο ατομικής επιχείρησης (και γενικά οι “αποκεντρωμένες” συλλογικές διαπραγματεύσεις του μεταφορντισμού), σε αντίθεση με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις του παρελθόντος [την τριμερή συνεργασία(συνδικάτο-εργοδοσία-κράτος)], δεν είναι θεσμοποιημένες (είναι μάλλον άτυπες) και δεν διαθέτουν κεντρικό ρυθμιστή, δηλαδή δεν παρεμβαίνει το κράτος (που ιστορικά έπαιξε το ρόλο του κεντρικού ρυθμιστή), το οποίο ναι μεν είναι ταξικό αλλά διαθέτει –δομικό στοιχείο του στον καπιταλισμό– “σχετική αυτονομία” και το οποίο από τη στιγμή που έπαιζε ρόλο ως ένα μέρος της τριμερούς συνεργασίας, έθετε ένα ζήτημα πολιτικής, δηλαδή, λάμβανε υπόψη μη αγοραία κριτήρια. Αντίθετα, οι λεγόμενες “αποκεντρωμένες” συλλογικές διαπραγματεύσεις αφήνουν ουσιαστικά όλα τα ζητήματα (μισθοί, ωράριο, δομή της αγοράς εργασίας) να (απο)ρυθμίζονται από την αγορά, δηλαδή τα υποτάσσει στα κριτήρια (ανόδου της) κερδοφορίας της μεμονωμένης επιχείρησης.

Επίλογος

Στον “αποδιοργανωμένο”/μεταφορντικό καπιταλισμό αμφισβητούνται  οι “μεγάλες αφηγήσεις”  και κατ’ επέκταση η δυνατότητα να ιεραρχούνται τα επιμέρους με βάση το “καθολικό”. Έτσι, από τη μια βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοσμοθέασης είναι η αμφισβήτηση όλων των “μεγάλων αφηγήσεων” ενώ από την άλλη το “καθολικό”, θεωρείται ύποπτο για ολοκληρωτισμό. Για τη μεταμοντέρνα προβληματική το μόνο που υπάρχει είναι τα διάφορα επιμέρους  (αιτήματα, κουλτούρα κ.ο.κ.). Έτσι, εν τέλει, θεωρήθηκε από τα υποκείμενα που ζουν στις σύγχρονες κοινωνίες ότι τα συνδικάτα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως άλλη μια ομάδα πίεσης που αρθρώνει επιμέρους αιτήματα μειοψηφικών, σε τελευταία ανάλυση, πληθυσμών.  Δεν υπάρχει λόγος να θεωρούνται τα συνδικάτα κάτι παραπάνω από οποιαδήποτε ομάδα πίεσης (να θεωρούνται, π.χ., «κοινωνικός εταίρος»). Αν κάναμε κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τη μεταμοντέρνα αντίληψη, θα υποτιμούσαμε τα αιτήματα άλλων ομάδων, θα προβαίναμε σε μια ιεράρχηση απαράδεκτη και εξουσιαστική.

Χαρης  Νικας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *