ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ : για τη φυσιογνωμία της σχολικής ιστοριογραφίας
Βασική μας θέση με την οποία θα διαπραγματευτούμε το αντικείμενο αυτού του άρθρου είναι ότι η διδασκαλία της ιστορίας , όπως άλλωστε και οποιασδήποτε άλλης σχολικής γνώσης, υπόκειται σε συγκεκριμένους κοινωνικοπολιτικούς καθορισμούς , οι στόχοι της οποίας διαμορφώνονται στα πλαίσια ευρύτερων κοινωνικών , πολιτικών και πολιτισμικών διαδικασιών. Δένεται επίσης με το ρόλο της εκπαίδευσης στο εθνικό – αστικό κράτος.
Η ιστορική διδασκαλία εκφράζει την άποψη που διαμορφώνεται για το ιστορικό παρελθόν από τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις , αυτών που μέσω του κράτους ασκούν έλεγχο στην εκπαιδευτική διαδικασία και διαμορφώνουν τις κατευθύνσεις και τους στόχους της. Μ΄ άλλα λόγια , δηλαδή , το μάθημα της ιστορίας , είναι και δεν μπορεί να είναι αλλιώς , ένα κατεξοχήν πολιτικό μάθημα , καθώς βασικός του στόχος είναι η αποτίμηση της ιστορικής εξέλιξης και η διαμόρφωση άποψης στους μαθητές για την ιστορική πορεία του ευρύτερου συλλογικού πλαισίου ( κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού) μέσα στο οποίο ζουν. Καθώς οι στόχοι του μαθήματος έχουν πάντα ένα συγκεκριμένο αξιακό περιεχόμενο και αντανακλούν ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές στοχεύσεις η αναφορά στον τρόπο διαμόρφωσης τους προϋποθέτει αναφορά σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες διαμορφώθηκαν. Οι στόχοι του ιστορικού μαθήματος έχουν κι’ αυτοί τη δική τους ιστορία , έχουν σημεία που παραμένουν αμετάβλητα μέσα στον χρόνο και αποτελούν θεμελιώδεις συντεταγμένες της κυρίαρχης ιδεολογικής θεώρησης , καθώς και πλευρές που μεταβάλλονται.
Ένας βασικός πυρήνας εννοιών που συγκροτείται από αρχέγονες αξίες της εθνοκεντρικής θεώρησης του ιστορικού γίγνεσθαι παραμένει σταθερός και αμετάβλητος , απλώς μπορεί να αναδιατυπώνεται σε μια πιο φιλελεύθερη ή εθνικιστική κατεύθυνση ανάλογα με την κοινωνικοπολιτική συγκυρία.
Η διδασκαλία της ιστορίας έχει ιδεολογικά στοιχεία με τα οποία επιδιώκεται η ένταξη των εκπαιδευόμενων στο κυρίαρχο σύστημα αξιών και εννοιών , η εδραίωση και αναπαραγωγή της εθνικής συνείδησης ως μέρους μιας συνολικότερης συμβολής της εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης κοινωνικής δομής. Ο κυριότερος στόχος της διδασκαλίας του ιστορικού μαθήματος στο ελληνικό σχολείο είναι ο λεγόμενος ” εθνικός φρονηματισμός” . Ο στόχος αυτός διαμορφώνεται ιστορικά στην ελληνική εκπαίδευση τον 19ο αιώνα, την εποχή της εθνικής ολοκλήρωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και έχει ως βάση την κυρίαρχη για την εποχή αντίληψη για το έθνος. Είναι αναγκαία για την ιστορική κατανόηση της διαμόρφωσης των στόχων του μαθήματος η αναφορά στον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης στα πλαίσια του εθνικού – αστικού κράτους. Τα εκπαιδευτικά συστήματα ενεπλάκησαν ενεργά και αποτέλεσαν αποφασιστικό παράγοντα διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης την εποχή της γένεσης και διαμόρφωσης του εθνικού κράτους. Καλλιεργείται έτσι συστηματικά η εθνοκεντρική διάσταση της ιστορικής γνώσης και οι στόχοι του ιστορικού μαθήματος εντάσσονται σ΄ένα ευρύτερο πολιτικό στόχο : τη διαμόρφωση της εθνικής ομοιογένειας ως βασικού στοιχείου της εθνικής συγκρότησης και ολοκλήρωσης. ” Η διαδικασία συγκρότησης εθνών (και κατάταξης – ένταξης κάθε ανθρώπου σε ένα έθνος) συνίσταται στην εθνικοποίηση των πληθυσμών, οι οποίοι αποκτούν εθνική ταυτότητα και εγκαλούνται / αναγνωρίζονται στο όνομα του εθνικού μορφώματος , του οποίου φέρουν το όνομα. ”1
Αυτό επιτυγχάνεται με τη δράση του ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού , δηλ. με τη συνδυασμένη επίδραση της οικογενειακής και γλωσσικής κοινωνικοποίησης. Η κατασκευή της εθνικής γλώσσας και κοινής παράδοσης γίνεται δυνατή μέσω του σχολείου και της οικογένειας που μορφοποιούν τη ”φανταστική εθνικότητα” , την ιδέα (και πρακτική) της ένταξης σε ορισμένο έθνος” 2 Η διδασκαλία της ιστορίας και οι στόχοι της διαμορφώνονται στα πλαίσια αυτού του πολιτικού ρόλου του κρατικού μηχανισμού και ειδικά της εκπαίδευσης.
Η ιστορία για πρώτη φορά εντάσσεται ως αυτόνομο μάθημα στο ελληνικό σχολείο με το πρόγραμμα του 1881. Στην περίοδο από τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους ως το 1880 ούτε αυτόνομο μάθημα είναι ούτε διδάσκεται στο σύνολο των σχολείων της χώρας. Όπως μας λέει η Ε. Αβδελά : ” στην πράξη ιστορία μαθαίνουν μόνον όσα παιδιά φοιτούν στα σχολεία που βρίσκονται στις πρωτεύουσες των επαρχιών.”3 Η διδασκαλία της αφορούσε κυρίως την ελληνική ιστορία και έπρεπε να προσφέρεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ”και θέλει εμπνέει εις του μαθητάς του την αγάπη της αρετής και την αποστροφήν της κακίας , το σέβας προς τα καθεστώτα , τον πατριωτισμόν και τας κοινωνικάς αρετάς.”4 Βλέπουμε ότι και στην περίοδο πριν το 1880 η ιστορική διδασκαλία εντάσσεται στο ρόλο της εκπαίδευσης στα πλαίσια του ,εθνικού – αστικού κράτους. Πρώτα ως προς την ύλη του μαθήματος βλέπουμε ότι αυτή είναι απ’ την ελληνική ιστορία. Και δεύτερον ως προς του στόχους βλέπουμε ότι η καλλιέργεια του πατριωτισμού είναι και σ΄ αυτή την περίοδο ένας από τους βασικούς στόχους του μαθήματος , μαζί με το σέβας προς τα καθεστώτα. Η περίοδος που εγκαινιάζεται με το πρόγραμμα του 1881 είναι περίοδος αλλαγής δεδομένων σε κοινωνικό , εκπαιδευτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Στο κοινωνικό , έχουμε την ένταση των προσπαθειών για αστικό μετασχηματισμό των δομών της νεοελληνικής κοινωνίας (σύνταγμα του 1864 , εκβιομηχάνιση και θεμελίωση του κοινοβουλευτισμού στην τρικουπική περίοδο , κ.α) Στο εκπαιδευτικό , έχουμε την εγκατάλειψη της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και στην αντικατάστασή της από την συνδιδακτική , καθώς επίσης και τη διαμόρφωση νέων αναλυτικών προγραμμάτων και εκπαιδευτικών στόχων. Στο ιδεολογικό επίπεδο έχουμε την παραγωγή ολοκληρωμένης άποψης για την ιστορική εξέλιξη του ελληνικού έθνους που εκφράζεται με τη δημιουργία του τρίσημου σχήματος της ελληνικής ιστορίας από τον Κ. Παπαρρηγόπουλο , (αρχαιότητα , Βυζάντιο , Νέος Ελληνισμός) Στο πρόγραμμα του 1881 ”σκοπός του μαθήματος δηλώνεται ότι είναι η ηθική μόρφωση του παιδιού , η ανάπτυξη του εθνικού φρονήματος και φιλοτιμίας και συγχρόνως η συστηματοποίηση των ιστορικών γνώσεων που διδάσκονται.” 5 Το πρόγραμμα ενσωματώνει τη νέα ιστοριογραφική αντίληψη και στα χαρακτηριστικά της σχολικής ιστοριογραφίας θα ενταχθούν η αρχαιολατρία , το Βυζάντιο και η νεότερη ιστορία , ” προς επίρρωσιν του εθνικού φρονήματος” 6
Το πρόγραμμα του 1881 θα γίνει για πολλές δεκαετίες η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η διδασκαλία της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο. Οι στόχοι του και η αντίληψη για την ελληνική ιστορία αποτέλεσαν και συνεχίζουν εν μέρει και σήμερα ν΄ αποτελούν το θεμέλιο της εθνοκεντρικής αντίληψης για την ιστορική γνώση. Τα επόμενα αναλυτικά προγράμματα μέχρι το 1936 δεν πρόκειται ν΄ αλλάξουν αυτές τις θεμελιακές συντεταγμένες διδασκαλίας του μαθήματος. 7
Σύνταξη νέου αναλυτικού προγράμματος που αναφέρεται στους στόχους του μαθήματος αναλυτικά έχουμε στο τέλος της δεκαετίας του 50. Συγκεκριμένα το αναλυτικό πρόγραμμα του 1957 για το ιστορικό μάθημα στο δημοτικό σχολείο προβλέπει ως στόχο : να βοηθήσει τον μαθητή ν΄αποχτήσει ”γνησίαν ιστορικήν συνείδησιν” 8 Στα πλαίσια αυτού του στόχου χρειάζεται οι μαθητές ” να γνωρίσουν τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων τους δια των οπίων ούτοι εθεμελίωσαν , ανέπτυξαν και εκληροδότησαν εις ημάς τον ελληνικόν πολιτισμόν και το ελεύθερον ελληνικόν κράτος. ”9 Επίσης να νιώσει ο μαθητής ότι βρίσκεται ” εις ακατάλυτον δεσμόν με το έθνος και να διαμορφωθεί εις την ψυχήν του ζωηρόν αίσθημα σεβασμού προς το μέγα παρελθόν της ελληνικής πατρίδος , συναίσθησις ευθύνης δια το μέλλον της και προθυμίαν προς υπεράσπισιν αυτής” 10 Αυτά τα πράγματα γράφονται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και χαρακτηρίζεται από έντονο αντικομουνισμό και διάθεση καταστολής κάθε άποψης διαφορετικής από τις εθνικόφρονες λογικές της εποχής. Όσο κι αν το πρόγραμμα του 1957 δεν εφαρμόστηκε δεν έχουμε κανένα λόγο ν΄ αμφιβάλλουμε ότι τα πράγματα μέσα στο σχολείο όσον αφορά την ιστορική διδασκαλία κινήθηκαν σ΄ αυτό το πνεύμα και μ΄ αυτή τη νοοτροπία. Το αναλυτικό πρόγραμμα του 1969 εκφράζοντας την εκπαιδευτική πολιτική της δικτατορίας θα φέρει τη λογική του εθνικού φρονηματισμού στο απώγειό της. Με τη μεταπολίτευση θα αλλάξουν σ΄ έναν ορισμένο βαθμό τα πράγματα , χωρίς όμως να τροποποιηθούν στην ουσία τους. Το αναλυτικό πρόγραμμα του 1977 που συντάσσεται από το ΚΕΜΕ ορίζει ως στόχους του μαθήματος ” την κατανόηση των πολιτικών γεγονότων και των πολιτισμικών στοιχείων που συνθέτουν το παρελθόν και παρόν του έθνους , την ανάπτυξη του αισθήματος φιλοπατρίας και την προετοιμασία για ευσυνείδητη και ελεύθερη συμμετοχή στη ζωή του ελληνικού λαού και της ευρύτερης κοινότητας των λαών.”11 Είναι φανερό ότι ”δεν βρισκόμαστε μπροστά σε κάποια τομή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες , αλλά απλώς σε μια διεύρυνση των στόχων που ανατίθενται στο μάθημα της ιστορίας.”12Αντιλαμβανόμαστε από την ιστορική αναδρομή στους σκοπούς των αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος ότι η εθνοκεντρική λογική και ο εθνικός φρονηματισμός παραμένουν οι βασικοί άξονες με τους οποίους γίνεται η διδασκαλία της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο. Κάθε άλλος στόχος που είναι σε διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτόν είτε ακυρώνεται ( πρόγραμμα του 1957 και 1969) είτε υποτάσσεται σ’ αυτόν.
Η διαμόρφωση του στόχου της εθνικής διαπαιδαγώγησης μέσω του ιστορικού μαθήματος και γενικά του εκπαιδευτικού συστήματος έχει να κάνει όπως είπαμε με τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στα πλαίσια της εθνογένεσης και της δημιουργίας εθνών – κρατών. Θεωρητικά στηρίχτηκε σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το έθνος που διαμορφώθηκε τον 19ο αιώνα από την επικρατούσα τότε ρομαντική σκέψη. Η εμφάνιση των εθνών έχει να κάνει με ειδικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια ορισμένη φάση της κοινωνικής εξέλιξης. Το έθνος είναι φαινόμενο κοινωνικό , προϊόν της ίδιας της ιστορίας και όχι το αντίθετο. Η κυρίαρχη ιδεολογία το θεωρεί φαινόμενο φυσικό , έξω από ιστορικούς και κοινωνικούς καθορισμούς το οποίο υπάρχει αναλλοίωτο σ’ όλα τα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας. Σ’ αυτή τη θέση συμπυκνώνεται η θέση του ρομαντισμού για το έθνος.
Ο ρομαντισμός βρίσκεται στον αντίποδα της θεώρησης του κόσμου που προτείνει ο διαφωτισμός.13 Στο διαφωτισμό η ιστορία διαμορφώνεται από τον ορθό λόγο και είναι μια πορεία προόδου του ανθρώπινου πνεύματος το οποίο από το σκοτάδι φτάνει στο φως. Αν στο διαφωτισμό τονίζεται το λογικό και το γενικό, στο ρομαντισμό τονίζεται το συναίσθημα και η ιδιαιτερότητα , η διαφορά σε αντίθεση με την ομοιομορφία , το συγκεκριμένο αντί για το αφηρημένο , το παρελθόν αντί για το μέλλον.14 Έτσι δημιουργούνται προϋποθέσεις για επιστημονική έρευνα κάθε έθνους χωριστά. Η συστηματική άνθιση του ρομαντισμού έγινε στη Γερμανία των αρχών του 19ου αιώνα σαν αντιπαράθεση με την ορθολογική σκέψη του Ναπολέοντα και των Γάλλων κατακτητών. Για τους ρομαντικούς το έθνος είναι ένα φαινόμενο βιολογικό και υπερβατικό , ένας οργανισμός που εκφράζει μια οργανωμένη και ιεραρχημένη κοινωνία στην οποία πρέπει να αναγνωρίζεται η ανισότητα και η ανομοιομορφία. Αρνείται την έννοια του ατόμου και των πολιτικών ελευθεριών , έννοιες που τις θεωρεί επικίνδυνες που οδηγούν στην αναρχία. Το άτομο πρέπει να ενταχθεί σ΄ένα ευρύτερο οργανωμένο σύνολο που είναι το εθνικό κράτος. Η αναφορά του για την κοινωνική οργάνωση είναι το κοινωνικό σύστημα του Μεσαίωνα.15
Πρότυπο εθνικό κράτος είναι για τους ρομαντικούς είναι αυτό στο οποίο υπάρχει γλωσσική συνοχή του κράτους. Επίσης οι άνθρωποι σε μια τέτοια κρατική οργάνωση πρέπει να έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και την ίδια παράδοση δικαίου. 16
Ο Φίχτε στους περίφημους ”Λόγους προς το Γερμανικό Έθνος” , προχωρεί τη ρομαντική αντίληψη του έθνους ως τα άκρα. Προσπαθεί να θεμελιώσει τον γερμανικό εθνικισμό πάνω στην ιδέα της καθαρότητας του γερμανικού έθνους και μιλάει για τον αρχέγονο λαό που υπάρχει καθεαυτόν και δεν είναι συνάρτηση ούτε της ιστορίας ούτε του πολιτισμού. Είναι απόλυτος λαός , κατεξοχήν λαός” 17 Ο ρομαντισμός θεμελιώνει την ιδέα του έθνους στη λεγόμενη συνείδηση του αίματος.18Έτσι η ρομαντική θεωρία είναι αυτή που προσφέρει τα ιδεολογικά εργαλεία στον εθνικισμό , προωθώντας μια αντίληψη της ιστορίας και του εθνικού φαινομένου κατεξοχήν ανιστορική , ωστόσο άκρως αποτελεσματική για την εθνική ολοκλήρωση που πραγματοποιούνταν την εποχή αυτή.
Η σχολική ιστοριογραφία έχει θεμελιωθεί θεωρητικά πάνω στη ρομαντική αντίληψη της ιστορίας και καλλιέργησε τις βασικές της εκδοχές ( πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια , ανωτερότητα του έθνους , ακατάλυτη ιστορική συνέχεια από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή κλπ), σε πείσμα ακόμα και της ιστορικής πραγματικότητας που υποτίθεται ότι ανέλυε με αντικειμενικό τρόπο. Έτσι η αποδοχή αυτή της άποψης για την ελληνική πραγματικότητα έχει μια σειρά συνέπειες για τον τρόπο που παρουσιάζεται η εικόνα του ελληνικού έθνους στα σχολικά εγχειρίδια. Βασικοί άξονες αυτής της εικόνας όπως έχουν αναλυθεί από την Α.Φραγκουδάκη στο κείμενό της για τις ” Πολιτικές συνέπειες της ανιστορικής παρουσίασης του ελληνικού έθνους” , είναι :
α. Η άποψη του ελληνικού σχολείου για το έθνος και τον πολιτισμό είναι διαμορφωμένη με βάση το στερεότυπο της δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας. Ο ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζεται σαν αναλλοίωτος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η ελληνικότητα εμφανίζεται ως μη υποκείμενη σε επιδράσεις και το ελληνικό έθνος εμφανίζεται σαν μια οντότητα φυσική και υπερβατική.
β. Καλλιεργείται συστηματικά από το σχολείο ο πατριωτισμός σαν μια από τις σπουδαιότερες εθνικές αξίες και η καλλιέργεια απευθύνεται τόσο στο ατομικό επίπεδο όσο και στο συλλογικό , ειδικά σε κράτη με ιδιαίτερη ανομοιογένεια.
γ. Όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα αποκρύπτουν ότι η έννοια του έθνους δομείται ιεραρχικά.19
Η τελευταία αυτή διαπίστωση μπορεί να γίνει αφετηρία μιας ουσιαστικής κριτικής προς το εθνικό φαινόμενο και την αντίληψη της σχολικής ιστοριογραφίας ή γενικά της εθνικής ιστοριογραφίας γι’ αυτό. Πρέπει να καταδειχτεί η συμβολή του έθνους ως υλικής και συμβολικής έννοιας στην εδραίωση και αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών (καπιταλιστικών) κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και εξουσίας. Ότι δηλ. η πραγματικότητα κάθε έθνους είναι ο κοινωνικός διχασμός που το διακρίνει. Ότι η εθνική ιδιότητα μπορεί να συγκαλύπτει την ταξική διάσταση των υποκειμένων που τη συγκροτούν άρα τη νομιμοποιεί και την αναπαράγει. Ότι το έθνος και η εθνική ομογενοποίηση υπήρξε και συνεχίζει να είναι μια βασική προϋπόθεση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που έχει ανάγκη τη λειτουργία μιας εδαφικά προσδιορισμένης γεωγραφικής επικράτειας και πολιτισμικά ομογενοποιημένης κοινωνίας προκειμένου να λειτουργήσει. Ότι η εθνική ομογενοποίηση υπήρξε και ιστορικά η μορφή κοινωνικής ενότητας που χρειάζεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής , αντικαθιστώντας τον φεουδαλικό κατακερματισμό. Ότι τα έθνη δεν είναι φυσικά φαινόμενα αλλά ιστορικοί καρποί , ότι δεν υπήρξαν πάντα ούτε θα υπάρχουν για πάντα. Αυτές οι σκέψεις – άξονες νομίζουμε ότι μπορούν να βάλουν τα θεμέλια για συνολική απομυθοποίηση του εθνικισμού και όχι για την προσαρμογή του στα δεδομένα που απαιτεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ζητούμενο είναι σήμερα το συνολικό ξεπέρασμα και των δύο μορφών της αστικής κυριαρχίας.
ΧΡ.ΡΕΠΠΑΣ
1. Αναφέρεται στο βιβλίο των Δ. Δημούλη – Χρ. Γιαννούλη : Έθνη – Τάξεις – Πολιτική : H Διαλεκτική του πολέμου , εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ , Αθήνα 1995 , σελ. 124
2.Δ. Δημούλης – Χ. Γιαννούλη : Έθνη – Τάξεις – Πολιτική : Η Διαλεκτική του Πολέμου , εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ , Αθήνα 1995, σελ.124- 125
3.Ε. Αβδελά : Ιστορία και Σχολείο , εκδ. νήσος , Αθήνα 1998 , σελ. 18
4.Ε. Αβδελά : Ιστορία κλπ , Αθήνα 1998 , σελ. 19
5.E. Αβδελά : όπ. παρ. σελ. 19
6.Ε. Αβδελά : οπ. παρ. 20
7.Ε. Αβδελά : σελ. 21
8.Ε.Αβδελά : σελ. 22
9. Ε.Αβδελά : σελ. 22
10. Ε. Αβδελά : σελ. 22
11. Ε. Αβδελά: σελ.24
12. Ε. Αβδελά : σελ. 25
13.Α. Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , εκδ. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ , Αθήνα 1978 , σελ. 27
14. Α. Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , σελ. 27
15. Α. Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας σελ. 29 – 30
16. Α.. Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , σελ. 29
17. Α. Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας , σελ. 30 –31
18. Α.Κυριακίδου – Νέστορος : Θεωρία σελ. 24 – 25
19. Α.Φραγκουδάκη : Οι πολιτικές συνέπειες της ανιστορικής παρουσίασης του ελληνικού έθνους , στο Α. Φραγκουδάκη – Θ. Δραγώνα (επιμ) : ” Τι είναι οι πατρίδα μας ;” ΕΘΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ , εκδ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ , Αθήνα 1997 σελ. 143 – 198
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ” ΡΩΓΜΕΣ εν τάξει ” , ΜΑΪΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001, τευχ. 10, σελ. 48 – 51