εγγλεζικος μυθος

“Κάποτε ένα γαϊδούρι έπεσε σε ενα άδειο πηγαδι.  Ο ιδιοκτήτης του γαιδάρου το κοίταγε και σκεφτοταν πώς να το βγαλει. οταν ειδε οτι δε θα τα καταφερνε, αποφάσισε να θάψει το γαϊδουράκι του ζωντανο!   Έτσι, ο αγρότης καλεί τους γείτονές του να ριξουν  χώμα με φτυάρια.

Στην αρχή ο γάιδαρος φοβήθηκε και πανικοβλήθηκε. Μετά απο κάποια στιγμή συνειδητοποιησε ότι αν κουνάει  την πλάτη του το χώμα πεφτει, το έδαφος γινεται υψηλότερο. Συνέχισε να ανακινεί το χωμα και σιγα σιγα το πηγάδι γεμισε.           αφηνουμε στη φαντασία σας το τι εκανε ο γάιδαρος στο γεωργό και τους γείτονές του, όταν βγήκε από το πηγάδι…”

Φορντισμός, μεταφορντισμός και συνδικάτα

Φορντισμός, μεταφορντισμός και συνδικάτα

1.  Φορντισμός

Ο σύγχρονος συνδικαλισμός πρωτοεμφανίζεται τον 19ο αιώνα όταν επικρατεί στη Δύση η Βιομηχανική Επανάσταση και εμπεδώνεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας μόνο όταν ο κύριος όγκος της παραγωγικής εργασίας γίνεται από μισθωτούς εργάτες.Τα συνδικάτα τότε εμφανίζονται ως φορείς που εκπροσωπούν την εργατική τάξη και τη βοηθούν να αρθρώσει αποτελεσματικά διάφορα αιτήματά της, αιτήματα που εκείνη την εποχή, κατά βάση, ήταν η μείωση των ωρών εργασίας και η αύξηση των μισθών. Ως  φορείς που προασπίζονται τα εργατικά συμφέροντα (έστω με αμυντικό τρόπο) έχουν πρόβλημα νομιμοποίησης (θεσμικής και δικαιικής υφής) αφού (την περίοδο του λεγόμενου ανταγωνιστικού καπιταλισμού) αντιμετωπίζονται με τρομερή καχυποψία τόσο από τους μηχανισμούς και το πολιτικό προσωπικό του αστικού κράτους όσο και τους επιχειρηματίες. Ο φόβος αυτός ήταν δικαιολογημένος αφού ο σύγχρονος συνδικαλισμός είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις προκαπιταλιστικές συντεχνίες. Η διαφορά έγκειται στο ότι τα συνδικάτα εντάσσουν στους κόλπους τους μόνο εργαζομένους, ενώ οι προκαπιταλιστικές συντεχνίες όλα τα μέλη που δραστηριοποιούνται σε έναν παραγωγικό κλάδο – ασχέτως αν είναι εργοδότες ή εργαζόμενοι. Εκτός τούτου, τα συνδικάτα, ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, εμφανίζονται να παίζουν ρόλο και να επηρεάζουν το κομματικό σύστημα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα, τα συνδικάτα εμφανίζονται να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία σοσιαλιστικών κομμάτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρόλο των γερμανικών συνδικάτων στην ίδρυση του SPD (πρόγραμμα Γκότα) και κυρίως το ρόλο των αγγλικών συνδικάτων στην ίδρυση του Labour Party. Παρότι πολλές φορές αναφέρθηκαν σε κοινοτιστικές αξίες για να κινητοποιήσουν πληθυσμούς, είναι σαφώς «παιδιά της νεωτερικότητας», νεωτερικοί θεσμοί, που από την αρχή συνδέθηκαν με τις κοινωνικές συγκρούσεις τις οποίες δημιούργησε ο καπιταλισμός (εμφανιζόμενα μάλιστα ως εκπρόσωποι της μιας πλευράς).

Ωστόσο, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές κοινωνίες εισάγονται σε ένα νέο στάδιο εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή τον λεγόμενο οργανωμένο καπιταλισμό ή φορντισμό. Σε αυτή τη νέα ιστορική φάση (αντίθετα από το παρελθόν) η δράση των συνδικάτων νομιμοποιείται. Μάλιστα, δεν είναι μόνο ότι η δράση των συνδικάτων νομιμοποιείται, αλλά ότι αναγνωρίζονται απ’ όλο το πολιτικό σύστημα (κράτος, κυβέρνηση, κόμματα – ακόμα και τα δεξιά ) ως οι κατεξοχήν θεσμοί της κοινωνίας που αντιπροσωπεύουν την εργατική τάξη στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες , υπό την «ουδέτερη»  διαιτησία του κράτους.Οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονταν σε κεντρικό, εθνικό επίπεδο  και κατέληγαν στην υπογραφή εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας ήταν αποτέλεσμα θεσμοποιημένων συλλογικών διαπραγματεύσεων, ουσιαστικά ενείχαν θέση νόμου και κανείς δεν μπορούσε να παραβιάσει τους όρους τους, που διακανόνιζαν μια σειρά ζητήματα. Η μη παραβίαση των όρων τους εξασφαλιζόταν πρακτικά από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις, ασκώντας κεϋνσιανή δημοσιονομική πολιτική, ρύθμιζαν τις ουσιαστικά «κλειστές»  εθνικές τους οικονομίες.  Αλλά και οι επιχειρηματίες δεν είχαν λόγο να μην δεχτούν τις διευθετήσεις των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αφού εξασφάλιζαν την αποδοχή του καπιταλισμού από τους εργαζομένους. Εκείνη την εποχή κάνουν την εμφάνισή τους και οι λεγόμενες κλαδικές συμβάσεις εργασίας  οι οποίες πραγματοποιούνταν, ως επί το πλείστον, υπό τη διαιτησία του κράτους.

Ταυτόχρονα, την περίοδο του φορντισμού, συνέβη και μια άλλη αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης των συνδικάτων. Πλέον, ο χώρος των συνδικάτων εμφανίζεται να συγκροτείται, κατά βάση, από έναν περιορισμένο αριθμό μοναδικών, υποχρεωτικών, μη ανταγωνιστικών, λειτουργικά οροθετημένων και ιεραρχημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων που διαθέτουν κρατική άδεια. Το προαναφερθέντα μαζί με την ύπαρξη της λεγόμενης τριμερούς συλλογικής διαπραγμάτευσης (η οποία είναι θεσμοθετημένη) αποτελούν στοιχεία κορπορατισμού. Βέβαια, δεν έχουμε σε όλες τις χώρες κορπορατισμό, παρ’ όλ’ αυτά ο κοινωνικός κορπορατισμός αποτελεί, τρόπον τινά, τον «ιδεότυπο» του τι συνέβαινε τη συγκεκριμένη περίοδο. Πολιτικά πάντως τη συγκεκριμένη περίοδο τα συνδικάτα (που σχεδόν πάντα όλα μαζί απαρτίζουν μια εθνική συνομοσπονδία, λ.χ. DGB, TUC) έχουν στενές σχέσεις με τα εργατικά ή τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της χώρας, στα οποία μάλιστα παίζουν σημαντικό ρόλο αφού διαθέτουν μεγάλη εσωκομματική δύναμη (ακόμη και καταστατικά κατοχυρωμένη(!), π.χ. Labour Party). Βέβαια, όπως τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής έτσι και τα συνδικάτα  έχουν σε μεγάλο βαθμό απο-ριζοσπαστικοποιηθεί ιδεολογικά. πλέον δεν ζητούν την ανατροπή του καπιταλισμού.

Ωστόσο, όλα τα προηγούμενα βασίζονταν σε έναν συγκεκριμένο τύπο οργάνωσης της επιχείρησης και της οικονομίας, σε μια συγκεκριμένη δομή του εργατικού δυναμικού και σε ένα συγκεκριμένο είδος εργασιακών σχέσεων. Στο φορντισμό έχουμε συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και της παραγωγής, η οποία πραγματοποιείται σε μεγάλα εργοστάσια. Σε αυτά τα μεγάλα εργοστάσια παράγονταν, σε μεγάλες ποσότητες, τυποποιημένα προϊόντα τα οποία τα κατασκεύαζαν ημιειδικευμένοι, χειρώνακτες εργάτες και τα σχεδίαζαν ειδικευμένοι τεχνίτες, οι οποίοι μαζί με τους διευθυντές της επιχείρησης αποτελούσαν την ελίτ, τρόπον τινά, της επιχείρησης. Με άλλα λόγια, υπήρχε, στην εποχή της λεγόμενης «μαζικής παραγωγής», ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, οι χειρώνακτες εργάτες ουδόλως θεωρούσαν ότι η εταιρεία που δούλευαν είναι η «εταιρεία μας».

Τις εργασιακές σχέσεις την εποχή του φορντισμού θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει ανελαστικές. Οι εργασιακές σχέσεις την περίοδο του οργανωμένου καπιταλισμού ήταν ανελαστικές με την έννοια ότι η απόλυση του εργατικού δυναμικού ήταν κάτι πολύ δαπανηρό και δύσκολο για τον επιχειρηματία, αφού το κόστος ήταν μεγάλο επειδή η επιχείρηση έπρεπε να καταβάλει αποζημίωση στους απολυμένους. Εκτός αυτού, ανελαστικές εργασιακές σχέσεις σήμαινε ότι ο εργάτης διέθετε σταθερό ωράριο (οκτάωρο), ότι από την πρώτη στιγμή που προσλαμβανόταν θα έπαιρνε τον οριζόμενο από τη συλλογική σύμβαση εργασίας μίνιμουμ μισθό και θα απολάμβανε και κοινωνική ασφάλιση.

Εντούτοις, αν και τα συνδικάτα την εποχή αυτή διαθέτουν μεγάλη οργανωτική πυκνότητα, οι εργάτες δεν συμμετέχουν το ίδιο ενεργά με το παρελθόν σε αυτά, επειδή έχουν μετατραπεί σε μεγάλες γραφειοκρατίες, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το ρόλο των απλών μελών και τη δύναμη των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι τα συνδικάτα, εκείνη την περίοδο, διέθεταν μεγάλη δύναμη αφού ήταν οι αναγνωρισμένοι, από το κράτος, εκπρόσωποι του ενός «κοινωνικού εταίρου» και κατά συνέπεια συμμετείχαν –ως ένα από τα μέρη της τριμερούς διαπραγμάτευσης– στη διαμόρφωση των όρων της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, και άρα στη διαμόρφωση της κοινωνικής και της οικονομικής, εν πολλοίς, πολιτικής.  Εξάλλου, ενισχυτικό της δύναμης των συνδικάτων είναι η μεγάλη οργανωτική τους πυκνότητα, αλλά και η μεγάλη εσωκομματική δύναμη που διέθεταν στα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής – με επακόλουθο τα συνδικάτα να έχουν σοβαρό λόγο στη διαμόρφωση της πολιτικής τους. Από την άλλη, όμως, ο κοινωνικός κορπορατισμός (και όπου δεν υπήρχε κορπορατισμός, ο εν γένει τύπος δράσης των συνδικάτων και η σχέση τους με το πολιτικό σύστημα) αποτελούσε μια στρατηγική αναπαραγωγής του καπιταλισμού.  Με άλλα λόγια, όλος ο ρομαντισμός της Αριστεράς καθώς και όλοι οι αφορισμοί των νεοφιλελευθέρων αγνοούν ότι η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος ήταν η «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού.

2.Μεταφορντισμός

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 θεωρείται ορόσημο που σηματοδοτεί τον ερχομό πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στις χώρες τις Δύσης. Ωστόσο, το φαινόμενο εκείνο που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του πολιτικού κλίματος γενικά, αλλά και σε σχέση με τα συνδικάτα ειδικά, ήταν η δημοσιονομική κρίση του κράτους. Έτσι, τη δεκαετία του ’70 εμφανίζεται το κράτος –το οποίο έπαιζε μεγάλο ρόλο στην οικονομία– να έχει τεράστια χρέη, αφού τα έξοδά του (σε αντίθεση με τα έσοδα) είναι πολύ μεγάλα. Ταυτόχρονα, κάνει την εμφάνιση του, την ίδια δεκαετία, το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή συνυπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ανεργίας με υψηλό πληθωρισμό.

Υπεύθυνο για όλα θεωρήθηκε από τους φιλελευθέρους το υπερβολικά παρεμβατικό στην οικονομία, διογκωμένο και «υπερφορτωμένο» κράτος. Υποστήριξαν ότι πρέπει να ακολουθηθεί μια πολιτική μείωσης του δημόσιου τομέα (ιδιωτικοποιήσεις) και «αποδόμησης» του κράτους πρόνοιας. Επίσης πρότειναν την απορρύθμιση των αγορών αλλά και της αγοράς εργασίας. Ενώ αρχικά η νεοφιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων είχε απήχηση μόνο σε ακαδημαϊκούς κύκλους, στη συνέχεια έγινε αποδεκτή από το κομματικό σύστημα και τις κυβερνήσεις των δυτικών χωρών. Αυτό είχε μεγάλες συνέπειες για τα συνδικάτα: τα κόμματα και οι κυβερνήσεις, έχοντας αποδεχτεί τη νεοφιλελεύθερη θεώρηση των πραγμάτων, δεν αντιμετωπίζουν, πλέον, τα συνδικάτα ως εκπροσώπους του ενός κοινωνικού εταίρου, τους οποίους πρέπει να σέβονται και με τους οποίους να συνομιλούν αλλά ως συντεχνίες που εμποδίζουν την πραγμάτωση των μεταρρυθμίσεων εκείνων που είναι αναγκαίες για την έξοδο από την οικονομική κρίση. Πρέπει να επισημανθεί ότι η αποδοχή της νεοφιλελεύθερης και αντισυνδικαλιστικής ρητορικής και πρακτικής δεν υιοθετήθηκε απ’ όλα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις με τον ίδιο ρυθμό, ούτε εκφράστηκε με την ίδια οξύτητα. Για παράδειγμα τα σοσιαλιστικά κόμματα (αν και όχι πάντοτε…) δεν υιοθέτησαν άμεσα τον όρο «συντεχνίες». Ωστόσο, η τάση που επισημάναμε είναι γενική, τα σοσιαλιστικά κόμματα, έχοντας επηρεαστεί από το νεοφιλελεύθερο ηγεμονικό πολιτικό λόγο, επιδιώκουν να απομακρυνθούν από την (παραδοσιακά μεγάλη) επιρροή των εργατικών συνδικάτων, δηλαδή θέλουν να μειώσουν το ρόλο που παίζουν τα συνδικάτα στο εσωτερικό τους, για να εμφανιστούν ως αξιόπιστοι διαχειριστές της καπιταλιστικής οικονομίας και εγγυητές της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.  Εξάλλου, και ως κυβέρνηση ακολουθούν μια, νεοφιλελεύθερη στον πυρήνα της, πολιτική που αν δεν συγκρούεται άμεσα, πάντως έμμεσα υπονομεύει τη δύναμη των συνδικάτων. Χαρακτηριστική είναι η πολιτική των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στη Γαλλία (μετά το ’83) και στην Ισπανία τη δεκαετία του ’80.

Ο ιδεότυπος των εξελίξεων είναι η Αγγλία. Αρχικά, με την εκλογή στην ηγεσία του συντηρητικού κόμματος της Θάτσερ (το 1976) επιβάλλεται η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία στο εσωτερικό των Tories, νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που θα μετατραπεί σε κυβερνητική πολιτική το 1979 (με τη νίκη της Θάτσερ). Έτσι, η αγγλική κυβέρνηση θα ακολουθήσει, στο πλαίσιο της συνολικής της πολιτικής, μια σκληρή γραμμή σύγκρουσης με τα συνδικάτα, τα οποία θα επιχειρήσει να αποδυναμώσει ακόμη και με νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως τα περιβόητα μέτρα «εκδημοκρατισμού» των συνδικάτων. Παράλληλα, το Εργατικό Κόμμα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 προσπαθεί (μετά από έντονες εσωκομματικές συγκρούσεις) να απαλλαγεί από την παραδοσιακά και καταστατικά κατοχυρωμένη, ισχυρή επιρροή των (μη δημοφιλών) συνδικάτων. Η διαδικασία αυτή θα ολοκληρωθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την επικράτηση του Τόνι Μπλαιρ. Εξάλλου, την ίδια περίοδο γενικά τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη προσπαθούν να απαλλαγούν από την (μεγάλη παραδοσιακά) επιρροή των συνδικάτων για να ασκήσουν (ή αν είναι αντιπολίτευση να πείσουν ότι θα ασκήσουν) μια οικονομική πολιτική που δεν θα οδηγήσει σε οικονομική κρίση και σε μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας.

Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι αποτελεί πλέον δομικό χαρακτηριστικό της μεταφορντικής περιόδου η αισθητή αποδυνάμωση του ρόλου και της σημασίας των δυτικοευρωπαϊκών συνδικάτων τόσο στη διαμόρφωση και υλοποίηση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής των δυτικοευρωπαϊκών κρατών όσο και στη διαμόρφωση της πολιτικής των δυτικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, η πολιτική Θάτσερ και η αλλαγή του ρόλου των συνδικάτων στο Εργατικό Κόμμα προκάλεσε αντιδράσεις και συγκρούσεις, έτσι και γενικά η αλλαγή της αντιμετώπισης των συνδικάτων από τις κυβερνήσεις και τα κομματικά συστήματα δεν ήταν μια ευθύγραμμη εξέλιξη, αλλά προωθήθηκε μέσα από αντιφάσεις.

3. Συνδικάτα και “αποδιοργανωμένος” καπιταλισμός

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες οι αναπτυγμένοι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί έχουν μετασχηματιστεί ριζικά σε όλα τα επίπεδα. μετά τη δεκαετία του ’70 οι δυτικές κοινωνίες έπαψαν να είναι φορντιστικές και μετατράπηκαν σε μεταφορντικές (ή κοινωνίες του “αποδιοργανωμένου” καπιταλισμού) και το γεγονός αυτό καθιστά αδύνατο να κατανοηθεί η αλλαγή του ρόλου των συνδικάτων χωρίς αναφορά στο συνολικό πλαίσιο αλλαγών που επιφέρει η μετάβαση από το φορντισμό στο μεταφορντισμό.

Το τέλος της πλήρους απασχόλησης είναι μία από τις αλλαγές που συντελούνται κατά τη μεταφορντική περίοδο και επηρεάζουν τα συνδικάτα. Για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα των αλλαγών που συντελούνται στο μεταφορντισμό (και τις συνέπειες στα συνδικάτα) πρέπει να δούμε  τις αλλαγές που συντελούνται στις εργασιακές σχέσεις, την αγορά εργασίας και τον τρόπο οργάνωσης της επιχείρησης.

Ως απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας και στο τέλος της πλήρους απασχόλησης της μεταφορντικής περιόδου προτάθηκαν και εφαρμόσθηκαν –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης– πολιτικές που στόχο είχαν την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την ευελιξία στην αγορά εργασίας.  Αυτό σημαίνει μια σειρά αλλαγών, όπως συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, ελαστικά ωράρια. Οι μεταβολές αυτές συχνά αποτυπώνονται και στη νομοθεσία. Το επιχείρημα υπέρ των αλλαγών αυτών ήταν πως αν ελαστικοποιηθούν οι εργασιακές σχέσεις και υπάρξει ευελιξία στην αγορά εργασίας, οι επιχειρήσεις (αφού δεν θα έχουν υποχρεώσεις όταν προσλαμβάνουν) θα προσλάβουν περισσότερο κόσμο – και άρα θα μειωθεί η ανεργία.  Βέβαια, η πραγματικότητα είναι ότι «ελαστικές εργασιακές σχέσεις» σημαίνει μετατροπή των όρων πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης υπέρ του κεφαλαίου.

Όμως, η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων σε συνδυασμό με την αλλαγή στον τρόπο οργάνωσης των επιχειρήσεων (just in time production, λιτή παραγωγή) έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της δομής του εργατικού δυναμικού, κάτι που πλήττει πολλαπλά τα συνδικάτα. Τώρα πλέον δεν βρισκόμαστε στην εποχή του φορντισμού, όταν συγκεντρωμένοι σε μεγάλα εργοστάσια ημιειδικευμένοι χειρώνακτες εργάτες (που παίρνουν εντολές από ένα κεντρικό management, το οποίο λειτουργεί στο πλαίσιο μιας αυστηρά ιεραρχημένης γραφειοκρατίας) κατασκευάζουν σε μαζικές ποσότητες τυποποιημένα προϊόντα που προορίζονται για μαζική κατανάλωση, αλλά στην περίοδο του μεταφορντισμού, όταν υπάρχουν από τη μια οι εργαζόμενοι του πυρήνα, οι οποίοι κατέχουν μια ποικιλία ικανοτήτων που τις χρησιμοποιούν με ευέλικτους τρόπους (και οι σχέσεις τους με το management στοχεύει στη δημιουργική συνεργασία – γενικά νιώθουν ότι η εταιρεία που δουλεύουν είναι εταιρεία «τους»), και από την άλλη οι εργαζόμενοι της περιφέρειας, δηλαδή ανειδίκευτοι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που μπορούν να εργαστούν μόνο σε χαμηλόμισθες εργασίες – συχνά σε «προσωπικές» εργασίες, που θυμίζουν την προ του φορντισμού περίοδο.  Εξάλλου, στη μεταφορντική περίοδο παράγονται «ευέλικτα» προϊόντα που προορίζονται να πωληθούν σε τμηματικές, κατακερματισμένες αγορές. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι μιλάμε απλώς για δυναμικές τάσεις που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, εξάλλου υπάρχουν και υβριδικές καταστάσεις,(π.χ. ο Harvey υποστηρίζει ότι εκτός των δύο ειδών εργαζομένων που προαναφέραμε υπάρχουν και οι εργαζόμενοι του «πρώτου περιφερειακού γκρουπ»). Το γεγονός πάντως είναι ότι τα συνδικάτα έχουν χάσει μεγάλο μέρος από το κατεξοχήν κοινό στο οποίο απευθύνονταν, ενώ συγχρόνως δεν μπορούν να έχουν απήχηση στους εργαζομένους του πυρήνα. Ούτε όμως μπορούν να οργανώσουν ένα κατακερματισμένο και (κυρίως) εξαιρετικά αδύναμο (που, π.χ., μπορεί να απολυθεί οποιαδήποτε στιγμή) εργατικό δυναμικό.Σε καμιά περίπτωση δεν έχει πάψει να υπάρχει η εργατική τάξη.Και σήμερα κυρίαρχη μορφή εργασίας είναι η μισθωτή εργασία, μόνο που είναι κατακερματισμένη και η εκμετάλλευσή της από την αστική τάξη έχει γίνει μεγαλύτερη (σε σημείο που σε τομείς της οικονομίας να έχουμε επιστροφή στην απόλυτη υπεραξία ως την κυρίαρχη διαδικασία αναδιανομής!).

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, λόγω  της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης του διεθνούς νομισματικού και οικονομικού συστήματος, αλλά και των διακρατικων συμφωνιών (λ.χ. Μάαστριχ), έχει συντελεστεί ένα (μεγαλύτερο από το παρελθόν) άνοιγμα των οικονομικών συνόρων, με την έννοια ότι σήμερα σε αντίθεση με το παρελθόν είναι πολύ πιο εύκολο για το κεφάλαιο να κινείται στον διεθνή χώρο. Επομένως, αυτό που συντελείται σήμερα, και αποτελεί ριζική διαφορά με το φορντικό παρελθόν, είναι η δραστική μείωση της κεντρικής κρατικής ρύθμισης προστατευόμενων εθνικών οικονομιών και αγορών. Με άλλα λόγια, στο μεταφορντισμό οι εθνικές οικονομίες δεν είναι ιδιαίτερα προστατευμένες και  δεν ρυθμίζονται, διαμέσου κεϋνσιανών πολιτικών, από ένα κυβερνητικό/κρατικό management.

Τα παραπάνω  σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις μπορούν ευκολότερα να απομακρύνουν τα κεφάλαια που έχουν επενδύσει σε μια χώρα και να τα μετακινήσουν σε μια άλλη, επίσης σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν πλέον (σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο παρελθόν) τη δυνατότητα να επενδύουν όπου τους προσφέρονται οι καλύτερες, για τις ίδιες, συνθήκες: υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, καλύτερες υποδομές, περισσότερο αναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποδοτικότερες κρατικές υπηρεσίες, εργατικό δυναμικό υψηλής εκπαίδευσης και ειδίκευσης από τη μια και από την άλλη χαμηλό εργατικό κόστος, χαμηλή φορολογία, ελαστική νομοθεσία για περιβαλλοντικά ζητήματα  κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, η κάθε επιχείρηση εντάσσεται σε έναν αδυσώπητο διεθνή ανταγωνισμό, χωρίς να ελπίζει σε ισχυρή κρατική προστασία. Άρα η ανάπτυξη και η επιβίωσή της εξαρτάται (ή εμφανίζεται να εξαρτάται) από το αν είναι ανταγωνιστική, δηλαδή από το αν κατορθώσει να κρατήσει σε χαμηλό επίπεδο το κόστος παραγωγής.

Από τη στιγμή που λαμβάνουν χώρα τα προαναφερθέντα, μειώνεται το εύρος της διαπραγματευτικής ικανότητας των συνδικάτων. Πράγματι, τα συνδικάτα δεν μπορούν να προσέρχονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις(που γίνονται στο μεταφορντισμό όλο και περισσότερο στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης και όχι στο εθνικό ή κλαδικό επίπεδο) με «μαξιμαλιστικές» θέσεις, δηλαδή, με θέσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη της επιχείρησης να είναι ανταγωνιστική.  Ο λόγος είναι ότι, σε μια εποχή που το κεφάλαιο μπορεί εύκολα να μετακινηθεί και ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος, διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι μια επιθετική στρατηγική διεκδικήσεων από τα συνδικάτα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την απασχόληση του εργατικού δυναμικού, του οποίου τα συμφέροντα εκπροσωπούν. Το εργατικό δυναμικό σήμερα εμφανίζεται να εξαρτάται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν από την τύχη της επιχείρησης  (και τις προϋποθέσεις κερδοφορίας της, από τις οποίες εξαρτώνται και οι αποφάσεις της για το πού θα επενδύσει τα κεφάλαιά της), αφού αν μείνει άνεργο δεν θα μπορεί, σε μια εποχή ανεργίας και πάντως όχι πλήρους απασχόλησης, να βρει εύκολα εργασία (ή θα βρει με χειρότερους όρους).

Ένα άλλο γεγονός το οποίο πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι οι οργανωτικές δομές των συνδικάτων είναι, στη σημερινή εποχή της “αποκέντρωσης” των συλλογικών διαπραγματεύσεων, «παρωχημένες», με την έννοια ότι είναι κατάλληλες για διαπραγματεύσεις με εθνικές κυβερνήσεις και εθνικές ενώσεις εργοδοτών (για ρύθμιση εθνικών πολιτικών και εθνικών αγορών εργασίας) και όχι για διαπραγματεύσεις με ατομικές επιχειρήσεις.  Αυτό, όμως, έχει ως συνέπεια τα συνδικάτα να είναι πολύ λίγο αποτελεσματικά στις διαπραγματεύσεις «ευέλικτου τύπου», στις οποίες παίρνονται αποφάσεις για κάποια καίρια ζητήματα, όπως οι μισθοί, οι όροι πρόσληψης και απόλυσης εργατικού δυναμικού κ.ά.  (αποφάσεις που παίρνονταν στο φορντισμό μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις σε εθνικό επίπεδο). Άλλωστε, εξαιτίας (και) των προηγουμένων κάνει την εμφάνισή της μια αμφισβήτηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης από άλλες μορφές εκπροσώπησης και συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Βέβαια, όντας απαισιόδοξοι, θα λέγαμε ότι ουσιαστικά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όταν υποκαθίστανται, υποκαθίστανται από ατομικές συμβάσεις εργασίας.

Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο ατομικής επιχείρησης (και γενικά οι “αποκεντρωμένες” συλλογικές διαπραγματεύσεις του μεταφορντισμού), σε αντίθεση με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις του παρελθόντος [την τριμερή συνεργασία(συνδικάτο-εργοδοσία-κράτος)], δεν είναι θεσμοποιημένες (είναι μάλλον άτυπες) και δεν διαθέτουν κεντρικό ρυθμιστή, δηλαδή δεν παρεμβαίνει το κράτος (που ιστορικά έπαιξε το ρόλο του κεντρικού ρυθμιστή), το οποίο ναι μεν είναι ταξικό αλλά διαθέτει –δομικό στοιχείο του στον καπιταλισμό– “σχετική αυτονομία” και το οποίο από τη στιγμή που έπαιζε ρόλο ως ένα μέρος της τριμερούς συνεργασίας, έθετε ένα ζήτημα πολιτικής, δηλαδή, λάμβανε υπόψη μη αγοραία κριτήρια. Αντίθετα, οι λεγόμενες “αποκεντρωμένες” συλλογικές διαπραγματεύσεις αφήνουν ουσιαστικά όλα τα ζητήματα (μισθοί, ωράριο, δομή της αγοράς εργασίας) να (απο)ρυθμίζονται από την αγορά, δηλαδή τα υποτάσσει στα κριτήρια (ανόδου της) κερδοφορίας της μεμονωμένης επιχείρησης.

Επίλογος

Στον “αποδιοργανωμένο”/μεταφορντικό καπιταλισμό αμφισβητούνται  οι “μεγάλες αφηγήσεις”  και κατ’ επέκταση η δυνατότητα να ιεραρχούνται τα επιμέρους με βάση το “καθολικό”. Έτσι, από τη μια βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοσμοθέασης είναι η αμφισβήτηση όλων των “μεγάλων αφηγήσεων” ενώ από την άλλη το “καθολικό”, θεωρείται ύποπτο για ολοκληρωτισμό. Για τη μεταμοντέρνα προβληματική το μόνο που υπάρχει είναι τα διάφορα επιμέρους  (αιτήματα, κουλτούρα κ.ο.κ.). Έτσι, εν τέλει, θεωρήθηκε από τα υποκείμενα που ζουν στις σύγχρονες κοινωνίες ότι τα συνδικάτα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως άλλη μια ομάδα πίεσης που αρθρώνει επιμέρους αιτήματα μειοψηφικών, σε τελευταία ανάλυση, πληθυσμών.  Δεν υπάρχει λόγος να θεωρούνται τα συνδικάτα κάτι παραπάνω από οποιαδήποτε ομάδα πίεσης (να θεωρούνται, π.χ., «κοινωνικός εταίρος»). Αν κάναμε κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τη μεταμοντέρνα αντίληψη, θα υποτιμούσαμε τα αιτήματα άλλων ομάδων, θα προβαίναμε σε μια ιεράρχηση απαράδεκτη και εξουσιαστική.

Χαρης  Νικας

ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ


Iστορικά,
η καθιέρωση των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (όπως ονομαζόταν τότε) έγινε το 1926 με Προεδρικό Διάταγμα, ύστερα από αίτημα της ΔΟΕ (1922: ίδρυση ΔΟΕ, 1924: ίδρυση ΟΛΜΕ). Η παραχώρηση αυτή εντάσσεται στον πρόσκαιρο ριζοσπαστισμό του πολιτικού κλίματος μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου.
Οι αιρετοί λειτούργησαν ως αποφασιστικοί εταίροι στις κυβερνητικές αποφάσεις, αφού η εποχή αυτή σημαδεύεται από το κίνημα του Δημοτικισμού, την εισαγωγή των κομμουνιστικών θεωριών, καθώς και τις προσωπικότητες των Δελμούζου, Γληνού, Τριανταφυλλίδη με τις νέες-ριζοσπαστικές ιδέες τους.

Ιστορικά λοιπόν βλέπουμε ότι οι αιρετοί στα Υ.Σ. δεν ήταν κάποια κατάκτηση του εκπαιδευτικού ή συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά παραχώρηση της κυβέρνησης, προκειμένου να περνάει ευκολότερα αυτά που θέλει.

Τα περιφερειακά (ΠΥΣΠΕ-ΠΥΣΔΕ), κεντρικά (ΚΥΣΠΕ-ΚΥΣΔΕ) και ανώτερα (ΑΠΥΣΠΕ-ΑΠΥΣΔΕ) υπηρεσιακά συμβούλια λειτουργούν με 5 μέλη το καθένα, εκ των οποίων οι 2 είναι αιρετοί και οι 3 διορισμένοι της κυβέρνησης. Από τους 2 αιρετούς τις περισσότερες φορές ο ένας είναι της κυβερνώσας παράταξης και ο άλλος της αντιπολίτευσης.


Οι αιρετοί ισχυρίζονται ότι:

  • Συνεργάζονται με την ΟΛΜΕ, ΔΟΕ την συμβουλεύονται και δεσμεύονται από τις αποφάσεις των Γ.Σ. και των Δ.Σ.

  • Υπηρετούν τη διαφάνεια, νομιμότητα, αξιοκρατία και εν γένει τα συμφέροντα των συναδέλφων.

  • Αποκαλύπτουν τις αυθαιρεσίες της διοίκησης, εναντιώνονται σε αυτές και τις καταγγέλλουν στον κλάδο με σκοπό τις συλλογικές αντιδράσεις.

  • Δεν εμπλέκονται σε κομματικές σκοπιμότητες, αλισβερίσια, ρουσφέτια, μηχανορραφίες και δε χρησιμοποιούν τη θέση τους για προσωπική ανέλιξη.

  • Ενημερώνουν τακτικά αλλά και όποτε υπάρχει οποιοδήποτε θέμα τις Γ.Σ. και λογοδοτούν σε αυτές.


Μετά από αυτά, μπορούμε όλοι μαζί να γελάσουμε και να πούμε το επόμενο με τον Τοτό. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους αιρετούς είναι ακριβώς η άρνηση ΟΛΩΝ των παραπάνω.
Θυμίζουν θλιβερούς βλαχοδήμαρχους περασμένων εποχών. Εκλιπαρούν (γιατί άραγε;) για μια ψήφο, ακόμη και με μηνύματα στα κινητά. Μας χτυπάνε στην πλάτη υποσχόμενοι ότι θα μας εξυπηρετήσουν οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή και αν θέλουμε.

Όσο και αν προσπαθούν να πείσουν ότι η θέση τους βοηθάει στην αποκάλυψη των αυθαιρεσιών, στην ουσία ασκούν διοίκηση. Ακόμη και αυτός ο πλήρως ελεγχόμενος, συμβιβασμένος κομματικός συνδικαλισμός δεν έχει καταφέρει να νομιμοποιήσει στη συνείδηση των εκπαιδευτικών αυτά τα όργανα άσκησης εξουσίας.
Το κίνημα για το οποίο αγωνιζόμαστε, δεν έχει καμία θέση εκεί και το γνωρίζουν όλοι αυτό. Οι εκπαιδευτικοί δεν χρειάζονται κανέναν σε αυτά τα όργανα άσκησης εξουσίας. Γνωρίζουν πολύ καλά τι παίζεται στα υπηρεσιακά συμβούλια.
Τις επιθέσεις, αδικίες, αυθαιρεσίες οι εκπαιδευτικοί ποτέ δεν τις έμαθαν από οποιονδήποτε αιρετό, και ξέρουν να τις αντιμετωπίζουν μέσα από τα συλλογικά τους όργανα, που είναι οι σύλλογοι καθηγητών ή δασκάλων, οι γενικές συνελεύσεις, οι επιτροπές αγώνα.

Τα όργανα αυτά ως μόνο στόχο έχουν να υλοποιούν το πρόγραμμα του υπουργείου και της κυβέρνησης. Για να περάσουν όμως το οτιδήποτε χρειάζονται χειραγωγημένοι και ελεγχόμενοι εκπαιδευτικοί. Εδώ ακριβώς μπαίνει ο πραγματικός ρόλος των αιρετών, που καταφέρνουν αυτό μέσω των πελατειακών σχέσεων, των ρουσφετιών, ή των δήθεν ρουσφετιών αν κάποια αιτήματα είναι δίκαια.
Οι αιρετοί είναι πάντα ταυτισμένοι με τα διορισμένα μέλη των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, δρουν συμπληρωματικά της διοίκησης, έχουν αναλάβει ενεργό ρόλο στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Επιπλέον τα καθήκοντά τους είναι και πειθαρχικά, αφού οφείλουν να γνωμοδοτούν για τη μετάταξη ή απόλυση όποιου εκπαιδευτικού κριθεί δις “μη προακτέος”


Ενώ λοιπόν ο χαρακτήρας αυτών των οργάνων καταγγέλλεται από όλες τις αριστερές δυνάμεις, οι περισσότερες συμμετέχουν και νομιμοποιούν τη δράση των υπηρεσιακών συμβουλίων. Ο κόσμος της εκπαίδευσης και της εργασίας γενικότερα χτυπιέται και αυτοί έχουν βγει στο σεργιάνι για ψήφους (χωρίς όμως ψευδαισθήσεις όπως λένε και οι Παρεμβάσεις).


Τι να πρωτοθυμηθούμε από τη δράση τους. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το εξής τραγελαφικό:
Στις προηγούμενες κρίσεις διευθυντών σχολείων το 2007 (αγνοώντας επιδεικτικά τις αποφάσεις των ΕΛΜΕ για μη συμμετοχή) υπήρχαν αιρετοί σε αρκετά ΠΥΣΔΕ οι οποίοι ενώ ήταν υποψήφιοι διευθυντές, ταυτόχρονα βαθμολογούσαν στην προφορική συνέντευξη τους εαυτούς τους.
Κάποιοι βέβαια εντελώς υποκριτικά για να τηρήσουν τη δήθεν διαφάνεια, δεν απέσυραν την υποψηφιότητά τους από διευθυντές, αλλά στη διαδικασία της βαθμολόγησης, αξιολογούσαν όλους τους υπόλοιπους και μόλις ήταν η σειρά τους να αξιολογηθούν από το ΠΥΣΔΕ έβαζαν τον αναπληρωτή αιρετό να το κάνει.
Στις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων, των ΕΛΜΕ, της ΟΛΜΕ ώστε αφενός να παραιτηθούν από τη θέση του αιρετού όσοι θέλουν να είναι υποψήφιοι διευθυντές και αφετέρου να αρνηθούν να αξιολογήσουν συναδέλφους τους, οι περισσότεροι όχι μόνο δεν το έκαναν αλλά έγραψαν κανονικά αυτές τις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων.

Αψηφήστε τους
Οι αριστεροδεξιοί βαρώνοι της ιεραρχημένης κομματικής επιβολής καμία σχέση δεν έχουν με την εξυπηρέτηση των πραγματικών συμφερόντων των εργαζόμενων εκπαιδευτικών και μη παρά με την διαιώνιση του καθεστώτος της πιο γλοιώδους και ιδιοτελούς εξουσίας τους. Ποσώς ενδιαφέρονται για τα παιδιά και τα σχολεία.

Δεν ντρέπονται τις μέρες που αναμένεται το β’ κύμα περικοπών του μνημονίου, να μας ζητάνε εμπιστοσύνη και άλλα τέτοια ευτράπελα.


Στους μόνους που μπορούμε να εκφράσουμε εμπιστοσύνη είναι στους ίδιους μας τους εαυτούς τους εκπαιδευτικούς και από τα κάτω να ανατρέψουμε τον χειμώνα του άγριου καπιταλισμού.
Με ελεύθερα και ανθρώπινα σχολεία και ένα καλύτερο αύριο για μαθητές και καθηγητές, πέρα – έξω και ενάντια στο γραφειοκρατικό πανηγύρι της ήττας και της υποταγής, δήθεν με το λιγότερο κόστος.


Ψήφος στο πανηγύρι αυτό σημαίνει νομιμοποίηση των περικοπών στους μισθούς μας και στις συντάξεις στην κατάργηση του εφάπαξ και των επιδομάτων, αυτών που ήδη κόπηκαν καθώς και αυτών που θα κοπούν.


Αποχή από τις εκλογές για τα Υπηρεσιακά Συμβούλια


Αυτοοργάνωση – Αντίσταση – Αλληλεγγύη

Οκτώβρης 2010




Πρωτοβουλία για την αυτοοργάνωση στην εκπαίδευση

ekpaideysi.espivblogs.net

Για την κατανόηση της σχέσης των εκπαιδευτικών συνδικάτων με το κράτος και τα κόμματά του

Συνδικαλισμός

Καταρχήν, «ο συνδικαλισμός δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένες οργανώσεις και δομές, είναι πάνω απ’ όλα τρόπος δράσης της εργατικής τάξης σαν τάξη καθ’ εαυτή, δηλ. σαν τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6 –η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι «όλα αυτά που δένουν τους εργάτες με τα συνδικάτα (αυτούς τους οργανισμούς, που αυτοί οι ίδιοι έφτιαξαν, για τους οποίους έκαναν τόσες θυσίες, έδωσαν τόσους αγώνες και δείξαν τόσο ενθουσιασμό), εν ολίγοις, όλα αυτά που τους κάνουν να τα έχουν μέσα στην καρδιά τους, είναι αυτά ακριβώς που τους κάνουν υπάκουους απέναντι στην θέληση των αφεντικών τους» (Α.Πανεκούκ, Εργατικά Συμβούλια, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, από Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6, η υπογράμμιση δική μου). Τα δύο παραπάνω αποσπάσματα μας θυμίζουν ότι –όσο χρήσιμα και αν είναι τα σωματεία ως μορφή οργάνωσης- μας οργανώνουν ως μέρος της καπιταλιστικής σχέσης, ως «τάξη καθ’ εαυτή», ως (υποτελείς) εργάτες. Για να αρνηθούμε και να επιτεθούμε τη θέση μας –το ότι είμαστε εκμεταλλευόμενοι και αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι- για να γίνουμε δηλαδή «τάξη για-τον-εαυτό-της» που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση, πρέπει συχνά να ξεπερνάμε το περιεχόμενο και την οργανωτική δομή των συνδικάτων π.χ. να ενωθούμε και με άλλους εκτός του εργασιακού μας χώρου/επαγγέλματος για να μην παζαρέψουμε απλώς τη «δική μας» τιμή/μισθό που θα πουλήσουμε την εργατική μας δύναμη κτλ. Παρολ αυτά, μέχρι να φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ένας αγώνας, σε ένα επίπεδο που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση (και έτσι και την οργάνωση-συνδικάτο που «επιβεβαιώνει» θα λέγαμε αυτή τη σχέση), μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο συνηθέστερος τρόπος οργάνωσης μας είναι το συνδικάτο, ο σύλλογος εργαζομένων, το σωματείο. Είναι η πρωτόλεια μορφή οργάνωσης της «τάξης καθ’ εαυτής», μια συλλογική (και όχι ατομική) προσπάθεια για να αντισταθούμε στους καταναγκασμούς μέσα στη δουλειά. Τα συνδικάτα μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία αγώνα, μπορούν να προσπαθούν να ξεπερνούν τα δομικά προβλήματα/αγκυλώσεις που έχουν ως μορφή οργάνωσης και να γίνονται ζωντανή και ευέλικτη συλλογικότητα που κάνει αγώνα. Μερικά από τα προβλήματα τους είναι: α) η -από τον αστικό νόμο- ύπαρξη Διοικητικού Συμβουλίου = αντιπροσώπων της βάσης (διαίρεση «συνδικαλιστής-βάση»). Η ίδια η ύπαρξη Δ.Σ. αναπτύσσει την τάση διαμεσολάβησης των εργαζομένων από τους (νυν ή υποψήφιους) αντιπροσώπους τους και την τάση ανάθεσης στο (εκάστοτε) Δ.Σ. όλων των δραστηριοτήτων της συλλογικότητας/σωματείου β) η ύπαρξη παρατάξεων = τάση «κοινοβουλευτικοποίησης» + «κομματικοποίησης» του σωματείου και ανάπτυξης διαιρέσεων μεταξύ των εργαζομένων στη βάση της διαφορετικής παράταξης και όχι του ρόλου που διαλέγει να επιτελεί ο καθένας (π.χ. απεργός-απεργοσπάστης) γ) άλλες θεσμικές-νομικές αγκυλώσεις λόγω του αστικού δικαίου π.χ. οι ανασφάλιστοι, από τη στιγμή που είναι «αόρατοι», δεν μπορεί να γίνουν «επίσημα» μέλη του σωματείου κ.α. Αυτά τα προβλήματα/αγκυλώσεις των σωματείων μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά, όταν φυσικά συνειδητοποιούνται από τους εργαζόμενους που συμμετέχουν και αγωνίζονται σε ένα σωματείο. *4

———–

Μέχρι σήμερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν έχει υπάρξει πραγματικό ενδιαφέρον να μεταμορφωθεί ο τρόπος συνδικαλιστικής συμμετοχής και δράσης. Επικρατεί ο κλασικός τρόπος = «φτιάχνω ένα σχήμα – συμμετέχω στις εκλογές – μαζεύω ψήφους- -παρεμβαίνω στο Δ.Σ. και μπαίνω στο παιχνίδι καταγγελιολογίας των άλλων παρατάξεων – παρεμβαίνω με αντιπροσώπους στην Ομοσπονδία». Και αυτός ο τρόπος συνδικαλισμού κυριαρχεί όχι τυχαία, αλλά για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους:

α) είναι μια εδραιωμένη κουλτούρα συνδικαλιστικής δράσης που αναπαράγεται όχι μόνο από τη Δεξιά αλλά και από την Αριστερά.

β) έχει να κάνει με το νομικό κανονισμό λειτουργίας των Συλλόγων δασκάλων. Οι τοπικοί σύλλογοι είναι «ευνουχισμένοι», με την έννοια ότι δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία παρά μόνο στάσεις εργασίας. Μόνο η ΔΟΕ μπορεί «από πάνω» να κηρύξει απεργία, και έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται σε αυτή, στο επίπεδο δηλαδή των αντιπροσώπων.

γ) ιστορικά, η πλειοψηφία των δασκάλων περισσότερο συναινεί/αδρανεί και στηρίζει (έστω και παθητικά-εκλογικά) τις ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ. Έτσι, είναι λίγος ο «ζωντανός» κόσμος που θα πάρει πρωτοβουλίες για να αλλάξει τον τρόπο που γίνονται, κατά συνήθεια ή και επιλογή, τα πράγματα και για να αναπτυχθεί ένας -ας τον πούμε- «συνδικαλισμός βάσης», ένας «συνδικαλισμός χωρίς συνδικαλιστές».  *1

——————

Ο  ΟΡΟΣ  “ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ” ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΝ   ΚΑΠΟΤΕ  ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ  ΤΗΣ  ΣΤΕΝΗΣ  ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ  ΠΟΥ  ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ  ΤΑ  ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ:

Σχετικά με τη διερεύνηση των ιστορικών λόγων που κυριαρχεί ο συγκεκριμένος “τρόπος συνδικαλισμού” και αποφεύγοντας τις ταυτολογικές ερμηνείες:

Τα εκπαιδευτικά συνδικάτα, ιστορικά, αναδείχθηκαν κυρίως σε διεκδικητές και προασπιστές του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, πράγμα εύκολα ερμηνεύσιμο αν σκεφτεί κανείς πως αναφέρονται στην εκπαίδευση, έναν θεσμό που γνώρισε τη γενίκευση και πλήρη ανάπτυξή του στα τριάντα “ένδοξα” χρόνια της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (1945-1974).

Σε συγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, όπου όλα ρυθμίζονται σε κεντρικό επίπεδο, οι δυνατότητες επίδρασης των εκπαιδευτικών συνδικάτων στην εκπαιδευτική και εργασιακή πολιτική συσχετίζονται άμεσα με το είδος της σχέσης των συνδικάτων με το κράτος. Mε βάση αυτό το κριτήριο, το είδος της σχέσης συνδικάτων-κράτους, επισημάνθηκαν κατά καιρούς διάφορα μοντέλα: Στο ένα άκρο το λενινιστικό μοντέλο, η απόλυτη στράτευση των συνδικάτων στο άρμα των κομουνιστικών κομμάτων. Στο άλλο άκρο ο κρατικός κορπορατισμός, ο απόλυτος έλεγχος από το φασιστικό ή εν γένει αυταρχικό κράτος. Σε διάφορες στιγμές του μεσαίου φάσματος, τέλος, ο κοινωνικός κορπορατισμός μια σχέση αλληλεπίδρασης με το σοσιαλδημοκρατικό κράτος. Tα ελληνικά εκπαιδευτικά συνδικάτα πέρασαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα και από τα τρία μοντέλα αν και οι ιδιόμορφες πολιτικές εξελίξεις ιδιαιτέρως μετά τον εμφύλιο κατέστησαν αναγκαία τη διαρκή μέριμνα για εξειδικεύσεις και προσαρμογή των μοντέλων.

Για την κατανόηση της σχέσης των  εκπαιδευτικών συνδικάτων με το κράτος και τα κόμματά του έχει προταθεί ο όρος  «κοινωνικός κορπορατισμός»(Schmitter 1979, Katzenstein 1984 κ.ά) ως μια αναλυτικά χρήσιμη κωδικοποίηση όλων των θεσμών και πρακτικών που στόχευαν στη διαμεσολάβηση των κοινωνικών συμφερόντων και την επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων, στη δυτική Ευρώπη της μεταπολεμικής περιόδου. Εκκινώντας από την ενεργή διαιτησία του κράτους στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην εργοδοσία και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, αναπτύχθηκε σταδιακά (και εν πολλοίς αποτυπώθηκε θεσμικά), υπό τη διεύθυνση κυρίως των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ένα εκτεταμένο πλέγμα σχέσεων και ανταλλαγών ανάμεσα στο συνδικάτο, το κόμμα και το κράτος.
Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό «κρατικό κορπορατισμό» του μεσοπολέμου όπου τα συνδικάτα ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από το (αυταρχικό ή και φασιστικό) κράτος και η επιρροή ήταν κατά βάση μονόδρομη, από το κράτος προς το συνδικάτο, στον «κοινωνικό κορπορατισμό» της μεταπολεμικής περιόδου, τα συνδικάτα διατηρούν τη σχετική τους αυτονομία και η επιρροή, η επίδραση και η διείσδυση είναι αμφίδρομες (αν και όχι ισόρροπες): Το κράτος και το κόμμα παρεμβαίνουν επιδιώκοντας να κατευθύνουν τα συνδικάτα και, αντιστρόφως, τα συνδικάτα διεισδύουν και επηρεάζουν το κόμμα και το κράτος ποικιλότροπα.
Aνάμεσά τους αναπτύσσεται εν τέλει ένα σύνθετο δίκτυο επικοινωνίας, οικοδομείται ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων και διενεργείται ένα πλήθος σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ανταλλαγών. Mε αυτό τον τρόπο το κράτος καταφέρνει να εφαρμόσει την πολιτική του σε καίριους τομείς διατηρώντας την κοινωνική ειρήνη, προσφέροντας, ωστόσο, ως αντάλλαγμα, μια σειρά παραχωρήσεων σε τομείς, οι οποίοι στη συγκεκριμένη συγκυρία κρίνονται ως δευτερεύουσας σημασίας. Η οικοδόμηση του κοινωνικού κορπορατισμού διόλου δε σημαίνει πως εξαφανίζονται οι εντάσεις, οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στο κράτος και τα συνδικάτα. Σημαίνει όμως πως καθίστανται ελεγχόμενες, διότι θεσμοθετούνται δικλείδες ασφαλείας και διαδικασίες αποκλιμάκωσης – κυρίως διότι καλλιεργούνται λογικές συναίνεσης με σκοπό το αμοιβαίο όφελος. *3

[απο τη συζητηση για τον εκπ. συνδικαλισμο]

μια πρόχειρη έρευνα για βιβλιογραφία-θεματολογία σχετικά με το ζήτημα “συνδικαλισμός και εκπαίδευση”:

1. http://rizospastes.blogspot.com/search?updated-max=2010-07-20T18%3A24%3A00%2B03%3A00&max-results=5

2. ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Παναγιώτη Σωτήρη       http://vimeo.com/12615104

3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ

4. «Η δική μας αντίληψη για το συνδικαλισμό» που δημοσιεύτηκε στο http://athens.indymedia.gr στις 23/1/2007

Σύντομη ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας

Σύντομη ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

( Των Χρήστου Κάτσικα – Κώστα Θεριανού )

Μαρτίου 22, 2009  Ιστορία συνδ. κινήματος, Κ. Θεριανός, ΟΛΜΕ, Χρ. Κάτσικας

Η ΟΛΜΕ ιδρύθηκε το 1924 και η έκδοση του δελτίου της (Δελτίον της ΟΛΜΕ) άρχισε το 1926. Η ίδρυση της ήταν εν μέρει προϊόν των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα την ταραγμένη περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Το αρχικό οργανωτικό της σχήμα ήταν μια τριμελής διοικούσα επιτροπή.

Πριν από την ΟΛΜΕ, στο χώρο της εκπαίδευσης, είχαν ιδρυθεί και δραστηριοποιηθεί ο Εκπαιδευτικός Σύνδεσμος (1914) με ιδρυτή το Δημήτρη Γληνό, ο οποίος περιέπεσε σε αδράνεια όταν ο ιδρυτής του ανέλαβε τη γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας.

Το 1936 το καθεστώς της 4ης Αυγούστου διέλυσε την ΟΛΜΕ, η οποία ανασυστάθηκε το 1949. Ένας από τους πρώτους της στόχους ήταν η βαθμολογική εξέλιξη του κλάδου και πέρα από το βαθμό του διευθυντή β. Η δράση πήρε τη μορφή ομαδικής υποβολής παραιτήσεων υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Παραιτήθηκαν 3.260 εκπαιδευτικοί και τελικά το αίτημα δεν έγινε δεκτό εκτός από κάποιες βαθμολογικές βελτιώσεις και μια μικρή αύξηση του μηνιαίου επιδόματος της πρόσθετης εργασίας.

Το 1955, όπου κυριαρχεί το «πείνα, ξύλο και Ακρόπολη» (Β. Ρώτας, Καραγκιόζικα) επί κυβερνήσεως Παπάγου 4.200 εκπαιδευτικοί παραιτούνται και κηρύχθηκε 4ήμερη απεργία (2-5 Μαρτίου 1955) με αίτημα την καθιέρωση ιδιαίτερου μισθολογίου για τους εκπαιδευτικούς και αυξήσεις της τάξης του 10-20%.

Η ΟΛΜΕ παρακολουθεί από κοντά τις προτάσεις Επιτροπής Παιδείας της κυβέρνησης της ΕΡΕ (Κ. Καραμανλής). Αξιολογώντας τα πορίσματα της Επιτροπής Παιδείας τα κρίνει ως «υπερβολικά πτωχόν έργον». Σε ανακοίνωση της επισήμανε ότι παρά τις διαπιστώσεις, η επιτροπή παιδείας δεν μπαίνει στην ουσία του προβλήματος που ήταν η έλλειψη στοιχειωδών μέσων για τη διδασκαλία στα γυμνάσια και τα φοβερά κενά στο προσωπικό.

Το 1961 γίνεται 24ωρη προειδοποιητική απεργία (26-1-1961) και σε συνεργασία με τη ΔΟΕ εξαγγέλλεται απεργία διαρκείας. Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή υποχωρεί στο αίτημα της αύξησης αποδοχών. Το 1963 γίνεται απεργία είκοσι ημερών (19/1/1963 – 7/2/1963) η οποία λήγει με την πολιτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών. Πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Καραμανλής.

Τα έτη 1963-65, η Ένωση Κέντρου ως κυβέρνηση ικανοποιεί οικονομικά αιτήματα της ΟΛΜΕ χορηγώντας οικονομικό επίδομα στους εκπαιδευτικούς. Από την πλευρά της η ΟΛΜΕ στήριξε τη μεταρρύθμιση του Γ. Παπανδρέου για δημόσια και δωρεάν παιδεία και δημοτική γλώσσα.

Στο πλαίσιο της πολιτικής αστάθειας των ετών 1965-66 προωθείται ενιαίο μισθολόγιο που υποβάθμιζε τον κλάδο. Η ΟΛΜΕ αποφασίζει απεργία διαρκείας (Φεβρουάριος 1966) που λήγει στις 8/2/66 με πολιτική επιστράτευση. Το ενιαίο μισθολόγιο ψηφίζεται.

Στα χρόνια της δικτατορίας η ΟΛΜΕ λειτουργεί με διορισμένη διοίκηση. Τον Ιούνιο του 1975 εκλέγεται νέο Δ.Σ. με κεντρικά αιτήματα την κάθαρση από τους υποστηρικτές της χούντας, την άρση των μισθολογικών αδικών και την ψήφιση νέου νόμου για την εκπαίδευση.

Το 1976 γίνεται η μεταρρύθμιση (ν. 309/76). Το 1977 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με οικονομικά αιτήματα. Η απεργία (2/3/77 – 1/4/77) λήγει με την κατάκτηση της αύξησης της υπερωριακής αποζημίωσης. Το 1979 ξεκινά νέα απεργία διαρκείας με οικονομικά αιτήματα η οποία λήγει σε έξι μέρες (10-16/3/79) καθώς χαρακτηρίζεται παράνομη και καταχρηστική με δικαστική απόφαση.

Στις 26-11-1980 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με τη μορφή επαναλαμβανόμενων εξαήμερων (άρχισε από 3/12/ μέχρι 23/12/80 και από 9/1/81 μέχρι 18/1/81), η οποία αναστέλλεται με την απόφαση 309/81 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως παράνομη και καταχρηστική. Υπουργός παιδείας ήταν ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, ο οποίος στις 12/1/81 έκανε και την προσφυγή κατά της απεργίας.

Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές στις 18/10/1981 και ικανοποιεί μισθολογικά αιτήματα του κλάδου. Τον Απρίλιο 1982 γίνεται νέο καταστατικό της ΟΛΜΕ ενώ την 1η Ιουλίου του 1982 δημοσιεύεται ο ν.1264/82 (ΦΕΚ 79, τ. Α΄) για τον εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος, τη δυνατότητα εκλογών με συνδυασμούς, συνδικαλιστικές άδειες και προστασία των συνδικαλιστών.

Το 1985 ψηφίζεται ο νόμος 1566/85.

Το Νοέμβριο του 1987 (υπουργός Αντώνης Τρίτσης) γίνονται προειδοποιητικές απεργίες (24ωρη στις 25-11-87, 48ωρη στις 8και 9 – 12-87, τρεις φορές τριήμερη από 5 μέχρι 17-12-1987, από 10 μέχρι 12-2-88 και από 16 μέχρι 18-3-88). Ο Α. Τρίτσης παραιτείται από τη θέση του υπουργού παιδείας και αναλαμβάνει ο Απόστολος Κακλαμάνης. Νέα απεργία των εκπαιδευτικών (απόφαση στις 7-5-1988) για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Η απεργία έληξε με δικαστική απόφαση στις 23-6-1988 με την οποία η απεργία χαρακτηρίστηκε παράνομη και καταχρηστική. Ο νέος υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου θα προχωρήσει στην καθιέρωση των «τριμήνων» (υπερωριακό επίδομα εξωδιδακτικού έργου).

Τον Απρίλιο του 1990 η Νέα Δημοκρατία σχηματίζει κυβέρνηση (Κ. Μητσοτάκης) και Υπουργός Παιδείας αναλαμβάνει ο Β. Κοντογιαννόπουλος. Το Μάιο του 1990, ξεσπά μια από τις μεγαλύτερες αναταράξεις στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης (απεργίες, συγκεντρώσεις διαδηλώσεις εκπαιδευτικών, απειλή καταλήψεων εξεταστικών κέντρων, αναβολή για ένα μήνα των Γενικών εξετάσεων) με φόντο «την εκφρασμένη διάθεση του κυβερνώντος κόμματος για επιβολή λιτότητας στη δημόσια εκπαίδευση και ιδεολογική χειραγώγηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/5/1990).

Η Γ.Σ. των Προέδρων ΕΛΜΕ (Οργανωτική ΙΙ 17-2-1990) εκτιμά ότι «η κατάσταση της Δημόσιας Μέσης Εκπαίδευσης και του Καθηγητή χειροτερεύει συνεχώς. Η Οικουμενική Κυβέρνηση δεν πήρε κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης κατάστασης». Οι διεκδικήσεις επικεντρώνουν στην αύξηση των μισθών, στη μειωση του ορίου συνταξιοδότησης και στην αύξηση των διορισμών. Οι καθηγητές διεκδικούν: αύξηση 18.000 δρχ. στους μισθούς, γνήσια ΑΤΑ, νομοθετικά κατοχυρωμένη, συντάξιμες αποδοχές στο 80% των εν ενεργεία αποδοχών, άμεση δημιουργία 4000 νέων οργανικών θέσεων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία, 6000 νέες αίθουσες, πρωινό και μειωμένο ωράριο.

Η αθέτηση της Κυβέρνησης «των δεσμεύσεων και αντιμετώπιση των αιτημάτων του κλάδου, οδήγησε στην ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για απεργιακές κινητοποιήσεις μετά το Πάσχα μέχρι και την περίοδο των εξετάσεων, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση που θα εκλεγόταν από τις εκλογές της 8ης Απριλίου» (Ομόφωνη Απόφαση του Δ.Σ της ΟΛΜΕ στις 29-3-90, Μηνιαίο Πληροφοριακό Δελτίο της ΟΛΜΕ, τευχ. 620/1991, σ.4).

Στις 22 και 23 Μαίου 1990 πραγματοποιείται διήμερη απεργία των καθηγητών και στις 6 Ιουνίου ακολουθεί νέα μονοήμερη απεργία. Από το δεύτερο 15νθήμερο του Μαΐου μέχρι και για δύο περίπου μήνες πραγματοποιούνται 10 συλλαλητήρια στην Αττική και αντίστοιχα σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες νομών. Αποφασίζεται από το ΥΠΕΠΘ αναβολή των Γενικών Εξετάσεων και παράταση του διδακτικού έτους μέχρι 31 Ιουλίου 1990. Στις 16 Ιουλίου 1990 πρώτη μέρα των Γενικών Εξετάσεων «σε βαριά ατμόσφαιρα και με συλλαλητήρια των εκπαιδευτικών έξω από τα εξεταστικά κέντρα πραγματοποιούνται τελικά οι εξετάσεις» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/7/1990).

Το Νοέμβριο του 1990 δημοσιεύονται στα ΦΕΚ 154Α, 155Α και 156 Α / 21-11-1990 το Π.Δ. 390/90 «Οργάνωση και Λειτουργία των Δημοτικών Σχολείων», το Π.Δ. 392/90 «Οργάνωση και Λειτουργία Λυκείων» και το Π.Δ. 393/90 «Οργάνωση και Λειτουργία Γυμνασίων». Τα Π.Δ. επαναφέρουν τις εξετάσεις και τη βαθμολογία στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και καθιερώνουν τις «μονάδες παιδαγωγικού ελέγχου» ανάλογα με τις οποίες χαρακτηρίζεται η διαγωγή των μαθητών.

Στις 22/11/1990, μέρα που δημοσιεύονται στο Φύλλο της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» (ΦΕΚ) τα Π.Δ. που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία των σχολείων της Α/βάθμιας και Β/βάθμιας εκπαίδευσης, οι μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων του Ηρακλείου Κρήτης, της Κέρκυρας, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνουν τα σχολεία τους. Ακολουθεί η Αθήνα και μέχρι 10/12/1990 καταλαμβάνονται εκατοντάδες Γυμνάσια και Λύκεια σε όλη τη χώρα. Γίνονται συγκρούσεις μέσα και έξω από τα κατειλημμένα σχολεία καθώς γονείς και μέλη του κυβερνώντος κόμματος προσπαθούν να σταματήσουν τις καταλήψεις. Σε μια από αυτές δολοφονείται στην Πάτρα ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας στις 8/1/1991.

Η παραίτηση του Υπουργού Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλου, η ανακοίνωση από το νέο Υπουργό Γιώργο Σουφλιά ότι τα Π.Δ. δεν θα ισχύσουν και θα «συζητηθούν εξ αρχής ως προς το περιεχόμενό τους», η εξαγγελία για επιπλέον δημόσια χρηματοδότηση 15 δις και κυρίως ο «πόλεμος του Κόλπου» (18/1/91) «ξεθυμαίνουν» τις μαθητικές αντιδράσεις. Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΟΛΜΕ «η έκρηξη του μαθητικού κινήματος ήταν το κορυφαίο γεγονός της χρονιάς αυτής. Εξέφρασε με αυτόνομο τρόπο και με άμεσες μορφές δημοκρατίας την αντίδραση στις κυβερνητικές αυτές επιλογές. Αναπτύχθηκε στο γόνιμο έδαφος των μεγάλων αγώνων για καλύτερη Παιδεία και μόρφωση. Αφομοίωσε και συνδέθηκε με τους αγώνες, τα αιτήματα και τις προσδοκίες των δικών μας αγώνων» (Μηνιαίο Πληροφοριακό Δελτίο της ΟΛΜΕ, τευχ. 620/1991, σ. 5).

Τον Οκτώβριο του 1993 επανέρχεται το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Υπουργός Παιδείας αναλαμβάνει την πρώτη περίοδο ο Δ. Φατούρος και από το Φθινόπωρο του 1994 ο Γ. Παπανδρέου.

Από τις 19-10-1993 σε υπόμνημά της προς το νέο Υπουργό Παιδείας Δ. Φατούρο η ΟΛΜΕ αφού τονίζει ότι: «ένα απίστευτο πλέγμα νόμων και ΠΔ που ψηφίστηκαν και εκδόθηκαν κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ενεργοποιούν και ενισχύουν ένα αυταρχικό, ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων και της εκπαίδευσης, με στόχο το φρονηματισμό και τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών και τον έλεγχο της μετάδοσης της γνώσης» ζητάει ανάμεσα σε άλλα «α. ριζική αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου της Διοίκησης της εκπαίδευσης β. να αποδεσμευτεί η επιμόρφωση από τις διαδικασίες βαθμολόγησης και κατάταξης των εκπαιδευτικών γ. να καταργηθεί το ΠΔ 320/93 για την «αξιολόγηση των εκπαιδευτικών» δ. να καταργηθεί το ΠΔ για τα «Ωρολόγια Προγράμματα των Γυμνασίων» ( Μηνιαίο Πληροφοριακό Δελτίο της ΟΛΜΕ, τ. 640/1993, σσ 4-5).

Το Νοέμβριο του 1994 αναστέλλεται το ΠΔ 320/93 για την «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση» και αναγγέλλεται η αναμόρφωσή του. Επίσης καταργούνται μερικά οι διαδικασίες βαθμολόγησης και κατάταξης των εκπαιδευτικών στην επιμόρφωση (ΠΕΚ) με τροποποίηση διατάξεων του ΠΔ 250/92.

Αλλαγές γίνονται και στο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών στα Δημοτικά και στα Γυμνάσια το οποίο τελικά ρυθμίζεται με την έκδοση του ΠΔ 409/94 (ΦΕΚ 226 Α / 22-12/1994). Το νέο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών περιλαμβάνει Γραπτές ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις Ιουνίου, Ωριαίες υποχρεωτικές γραπτές δοκιμασίες ανά μία κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων, τεστ ολιγόλεπτα, συνθετικές δημιουργικές εργασίες και περιγραφική αξιολόγηση. Προτείνεται, επίσης, νέο σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση (Εθνικό Απολυτήριο) το οποίο τελικά δε θα εφαρμοσθεί.

Το 1997 με υπουργό τον Γ. Αρσένη ψηφίζεται ο ν.2525/97.

Από τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς 1996/97 υπήρχαν σημάδια που έδειχναν ότι η κατάσταση στην εκπαίδευση θα είναι εκρηκτική. Οι σοβαρές ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, η δραματική κατάσταση των σχολείων, που στην πλειοψηφία τους λειτουργούν σε διπλή ή και τριπλή βάρδια, σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση των καθηγητών δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα.

Το «Ενιαίο» μισθολόγιο που ανακοινώνει η κυβέρνηση «εξαιρώντας τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της οργής και της αγανάκτησης, αφού προβλέπει ονομαστικές μειώσεις των αποδοχών» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 14/1/1997).

Την 20η Ιανουαρίου 1997 οι καθηγητές αρχίζουν μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση και ένταση απεργίες που διαρκεί μέχρι την 14η Μαρτίου. Σε ανοιχτή επιστολή της ΟΛΜΕ την 19/2/1997, η οποία φαίνεται να εκφράζει την ουσία της κινητοποίησης των εκπαιδευτικών επισημαίνεται ανάμεσα σε άλλα ότι «ο απεργιακός αγώνας δεν έχει στενόθωρα κίνητρα και ταπεινά ελατήρια. Είναι ένας αγώνας στον οποίο μας ώθησε μια πολιτική συνεχούς υποβάθμισης και απαξίωσης της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης και των λειτουργών της (…) Η έννοια της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης μέρα με τη μέρα χάνει κάτι από το συστατικό της περιεχόμενο, καθώς η ελληνική οικογένεια υφίσταται συνεχή οικονομική αφαίμαξη από την παρασχολική δραστηριότητα» (ΟΛΜΕ, 19/2/1997).

Τον Ιούνιο του 1998 έχουμε μια ακόμη μεταξύ Κυβέρνησης και εκπαιδευτικών με αιτία την κατάργηση της επετηρίδας και αφορμή τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Στη διάρκεια του πρώτου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ (11-15/6) για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, 30 εξεταστικά κέντρα σε όλη την Ελλάδα πολιορκούνται από περίπου 15.000 αδιόριστους και μόνιμους εκπαιδευτικούς αλλά και φοιτητές.

Όμως στη μεταρρύθμιση υπήρξε και μαθητική αντίδραση. Μια από τις μεγαλύτερες και πιο παρατεταμένες αναταράξεις στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης σημειώνεται με τις μαθητικές καταλήψεις που πραγματοποιούνται από το Νοέμβριο του 1998 έως τον Ιανουάριο του 1999 με αίτημα την κατάργηση των ν. 2525/97 και 2640/98. Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου τα 2/3 των Λυκείων και περίπου 200 Γυμνάσια τελούν υπό κατάληψη ενώ την ίδια ημέρα δεκάδες χιλιάδες μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί συμμετέχουν σε μαχητικές διαδηλώσεις σε 46 ελληνικές πόλεις. Οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται με την ίδια περίπου ένταση και έκταση και αμέσως μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μέχρι τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου του 1999.

Από τον Οκτώβριο του 1998 σημειώνονται σποραδικές αποχές και καταλήψεις δημοτικών σχολείων με αιχμή την υποχρεωτική επαναφορά του ορίου των 30 μαθητών ανά τάξη και αίτημα την αποσυμφόρηση των σχολικών τάξεων. Στη διάρκεια των μαθητικών καταλήψεων και με βασικό αίτημα την κατάργηση του ν. 2525/97 η ΟΛΜΕ πραγματοποιεί 24ωρη απεργία στις 9 Δεκεμβρίου 1998, συμμετέχει στην πανδημοσιοϋπαλληλική απεργία στις 15 Δεκεμβρίου 1998, συνδιοργανώνει πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στις 15 Ιανουαρίου 1999 και στις 19/1/1999. Παράλληλα «για να εκφραστεί η αντίθεση του κλάδου στο εντεινόμενο κλίμα αυταρχισμού κατά των μαθητών και για να ακυρωθεί κάθε προσπάθεια χρησιμοποίησης των εκπαιδευτικών σε κατασταλτικούς ρόλους» (Απολογισμός δράσης Δ.Σ. ΟΛΜΕ στη διετία 1997/1999) κηρύσσει 2ωρες στάσεις εργασίας στις 8/1/1999, 14/1/99 και 18/1/99 και δύο 24ωρες απεργίες στις 21 και 25/1/99.

Στις 28/1/99 πραγματοποιείται 48ωρη απεργία και νέες δίωρες στάσεις εργασίας τις 2 πρώρες ώρες λειτουργίας κάθε κύκλου στις 26/1/99, 27/1/99, 1/2/99 και 2/2/99. Στις 4/11/98 πραγματοποιείται κοινή συγκέντρωση μαθητών και καθηγητών έξω από το ΥΠΕΠΘ με αίτημα την κατάργηση των ν. 2525/97 και 2640/98. Νέα μαθητικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη στο Βόλο και στα Τρίκαλα στις 11/11/98 πρωτοφανή σε όγκο. Το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου περίπου 280 Λύκεια σε όλη τη χώρα τελούν υπό κατάληψη (1/4 περίπου των Λυκείων). Στο τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου περίπου 400 Λύκεια βρίσκονται σε κατάληψη ενώ στις 26/11/98 πάνω από 15.000 διαδηλωτές (κυρίως μαθητές) στην Αθήνα και δεκάδες χιλιάδες σε 30 πόλεις της Ελλάδας συμμετέχουν σε συλλαλητήρια.

Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου τα 2/3 των Λυκείων και περίπου 200 Γυμνάσια τελούν υπό κατάληψη (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 4/12/98) ενώ στις 9/12/98 δεκάδες χιλιάδες μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί συμμετέχουν σε μαχητικές διαδηλώσεις σε 46 ελληνικές πόλεις. Η ανατάραξη συνεχίζεται με την ίδια περίπου ένταση και έκταση και αμέσως μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μέχρι τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου του 1999. Στα συνθήματα των μαθητικών κινητοποιήσεων ανιχνεύονται τα αιτήματα των μαθητών που επικεντρώνουν ουσιαστικά στο εξεταστικό σύστημα του Ενιαίου Λυκείου και στα ΤΕΕ.

Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών είχε συνειδητοποιήσει ότι οι απανωτές εξεταστικές διαδικασίες που προέβλεπε ο νόμος 2525/97, περά από τις διακηρύξεις περί βελτίωσης της παιδείας και ανεβάσματος του πήχη, είχαν ένα και μόνο στόχο: να μειώσουν το μαθητικό πληθυσμό στο Λύκειο και να στρέψουν ένα σημαντικό τμήμα του μαθητικού πληθυσμού στα ΤΕΕ.

ΠΗΓΗ: http://www.alfavita.gr/artra/art22_3_9_821.php

[1] Από το βιβλίο Χρήστος Κάτσικας – Κώστας Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Σαββάλας 2007 (Β΄  ΈΚΔΟΣΗ)

Συνδικαλισμός

Καταρχήν, «ο συνδικαλισμός δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένες οργανώσεις και δομές, είναι πάνω απ’ όλα τρόπος δράσης της εργατικής τάξης σαν τάξη καθ’ ευατή, δηλ. σαν τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6 –η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι «όλα αυτά που δένουν τους εργάτες με τα συνδικάτα (αυτούς τους οργανισμούς, που αυτοί οι ίδιοι έφτιαξαν, για τους οποίους έκαναν τόσες θυσίες, έδωσαν τόσους αγώνες και δείξαν τόσο ενθουσιασμό), εν ολίγης, όλα αυτά που τους κάνουν να τα έχουν μέσα στην καρδιά τους, είναι αυτά ακριβώς που τους κάνουν υπάκουους απέναντι στην θέληση των αφεντικών τους» (Α.Πανεκούκ, Εργατικά Συμβούλια, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, από Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6, η υπογράμμιση δική μου). Τα δύο παραπάνω αποσπάσματα μας θυμίζουν ότι –όσο χρήσιμα και αν είναι τα σωματεία ως μορφή οργάνωσης- μας οργανώνουν ως μέρος της καπιταλιστικής σχέσης, ως «τάξη καθ’ εαυτή», ως (υποτελείς) εργάτες. Για να αρνηθούμε και να επιτεθούμε τη θέση μας –το ότι είμαστε εκμεταλλευόμενοι και αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι- για να γίνουμε δηλαδή «τάξη για-τον-εαυτό-της» που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση, πρέπει συχνά να ξεπερνάμε το περιεχόμενο και την οργανωτική δομή των συνδικάτων π.χ. να ενωθούμε και με άλλους εκτός του εργασιακού μας χώρου/επαγγέλματος για να μην παζαρέψουμε απλώς τη «δική μας» τιμή/μισθό που θα πουλήσουμε την εργατική μας δύναμη κτλ. Παρολαυτά, μέχρι να φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ένας αγώνας, σε ένα επίπεδο που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση (και έτσι και την οργάνωση-συνδικάτο που «επιβεβαιώνει» θα λέγαμε αυτή τη σχέση), μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο συνηθέστερος τρόπος οργάνωσης μας είναι το συνδικάτο, ο σύλλογος εργαζομένων, το σωματείο. Είναι η πρωτόλεια μορφή οργάνωσης της «τάξης καθ’ εαυτής», μια συλλογική (και όχι ατομική) προσπάθεια για να αντισταθούμε στους καταναγκασμούς μέσα στη δουλειά. Τα συνδικάτα μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία αγώνα, μπορούν να προσπαθούν να ξεπερνούν τα δομικά προβλήματα/αγκυλώσεις που έχουν ως μορφή οργάνωσης και να γίνονται ζωντανή και ευέλικτη συλλογικότητα που κάνει αγώνα. Μερικά από τα προβλήματα τους είναι: α) η -από τον αστικό νόμο- ύπαρξη Διοικητικού Συμβουλίου = αντιπροσώπων της βάσης (διαίρεση «συνδικαλιστής-βάση»). Η ίδια η ύπαρξη Δ.Σ. αναπτύσσει την τάση διαμεσολάβησης των εργαζομένων από τους (νυν ή υποψήφιους) αντιπροσώπους τους και την τάση ανάθεσης στο (εκάστοτε) Δ.Σ. όλων των δραστηριοτήτων της συλλογικότητας/σωματείου β) η ύπαρξη παρατάξεων = τάση «κοινοβουλευτικοποίησης» + «κομματικοποίησης» του σωματείου και ανάπτυξης διαιρέσεων μεταξύ των εργαζομένων στη βάση της διαφορετικής παράταξης και όχι του ρόλου που διαλέγει να επιτελεί ο καθένας (π.χ. απεργός-απεργοσπάστης) γ) άλλες θεσμικές-νομικές αγκυλώσεις λόγω του αστικού δικαίου π.χ. οι ανασφάλιστοι, από τη στιγμή που είναι «αόρατοι», δεν μπορεί να γίνουν «επίσημα» μέλη του σωματείου κ.α. Αυτά τα προβλήματα/αγκυλώσεις των σωματείων μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά, όταν φυσικά συνειδητοποιούνται από τους εργαζόμενους που συμμετέχουν και αγωνίζονται σε ένα σωματείο. Ένα τέτοιο σωματείο είναι και ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Αττικής, το οποίο λέει για το Διοικητικό Συμβούλιο και τις παρατάξεις τα εξής…

(Από το κείμενο «Η δική μας αντίληψη για το συνδικαλισμό» που δημοσιεύτηκε στο http://athens.indymedia.gr στις 23/1/2007).

«Υπάρχει ένας άλλος δρόμος….υπάρχει ένας άλλος τρόπος…..

Η πορεία του Συλλόγου έχει αφήσει μια πλούσια εμπειρία για το πώς πρέπει να παλέψουμε και πώς να οργανωθούμε. Ο χρόνος και οι εμπειρίες μας έχουν κάνει «σοφότερους».

Σε αυτό το σωματείο δεν υπήρξαν και δε θα υπάρξουν:
εκπρόσωποι που να διαχειρίζονται τις τύχες των συναδέλφων.

Σε άλλα σωματεία ανώτερο όργανο είναι το Διοικητικό Συμβούλιο. Αυτό αποφασίζει για τα κρίσιμα ζητήματα, μέσα από αυτό περνά η λειτουργία του σωματείου. Οι Γενικές Συνελεύσεις υπάρχουν για να υιοθετούν ή να απορρίπτουν τις προτάσεις του Δ.Σ., να επικυρώνουν ή να καταψηφίζουν τα πεπραγμένα του. Αποτέλεσμα είναι, η πιο μεγάλη στιγμή του σωματείου να είναι οι εκλογές όπου θα εκλεγεί το Δ.Σ.

Δεν χρειαζόμαστε «διοικητές» στα εργατικά σωματεία. Διοικητές υπάρχουν στο στρατό. Έχουμε στους χώρους εργασίας αυτούς που μας διοικούν και μας διατάζουν (εργοδότες, διευθυντές, προϊστάμενοι). Στα σωματεία πρέπει να έχουμε συναδελφικότητα και αυτοοργάνωση. Σε εμάς το Διοικητικό Συμβούλιο έχει έναν τυπικό χαρακτήρα. Υπάρχει, γιατί νομικά δεν μπορεί να υπάρξει συνδικαλιστικός φορέας χωρίς Δ.Σ., Πρόεδρο, Γεν. Γραμματέα. Στο Σύλλογό μας ανώτερο όργανο είναι η Γενική Συνέλευση. Μέχρι την επόμενη Γενική Συνέλευση ρόλο συντονισμού και διεκπεραίωσης, για την υλοποίηση των αποφάσεων της προηγούμενης, έχει το ανοιχτό μάζεμα των «πρόθυμων συναδέλφων». Όποιος θέλει να βοηθήσει την δράση του Συλλόγου έχει θέση σε αυτό το ανοιχτό μάζεμα. Έχοντας κατακτήσει μια συναντίληψη για τα βασικά ζητήματα, κινούμαστε εξασφαλίζοντας την όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμφωνία, ακόμη και την ομοφωνία. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν συζητιούνται διεξοδικά ώστε να βρίσκεται λύση ενοποίησης όλων. Αν χρειαστεί, οι αποφάσεις θα παρθούν με ψηφοφορία στις Γενικές Συνελεύσεις.

Επιδίωξή μας είναι (και το έχουμε πετύχει), ο Σύλλογος να μπορεί να εκπροσωπείται από κάθε συνάδελφο, σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, παραστάσεις σε εργοδότες, εργατικές διαφορές στην Επιθεώρηση Εργασίας, συνδικαλιστικές συσκέψεις…Για μας συνδικαλιστής είναι κάθε εργαζόμενος που παλεύει με συνειδητό τρόπο, δεν είναι ο εκλεγμένος σε κάποιο Δ.Σ. Στο Σύλλογο δεν προβάλλουμε πρόσωπα, προβάλλουμε τη συλλογικότητα. Από αυτή τη σκοπιά προωθούμε και την εναλλαγή στα τυπικά αξιώματα που ο νόμος απαιτεί να υπάρχουν. Ως πρόεδρος, αντιπρόεδρος, γεν. γραμματέας μπορεί να οριστούν με εναλλαγή αρκετοί συνάδελφοι.»….

– μικρο-παραταξιακοί τσακωμοί και αλληλο-υπονομεύσεις.

… «Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ως σωματείο νοείται το άθροισμα των παρατάξεων που υπάρχουν σε αυτό. Οι παρατάξεις λύνουν και δένουν στη ζωή του σωματείου. Στις Γ.Σ., στο Δ.Σ., στις διαπραγματεύσεις, στην εκπροσώπηση προς τα έξω, στα πάντα, οι παρατάξεις τα βρίσκουν ή τσακώνονται, μοιράζονται ή μονοπωλούν, χάνουν ή κερδίζουν πόντους στο παιχνίδι διαχείρισης των υποθέσεων του σωματείου. Τα μέλη του σωματείου υπάρχουν για να ακολουθούν, να στηρίζουν, να ψηφίζουν, να διαμεσολαβούνται από κάποια παράταξη.

Στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος, οι παρατάξεις δεν διαμορφώθηκαν ως πολιτικές και συνδικαλιστικές τάσεις – ρεύματα, όπου πολλά θα μπορούσαν να προσφέρουν στο κίνημα, αλλά αποτέλεσαν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μηχανισμούς χειραγώγησης και ελέγχου της συνείδησης των εργαζομένων. Αποτέλεσαν και αποτελούν μηχανισμούς μεταφοράς επιδιώξεων ξένων προς τα εργατικά συμφέροντα (κομματικές επιλογές). Έτσι διασπούν αντί να ενώνουν τους εργαζόμενους.

Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον εναλλασσόμενο ρόλο «απεργού» και «απεργοσπάστη» που έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους η ΔΑΚΕ και η ΠΑΣΚΕ, ανάλογα με το αν είναι στην κυβέρνηση η Ν.Δ. ή το ΠΑΣΟΚ.»

Γιατί όμως όλη αυτή η παρένθεση για το συνδικαλισμό; Προβάλλω τις παραπάνω απόψεις ακριβώς γιατί νομίζω ότι τα πιο πολλά σχήματα των Παρεμβάσεων σε τοπικούς συλλόγους λειτουργούν περισσότερο ως παρατάξεις με τον παραδοσιακό, γραφειοκρατικό τρόπο που περιγράφεται στο απόσπασμα του Συλλόγου Βιβλίου-Χάρτου παραπάνω, παρά σαν σχήματα-πρωτοβουλίες-επιτροπές ανθρώπων που έχουν σκοπό τη σύγκρουση και την αλλαγή στην ίδια τη λειτουργία των Συλλόγων (όπως πάλι περιγράφεται παραπάνω το πώς μπορεί να λειτουργεί ένα σωματείο διαφορετικά: άμεση εμπλοκή της βάσης, του «ζωντανού» κομματιού των εργαζομένων ακόμα και αν είναι μειοψηφικό, σταμάτημα της ανάθεσης στους επαγγελματίες-συνδικαλιστές, ριζοσπαστικές δράσεις κτλ.). Με άλλα λόγια, μέχρι σήμερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν έχει υπάρξει πραγματικό ενδιαφέρον να μεταμορφωθεί ο τρόπος συνδικαλιστικής συμμετοχής και δράσης. Επικρατεί ο κλασσικός τρόπος = «φτιάχνω ένα σχήμα – συμμετέχω στις εκλογές – μαζεύω ψήφους- -παρεμβαίνω στο Δ.Σ. και μπαίνω στο παιχνίδι καταγγελιολογίας των άλλων παρατάξεων – παρεμβαίνω με αντιπροσώπους στην Ομοσπονδία». Και αυτός ο τρόπος συνδικαλισμού κυριαρχεί όχι τυχαία, αλλά για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους:

α) είναι μια εδραιωμένη κουλτούρα συνδικαλιστικής δράσης που αναπαράγεται όχι μόνο από τη Δεξιά αλλά και από την Αριστερά.

β) έχει να κάνει με το νομικό κανονισμό λειτουργίας των Συλλόγων δασκάλων. Οι τοπικοί σύλλογοι είναι «ευνουχισμένοι», με την έννοια ότι δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία παρά μόνο στάσεις εργασίας. Μόνο η ΔΟΕ μπορεί «από πάνω» να κηρύξει απεργία, και έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται σε αυτή, στο επίπεδο δηλαδή των αντιπροσώπων.

γ) ιστορικά, η πλειοψηφία των δασκάλων περισσότερο συναινεί/αδρανεί και στηρίζει (έστω και παθητικά-εκλογικά) τις ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ. Έτσι, είναι λίγος ο «ζωντανός» κόσμος που θα πάρει πρωτοβουλίες για να αλλάξει τον τρόπο που γίνονται, κατά συνήθεια ή και επιλογή, τα πράγματα και για να αναπτυχθεί ένας -ας τον πούμε- «συνδικαλισμός βάσης», ένας «συνδικαλισμός χωρίς συνδικαλιστές».

Η έμφαση δίνεται λοιπόν περισσότερο στην αναπαραγωγή των «ριζοσπαστικών σχημάτων» μέσα στα Δ.Σ. και όχι στη δημιουργία ζωντανών επιτροπών, σχημάτων, πρωτοβουλιών, ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ ΑΓΩΝΑ μέσα στο Σύλλογο, στην άμεση εμπλοκή -έστω και ενός μειοψηφικού κομματιού- της βάσης σε διαδικασίες αγώνα. Για να το πω αλλιώς -και να το κριτικάρω- η κλασσική ερώτηση ενός Παρεμβασία (όπως και κάθε άλλου συνδικαλιστή) μόλις βρει έναν δάσκαλο στο Σύλλογο που «ενδιαφέρεται», είναι: «θέλεις να κατέβεις στο ψηφοδέλτιο»; Και όχι, «θέλεις να κάνουμε κάτι μαζί, να πάρουμε μια πρωτοβουλία, να ανοίξουμε ένα ζήτημα που καίει». Δυστυχώς, αυτή η κουλτούρα της συμμετοχής «με το ψηφοδέλτιο» ενισχύεται και από τον κόσμο αφού είναι μαθημένη και εύκολη δράση: «ε ας μπω στο ψηφοδέλτιο να πάρουμε μερικούς ψήφους, δεν είναι τίποτα». Η άμεση συμμετοχή χωλαίνει. Και αυτό έπαιξε πολύ-πολύ σημαντικό ρόλο στην απεργία των 6 εβδομάδων, όπου ο περισσότερος κόσμος που απεργούσε, αδυνατούσε να αυτό-οργανωθεί, να φτιάξει ή να πάει σε μια απεργιακή επιτροπή, να πάρει μια πρωτοβουλία Είχε μάθει στον κλασσικό τρόπο δράσης, στη ανάθεση, στο «να τρέχουν τα Δ.Σ., οι συνδικαλιστές». Άλλωστε…«αυτοί είναι ο Σύλλογος» (Δ.Σ. και Σύλλογος ταυτίζονται ενώ Σύλλογος είναι στην ουσία το σύνολο των εργαζομένων).

Μονόλογος Εργάτου

Άραγε δια της πειθούς θα ημπορέσωμεν ημείς αι Εργατικαί Τάξεις να κάμψωμεν την πλουτοκρατίαν; Αλλά αυτό το εδοκιμάσαμεν τώρα τόσα έτη θέσαντες εις εφαρμογήν το κοινοβουλευτικόν σύστημα. Όλη η κοινοβουλευτική ιστορία αποδεικνύει ότι το μέσον της πειθούς απέβη μάταιον.

Να καταφύγωμεν άραγε εις ικεσίας και ταπεινάς αιτήσεις; Αλλά δεν υπάρχει πλέον εις την ανθρωπίνην γλώσσαν παρακλητική και ικετευτική φράσις την οποίαν μετεχειρίσθημεν. Εξηντλήθη και αυτό το μέσον. Να μην απατώμεθα, παρακαλώ, πλέον. Έχομεν μεταχειρισθή όλα τα μέσα, αιτήσεις, διαδηλώσεις, ικεσίας. Όλαι μας αι αιτήσεις απερρίφθησαν. Όλαι μας αι διαδηλώσεις προεκάλεσαν πίεσιν και ύβριν. Όλαι μας αι ικεσίαι επεριφρονήθησαν.

Είνε μάταιον λοιπόν κατόπιν όλων τούτων να ελπίζωμεν συμφιλίωσιν με την πλουτοκρατίαν. Δεν υπάρχει ούτε έν ίχνοςελπίδος. Εάν επιθυμούμεν να ζήσωμεν ελεύθεροι – εάν επιθυμούμεν να διατηρήσωμεν απαραβίαστα τα δικαιώματα δια τα οποία έχομεν επί γενεάς ολοκλήρους αγωνισθεί υποβαλλόμενοι εις τρομακτικάς θυσίας αίματος και χρήματος και οικογενειακής γαλήνης εάν δεν συσπεύσωμεν να εγκαταλείψωμεν ανάνδρως τον ευγενή αγώνα τον οποίον από γενεών διεξάγομεν και τον οποίον έχομεν ομόσει να μη εγκαταλείψωμεν μέχρις ού κατορθωθεί ο ένδοξος σκοπός του – πρέπει να αποτινάξωμεν τον ζυγόν της πλουτοκρατίας δι’ επιθέσεως.

Δεν μάς έμεινε άλλη διέξοδος ειμή ο κατά της πλουτοκρατίας πόλεμος.

Εις τας μάχας δεν νικούν μόνον οι ισχυροί. Νικούν επίσης οι άγρυπνοι, οι αποφασιστικοί, οι γενναίοι. Υποχώρησις δεν υπάρχει, ειμή υποχώρησις προς τη υποδούλωσιν.

Ειρήνη, λέγουν, έγεινεν ειρήνη. Ειρήνη μολαταύτα δεν υπάρχει. Τι καθήμεθα; Τόσον πολύ αγαπώμεν την ζωήν μας, τόσην πολλήν γλυκύτητα έχει η ειρήνη, ώστε να την εξαγοράσωμεν διά αλύσεων και δουλείας;

Δεν ηξεύρω τι σκοπεύουν να πράξουν άλλοι εργάται. Όσον αφορά εμέ, εγώ λέγω, ή ελευθερίαν ή θάνατον – ή ζωήν ανθρωπίνη ή εξόντωσιν.

* Σχόλιο γραμμένο προφανώς από τον Πλάτωνα Δρακούλη και δημοσιευμένο στο τεύχος του περιοδικού του ιδίου “Έρευνα” το 1913, σελ. 15-16. Διατηρείται η ορθογραφία του συγγραφέα.

http://ngnm.vrahokipos.net/history/documents/82-2009-10-20-10-59-22.html