Σύντομη ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος των εκπαιδευτικών της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
( Των Χρήστου Κάτσικα – Κώστα Θεριανού )
Μαρτίου 22, 2009 Ιστορία συνδ. κινήματος, Κ. Θεριανός, ΟΛΜΕ, Χρ. Κάτσικας
Η ΟΛΜΕ ιδρύθηκε το 1924 και η έκδοση του δελτίου της (Δελτίον της ΟΛΜΕ) άρχισε το 1926. Η ίδρυση της ήταν εν μέρει προϊόν των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα την ταραγμένη περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Το αρχικό οργανωτικό της σχήμα ήταν μια τριμελής διοικούσα επιτροπή.
Πριν από την ΟΛΜΕ, στο χώρο της εκπαίδευσης, είχαν ιδρυθεί και δραστηριοποιηθεί ο Εκπαιδευτικός Σύνδεσμος (1914) με ιδρυτή το Δημήτρη Γληνό, ο οποίος περιέπεσε σε αδράνεια όταν ο ιδρυτής του ανέλαβε τη γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας.
Το 1936 το καθεστώς της 4ης Αυγούστου διέλυσε την ΟΛΜΕ, η οποία ανασυστάθηκε το 1949. Ένας από τους πρώτους της στόχους ήταν η βαθμολογική εξέλιξη του κλάδου και πέρα από το βαθμό του διευθυντή β. Η δράση πήρε τη μορφή ομαδικής υποβολής παραιτήσεων υπηρετούντων εκπαιδευτικών. Παραιτήθηκαν 3.260 εκπαιδευτικοί και τελικά το αίτημα δεν έγινε δεκτό εκτός από κάποιες βαθμολογικές βελτιώσεις και μια μικρή αύξηση του μηνιαίου επιδόματος της πρόσθετης εργασίας.
Το 1955, όπου κυριαρχεί το «πείνα, ξύλο και Ακρόπολη» (Β. Ρώτας, Καραγκιόζικα) επί κυβερνήσεως Παπάγου 4.200 εκπαιδευτικοί παραιτούνται και κηρύχθηκε 4ήμερη απεργία (2-5 Μαρτίου 1955) με αίτημα την καθιέρωση ιδιαίτερου μισθολογίου για τους εκπαιδευτικούς και αυξήσεις της τάξης του 10-20%.
Η ΟΛΜΕ παρακολουθεί από κοντά τις προτάσεις Επιτροπής Παιδείας της κυβέρνησης της ΕΡΕ (Κ. Καραμανλής). Αξιολογώντας τα πορίσματα της Επιτροπής Παιδείας τα κρίνει ως «υπερβολικά πτωχόν έργον». Σε ανακοίνωση της επισήμανε ότι παρά τις διαπιστώσεις, η επιτροπή παιδείας δεν μπαίνει στην ουσία του προβλήματος που ήταν η έλλειψη στοιχειωδών μέσων για τη διδασκαλία στα γυμνάσια και τα φοβερά κενά στο προσωπικό.
Το 1961 γίνεται 24ωρη προειδοποιητική απεργία (26-1-1961) και σε συνεργασία με τη ΔΟΕ εξαγγέλλεται απεργία διαρκείας. Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή υποχωρεί στο αίτημα της αύξησης αποδοχών. Το 1963 γίνεται απεργία είκοσι ημερών (19/1/1963 – 7/2/1963) η οποία λήγει με την πολιτική επιστράτευση των εκπαιδευτικών. Πρωθυπουργός ήταν ο Κ. Καραμανλής.
Τα έτη 1963-65, η Ένωση Κέντρου ως κυβέρνηση ικανοποιεί οικονομικά αιτήματα της ΟΛΜΕ χορηγώντας οικονομικό επίδομα στους εκπαιδευτικούς. Από την πλευρά της η ΟΛΜΕ στήριξε τη μεταρρύθμιση του Γ. Παπανδρέου για δημόσια και δωρεάν παιδεία και δημοτική γλώσσα.
Στο πλαίσιο της πολιτικής αστάθειας των ετών 1965-66 προωθείται ενιαίο μισθολόγιο που υποβάθμιζε τον κλάδο. Η ΟΛΜΕ αποφασίζει απεργία διαρκείας (Φεβρουάριος 1966) που λήγει στις 8/2/66 με πολιτική επιστράτευση. Το ενιαίο μισθολόγιο ψηφίζεται.
Στα χρόνια της δικτατορίας η ΟΛΜΕ λειτουργεί με διορισμένη διοίκηση. Τον Ιούνιο του 1975 εκλέγεται νέο Δ.Σ. με κεντρικά αιτήματα την κάθαρση από τους υποστηρικτές της χούντας, την άρση των μισθολογικών αδικών και την ψήφιση νέου νόμου για την εκπαίδευση.
Το 1976 γίνεται η μεταρρύθμιση (ν. 309/76). Το 1977 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με οικονομικά αιτήματα. Η απεργία (2/3/77 – 1/4/77) λήγει με την κατάκτηση της αύξησης της υπερωριακής αποζημίωσης. Το 1979 ξεκινά νέα απεργία διαρκείας με οικονομικά αιτήματα η οποία λήγει σε έξι μέρες (10-16/3/79) καθώς χαρακτηρίζεται παράνομη και καταχρηστική με δικαστική απόφαση.
Στις 26-11-1980 η ΟΛΜΕ ξεκινά απεργία διαρκείας με τη μορφή επαναλαμβανόμενων εξαήμερων (άρχισε από 3/12/ μέχρι 23/12/80 και από 9/1/81 μέχρι 18/1/81), η οποία αναστέλλεται με την απόφαση 309/81 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ως παράνομη και καταχρηστική. Υπουργός παιδείας ήταν ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, ο οποίος στις 12/1/81 έκανε και την προσφυγή κατά της απεργίας.
Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές στις 18/10/1981 και ικανοποιεί μισθολογικά αιτήματα του κλάδου. Τον Απρίλιο 1982 γίνεται νέο καταστατικό της ΟΛΜΕ ενώ την 1η Ιουλίου του 1982 δημοσιεύεται ο ν.1264/82 (ΦΕΚ 79, τ. Α΄) για τον εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος, τη δυνατότητα εκλογών με συνδυασμούς, συνδικαλιστικές άδειες και προστασία των συνδικαλιστών.
Το 1985 ψηφίζεται ο νόμος 1566/85.
Το Νοέμβριο του 1987 (υπουργός Αντώνης Τρίτσης) γίνονται προειδοποιητικές απεργίες (24ωρη στις 25-11-87, 48ωρη στις 8και 9 – 12-87, τρεις φορές τριήμερη από 5 μέχρι 17-12-1987, από 10 μέχρι 12-2-88 και από 16 μέχρι 18-3-88). Ο Α. Τρίτσης παραιτείται από τη θέση του υπουργού παιδείας και αναλαμβάνει ο Απόστολος Κακλαμάνης. Νέα απεργία των εκπαιδευτικών (απόφαση στις 7-5-1988) για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των εξετάσεων. Η απεργία έληξε με δικαστική απόφαση στις 23-6-1988 με την οποία η απεργία χαρακτηρίστηκε παράνομη και καταχρηστική. Ο νέος υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου θα προχωρήσει στην καθιέρωση των «τριμήνων» (υπερωριακό επίδομα εξωδιδακτικού έργου).
Τον Απρίλιο του 1990 η Νέα Δημοκρατία σχηματίζει κυβέρνηση (Κ. Μητσοτάκης) και Υπουργός Παιδείας αναλαμβάνει ο Β. Κοντογιαννόπουλος. Το Μάιο του 1990, ξεσπά μια από τις μεγαλύτερες αναταράξεις στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης (απεργίες, συγκεντρώσεις διαδηλώσεις εκπαιδευτικών, απειλή καταλήψεων εξεταστικών κέντρων, αναβολή για ένα μήνα των Γενικών εξετάσεων) με φόντο «την εκφρασμένη διάθεση του κυβερνώντος κόμματος για επιβολή λιτότητας στη δημόσια εκπαίδευση και ιδεολογική χειραγώγηση εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/5/1990).
Η Γ.Σ. των Προέδρων ΕΛΜΕ (Οργανωτική ΙΙ 17-2-1990) εκτιμά ότι «η κατάσταση της Δημόσιας Μέσης Εκπαίδευσης και του Καθηγητή χειροτερεύει συνεχώς. Η Οικουμενική Κυβέρνηση δεν πήρε κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης κατάστασης». Οι διεκδικήσεις επικεντρώνουν στην αύξηση των μισθών, στη μειωση του ορίου συνταξιοδότησης και στην αύξηση των διορισμών. Οι καθηγητές διεκδικούν: αύξηση 18.000 δρχ. στους μισθούς, γνήσια ΑΤΑ, νομοθετικά κατοχυρωμένη, συντάξιμες αποδοχές στο 80% των εν ενεργεία αποδοχών, άμεση δημιουργία 4000 νέων οργανικών θέσεων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία, 6000 νέες αίθουσες, πρωινό και μειωμένο ωράριο.
Η αθέτηση της Κυβέρνησης «των δεσμεύσεων και αντιμετώπιση των αιτημάτων του κλάδου, οδήγησε στην ομόφωνη απόφαση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για απεργιακές κινητοποιήσεις μετά το Πάσχα μέχρι και την περίοδο των εξετάσεων, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση που θα εκλεγόταν από τις εκλογές της 8ης Απριλίου» (Ομόφωνη Απόφαση του Δ.Σ της ΟΛΜΕ στις 29-3-90, Μηνιαίο Πληροφοριακό Δελτίο της ΟΛΜΕ, τευχ. 620/1991, σ.4).
Στις 22 και 23 Μαίου 1990 πραγματοποιείται διήμερη απεργία των καθηγητών και στις 6 Ιουνίου ακολουθεί νέα μονοήμερη απεργία. Από το δεύτερο 15νθήμερο του Μαΐου μέχρι και για δύο περίπου μήνες πραγματοποιούνται 10 συλλαλητήρια στην Αττική και αντίστοιχα σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες νομών. Αποφασίζεται από το ΥΠΕΠΘ αναβολή των Γενικών Εξετάσεων και παράταση του διδακτικού έτους μέχρι 31 Ιουλίου 1990. Στις 16 Ιουλίου 1990 πρώτη μέρα των Γενικών Εξετάσεων «σε βαριά ατμόσφαιρα και με συλλαλητήρια των εκπαιδευτικών έξω από τα εξεταστικά κέντρα πραγματοποιούνται τελικά οι εξετάσεις» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 16/7/1990).
Το Νοέμβριο του 1990 δημοσιεύονται στα ΦΕΚ 154Α, 155Α και 156 Α / 21-11-1990 το Π.Δ. 390/90 «Οργάνωση και Λειτουργία των Δημοτικών Σχολείων», το Π.Δ. 392/90 «Οργάνωση και Λειτουργία Λυκείων» και το Π.Δ. 393/90 «Οργάνωση και Λειτουργία Γυμνασίων». Τα Π.Δ. επαναφέρουν τις εξετάσεις και τη βαθμολογία στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο και καθιερώνουν τις «μονάδες παιδαγωγικού ελέγχου» ανάλογα με τις οποίες χαρακτηρίζεται η διαγωγή των μαθητών.
Στις 22/11/1990, μέρα που δημοσιεύονται στο Φύλλο της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» (ΦΕΚ) τα Π.Δ. που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία των σχολείων της Α/βάθμιας και Β/βάθμιας εκπαίδευσης, οι μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων του Ηρακλείου Κρήτης, της Κέρκυρας, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνουν τα σχολεία τους. Ακολουθεί η Αθήνα και μέχρι 10/12/1990 καταλαμβάνονται εκατοντάδες Γυμνάσια και Λύκεια σε όλη τη χώρα. Γίνονται συγκρούσεις μέσα και έξω από τα κατειλημμένα σχολεία καθώς γονείς και μέλη του κυβερνώντος κόμματος προσπαθούν να σταματήσουν τις καταλήψεις. Σε μια από αυτές δολοφονείται στην Πάτρα ο καθηγητής Νίκος Τεμπονέρας στις 8/1/1991.
Η παραίτηση του Υπουργού Παιδείας Β. Κοντογιαννόπουλου, η ανακοίνωση από το νέο Υπουργό Γιώργο Σουφλιά ότι τα Π.Δ. δεν θα ισχύσουν και θα «συζητηθούν εξ αρχής ως προς το περιεχόμενό τους», η εξαγγελία για επιπλέον δημόσια χρηματοδότηση 15 δις και κυρίως ο «πόλεμος του Κόλπου» (18/1/91) «ξεθυμαίνουν» τις μαθητικές αντιδράσεις. Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΟΛΜΕ «η έκρηξη του μαθητικού κινήματος ήταν το κορυφαίο γεγονός της χρονιάς αυτής. Εξέφρασε με αυτόνομο τρόπο και με άμεσες μορφές δημοκρατίας την αντίδραση στις κυβερνητικές αυτές επιλογές. Αναπτύχθηκε στο γόνιμο έδαφος των μεγάλων αγώνων για καλύτερη Παιδεία και μόρφωση. Αφομοίωσε και συνδέθηκε με τους αγώνες, τα αιτήματα και τις προσδοκίες των δικών μας αγώνων» (Μηνιαίο Πληροφοριακό Δελτίο της ΟΛΜΕ, τευχ. 620/1991, σ. 5).
Τον Οκτώβριο του 1993 επανέρχεται το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Υπουργός Παιδείας αναλαμβάνει την πρώτη περίοδο ο Δ. Φατούρος και από το Φθινόπωρο του 1994 ο Γ. Παπανδρέου.
Από τις 19-10-1993 σε υπόμνημά της προς το νέο Υπουργό Παιδείας Δ. Φατούρο η ΟΛΜΕ αφού τονίζει ότι: «ένα απίστευτο πλέγμα νόμων και ΠΔ που ψηφίστηκαν και εκδόθηκαν κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ενεργοποιούν και ενισχύουν ένα αυταρχικό, ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολείων και της εκπαίδευσης, με στόχο το φρονηματισμό και τη χειραγώγηση των εκπαιδευτικών και τον έλεγχο της μετάδοσης της γνώσης» ζητάει ανάμεσα σε άλλα «α. ριζική αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου της Διοίκησης της εκπαίδευσης β. να αποδεσμευτεί η επιμόρφωση από τις διαδικασίες βαθμολόγησης και κατάταξης των εκπαιδευτικών γ. να καταργηθεί το ΠΔ 320/93 για την «αξιολόγηση των εκπαιδευτικών» δ. να καταργηθεί το ΠΔ για τα «Ωρολόγια Προγράμματα των Γυμνασίων» ( Μηνιαίο Πληροφοριακό Δελτίο της ΟΛΜΕ, τ. 640/1993, σσ 4-5).
Το Νοέμβριο του 1994 αναστέλλεται το ΠΔ 320/93 για την «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση» και αναγγέλλεται η αναμόρφωσή του. Επίσης καταργούνται μερικά οι διαδικασίες βαθμολόγησης και κατάταξης των εκπαιδευτικών στην επιμόρφωση (ΠΕΚ) με τροποποίηση διατάξεων του ΠΔ 250/92.
Αλλαγές γίνονται και στο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών στα Δημοτικά και στα Γυμνάσια το οποίο τελικά ρυθμίζεται με την έκδοση του ΠΔ 409/94 (ΦΕΚ 226 Α / 22-12/1994). Το νέο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών περιλαμβάνει Γραπτές ανακεφαλαιωτικές εξετάσεις Ιουνίου, Ωριαίες υποχρεωτικές γραπτές δοκιμασίες ανά μία κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων, τεστ ολιγόλεπτα, συνθετικές δημιουργικές εργασίες και περιγραφική αξιολόγηση. Προτείνεται, επίσης, νέο σύστημα πρόσβασης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση (Εθνικό Απολυτήριο) το οποίο τελικά δε θα εφαρμοσθεί.
Το 1997 με υπουργό τον Γ. Αρσένη ψηφίζεται ο ν.2525/97.
Από τις πρώτες μέρες της σχολικής χρονιάς 1996/97 υπήρχαν σημάδια που έδειχναν ότι η κατάσταση στην εκπαίδευση θα είναι εκρηκτική. Οι σοβαρές ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, η δραματική κατάσταση των σχολείων, που στην πλειοψηφία τους λειτουργούν σε διπλή ή και τριπλή βάρδια, σε συνδυασμό με την οικονομική υποβάθμιση των καθηγητών δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Το «Ενιαίο» μισθολόγιο που ανακοινώνει η κυβέρνηση «εξαιρώντας τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της οργής και της αγανάκτησης, αφού προβλέπει ονομαστικές μειώσεις των αποδοχών» (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 14/1/1997).
Την 20η Ιανουαρίου 1997 οι καθηγητές αρχίζουν μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση και ένταση απεργίες που διαρκεί μέχρι την 14η Μαρτίου. Σε ανοιχτή επιστολή της ΟΛΜΕ την 19/2/1997, η οποία φαίνεται να εκφράζει την ουσία της κινητοποίησης των εκπαιδευτικών επισημαίνεται ανάμεσα σε άλλα ότι «ο απεργιακός αγώνας δεν έχει στενόθωρα κίνητρα και ταπεινά ελατήρια. Είναι ένας αγώνας στον οποίο μας ώθησε μια πολιτική συνεχούς υποβάθμισης και απαξίωσης της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης και των λειτουργών της (…) Η έννοια της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης μέρα με τη μέρα χάνει κάτι από το συστατικό της περιεχόμενο, καθώς η ελληνική οικογένεια υφίσταται συνεχή οικονομική αφαίμαξη από την παρασχολική δραστηριότητα» (ΟΛΜΕ, 19/2/1997).
Τον Ιούνιο του 1998 έχουμε μια ακόμη μεταξύ Κυβέρνησης και εκπαιδευτικών με αιτία την κατάργηση της επετηρίδας και αφορμή τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Στη διάρκεια του πρώτου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ (11-15/6) για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, 30 εξεταστικά κέντρα σε όλη την Ελλάδα πολιορκούνται από περίπου 15.000 αδιόριστους και μόνιμους εκπαιδευτικούς αλλά και φοιτητές.
Όμως στη μεταρρύθμιση υπήρξε και μαθητική αντίδραση. Μια από τις μεγαλύτερες και πιο παρατεταμένες αναταράξεις στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης σημειώνεται με τις μαθητικές καταλήψεις που πραγματοποιούνται από το Νοέμβριο του 1998 έως τον Ιανουάριο του 1999 με αίτημα την κατάργηση των ν. 2525/97 και 2640/98. Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου τα 2/3 των Λυκείων και περίπου 200 Γυμνάσια τελούν υπό κατάληψη ενώ την ίδια ημέρα δεκάδες χιλιάδες μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί συμμετέχουν σε μαχητικές διαδηλώσεις σε 46 ελληνικές πόλεις. Οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται με την ίδια περίπου ένταση και έκταση και αμέσως μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μέχρι τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου του 1999.
Από τον Οκτώβριο του 1998 σημειώνονται σποραδικές αποχές και καταλήψεις δημοτικών σχολείων με αιχμή την υποχρεωτική επαναφορά του ορίου των 30 μαθητών ανά τάξη και αίτημα την αποσυμφόρηση των σχολικών τάξεων. Στη διάρκεια των μαθητικών καταλήψεων και με βασικό αίτημα την κατάργηση του ν. 2525/97 η ΟΛΜΕ πραγματοποιεί 24ωρη απεργία στις 9 Δεκεμβρίου 1998, συμμετέχει στην πανδημοσιοϋπαλληλική απεργία στις 15 Δεκεμβρίου 1998, συνδιοργανώνει πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο στις 15 Ιανουαρίου 1999 και στις 19/1/1999. Παράλληλα «για να εκφραστεί η αντίθεση του κλάδου στο εντεινόμενο κλίμα αυταρχισμού κατά των μαθητών και για να ακυρωθεί κάθε προσπάθεια χρησιμοποίησης των εκπαιδευτικών σε κατασταλτικούς ρόλους» (Απολογισμός δράσης Δ.Σ. ΟΛΜΕ στη διετία 1997/1999) κηρύσσει 2ωρες στάσεις εργασίας στις 8/1/1999, 14/1/99 και 18/1/99 και δύο 24ωρες απεργίες στις 21 και 25/1/99.
Στις 28/1/99 πραγματοποιείται 48ωρη απεργία και νέες δίωρες στάσεις εργασίας τις 2 πρώρες ώρες λειτουργίας κάθε κύκλου στις 26/1/99, 27/1/99, 1/2/99 και 2/2/99. Στις 4/11/98 πραγματοποιείται κοινή συγκέντρωση μαθητών και καθηγητών έξω από το ΥΠΕΠΘ με αίτημα την κατάργηση των ν. 2525/97 και 2640/98. Νέα μαθητικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη στο Βόλο και στα Τρίκαλα στις 11/11/98 πρωτοφανή σε όγκο. Το δεύτερο δεκαήμερο του Νοεμβρίου περίπου 280 Λύκεια σε όλη τη χώρα τελούν υπό κατάληψη (1/4 περίπου των Λυκείων). Στο τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου περίπου 400 Λύκεια βρίσκονται σε κατάληψη ενώ στις 26/11/98 πάνω από 15.000 διαδηλωτές (κυρίως μαθητές) στην Αθήνα και δεκάδες χιλιάδες σε 30 πόλεις της Ελλάδας συμμετέχουν σε συλλαλητήρια.
Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου τα 2/3 των Λυκείων και περίπου 200 Γυμνάσια τελούν υπό κατάληψη (Ανακοίνωση ΟΛΜΕ 4/12/98) ενώ στις 9/12/98 δεκάδες χιλιάδες μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί συμμετέχουν σε μαχητικές διαδηλώσεις σε 46 ελληνικές πόλεις. Η ανατάραξη συνεχίζεται με την ίδια περίπου ένταση και έκταση και αμέσως μετά τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μέχρι τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου του 1999. Στα συνθήματα των μαθητικών κινητοποιήσεων ανιχνεύονται τα αιτήματα των μαθητών που επικεντρώνουν ουσιαστικά στο εξεταστικό σύστημα του Ενιαίου Λυκείου και στα ΤΕΕ.
Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών είχε συνειδητοποιήσει ότι οι απανωτές εξεταστικές διαδικασίες που προέβλεπε ο νόμος 2525/97, περά από τις διακηρύξεις περί βελτίωσης της παιδείας και ανεβάσματος του πήχη, είχαν ένα και μόνο στόχο: να μειώσουν το μαθητικό πληθυσμό στο Λύκειο και να στρέψουν ένα σημαντικό τμήμα του μαθητικού πληθυσμού στα ΤΕΕ.
ΠΗΓΗ: http://www.alfavita.gr/artra/art22_3_9_821.php
[1] Από το βιβλίο Χρήστος Κάτσικας – Κώστας Θεριανός, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Σαββάλας 2007 (Β΄ ΈΚΔΟΣΗ)
Συνδικαλισμός
Καταρχήν, «ο συνδικαλισμός δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένες οργανώσεις και δομές, είναι πάνω απ’ όλα τρόπος δράσης της εργατικής τάξης σαν τάξη καθ’ ευατή, δηλ. σαν τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6 –η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι «όλα αυτά που δένουν τους εργάτες με τα συνδικάτα (αυτούς τους οργανισμούς, που αυτοί οι ίδιοι έφτιαξαν, για τους οποίους έκαναν τόσες θυσίες, έδωσαν τόσους αγώνες και δείξαν τόσο ενθουσιασμό), εν ολίγης, όλα αυτά που τους κάνουν να τα έχουν μέσα στην καρδιά τους, είναι αυτά ακριβώς που τους κάνουν υπάκουους απέναντι στην θέληση των αφεντικών τους» (Α.Πανεκούκ, Εργατικά Συμβούλια, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, από Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6, η υπογράμμιση δική μου). Τα δύο παραπάνω αποσπάσματα μας θυμίζουν ότι –όσο χρήσιμα και αν είναι τα σωματεία ως μορφή οργάνωσης- μας οργανώνουν ως μέρος της καπιταλιστικής σχέσης, ως «τάξη καθ’ εαυτή», ως (υποτελείς) εργάτες. Για να αρνηθούμε και να επιτεθούμε τη θέση μας –το ότι είμαστε εκμεταλλευόμενοι και αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι- για να γίνουμε δηλαδή «τάξη για-τον-εαυτό-της» που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση, πρέπει συχνά να ξεπερνάμε το περιεχόμενο και την οργανωτική δομή των συνδικάτων π.χ. να ενωθούμε και με άλλους εκτός του εργασιακού μας χώρου/επαγγέλματος για να μην παζαρέψουμε απλώς τη «δική μας» τιμή/μισθό που θα πουλήσουμε την εργατική μας δύναμη κτλ. Παρολαυτά, μέχρι να φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ένας αγώνας, σε ένα επίπεδο που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση (και έτσι και την οργάνωση-συνδικάτο που «επιβεβαιώνει» θα λέγαμε αυτή τη σχέση), μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο συνηθέστερος τρόπος οργάνωσης μας είναι το συνδικάτο, ο σύλλογος εργαζομένων, το σωματείο. Είναι η πρωτόλεια μορφή οργάνωσης της «τάξης καθ’ εαυτής», μια συλλογική (και όχι ατομική) προσπάθεια για να αντισταθούμε στους καταναγκασμούς μέσα στη δουλειά. Τα συνδικάτα μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία αγώνα, μπορούν να προσπαθούν να ξεπερνούν τα δομικά προβλήματα/αγκυλώσεις που έχουν ως μορφή οργάνωσης και να γίνονται ζωντανή και ευέλικτη συλλογικότητα που κάνει αγώνα. Μερικά από τα προβλήματα τους είναι: α) η -από τον αστικό νόμο- ύπαρξη Διοικητικού Συμβουλίου = αντιπροσώπων της βάσης (διαίρεση «συνδικαλιστής-βάση»). Η ίδια η ύπαρξη Δ.Σ. αναπτύσσει την τάση διαμεσολάβησης των εργαζομένων από τους (νυν ή υποψήφιους) αντιπροσώπους τους και την τάση ανάθεσης στο (εκάστοτε) Δ.Σ. όλων των δραστηριοτήτων της συλλογικότητας/σωματείου β) η ύπαρξη παρατάξεων = τάση «κοινοβουλευτικοποίησης» + «κομματικοποίησης» του σωματείου και ανάπτυξης διαιρέσεων μεταξύ των εργαζομένων στη βάση της διαφορετικής παράταξης και όχι του ρόλου που διαλέγει να επιτελεί ο καθένας (π.χ. απεργός-απεργοσπάστης) γ) άλλες θεσμικές-νομικές αγκυλώσεις λόγω του αστικού δικαίου π.χ. οι ανασφάλιστοι, από τη στιγμή που είναι «αόρατοι», δεν μπορεί να γίνουν «επίσημα» μέλη του σωματείου κ.α. Αυτά τα προβλήματα/αγκυλώσεις των σωματείων μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά, όταν φυσικά συνειδητοποιούνται από τους εργαζόμενους που συμμετέχουν και αγωνίζονται σε ένα σωματείο. Ένα τέτοιο σωματείο είναι και ο Σύλλογος Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Αττικής, το οποίο λέει για το Διοικητικό Συμβούλιο και τις παρατάξεις τα εξής…
(Από το κείμενο «Η δική μας αντίληψη για το συνδικαλισμό» που δημοσιεύτηκε στο http://athens.indymedia.gr στις 23/1/2007).
«Υπάρχει ένας άλλος δρόμος….υπάρχει ένας άλλος τρόπος…..
Η πορεία του Συλλόγου έχει αφήσει μια πλούσια εμπειρία για το πώς πρέπει να παλέψουμε και πώς να οργανωθούμε. Ο χρόνος και οι εμπειρίες μας έχουν κάνει «σοφότερους».
Σε αυτό το σωματείο δεν υπήρξαν και δε θα υπάρξουν:
εκπρόσωποι που να διαχειρίζονται τις τύχες των συναδέλφων.
Σε άλλα σωματεία ανώτερο όργανο είναι το Διοικητικό Συμβούλιο. Αυτό αποφασίζει για τα κρίσιμα ζητήματα, μέσα από αυτό περνά η λειτουργία του σωματείου. Οι Γενικές Συνελεύσεις υπάρχουν για να υιοθετούν ή να απορρίπτουν τις προτάσεις του Δ.Σ., να επικυρώνουν ή να καταψηφίζουν τα πεπραγμένα του. Αποτέλεσμα είναι, η πιο μεγάλη στιγμή του σωματείου να είναι οι εκλογές όπου θα εκλεγεί το Δ.Σ.
Δεν χρειαζόμαστε «διοικητές» στα εργατικά σωματεία. Διοικητές υπάρχουν στο στρατό. Έχουμε στους χώρους εργασίας αυτούς που μας διοικούν και μας διατάζουν (εργοδότες, διευθυντές, προϊστάμενοι). Στα σωματεία πρέπει να έχουμε συναδελφικότητα και αυτοοργάνωση. Σε εμάς το Διοικητικό Συμβούλιο έχει έναν τυπικό χαρακτήρα. Υπάρχει, γιατί νομικά δεν μπορεί να υπάρξει συνδικαλιστικός φορέας χωρίς Δ.Σ., Πρόεδρο, Γεν. Γραμματέα. Στο Σύλλογό μας ανώτερο όργανο είναι η Γενική Συνέλευση. Μέχρι την επόμενη Γενική Συνέλευση ρόλο συντονισμού και διεκπεραίωσης, για την υλοποίηση των αποφάσεων της προηγούμενης, έχει το ανοιχτό μάζεμα των «πρόθυμων συναδέλφων». Όποιος θέλει να βοηθήσει την δράση του Συλλόγου έχει θέση σε αυτό το ανοιχτό μάζεμα. Έχοντας κατακτήσει μια συναντίληψη για τα βασικά ζητήματα, κινούμαστε εξασφαλίζοντας την όσο το δυνατό μεγαλύτερη συμφωνία, ακόμη και την ομοφωνία. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν συζητιούνται διεξοδικά ώστε να βρίσκεται λύση ενοποίησης όλων. Αν χρειαστεί, οι αποφάσεις θα παρθούν με ψηφοφορία στις Γενικές Συνελεύσεις.
Επιδίωξή μας είναι (και το έχουμε πετύχει), ο Σύλλογος να μπορεί να εκπροσωπείται από κάθε συνάδελφο, σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, παραστάσεις σε εργοδότες, εργατικές διαφορές στην Επιθεώρηση Εργασίας, συνδικαλιστικές συσκέψεις…Για μας συνδικαλιστής είναι κάθε εργαζόμενος που παλεύει με συνειδητό τρόπο, δεν είναι ο εκλεγμένος σε κάποιο Δ.Σ. Στο Σύλλογο δεν προβάλλουμε πρόσωπα, προβάλλουμε τη συλλογικότητα. Από αυτή τη σκοπιά προωθούμε και την εναλλαγή στα τυπικά αξιώματα που ο νόμος απαιτεί να υπάρχουν. Ως πρόεδρος, αντιπρόεδρος, γεν. γραμματέας μπορεί να οριστούν με εναλλαγή αρκετοί συνάδελφοι.»….
…
– μικρο-παραταξιακοί τσακωμοί και αλληλο-υπονομεύσεις.
… «Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ως σωματείο νοείται το άθροισμα των παρατάξεων που υπάρχουν σε αυτό. Οι παρατάξεις λύνουν και δένουν στη ζωή του σωματείου. Στις Γ.Σ., στο Δ.Σ., στις διαπραγματεύσεις, στην εκπροσώπηση προς τα έξω, στα πάντα, οι παρατάξεις τα βρίσκουν ή τσακώνονται, μοιράζονται ή μονοπωλούν, χάνουν ή κερδίζουν πόντους στο παιχνίδι διαχείρισης των υποθέσεων του σωματείου. Τα μέλη του σωματείου υπάρχουν για να ακολουθούν, να στηρίζουν, να ψηφίζουν, να διαμεσολαβούνται από κάποια παράταξη.
Στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος, οι παρατάξεις δεν διαμορφώθηκαν ως πολιτικές και συνδικαλιστικές τάσεις – ρεύματα, όπου πολλά θα μπορούσαν να προσφέρουν στο κίνημα, αλλά αποτέλεσαν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μηχανισμούς χειραγώγησης και ελέγχου της συνείδησης των εργαζομένων. Αποτέλεσαν και αποτελούν μηχανισμούς μεταφοράς επιδιώξεων ξένων προς τα εργατικά συμφέροντα (κομματικές επιλογές). Έτσι διασπούν αντί να ενώνουν τους εργαζόμενους.
Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον εναλλασσόμενο ρόλο «απεργού» και «απεργοσπάστη» που έχουν επιλέξει για τον εαυτό τους η ΔΑΚΕ και η ΠΑΣΚΕ, ανάλογα με το αν είναι στην κυβέρνηση η Ν.Δ. ή το ΠΑΣΟΚ.»
Γιατί όμως όλη αυτή η παρένθεση για το συνδικαλισμό; Προβάλλω τις παραπάνω απόψεις ακριβώς γιατί νομίζω ότι τα πιο πολλά σχήματα των Παρεμβάσεων σε τοπικούς συλλόγους λειτουργούν περισσότερο ως παρατάξεις με τον παραδοσιακό, γραφειοκρατικό τρόπο που περιγράφεται στο απόσπασμα του Συλλόγου Βιβλίου-Χάρτου παραπάνω, παρά σαν σχήματα-πρωτοβουλίες-επιτροπές ανθρώπων που έχουν σκοπό τη σύγκρουση και την αλλαγή στην ίδια τη λειτουργία των Συλλόγων (όπως πάλι περιγράφεται παραπάνω το πώς μπορεί να λειτουργεί ένα σωματείο διαφορετικά: άμεση εμπλοκή της βάσης, του «ζωντανού» κομματιού των εργαζομένων ακόμα και αν είναι μειοψηφικό, σταμάτημα της ανάθεσης στους επαγγελματίες-συνδικαλιστές, ριζοσπαστικές δράσεις κτλ.). Με άλλα λόγια, μέχρι σήμερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν έχει υπάρξει πραγματικό ενδιαφέρον να μεταμορφωθεί ο τρόπος συνδικαλιστικής συμμετοχής και δράσης. Επικρατεί ο κλασσικός τρόπος = «φτιάχνω ένα σχήμα – συμμετέχω στις εκλογές – μαζεύω ψήφους- -παρεμβαίνω στο Δ.Σ. και μπαίνω στο παιχνίδι καταγγελιολογίας των άλλων παρατάξεων – παρεμβαίνω με αντιπροσώπους στην Ομοσπονδία». Και αυτός ο τρόπος συνδικαλισμού κυριαρχεί όχι τυχαία, αλλά για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους:
α) είναι μια εδραιωμένη κουλτούρα συνδικαλιστικής δράσης που αναπαράγεται όχι μόνο από τη Δεξιά αλλά και από την Αριστερά.
β) έχει να κάνει με το νομικό κανονισμό λειτουργίας των Συλλόγων δασκάλων. Οι τοπικοί σύλλογοι είναι «ευνουχισμένοι», με την έννοια ότι δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία παρά μόνο στάσεις εργασίας. Μόνο η ΔΟΕ μπορεί «από πάνω» να κηρύξει απεργία, και έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται σε αυτή, στο επίπεδο δηλαδή των αντιπροσώπων.
γ) ιστορικά, η πλειοψηφία των δασκάλων περισσότερο συναινεί/αδρανεί και στηρίζει (έστω και παθητικά-εκλογικά) τις ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ. Έτσι, είναι λίγος ο «ζωντανός» κόσμος που θα πάρει πρωτοβουλίες για να αλλάξει τον τρόπο που γίνονται, κατά συνήθεια ή και επιλογή, τα πράγματα και για να αναπτυχθεί ένας -ας τον πούμε- «συνδικαλισμός βάσης», ένας «συνδικαλισμός χωρίς συνδικαλιστές».
Η έμφαση δίνεται λοιπόν περισσότερο στην αναπαραγωγή των «ριζοσπαστικών σχημάτων» μέσα στα Δ.Σ. και όχι στη δημιουργία ζωντανών επιτροπών, σχημάτων, πρωτοβουλιών, ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ ΑΓΩΝΑ μέσα στο Σύλλογο, στην άμεση εμπλοκή -έστω και ενός μειοψηφικού κομματιού- της βάσης σε διαδικασίες αγώνα. Για να το πω αλλιώς -και να το κριτικάρω- η κλασσική ερώτηση ενός Παρεμβασία (όπως και κάθε άλλου συνδικαλιστή) μόλις βρει έναν δάσκαλο στο Σύλλογο που «ενδιαφέρεται», είναι: «θέλεις να κατέβεις στο ψηφοδέλτιο»; Και όχι, «θέλεις να κάνουμε κάτι μαζί, να πάρουμε μια πρωτοβουλία, να ανοίξουμε ένα ζήτημα που καίει». Δυστυχώς, αυτή η κουλτούρα της συμμετοχής «με το ψηφοδέλτιο» ενισχύεται και από τον κόσμο αφού είναι μαθημένη και εύκολη δράση: «ε ας μπω στο ψηφοδέλτιο να πάρουμε μερικούς ψήφους, δεν είναι τίποτα». Η άμεση συμμετοχή χωλαίνει. Και αυτό έπαιξε πολύ-πολύ σημαντικό ρόλο στην απεργία των 6 εβδομάδων, όπου ο περισσότερος κόσμος που απεργούσε, αδυνατούσε να αυτό-οργανωθεί, να φτιάξει ή να πάει σε μια απεργιακή επιτροπή, να πάρει μια πρωτοβουλία Είχε μάθει στον κλασσικό τρόπο δράσης, στη ανάθεση, στο «να τρέχουν τα Δ.Σ., οι συνδικαλιστές». Άλλωστε…«αυτοί είναι ο Σύλλογος» (Δ.Σ. και Σύλλογος ταυτίζονται ενώ Σύλλογος είναι στην ουσία το σύνολο των εργαζομένων).