Για την κατανόηση της σχέσης των εκπαιδευτικών συνδικάτων με το κράτος και τα κόμματά του

Συνδικαλισμός

Καταρχήν, «ο συνδικαλισμός δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένες οργανώσεις και δομές, είναι πάνω απ’ όλα τρόπος δράσης της εργατικής τάξης σαν τάξη καθ’ εαυτή, δηλ. σαν τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής» (Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6 –η υπογράμμιση δική μου). Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι «όλα αυτά που δένουν τους εργάτες με τα συνδικάτα (αυτούς τους οργανισμούς, που αυτοί οι ίδιοι έφτιαξαν, για τους οποίους έκαναν τόσες θυσίες, έδωσαν τόσους αγώνες και δείξαν τόσο ενθουσιασμό), εν ολίγοις, όλα αυτά που τους κάνουν να τα έχουν μέσα στην καρδιά τους, είναι αυτά ακριβώς που τους κάνουν υπάκουους απέναντι στην θέληση των αφεντικών τους» (Α.Πανεκούκ, Εργατικά Συμβούλια, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, από Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τεύχος 6, η υπογράμμιση δική μου). Τα δύο παραπάνω αποσπάσματα μας θυμίζουν ότι –όσο χρήσιμα και αν είναι τα σωματεία ως μορφή οργάνωσης- μας οργανώνουν ως μέρος της καπιταλιστικής σχέσης, ως «τάξη καθ’ εαυτή», ως (υποτελείς) εργάτες. Για να αρνηθούμε και να επιτεθούμε τη θέση μας –το ότι είμαστε εκμεταλλευόμενοι και αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι- για να γίνουμε δηλαδή «τάξη για-τον-εαυτό-της» που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση, πρέπει συχνά να ξεπερνάμε το περιεχόμενο και την οργανωτική δομή των συνδικάτων π.χ. να ενωθούμε και με άλλους εκτός του εργασιακού μας χώρου/επαγγέλματος για να μην παζαρέψουμε απλώς τη «δική μας» τιμή/μισθό που θα πουλήσουμε την εργατική μας δύναμη κτλ. Παρολ αυτά, μέχρι να φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ένας αγώνας, σε ένα επίπεδο που θα αμφισβητήσει την ίδια την καπιταλιστική σχέση (και έτσι και την οργάνωση-συνδικάτο που «επιβεβαιώνει» θα λέγαμε αυτή τη σχέση), μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο συνηθέστερος τρόπος οργάνωσης μας είναι το συνδικάτο, ο σύλλογος εργαζομένων, το σωματείο. Είναι η πρωτόλεια μορφή οργάνωσης της «τάξης καθ’ εαυτής», μια συλλογική (και όχι ατομική) προσπάθεια για να αντισταθούμε στους καταναγκασμούς μέσα στη δουλειά. Τα συνδικάτα μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία αγώνα, μπορούν να προσπαθούν να ξεπερνούν τα δομικά προβλήματα/αγκυλώσεις που έχουν ως μορφή οργάνωσης και να γίνονται ζωντανή και ευέλικτη συλλογικότητα που κάνει αγώνα. Μερικά από τα προβλήματα τους είναι: α) η -από τον αστικό νόμο- ύπαρξη Διοικητικού Συμβουλίου = αντιπροσώπων της βάσης (διαίρεση «συνδικαλιστής-βάση»). Η ίδια η ύπαρξη Δ.Σ. αναπτύσσει την τάση διαμεσολάβησης των εργαζομένων από τους (νυν ή υποψήφιους) αντιπροσώπους τους και την τάση ανάθεσης στο (εκάστοτε) Δ.Σ. όλων των δραστηριοτήτων της συλλογικότητας/σωματείου β) η ύπαρξη παρατάξεων = τάση «κοινοβουλευτικοποίησης» + «κομματικοποίησης» του σωματείου και ανάπτυξης διαιρέσεων μεταξύ των εργαζομένων στη βάση της διαφορετικής παράταξης και όχι του ρόλου που διαλέγει να επιτελεί ο καθένας (π.χ. απεργός-απεργοσπάστης) γ) άλλες θεσμικές-νομικές αγκυλώσεις λόγω του αστικού δικαίου π.χ. οι ανασφάλιστοι, από τη στιγμή που είναι «αόρατοι», δεν μπορεί να γίνουν «επίσημα» μέλη του σωματείου κ.α. Αυτά τα προβλήματα/αγκυλώσεις των σωματείων μπορούν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά, όταν φυσικά συνειδητοποιούνται από τους εργαζόμενους που συμμετέχουν και αγωνίζονται σε ένα σωματείο. *4

———–

Μέχρι σήμερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δεν έχει υπάρξει πραγματικό ενδιαφέρον να μεταμορφωθεί ο τρόπος συνδικαλιστικής συμμετοχής και δράσης. Επικρατεί ο κλασικός τρόπος = «φτιάχνω ένα σχήμα – συμμετέχω στις εκλογές – μαζεύω ψήφους- -παρεμβαίνω στο Δ.Σ. και μπαίνω στο παιχνίδι καταγγελιολογίας των άλλων παρατάξεων – παρεμβαίνω με αντιπροσώπους στην Ομοσπονδία». Και αυτός ο τρόπος συνδικαλισμού κυριαρχεί όχι τυχαία, αλλά για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους:

α) είναι μια εδραιωμένη κουλτούρα συνδικαλιστικής δράσης που αναπαράγεται όχι μόνο από τη Δεξιά αλλά και από την Αριστερά.

β) έχει να κάνει με το νομικό κανονισμό λειτουργίας των Συλλόγων δασκάλων. Οι τοπικοί σύλλογοι είναι «ευνουχισμένοι», με την έννοια ότι δεν μπορούν να κηρύξουν απεργία παρά μόνο στάσεις εργασίας. Μόνο η ΔΟΕ μπορεί «από πάνω» να κηρύξει απεργία, και έτσι το ενδιαφέρον εστιάζεται σε αυτή, στο επίπεδο δηλαδή των αντιπροσώπων.

γ) ιστορικά, η πλειοψηφία των δασκάλων περισσότερο συναινεί/αδρανεί και στηρίζει (έστω και παθητικά-εκλογικά) τις ΔΑΚΕ-ΠΑΣΚ. Έτσι, είναι λίγος ο «ζωντανός» κόσμος που θα πάρει πρωτοβουλίες για να αλλάξει τον τρόπο που γίνονται, κατά συνήθεια ή και επιλογή, τα πράγματα και για να αναπτυχθεί ένας -ας τον πούμε- «συνδικαλισμός βάσης», ένας «συνδικαλισμός χωρίς συνδικαλιστές».  *1

——————

Ο  ΟΡΟΣ  “ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ” ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΝ   ΚΑΠΟΤΕ  ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ  ΤΗΣ  ΣΤΕΝΗΣ  ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ  ΠΟΥ  ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΖΕΙ  ΤΑ  ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ:

Σχετικά με τη διερεύνηση των ιστορικών λόγων που κυριαρχεί ο συγκεκριμένος “τρόπος συνδικαλισμού” και αποφεύγοντας τις ταυτολογικές ερμηνείες:

Τα εκπαιδευτικά συνδικάτα, ιστορικά, αναδείχθηκαν κυρίως σε διεκδικητές και προασπιστές του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, πράγμα εύκολα ερμηνεύσιμο αν σκεφτεί κανείς πως αναφέρονται στην εκπαίδευση, έναν θεσμό που γνώρισε τη γενίκευση και πλήρη ανάπτυξή του στα τριάντα “ένδοξα” χρόνια της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (1945-1974).

Σε συγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, όπου όλα ρυθμίζονται σε κεντρικό επίπεδο, οι δυνατότητες επίδρασης των εκπαιδευτικών συνδικάτων στην εκπαιδευτική και εργασιακή πολιτική συσχετίζονται άμεσα με το είδος της σχέσης των συνδικάτων με το κράτος. Mε βάση αυτό το κριτήριο, το είδος της σχέσης συνδικάτων-κράτους, επισημάνθηκαν κατά καιρούς διάφορα μοντέλα: Στο ένα άκρο το λενινιστικό μοντέλο, η απόλυτη στράτευση των συνδικάτων στο άρμα των κομουνιστικών κομμάτων. Στο άλλο άκρο ο κρατικός κορπορατισμός, ο απόλυτος έλεγχος από το φασιστικό ή εν γένει αυταρχικό κράτος. Σε διάφορες στιγμές του μεσαίου φάσματος, τέλος, ο κοινωνικός κορπορατισμός μια σχέση αλληλεπίδρασης με το σοσιαλδημοκρατικό κράτος. Tα ελληνικά εκπαιδευτικά συνδικάτα πέρασαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα και από τα τρία μοντέλα αν και οι ιδιόμορφες πολιτικές εξελίξεις ιδιαιτέρως μετά τον εμφύλιο κατέστησαν αναγκαία τη διαρκή μέριμνα για εξειδικεύσεις και προσαρμογή των μοντέλων.

Για την κατανόηση της σχέσης των  εκπαιδευτικών συνδικάτων με το κράτος και τα κόμματά του έχει προταθεί ο όρος  «κοινωνικός κορπορατισμός»(Schmitter 1979, Katzenstein 1984 κ.ά) ως μια αναλυτικά χρήσιμη κωδικοποίηση όλων των θεσμών και πρακτικών που στόχευαν στη διαμεσολάβηση των κοινωνικών συμφερόντων και την επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων, στη δυτική Ευρώπη της μεταπολεμικής περιόδου. Εκκινώντας από την ενεργή διαιτησία του κράτους στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην εργοδοσία και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, αναπτύχθηκε σταδιακά (και εν πολλοίς αποτυπώθηκε θεσμικά), υπό τη διεύθυνση κυρίως των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ένα εκτεταμένο πλέγμα σχέσεων και ανταλλαγών ανάμεσα στο συνδικάτο, το κόμμα και το κράτος.
Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό «κρατικό κορπορατισμό» του μεσοπολέμου όπου τα συνδικάτα ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από το (αυταρχικό ή και φασιστικό) κράτος και η επιρροή ήταν κατά βάση μονόδρομη, από το κράτος προς το συνδικάτο, στον «κοινωνικό κορπορατισμό» της μεταπολεμικής περιόδου, τα συνδικάτα διατηρούν τη σχετική τους αυτονομία και η επιρροή, η επίδραση και η διείσδυση είναι αμφίδρομες (αν και όχι ισόρροπες): Το κράτος και το κόμμα παρεμβαίνουν επιδιώκοντας να κατευθύνουν τα συνδικάτα και, αντιστρόφως, τα συνδικάτα διεισδύουν και επηρεάζουν το κόμμα και το κράτος ποικιλότροπα.
Aνάμεσά τους αναπτύσσεται εν τέλει ένα σύνθετο δίκτυο επικοινωνίας, οικοδομείται ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων και διενεργείται ένα πλήθος σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ανταλλαγών. Mε αυτό τον τρόπο το κράτος καταφέρνει να εφαρμόσει την πολιτική του σε καίριους τομείς διατηρώντας την κοινωνική ειρήνη, προσφέροντας, ωστόσο, ως αντάλλαγμα, μια σειρά παραχωρήσεων σε τομείς, οι οποίοι στη συγκεκριμένη συγκυρία κρίνονται ως δευτερεύουσας σημασίας. Η οικοδόμηση του κοινωνικού κορπορατισμού διόλου δε σημαίνει πως εξαφανίζονται οι εντάσεις, οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στο κράτος και τα συνδικάτα. Σημαίνει όμως πως καθίστανται ελεγχόμενες, διότι θεσμοθετούνται δικλείδες ασφαλείας και διαδικασίες αποκλιμάκωσης – κυρίως διότι καλλιεργούνται λογικές συναίνεσης με σκοπό το αμοιβαίο όφελος. *3

[απο τη συζητηση για τον εκπ. συνδικαλισμο]

μια πρόχειρη έρευνα για βιβλιογραφία-θεματολογία σχετικά με το ζήτημα “συνδικαλισμός και εκπαίδευση”:

1. http://rizospastes.blogspot.com/search?updated-max=2010-07-20T18%3A24%3A00%2B03%3A00&max-results=5

2. ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Παναγιώτη Σωτήρη       http://vimeo.com/12615104

3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΟΡΠΟΡΑΤΙΣΜΟΣ

4. «Η δική μας αντίληψη για το συνδικαλισμό» που δημοσιεύτηκε στο http://athens.indymedia.gr στις 23/1/2007

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *