Αρχές του Επαναστατικού Συνδικαλισμού

Υιοθετήθηκαν το Δεκέμβρη του 1922 στο Βερολίνο (Διεθνής Ένωση Εργατών) (αποσπάσματα)

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός βασιζόμενος στη πάλη των τάξεων, αναζητεί να εγκαθιδρύσει την ενότητα και την αλληλεγγύη όλων των εργατών και των διανοουμένων σε οικονομικές οργανώσεις που πολεμούν για την κατάργηση και της μισθωτής εργασίας και του κράτους. Ούτε το κράτος ούτε τα πολιτικά κόμματα μπορούν να επιτύχουν αυτούς τους δύο στόχους, την οικονομική οργάνωση και την απελευθέρωση από τη μισθωτή εργασία.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός υποστηρίζει ότι τα οικονομικά και κοινωνικά μονοπώλια θα πρέπει να αποτελέσουν ελεύθερες αυτοδιαχειριζόμενες ομοσπονδίες αγροτών και βιομηχανικών εργατών, ενωμένες σε ένα σύστημα συμβουλίων.

* Το διπλό έργο του επαναστατικού συνδικαλισμού είναι να διατηρεί τον καθημερινό αγώνα για οικονομική, κοινωνική, πνευματική βελτίωση στη κοινωνία και να πετύχει ανεξάρτητη αυτοδιαχειριζόμενη παραγωγή και διανομή μέσω της κατοχής της γης και των μέσων παραγωγής. Αντί του κράτους και των πολιτικών κομμάτων, η οικονομική οργάνωση της εργασίας. Αντί της κυβέρνησης πάνω στον λαό, η διαχείριση των πραγμάτων.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός βασίζεται στις αρχές του ομοσπονδιοποίησης, της ελεύθερης συμφωνίας των οργανώσεων βάσεως και της λαϊκής οργάνωσης που ξεκινάει από τη βάση προς τις τοπικές, εθνικές και διεθνείς ομοσπονδίες, οι οποίες είναι ενωμένες στη βάση κοινών σκοπών και οραμάτων. Κάτω από την ομοσπονδιοποίηση κάθε μονάδα απολαμβάνει πλήρως ελευθερία και αυτονομία, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνει όλων των πλεονεκτημάτων της ένωσης.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός απορρίπτει τον εθνικισμό, τη θρησκεία του κράτους και όλα τα αυθαίρετα σύνορα, αναγνωρίζοντας μόνο την αυτοδιάθεση των φυσικών κοινοτήτων που απολαμβάνουν ελεύθερα τον δικό τους τρόπο ζωής, ο οποίος συνεχώς εμπλουτίζεται από τα οφέλη της ελεύθερης συνένωσης με άλλες ομόσπονδες κοινότητες.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός, βασιζόμενος στην οικονομική άμεση δράση, υποστηρίζει, χωρίς να αντιβαίνει τις αρχές του, όλους τους αγώνες για την κατάργηση του οικονομικού μονοπωλίου και της κυριαρχίας του κράτους. Τα μέσα της άμεσης δράσης είναι η απεργία, το μποϋκοτάζ, η κατάληψη και άλλες τέτοιες μορφές δράσης που αξιοποιούνται από τους εργαζόμενους στην διάρκεια των αγώνων τους και που οδηγούν στο πλέον αποτελεσματικό όπλο τους, την Γενική Απεργία, προοίμιο της κοινωνικής επανάστασης.

ΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ

Ο όρος εργατικό συνδικάτο αρχικά σήμαινε απλώς μια ένωση παραγωγών για την άμεση βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός, έδωσε σε αυτό το αρχικό νόημα μια πλατύτερη και βαθύτερη σημασία.

Τα συνδικάτα αποτελούν την ενοποιημένη οργάνωση των εργατών και έχουν σαν στόχο τους την υπεράσπιση των παραγωγών μέσα στη κοινωνία και την προετοιμασία για την οικοδόμηση για την ανοικοδόμηση της κοινωνικής ζωής προς τη κατεύθυνση του Σοσιαλισμού.

Πρακτικά έχουν ένα διπλό σκοπό. Να ενισχύσουν τα αιτήματα των παραγωγών για την εξασφάλιση και τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Να προμηθεύσουν στους εργάτες τις γνώσεις και τα τεχνικά μέσα για την διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομικής ζωής. Να τους προετοιμάσουν για να πάρουν στα χέρια τους τον κοινωνικοοικονομικό οργανισμό και να τον διαμορφώσουν σύμφωνα με τις σοσιαλιστικές αρχές ΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ – ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ

Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους αναρχοσυνδικαλιστές και στα εργατικά-αριστερά κόμματα, τόσο σε θέματα αρχών και τακτικής, δεν είναι ο πολιτικός αγώνας σαν τέτοιος, αλλά η μορφή αυτού του αγώνα και οι σκοποί στους οποίους αποβλέπει.

Για τους αναρχοσυνδικαλιστές η ίδια τακτική, οι μορφές πάλης, που χρησιμοποιούνται ενάντια στην οικονομική εκμετάλλευση πρέπει να υιοθετηθούν και ενάντια στην πολιτική καταπίεση. Είμαστε πεπεισμένοι ότι μαζί με το εκμεταλλευτικό οικονομικό σύστημα θα πρέπει να εξαφανιστεί και το πολιτικό όργανο προστασίας του, το κράτος. Οι προσπάθειες του εργατικού κινήματος, μέσα στα πλαίσια της επικρατούσας πολιτικής και κοινωνικής τάξης, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και ενάντιες στις επιθέσεις της αντίδρασης και να επεκτείνονται τα δικαιώματα των εργατών, όποτε παρουσιάζεται η ευκαιρία.

«(…)Ο Αναρχοσυνδικαλισμός απορρίπτει τη συμμετοχή στα σημερινά εθνικά κοινοβούλια, αυτό δεν οφείλεται απλώς στο ότι δεν τρέφει καμιά συμπάθεια για τους πολιτικούς αγώνες γενικότερα, αλλά στο ότι οι οπαδοί του έχουν τη γνώμη πως αυτή η μορφή δραστηριότητας αποτελεί για τους εργάτες την πιο αδύναμη και πιο άχρηστη μορφή του πολιτικού αγώνα. Για τις ιδιοκτητικές τάξεις ,η κοινοβουλευτική δράση είναι βέβαια ένα κατάλληλο όργανο για τη «ρύθμιση» τέτοιων αντιθέσεων μόλις εμφανιστούν, γιατί ενδιαφέρονται όλες εξίσου για τη διατήρηση της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής τάξης.

Όπου υπάρχει κοινό συμφέρον, η αμοιβαία συμφωνία είναι δυνατή και μπορεί να εξυπηρετήσει όλα τα κόμματα. Αλλά για τους εργάτες η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική .Γι αυτούς η επικρατούσα οικονομική τάξη αποτελεί την πηγή της εκμετάλλευσής τους και της κοινωνικής και πολιτικής τους υποταγής. Ακόμη και η πιο ελεύθερη ψηφοφορία, δε μπορεί να εξαλείψει την χτυπητή αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στις ιδιοκτητικές και μη-ιδιοκτητικές τάξεις της κοινωνίας. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επικυρώσει την υποδούλωση των ταλαίπωρων μαζών με τη σφραγίδα της νομιμότητας(…) Η άμεση δράση από μέρους των οργανωμένων εργατών βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη της έκφραση στη ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ,στη διακοπή της δουλειάς σε κάθε παραγωγικό κλάδο, όταν πλέον έχουν αποτύχει όλα τα άλλα μέσα. Αποτελεί το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουν οι εργάτες και δίνει την πιο κατανοητή έκφραση στη δύναμή τους σαν κοινωνικό παράγοντα. Η γενική απεργία, φυσικά, δεν αποτελεί ένα όργανο στο οποίο μπορούμε να καταφύγουμε αυθαίρετα σε κάθε περίπτωση. Χρειάζεται ορισμένες κοινωνικές προϋποθέσεις που θα της προσφέρουν τη κατάλληλη ηθική δύναμη και θα τη κάνουν φερέφωνο θέλησης των μεγάλων λαϊκών μαζών.

Ο γελοίος ισχυρισμός, που τόσο συχνά αποδίδεται στους Αναρχοσυνδικαλιστές, ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να κηρυχτεί μια γενική απεργία, για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μέσα σε λίγες μέρες τη σοσιαλιστική κοινωνία, είναι φυσικά, απλώς μια αστεία επινόηση αμαθών αντιπάλων. Η γενική απεργία μπορεί να εξυπηρετήσει διάφορους σκοπούς(…)

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις – Εργατική υποκειμενικότητα

Επί τρεις δεκαετίες(1950-1980) στο δυτικό κόσμο η πειθάρχηση των εργαζομένων και η κερδοφορία του κεφαλαίου εξασφαλίζονταν μέσω των μεγάλων κρατικών επενδύσεων, της σταθερής εργασίας σε 8ωρη βάση, της κρατικής παρέμβασης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης(κράτος πρόνοιας-επιδόματα ανεργίας), της
ταξικής «συνεννόησης» μεταξύ εργοδοτών-κράτους- συνδικάτων, της ποινικοποίησης κάθε ανατρεπτικής συμπεριφοράς… Αυτό που ονομάσθηκε το πειθαρχικό μοντέλο του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού.

Aπό το τέλος του ‘70 και ύστερα από την κρίση του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού γίνονται προσπάθειες για την συγκρότηση νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, που θα έχουν την δυνατότητα να δώσουν νέα ώθηση στην καπιταλιστική κερδοφορία, αυτή την φορά σε παγκόσμια κλίμακα μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και παγκοσμιοποιώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ύστερα και από την κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» κρατών
και την απαξίωση των «αριστερών ιδεών». Το νέο πρότυπο της καπιταλιστικής οργάνωσης στηρίζεται στην κατάργηση των παροχών του κράτους πρόνοιας, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών, την αναδιάρθρωση των
παραγωγικών σχέσεων καταργώντας το κοινωνικό συμβόλαιο του κεϋσιανισμού- τεϊλορισμού-φορντισμού και γενικεύοντας την εργασιακή ανασφάλεια.

Η προσωρινότητα, η περιπλάνηση, η «κινητικότητα» των εργαζομένων γίνονται
τα όπλα για μια νέου τύπου πειθάρχησής τους. Η ευελιξία γίνεται η λέξη κλειδί τόσο στα νέα παραγωγικά μοντέλα, όσο και στο τρόπο ζωής των εργαζόμενων. Την
θέση του «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ο ευπροσάρμοστος εργάτης του μεταφοντισμού και του διεθνοποιημένου νεοτεϊλορισμού ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες (και να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για αυτό), να κινείται ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας, για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας(τογιοτισμός)*, εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της. Κάτω από τη διαρκή ανασφάλεια για το εάν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλευρα καθήκοντά του, καθώς η ανεργία καραδοκεί.

*…ή, αλλιώς, τεχνική της “λιτής παραγωγής”. Πρωτοεμφανίστηκε στα εργοστάσια της Τογιότα όταν εγκαταλείφθηκε το γραφειοκρατικό – ιεραρχικό μοντέλο παραγωγής και διοίκησης μιας εταιρίας.Η εταιρία συγκέντρωσε ομάδες εργαζομένων με πολλαπλές ειδικότητες σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και παραγωγής για να δουλέψουν δίπλα στις μηχανές. Αυτές οι ομάδες έδιναν επιτόπου λύσεις στα προβλήματα. Οι ομάδες σχεδιάζουν και υλοποιούν από κοινού, με αποτέλεσμα η λήψη των αποφάσεων από τα ανώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία να «αποκεντρώνεται» προς τη βάση της παραγωγής.

Ο εργαζόμενος αποδιοργανώνεται από τις «ανάγκες της επιχείρησης» και «αποικίζεται» από το εμπόρευμα που καταπίνει τα πάντα(χώρο, χρόνο, συμπεριφορές, αισθήματα , διαπροσωπικές σχέσεις) διευρύνοντας τα πλαίσια της πολύμορφης αλλοτρίωσης που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό. Η νέα μορφή έλεγχου των προλεταριακών «παθών» κινείται αντιφατικά περνώντας,αφενός, μέσα από την εξατομίκευση, που τα κάνει ξένα με τα συλλογικά οράματα και, αφεταίρου, από την υπερμαζικοποιήση που τα κάνει εμπορεύματα έτοιμα προς βρώση και τέρψη.

Σε αυτό το ζοφερό τοπίο για τις εργατικές ανάγκες, τα συνδικάτα που παζάρευαν την εργατική δύναμη, αποτελώντας ένα πυλώνα του κοινωνικού συμβολαίου, χάνουν την πάλαι ποτέ αίγλη τους. Στο ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, στο δημόσιο παίζουν ακόμη ένα ρόλο, ιδιαίτερα στα τμήματα των μόνιμων εργαζόμενων, που όμως σταδιακά μειώνονται, αφήνοντας ακάλυπτους τους εποχιακούς και τους συμβασιούχους οι οποίοι τείνουν να γίνουν η πλειονότητα.
Συχνό είναι το φαινόμενο σε μια επιχείρηση, οι εργαζόμενοι να έχουν τόσες διαφορετικές σχέσεις εργασίας, αμοιβές, τυπικούς εργοδότες, που είναι δύσκολο
να ανακαλύψουν μια κοινότητα συμφερόντων, να συγκεκριμενοποιήσουν τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσουν τον αντίπαλο και τους τρόπους αντίστασης και αγώνα.
Ταυτόχρονα η εκμετάλλευση των ξένων εργατών σε ένα καθεστώς συνεχούς ανασφάλειας , κυνηγητών με την απειλή της απέλασης, χρησιμεύουνστην διάσπαση της ήδη κατακερματισμένης εργατικής τάξης.

Μια ερμηνεία…

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής(κ.τ.π.) στην προσπάθειά του να υπερβεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους(που είναι η αιτία κάθε καπιταλιστικής κρίσης) μεγιστοποιεί τις, μεταξύ τους αλληλένδετες, αντιφάσεις του.

1.Την ίδια στιγμή που τοποθετεί (παρότι η οικονομική του επιστήμη υστερικά αρνείται) τον χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου, η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί δυνατότητες για δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, απαξιώνοντας το χρόνο εργασίας (μέσω της απόκρυψής του από την ανθρώπινη αντιληπτικότητα)* ως μέσο-κριτήριο μέτρησης του πλούτου.

*Πρόκειται για διπλή απόκρυψη:α) Αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως έναν από τους τρεις, σχεδόν αδιάφορους, παραγωγικούς συντελεστές(εργασία-φύση-κεφάλαιο) οι οποίοι εμφανίζονται ως διά μαγείας στο ιστορικό προσκήνιο, κλείνοντας τα μάτια εμπρός στον κοινωνικό επικαθορισμό τους. β) Ομοίως, μυστικοποιεί την παραγωγή αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, λες και απουσιάζει από το όλο προτσές η εργατική δύναμη! Μπορούμε, βάσιμα, να υποστηρίξουμε ότι για τον κ.τ.π. αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ, ο συστηματικός παραγκωνισμός της εργατικής δύναμης από το οπτικό του πεδίο…

2. Έχει την τάση να μειώνει τη ζωντανή εργασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι μπορεί να αυξάνει την εκμετάλλευσή της. Όσο και να βαθαίνει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης{αλλιώς διατυπωμένο: όσο και να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας-απλήρωτης εργασίας (S) που ιδιοποιείται, βλέπε S/V}  υπάρχουν κάποια όρια, φυσικά και ιστορικά καθορισμένα, που είναι αδύνατο να τα υπερβεί.  Στο βαθμό που η οργανική σύνθεση κεφαλαίου(σταθερό προς μεταβλητό κεφάλαιο, C/V) όσο αυξάνεται ενσωματώνει νεκρή εργασία που δεν δημιουργεί παραπάνω υπεραξία, το μέσο ποσοστό κέρδους  πέφτει αντίστοιχα.

{βλέπε και την εξίσωση: R=­ S/(C+V)}

όπου  R είναι το ποσοστό κέρδους και S η υπεραξία ή απλήρωτη εργασία.

3. Από την μια μεριά δημιουργεί κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις(μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) και από την άλλη μεριά τις καταστρέφει όταν  το ποσοστό κέρδους τού συνολικού ή ατομικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι εκτός συγκεκριμένων, και αναγκαίων για την αναπαραγωγή του, ορίων. Τότε η απαξίωση κεφαλαίων, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι «λογική», «φυσική», εξυγιαντική, αναγκαία .

4.Ενώ επιδιώκει την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στον παραγόμενο πλούτο, γεγονός που μειώνει την αγοραστική τους δύναμη, ταυτόχρονα επιζητεί την αύξηση της ζήτησης-κατανάλωσης αυτού του πλούτου-προϊόντων-εμορευμάτων.

Η εργατική υποκειμενικότητα σταδιακά και αντιφατικά
ιχνηλατεί τρόπους και τόπους  οργάνωσης της αντίστασής
της. Οι ευέλικτα απασχολούμενοι δεν αγωνίζονται να
επιστρέψουν στην 8ωρη βάρδια του φορντικού καπιταλισμού
αλλά να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο που
παράγουν.Σε αυτούς η ευελιξία και η μερική απασχόληση δεν εχει
πάντα αρνητική χροιά αφού
τους επιτρέπει να
καθορίζουν, ως ένα βαθμό, το χρόνο εργασίας τους σε
σύγκριση με τα πειθαρχημένα ωράρια του φορντικού
εργοστασίου.

Ύφεση-Δύο αναγνώσεις


Η ακολουθούμενη  οικονομική πολιτική, που τείνει να καθιερωθεί ως «εσωτερική υποτίμηση» ή «ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός» είναι μια σωρευτική διαδικασία διαδοχικών κύκλων μείωσης των μισθών και των τιμών. Η μείωση των μισθών ως μείωση του κόστους εργασίας μεταφέρεται στις τιμές των παραγώμενων αγαθών και υπηρεσιών, με δεδομένο ότι δεν επιχειρείται αύξηση του μέσου ποσοστού κέρδους. Μέσω αυτών των μειώσεων, σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία του νεοφιλελευθερισμού, υποτίθεται ότι θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων έναντι των εισαγόμενων αντίστοιχων και θα αυξηθούν οι καθαρές εξαγωγές. Έτσι, θα μειωθεί το εξωτερικό έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών(καθώς επίσης και ο εξωτερικός δανεισμός του ελληνικού κράτους για την εξυπηρέτηση αυτού του ελλείμματος) και η συνολική ζήτηση θα αρχίσει να ανακάμπτει. Στο τέλος της διαδικασίας, η οικονομία θα ισορροπήσει σε ένα ποσοστό ανεργίας υψηλότερο και ένα επίπεδο παραγωγής χαμηλότερο από το σημερινό, πλην όμως, θα έχει επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στο εμπορικό έλλειμμα αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας των χαμηλότερων τιμών των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Επομένως, η ύφεση προβλέπεται, από την κυρίαρχη θεωρία, ως φυσιολογικό στάδιο της διαδικασίας προσαρμογής της οικονομίας σε εξωτερικές διαταραχές που αυτή έχει δεχτεί (σε καθεστώς νομισματικής ένωσης, άρα αδυναμίας υποτίμησης του νομίσματος).*

Αυτή η διαδικασία είναι μακροπρόθεσμη και για να επιταχυνθεί θα πρέπει, σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που προστατεύουν (υπερβολικά, υποτίθεται) τους εργαζόμενους να μεταρρυθμιστούν στη γνωστή κατεύθυνση απελευθέρωσης των απολύσεων, αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων κλπ. .

Μετά από αυτό το σημείο ανάλυσης των εξελίξεων ακολουθούν, κυρίως, δύο τρόποι ανάγνωσης της ύφεσης.

Κέυνς

Η ύφεση αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα κακών χειρισμών εκ μέρους της κυβέρνησης, του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ή ακόμη ως το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού την οποία έχουν υιοθετήσει όσοι χαράσσουν την οικονομική πολιτική. Τυφλωμένοι από το άμεσο, στενό συμφέρον τους, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης και οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι-σύμβουλοι της εξουσίας, διαχειρίζονται την κρίση με τρόπο καταστροφικό για τους εργαζόμενους, αλλά σε τελευταία ανάλυση και για το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αφού, η βαθιά ύφεση που προκαλούν οι επιλογές της άρχουσας τάξης, τελικώς, καθίστανται επιζήμιες για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, για την συσσώρευση κεφαλαίου, για το ίδιο το σύστημα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ο κεϋνσιανός οικονομολόγος (ή πολιτικός) είναι ο αιρετικός σύμβουλος της εξουσίας, αυτός που εγκαλεί την οικονομική ορθοδοξία και την εξουσία στον δρόμο της λογικής και του γενικού συμφέροντος, που είναι ο δρόμος της οικονομικής μεγέθυνσης και της πλήρους απασχόλησης.

Μαρξ
Για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και την ιστορική σημασία της ύφεσης πρέπει να δούμε την ύφεση ως το εργαλείο με το οποίο η τάξη των κεφαλαιοκρατών επιβάλλει τις απαιτήσεις της. Η ύφεση οργανώνεται από την εξουσία ως μέσο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων, για να δεχθούν λιγότερες προστατευτικές ρυθμίσεις και χαμηλότερους μισθούς υπό την πίεση της ανεργίας και του διογκούμενου εφεδρικού εργατικού δυναμικού.

Η κεφαλαιοκρατική οικονομία τείνει αυθόρμητα στην ύφεση κάθε φορά που δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των κεφαλαιοκρατών, έτσι ώστε η ανεργία να πειθαρχήσει τις εργαζόμενες τάξεις και να αποκαταστήσει μια πιο ευνοϊκή διανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου. Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία έχει πλέον ενσωματώσει, ως συνειδητό καθήκον της εξουσίας, την οργάνωση της ύφεσης, τον περιορισμό της ισχύος των εργατικών συνδικάτων και την αποδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους εργαζόμενους. Οι οικονομολόγοι της άρχουσας τάξης επιδιώκουν συνειδητά την οργάνωση της ύφεσης ως ταξικό όπλο, και μάλιστα με τον φανατισμό της βεβαιότητας που τους προσφέρει η σύγχρονη κυρίαρχη θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς εργασίας.

Αυτή η διάκριση μεταξύ δύο τρόπων να αντιλαμβανόμαστε την ύφεση δεν αποτελεί σχολαστική ανάλυση, διότι έχει το πολιτικό της αντίστοιχο:

1. Εάν αντιλαμβάνομαι την ύφεση ως το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης θεωρίας ή κακών χειρισμών εκ μέρους των φορέων της οικονομικής πολιτικής ή της απληστίας των κεφαλαιοκρατών ή της τύφλωσης των οικονομολόγων που έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα κλπ, τότε αυτό που έχω να κάνω, είναι να εξηγώ υπομονετικά και ασταμάτητα στην εξουσία ότι κάνει λάθος, ότι η πολιτική της είναι καταστροφική, ότι οι σύμβουλοί της θέτουν μη πραγματοποιήσιμους στόχους, και ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει μιαν άλλη πολιτική, την οποία μάλιστα αναλαμβάνω την υποχρέωση να περιγράψω λεπτομερώς μην τυχόν και κριθώ ως πολιτική δύναμη που ασκεί μόνο κριτική και δεν έχει τι να προτείνει. Δρω, δηλαδή, ως μια πολιτική δύναμη που ασκεί αντιπολίτευση, ενδεχομένως επιστρατεύοντας και κάποια κινηματικά στοιχεία όπως οι ειρηνικές διαδηλώσεις και οι απεργίες.

2. Εάν, αντιθέτως, αντιλαμβάνομαι ότι η ύφεση προβλέπεται από την κυρίαρχη θεωρία και οργανώνεται από τις κυρίαρχες τάξεις ως εργαλείο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων και για την επιβολή κοινωνικών μετασχηματισμών και θεσμικών ανατροπών, έτσι ώστε το κεφάλαιο να συνεχίσει να φτιάχνει τον κόσμο στα μέτρα του, τότε αυτό που έχω να κάνω είναι να αναπτύξω πρακτικές αντίστασης, όχι αντιπολίτευσης.

*Το ευρώ αποτελεί το βασικό στοιχείο της ταξικής λειτουργίας της νομισματικής ένωσης επειδή μεταφέρει ολόκληρη την πίεση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στις αγορές εργασίας, στην απασχόληση, στις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς. Είναι ένα εργαλείο µε το οποίο οι πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισµού µεταφέρονται αποκλειστικά στην αγορά εργασίας** προκειµένου να διασφαλιστεί η πειθαρχία των εργαζόµενων τάξεων, να εδραιωθεί ο δεσποτισµός του κεφαλαίου στους χώρους παραγωγής και στην αγορά εργασίας και να αποδυναµωθούν οι θεσµοί που προστατεύουν τους εργαζόµενους. Σε σχέση µε αυτές του τις ιδιότητες, το ευρώ, κρίνεται διαρκώς ως προς την αποτελεσµατικότητά του, από τις «αγορές», από το διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, και η ύπαρξή του θα κρίνεται για όσο καιρό δεν θα έχει αποδείξει πλήρως την ταξική του «αξία».

**Αφού είναι αδύνατη πλέον η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και επομένως η μεταφορά της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού στις τιμές των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος από τη μια μεριά αυξάνει τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων ενώ από την άλλη μειώνει τις τιμές των εγχώριων προϊόντων στις ξένες αγορές.
Μπαμπης Νικας

Kρατική καταστολή-Δίκαιο- Καπιταλιστική εξουσία

Εισαγωγή

Η κρατική καταστολή αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της συνολικής κρατικής λειτουργίας.Θα επιχειρίσουμε την διερεύνηση των παραμέτρων που καθορίζουν και επιβάλλουν την όξυνση της κρατικής καταστολής και την ποινικοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών εναντιώσεων στην εξουσία. Το θέμα προσφέρεται για υπεραπλουστευτικές ερμηνείες* που αν και καταγγέλλουν την εγγενή αυθαιρεσία ή και τη «φύση» του κράτους, ωστόσο, στηρίζουν την ίδια την εσωτερική λογική και φιλοσοφία της καπιταλιστικής εξουσίας.

Οι ταξικές διαφορές και αντιπαραθέσεις, οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, οι διακυμάνσεις της συγκυρίας της πολιτικής και κοινωνικής ταξικής πάλης θέτονται στο περιθώριο του γνωστικού ορίζοντα. Οι αιτιακές σχέσεις μεταξύ των πολιτικών-κοινωνικών συσχετισμών δυνάμεων και του θεσμικού-ποινικού πλαισίου αντιστρέφονται (το αίτιο εκλαμβάνεται ως αιτιατό), συσκοτίζοντας, με αυτό τον τρόπο, το κοινωνικό τοπίο και τις δυνατότητες ανάλυσης-αναγνώρισής του. Το Δίκαιο αποπολιτικοποιείται και αποϊδεολογικοποιείται. Το καπιταλιστικό κράτος-κλειστό σύμπαν, εν τέλει, καταφέρνει να παράξει-ορίσει τα Υποκείμενά του ως Υποκείμενα τα οποία αυτοαναγνωρίζονται, αποκλειστικά και μόνο, εντός των ορίων που το ίδιο θέτει. Ο ιδεολογικός αφοπλισμός, η συντριβή του κοινωνικού κινήματος είναι τα παρεπόμενα…,ωστόσο, σε ακατάπαυστη διακύβευση!

*Πρόκειται από τη μια, για τις ερμηνείες-θεωρήσεις σχετικά με τη σύγκρουση αυταρχικού κράτους και πολίτη, όπου το διαρκώς αυταρχικοποιούμενο ή και φασιστικοποιούμενο κράτος  ερωτοτροπεί με την οργουελική προφητεία του «Μεγάλου Αδελφού». Ενώ από την άλλη, για τις ερμηνείες-θεωρήσεις εκείνες που αντιλαμβάνονται τον κρατικό αυταρχισμό ως παράγωγο ή συνώνυμο της κυβερνητικής παντοδυναμίας,  που διατείνονται πως πίσω από την όξυνση της κρατικής καταστολής κρύβεται η έλλειψη «πλουραλισμού» ή έστω «ανταγωνισμού» ανάμεσα στους πόλους άσκησης της εξουσίας(Κυβέρνηση, Δικαιοσύνη, κλπ.).

Α. Η σύγκρουση του αυταρχικού κράτους με τον πολίτη.

Η αντίληψη ότι το σύγχρονο αστικό κράτος, εν γένει, παίρνει διαρκώς αυταρχικότερες

μορφές και κατατείνει έτσι, ή έστω έχει ως ορατή στρατηγική του, τον ολοκληρωτικό

έλεγχο όχι μόνο των ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών, αλλά της

καθημερινής ζωής, αποτελεί απόπειρα να περιγραφεί το φαινόμενο της καταστολής στο πλαίσιο της σύγχρονης καπιταλιστικής εξουσίας. Καθώς υιοθετεί τα θεμελιώδη σχήματα της

κυρίαρχης αστικής νομικής ιδεολογίας, η αντίληψη αυτή δρα, μεσοπρόθεσμα, νομιμοποιητικά

για την καπιταλιστική εξουσία.

Δεδομένου του κύρους που κατέχει η ιδεολογία του παντοδύναμου αυταρχικού κράτους Λεβιάθαν, κρίνουμε ότι χρειάζεται να διατυπώσουμε κάπως αναλυτικότερα τα σημεία της κριτικής μας.

1. Η καπιταλιστική πολιτική εξουσία δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην καταστολή. Στηρίζεται εξίσου στην ιδεολογική κυριαρχία του αστισμού και στη συναίνεση των εκμεταλλευόμενων τάξεων προς τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας. Η ιστορική εξέλιξη των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης δείχνει ότι η αναδιοργάνωση και σταθεροποίηση των βασικών ιδεολογικών μηχανισμών του αστικού κράτους (σχολείο, οικογένεια, μέσα μαζικής ενημέρωσης) κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σαν αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση της καταστολής, στη

βάση τής κατ’ αρχήν σταθεροποίησης των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» και «ελευθεριών». Αν

τον 19ο αιώνα μια δυναμική εργατική διαδήλωση για αύξηση του μισθού, ή για καθιέρωση του δώρου,

αποτελούσε λόγο για την παρέμβαση τμημάτων στρατού, που πυροβολούσαν στο ψαχνό, το θεσμικό πλαίσιο των καπιταλιστικών κρατών μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπισε το εργατικό, λαϊκό και κοινωνικό κίνημα ως ένα κατ’ αρχήν ενσωματώσιμο «κοινωνικό εταίρο» στο πλαίσιο της «φιλελεύθερης δημοκρατίας». Ο μεταπολεμικός «καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας» σταθεροποιεί τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας μέσα από μια ισόρροπη χρήση τόσο των λειτουργιών της κοινωνικής συναίνεσης και ιδεολογικής υπαγωγής όσο και των λειτουργιών της έννομης καταστολής.

Στο εσωτερικό του «καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας» του σύγχρονου δηλαδή καπιταλισμού, εγγράφεται πάντα και κατά κύριο λόγο σε φάσεις οικονομικής ανόδου και σταθεροποίησης η δυνατότητα μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου διακυβέρνησης (μιας διακυβέρνησης, δηλαδή, που βασικός άξονάς της είναι η κοινωνική εξειρήνευση με «όπλο» την ικανοποίηση ορισμένων – μη ανατρεπτικών – εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων). Μια τέτοια διακυβέρνηση χαρακτηρίζεται τις πιο πολλές φορές από μια προσπάθεια να αμβλυνθεί η κρατική καταστολή, προς όφελος της κοινωνικής συναίνεσης, για το λόγο αυτό, λοιπόν, η «προφητεία» της διαρκώς εντεινόμενης κρατικής καταστολής μετατρέπεται σε απολογητισμό υπέρ του συστήματος.

{Δρα, μεσοπρόθεσμα, νομιμοποιητικά για την καπιταλιστική εξουσία,αφού επιτρέπει στη σοσιαλδημοκρατία να ισχυρίστεί ότι η κοινωνική εξειρήνευση – δηλαδή η άμβλυνση, της κρατικής καταστολής – αποτελεί «διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού».

Με άλλα λόγια, αν θεωρηθεί η επίταση της κρατικής καταστολής ως «αποδεικτικό στοιχείο»  του βαθέματος-διεύρυνσης των «ανισοτήτων» εντός του κοινωνικού σώματος, τότε η μείωση της έντασής της  αποτελεί διαδικασία, ή έστω βάσιμο δείκτη, αναίρεσης των «ανισοτήτων» και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.}

2. Το ιδεολόγημα του διαρκώς συνθλιβόμενου από το βάρος της κρατικής αυθαιρεσίας και καταστολής πολίτη αποτελεί όμως και για ένα επιπρόσθετο λόγο, απολογητισμό υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος: υπερασπίζεται άνευ όρων το σκληρό πυρήνα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας του Δικαίου. Την αντίληψη ότι το κοινωνικό σώμα συναπαρτίζεται από το σύνολο των «ατόμων – πολιτών», ότι η κοινωνία είναι «κοινωνία – πολιτών» ότι συνεπώς οι ατομικές βουλήσεις, η ατομική αξίωση για «ελευθερία», κι όχι η ταξική διαίρεση της κοινωνίας (δηλαδή η πάλη των τάξεων)

καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη.

Αν όμως το ιδεολόγημα του πολίτη (που το κράτος του στερεί την «ελευθερία» του), εντάσσεται εξ ολοκλήρου στο εσωτερικό της αστικής – ιδεαλιστικής φαντασίωσης για την κοινωνία, αυτό δεν σημαίνει ότι απλώς λειτουργεί σαν μια ιδέα που δυσχεραίνει την κατανόηση των κοινωνικών διαδικασιών. Ταυτόχρονα λειτουργεί άμεσα σταθεροποιητικά για την αστική εξουσία, ακριβώς γιατί προϋπόθεση της σταθερότητας αυτής της εξουσίας είναι το να βιώνει ολόκληρη η κοινωνία τις ταξικές διαφορές και αντιπαραθέσεις ως ιστορίες ατόμων, ως παράγωγα των ατομικών βουλήσεων, ατομικών προνομίων, ατομικών παρανομιών, ατομικών αυθαιρεσιών, έστω, ακόμη, ως «αδικίες» ενάντια σε άτομα, ως αδικίες ενάντια στην «ελευθερία» κάποιων ατόμων.

Μέσα στο γενικό ιδεολογικό πλαίσιο, λοιπόν, περί του «φύσει» ελεύθερου πολίτη που το κράτος επιχειρεί να σκλαβώσει, μπορούν ν’ αναπτυχθούν διαφορετικές πολιτικές επιχειρηματολογίες:

Η παραδοσιακή προοδευτική αστική οπτική θα αναγνωρίσει στο «Νόμο», στην έννομη τάξη, την ορθολογική έκφραση της ελευθερίας. Και θα ισχυριστεί έτσι ότι το σύγχρονο κράτος κυριαρχείται από μια κοινοβουλευτικά ανεξέλεγκτη νομενκλατούρα «ειδικών», η οποία καταφέρνει μέσα από αδιαφανείς μηχανισμούς και διαδικασίες να αγνοεί ή και να παραβιάζει το «Νόμο».

Η ριζοσπαστική αστική οπτική θα ταυτίσει, αντίθετα, την έννομη τάξη με το κράτος, θα θεωρήσει έτσι το «Νόμο» ως τον αντίποδα της «φυσικής» ανθρώπινης ελευθερίας, την οποία θα αναζητήσει στις«αυθόρμητες σχέσεις», στις μη θεσμοθετημένες «κοινότητες», στην «κοινωνία των πολιτών».

Και οι δύο αυτές εκδοχές μπορούν, αναμφίβολα, να δώσουν με συνέπεια τη μάχη ενάντια στην κρατική πολιτική, κάθε φορά που η πολιτική αυτή καταφεύγει σε μέτρα και μεθόδους ανοιχτά κατασταλτικής διαχείρισης. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα μπορέσουν να απεγκλωβιστούν από την ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής: Ότι το κράτος πρέπει να μεταρρυθμιστεί ώστε να πριμοδοτηθούν οι ανοικτές και «διαφανείς» διαδικασίες που οδηγούν στη δημοκρατία και ελευθερία. Ότι πρέπει να διασφαλιστεί η γνήσια «συμμετοχή του πολίτη», που σύμφωνα με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας «θα πάρει όλα τα ζητήματα στα χέρια του». Ότι πρέπει, τέλος, να διασφαλιστεί η περιστολή του κράτους κι η υπαγωγή του στις προτεραιότητες και τις ανάγκες της «κοινωνίας των πολιτών».

Β. Ο κρατικός αυταρχισμός ως παράγωγο της κυβερνητικής παντοδυναμίας.

Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση θεσμοκρατικής προβληματικής: Ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός των δυνάμεων συλλαμβάνεται ως παράγωγο των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα στους κρατικούς θεσμούς. Μ’ άλλα λόγια, οι αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές διαδικασίες αντιστρέφονται, η προτεραιότητα των πολιτικών και κοινωνικών – ταξικών αντιπαραθέσεων αναιρείται, ο παράγοντας κοινωνικό κίνημα των εκμεταλλευόμενων τάξεων και  τα πολιτικά

αποτελέσματα αυτού του κινήματος διαγράφεται.

Ωστόσο, αυτό που ισχύει είναι ότι η αντιφατικότητα ή η απορρόφηση των άλλων πόλων εξουσίας από την κυβερνητική πολιτική, καθορίζεται και ερμηνεύεται με βάση την ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων και συσχετισμών των ταξικών δυνάμεων. Οι πόλοι και τα κέντρα άσκησης της εξουσίας αποτελούν στοιχεία ενός ενιαίου μηχανισμού, του κατασταλτικού μηχανισμού του αστικού κράτους, παρά την πιθανή μεταξύ τους αντιφατικότητα,  και αποτελούν την ενιαία, κύρια όψη της εξουσίας. Δεν είναι η εσωτερική αντιφατικότητα αυτής της εξουσίας που κατά κύριο λόγο καθορίζει τα όρια δράσης της απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις. Είναι, αντίθετα, ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός των δυνάμεων που καθορίζει αυτά τα όρια.

Ο κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων καθορίζει όχι μόνο προς ποια κατεύθυνση θα μετασχηματιστεί ή θα αποκρυσταλλωθεί το θεσμικό και νομικό πλαίσιο άσκησης της εξουσίας αλλά, και το κυριότερο, πώς θα «ερμηνευτεί», και πώς θα «εφαρμοστεί» αυτό το πλαίσιο, πώς θα ασκηθεί η εξουσία στο εσωτερικό του. Η κυβέρνηση είναι δέσμια των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών που καλείται να διαχειριστεί.

Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Η περίοδος του μετεμφυλιοπολεμικού «κράτους των εθνικοφρόνων» (1946-1974) και αν εξαιρέσουμε την περίοδο της χούντας – χαρακτηρίζεται από μια κατ’ επανάληψη οξυνόμενη αντιφατικότητα και διαφοροποίηση τριών πόλων άσκησης της εξουσίας στο εσωτερικό του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους: της κυβέρνησης, του παλατιού και του στρατού. Εντούτοις, αυτό δεν ωφέλησε από μόνο του το λαϊκό κίνημα κι ούτε περιόρισε την ωμή αντικομμουνιστική βία και τρομοκρατία. Μόνο η παρέμβαση του λαϊκού κινήματος, η τροποποίηση των συσχετισμών δύναμης, έθεσε σε αμφισβήτηση, στη δεκαετία του ’60, τις δομές του «κράτους των εθνικοφρόνων» και οδήγησε μέσα από την πολιτική κρίση, τη δικτατορία και την κατάρρευσή της, στο «κράτος δικαίου» της μεταπολίτευσης.

Γ. Έννομη τάξη και παραβατικότητα.

Το Δίκαιο και η εξ αυτού προκύπτουσα τάξη πραγμάτων, η έννομη τάξη, αναγορεύεται στα πλαίσια της καπιταλιστικής κυριαρχίας ως η κατ’ εξοχήν «φυσική» κοινωνική κατάσταση, ως το «αιώνιο» πλαίσιο που τοποθετείται υπεράνω της πολιτικής, υπεράνω της οικονομίας, υπεράνω της ιδεολογίας, για να καθορίσει ακριβώς τα πλαίσια και τα όρια λειτουργίας της πολιτικής, της οικονομίας και της ιδεολογίας, αντίστοιχα. Με την έννοια αυτή η δικαιϊκή έννομη τάξη κατοχυρώνει τη στρατηγική οργάνωση του γενικού κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος.

Η οργάνωση της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας και συνακόλουθα της συνολικής ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου με βάση το Δίκαιο και τους δικαιϊκούς κανόνες έχει ως αναγκαία συνέπεια το να προσλαμβάνει πάντοτε η κρατική καταστολή το χαρακτήρα της «αντιμετώπισης της ποινικής παραβατικότητας». Η έννομη τάξη που οργανώνεται από το Δίκαιο δεν αφήνει περιθώρια να διαμορφωθεί μια πολιτική ή οικονομική ή ιδεολογική «παραβατικότητα»(Δεν επιτρέπει τη «νομιμοποίηση» μιάς άλλης πολιτικής, οικονομίας, ιδεολογίας). Η παράβαση του Δικαίου και του Νόμου προσλαμβάνει εξ ορισμού το χαρακτήρα του ποινικού αδικήματος, ενός αδικήματος που δεν έχει άλλο κοινωνικό πρόσημο πέρα από το ότι διαπράττεται στο επίπεδο (εντός του «κλειστού σύμπαντος») του Δικαίου και του ποινικού νόμου και ως τέτοιο να καταστέλλεται.

Η ανοιχτή πολιτική καταστολή δεν μπορεί έτσι να αναφέρεται παρά σε καθεστώτα και

νομοθεσίες έκτακτης ανάγκης. Αντίθετα, η καταστολή στα πλαίσια της έννομης τάξης του

«κράτους δικαίου» έχει αποκλειστικά ποινικό δηλαδή «μη πολιτικό» χαρακτήρα.

Είναι λοιπόν λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι η ποινικοποίηση των πολιτικών συγκρούσεων αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου «αυταρχικού» αστικού κράτους. Η ποινικοποίηση αποτελεί τον ειδικά καπιταλιστικό γενικό τρόπο καταστολής ήδη από την πρώτη στιγμή της γέννησης της καπιταλιστικής εξουσίας. Πρόκειται για τον ειδικά καπιταλιστικό

(δηλ. ιστορικά μοναδικό) τρόπο άσκησης της αποτρεπτικής λειτουργίας της εξουσίας.

Επειδή μάλιστα πρόκειται για τον ενιαίο γενικό τύπο καταστολής, το εύρος του δεν

αφορά μόνο το, υπό στενή έννοια, «κοινωνικό» (κατοχύρωση του δικαιώματος ζωής, ιδιοκτησίας κλπ.) ή «πολιτικό», αλλά το σύνολο των πρακτικών στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Ένα  παράδειγμα: όταν η χαμηλή οργάνωση του πιστωτικού συστήματος και των κεφαλαιακών σχέσεων δεν απαιτούσε τη κρατική ρύθμιση του ύψους των επιτοκίων, δεν υπήρχε το ποινικό αδίκημα της τοκογλυφίας. Ολόκληρη αυτή την ιστορική περίοδο (που, αδρομερώς, ανήκει στο λεγόμενο «ανταγωνιστικό καπιταλισμό») η κατηγορία για «τοκογλυφία» δεν μπορούσε να προσλάβει παρά μόνο μια ηθική υπόσταση. Στην εποχή αντίθετα του «καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας» ο «ανεξάρτητος τραπεζίτης» που δουλεύει με ψηλότερο επιτόκιο από το νόμιμο παύει να είναι ένας καπιταλιστής που επιδιώκει (έστω με τρόπο οικονομικά «αθέμιτο») να αυξήσει το κέρδος του. Επειδή δεν σεβάστηκε την έννομη τάξη, την τάξη που αντιστοιχεί στο γενικό κεφαλαιοκρατικό

συμφέρον, είναι απλώς ένας «ποινικός», ένας απατεώνας – τοκογλύφος.

Το κεντρικό ζήτημα δεν είναι η «ποινικοποίηση» της πολιτικής, αλλά η «αποπολιτικοποίηση», και «αποϊδεολογικοποίηση» του ποινικού δικαίου(η «αποπολιτικοποίηση» της Ποινής).

Στα δομικά χαρακτηριστικά του Δικαίου και στη μορφή της Ποινής αποτυπώνεται η μήτρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας, η αξιακή μορφή: Η ανταλλαγή, ως ανταλλαγή ισοδυνάμων, αποτελεί το βαθύ θεμέλιο της Δικαιοσύνης τόσο με τη νομική όσο και με την ηθική της έννοια.

Η στέρηση της ελευθερίας για ορισμένο διάστημα που αποφασίζει το δικαστήριο είναι η χαρακτηριστική μορφή με την οποία το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο (δηλ. το αστικό-καπιταλιστικό Δίκαιο), υλοποιεί την αρχή της ισότιμης αποζημίωσης. Η μορφή συνδέεται, ασυνείδητα, με την παράσταση του αφηρημένου ανθρώπου και της αφηρημένης εργασίας που μετριέται με το χρόνο. Για να προωθηθεί η ιδέα της δυνατότητας αποζημίωσης του εγκλήματος με ένα ανάλογο ποσό ελευθερίας, χρειάστηκε όλες οι συγκεκριμένες μορφές του κοινωνικού πλούτου να αναχθούν στην απλούστερη και πιο αφηρημένη μορφή, στην ανθρώπινη εργασία που μετριέται με το χρόνο.

Ο τόπος λειτουργίας του Δικαίου, ο χώρος δράσης των Υποκειμένων Δικαίου είναι η καπιταλιστική πολιτική εξουσία, το αστικό κράτος (ως «κράτος δικαίου», ως το «δημόσιο συμφέρον»), η ίδια η κεφαλαιοκρατική κοινωνία.

Ωστόσο, αν και η καπιταλιστική καταστολή δεν είναι παρά η «αντιμετώπιση της ποινικής παραβατικότητας». Αν και σ’ αυτή την «παραβατικότητα» εντάσσεται αναγκαστικά –

πέρα από την περίπτωση του μεμονωμένου ‘κακοποιού’ – η κοινωνική δράση και τα κινήματα

που προσκρούουν στα όρια της νομιμότητας τα οποία ορίζει το αστικό κράτος. Αν, επιπλέον,

η αντιμετώπιση της «παραβατικότητας» δεν μπορεί να περιορίζεται στην άμεση αστυνομική

βία και μόνο, αλλά πρέπει αναγκαστικά να στηριχθεί στη δυνατότητα και στην πραγματικότητα της Δίκης και της επιβολής Ποινής. Αν, τέλος, η Ποινή αντικατοπτρίζει την «απαίτηση του νόμου» που με τη σειρά του καθορίζει τον «κοινωνικά ισοδύναμο» με το «αδίκημα» χρόνο στέρησης της ελευθερίας.

Εντούτοις, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα άκαμπτο και αδυσώπητο μηχανισμό εκμηδενισμού των κάθε είδους αντικαπιταλιστικών και αντιεξουσιαστικών αντιστάσεων. Έχουμε να κάνουμε με μια λειτουργία άσκησης της εξουσίας που η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητά της υπόκειται καθοριστικά στις διακυμάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας της πάλης των τάξεων. Δεν πρόκειται, επομένως, απλώς, για τα αποτελέσματα που καθορίζονται από τη «βούληση» ή τη «δύναμη» της εξουσίας, ή τη σύγκρουση κάποιων κινητοποιημένων πρωτοποριών με τους μηχανισμούς καταστολής, αλλά για τα αποτελέσματα που προκύπτουν από το συνολικό πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό των δυνάμεων.

Δ. Πολιτική συγκυρία και καταστολή.

Τα δομικά χαρακτηριστικά της δικαιϊκής και συνταγματικής τάξης συμπυκνώνουν το γενικό και μακροπρόθεσμο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, αποτελούν τη στρατηγική μορφή της οργάνωσης της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας·ενώ, το περιεχόμενο των συνταγματικών και ποινικών διατάξεων τείνει να αποτυπώσει, μεσοπρόθεσμα, την κατάσταση-φάση της πολιτικής πάλης των τάξεων, τα  μονιμότερα χαρακτηριστικά ενός σχετικά πρόσκαιρου, πολιτικού (και κοινωνικού) συσχετισμού των δυνάμεων. (Ωστόσο, η συγκεκριμένη εφαρμογή των συνταγματικών και ποινικών διατάξεων, το κατά πόσο και πώς ενεργοποιούνται, με ποιο τρόπο «ερμηνεύονται» κλπ., είναι επίδικο ζήτημα του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στη συγκυρία της πολιτικής και κοινωνικής πάλης των τάξεων.)

Οι συγκυριακές μετατοπίσεις δύναμης τείνουν να παγιώσουν ένα νέου τύπου μονιμότερο συσχετισμό, μια νέα φάση της πολιτικής ταξικής πάλης, η οποία θα προκαλέσει, ένα αντίστοιχο

μετασχηματισμό του θεσμικού και ποινικού πλαισίου. Πρόκειται για την αποκρυστάλλωση

του πολιτικού συσχετισμού δύναμης που σε τελευταία ανάλυση αντανακλά τους

κοινωνικούς συσχετισμούς ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αυτό εξηγεί για ποιόν λόγο μια συγκυρία ενίσχυσης της εργατικής τάξης συνδέεται κατά κανόνα με τη σχετική άμβλυνση της καταστολής.

Αντίθετα, λοιπόν, με τα πορίσματα των θεσμοκρατικών προβληματικών, η εκπόνηση

ενός νέου νόμου δεν προκύπτει από κάποια αφηρημένη στρατηγική, «φύση» ή βούληση της

εξουσίας, αλλά καταγράφει τη συγκεκριμένη κυβερνητική οπτική, όπως αυτή καθορίζεται

όμως από τους εξελισσόμενους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς. Τα πάντα κρίνονται και θα κριθούν από τις ενδεχόμενες μεταβολές της  συγκυρίας στο εσωτερικό της φάσης που έχει κάθε φορά αποκρυσταλλωθεί· στο επίπεδο, δηλαδή, όχι απλώς του γενικού περιεχομένου, αλλά και της συγκεκριμένης «χρήσης» και «εφαρμογής» του θεσμικού και ποινικού πλαισίου.

Η άμβλυνση ή η όξυνση της καταστολής δεν είναι μόνο ζήτημα του πόσο «αυταρχικό» ή «φιλελεύθερο» είναι το περιεχόμενο των διατάξεων του ποινικού νόμου. Είναι εξίσου αποτέλεσμα των όρων κάτω από τους οποίους θα λειτουργήσει ο Νόμος, της συγκεκριμένης, δηλαδή, κάθε φορά χρήσης του και εφαρμογής του. Με βάση το ίδιο νομικό πλαίσιο μπορεί επομένως η καταστολή να οξύνεται ή να αμβλύνεται. Ας θυμηθούμε εδώ ότι στη βάση πάντοτε του ίδιου θεσμικού πλαισίου και του ίδιου ποινικού συστήματος γνωρίσαμε μετά τη μεταπολίτευση μια σειρά από εντυπωσιακές καμπές της κρατικής καταστολής: Η περίοδος αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, (1974-5), περίοδος ενίσχυσης και ανόδου του λαϊκού κινήματος χαρακτηρίστηκε από μια εντυπωσιακή άμβλυνση της ποινικής καταστολής. Η πρώτη περίοδος μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ (1981-83) συνοδεύτηκε, επίσης, από μια άμβλυνση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους. Αντίθετα, στη σημερινή φάση, το ίδιο νομικό ποινικό υπόβαθρο χρησιμεύει και χρησιμοποιείται για μια άνευ προηγουμένου όξυνση της κρατικής καταστολής.

Ε. «Φιλελεύθερο» και «συντηρητικό» δίκαιο.

Το πλαίσιο άσκησης της καπιταλιστικής καταστολής στην Ελλάδα, η ποινική νομοθεσία, ανήκει στο λεγόμενο «κλασικό» ή «φιλελεύθερο» ποινικό δίκαιο. Η έννομη σχέση εμφανίζεται, στο πλαίσιο αυτής της εκδοχής του ποινικού δικαίου, ως συνάρτηση κάποιων «έννομων αγαθών» (ελευθερία, ανθρώπινη ζωή, δικαίωμα στην ιδιοκτησία κλπ.), τα οποία με τη σειρά τους αντιστοιχούν πάντα σ’ ένα υλικό περιεχόμενο: Αφορούν αντικείμενα ή και κοινωνικές πρακτικές, όχι απλώς «ιδέες», «βουλήσεις», ή «προθέσεις». Το κλασικό ποινικό δίκαιο καταστέλλει παραβατικές εκδηλώσεις με υλική υπόσταση. Βουλητικές παράμετροι υπεισέρχονται και προσμετρώνται μόνο εφόσον εκδηλωθεί κατά τρόπο υλικό η προσβολή ενός έννομου αγαθού.

Επειδή ακριβώς παρεμβαίνει μόνο μετά την υλική εκδήλωση της παραβατικής πράξης, απέχοντας από την αξιολόγηση ανεκδήλωτων βουλητικών καταστάσεων, ακόμα και προπαρασκευαστικών για αδικήματα πράξεων, το κλασικό ποινικό δίκαιο αποκτά ιδεολογική και νομιμοποιητική εμβέλεια για το καπιταλιστικό σύστημα: Αποκρύβει αυτό που είναι (τρόπος οργάνωσης και άσκησης της καπιταλιστικής καταστολής), δυσχεραίνει την όποια πολιτικοποίηση του (όλες οι απόψεις, ιδέες, θεωρίες, επιθυμίες είναι θεμιτές εφόσον δεν μετουσιώθηκαν σε πράξη που παραβίασε το νόμο) και παρουσιάζεται έτσι ως η ορθολογική μέθοδος «κοινοτικής άμυνας» απέναντι στο «έγκλημα».

Ταυτόχρονα όμως το κλασικό ποινικό δίκαιο, στην τυπικά φιλελεύθερη μορφή του διαπερνάται από μια ανεπίλυτη εσωτερική αντίφαση: Επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για την οργάνωση των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε, εν γένει, ίσα και ελεύθερα υποκείμενα (όπως ισχυρίζεται η φιλελεύθερη αστική ιδεολογία του Δικαίου), αλλά ανάμεσα σε υποκείμενα που ορίζονται ως ίσα και ελεύθερα αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια του «κοινού συμφέροντος» που ενσαρκώνει το καπιταλιστικό κράτος, για το λόγο αυτό, λοιπόν, ο φιλελεύθερος ορθολογισμός δεν είναι σε θέση να οργανώσει ορισμένες αναγκαίες(για τη διασφαλίση της καπιταλιστικής κυριαρχίας) πλευρές της κρατικής καταστολής. Πρόκειται για αντιφάσεις που εδράζονται στο γεγονός ότι το «έννομο αγαθό», πάνω στο οποίο εδράζεται η έννομη σχέση ανάμεσα στα υποκείμενα, είναι απλώς η άλλη όψη του «κοινού συμφέροντος όλων των πολιτών», ακριβώς όπως η ισότητα των εμπορευματοκατόχων είναι η άλλη όψη της υπαγωγής των εργαζομένων στο κεφάλαιο, της μετατροπής της εργασιακής δύναμης σε μεταβλητό κεφάλαιο. Το Δίκαιο και οι έννομες σχέσεις «ισότητας» και «ελευθερίας» των υποκειμένων δικαίου υφίστανται στο εσωτερικό του κράτους, πηγάζουν από το αστικό κράτος.

Η σχέση αυτή «αιτιότητας» ανάμεσα στη δομή του αστικού κράτους, (των αστικών σχέσεων εξουσίας) και στα Υποκείμενα Δικαίου αποτυπώνεται άλλωστε και στη δομή του ποινικού Δικαίου: Οι «παραβατικές πράξεις» διώκονται αυτεπάγγελτα(χωρίς την υποβολή αιτήματος), από τη «δημόσια αρχή» εκτός εξαιρέσεων που ορίζει ο νόμος.

Η οργάνωση της καταστολής αδυνατεί να περιοριστεί στις αρχές του κλασικού-φιλελεύθερου δικαίου, αλλά τείνει να συμπεριλάβει στοιχεία που ανάγονται σε μια διαφορετική, ανοιχτά συντηρητική και «πραγματιστική» αντίληψη για το δίκαιο και την καταστολή: Η «παραβατική πράξη» δεν περιορίζεται, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη στην προσβολή ενός υλικού αγαθού, αλλά, από τη μια επεκτείνεται σε μη υλικά αγαθά που αναφέρονται στην κρατική αυθεντία (π.χ. περιύβριση αρχής) και από την άλλη τείνει να ταυτίσει την παραβατική πράξη με την «προπαρασκευαστική πράξη», συχνά ακόμα και με την «παραβατική βούληση».

Οι μετατοπίσεις του ποινικού συστήματος προς τη φιλελεύθερη ή τη συντηρητική εκδοχή του Δικαίου προκύπτουν κατά κύριο λόγο από τον «εξωτερικό» ως προς το Δίκαιο παράγοντα, τους συσχετισμούς δύναμης που αποτυπώνονται στο εσωτερικό της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας.

Η κρατική καταστολή στρέφεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα ενάντια σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και ομάδες των οποίων η κοινωνική παρουσία, συμπεριφορά, πρακτική και ιδεολογία έχει εκ των προτέρων χαρακτηριστεί ως «αντικοινωνική». Όμως έτσι, αναγκάζεται να αποκαλύψει την «εκπόρευση» της νομιμότητας από την κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων, γιατί αφήνει να φανεί ότι τα όρια της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας είναι τα όρια των σχέσεων παραγωγής και του αστικού κράτους.

ΣΤ. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία.

Εκεί που το κοινωνικό πρόσημο της καταστολής γίνεται απόλυτα φανερό, είναι στα «αδικήματα κατά του κράτους και του πολιτεύματος», στη νομοθεσία κατά της «τρομοκρατίας». Εδώ μάλιστα έχουμε να κάνουμε με τη σημαντικότερη μετατόπιση του Ποινικού Δικαίου προς τη μεριά της συντηρητικής εκδοχής του, με την τάση εκτόπισης του φιλελεύθερου Δικαίου από το συντηρητικό Δίκαιο  καθώς η αντιτρομοκρατική νομοθεσία βασίζεται στην ταύτιση βούλησης, προπαρασκευαστικής πράξης και παραβατικής πράξης.

Επειδή η «αντιτρομοκρατική νομοθεσία», που τείνει να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία

του συντηρητικού πάνω στο φιλελεύθερο Δίκαιο, αναφέρεται σε «αδικήματα κατά του

κράτους», θεωρείται από τους φιλελεύθερους θεωρητικούς του Δικαίου ως η νομοθεσία που «κρατικοποιεί» το Δίκαιο, που εισάγει τον κρατισμό εκεί που προηγουμένως κυριαρχούσε το «Υποκείμενο» και η «κοινωνία των πολιτών». Στην πραγματικότητα η φιλελεύθερη αυτή κριτική δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συγκαλύπτει ότι το Δίκαιο ήταν πάντοτε «κρατικοποιημένο», ότι η άλλη όψη του «Υποκειμένου Δικαίου» είναι το καπιταλιστικό κράτος και η κυριαρχία του. Αυτό που κάνει η «αντιτρομοκρατική νομοθεσία» δεν είναι λοιπόν η «υπαγωγή του Δικαίου στο κράτος» και η κατάργηση του «Υποκειμένου» στο όνομα του κρατισμού. Είναι η μετατόπιση της κατηγορίας του Υποκειμένου στα όριά της, στη «βούληση του Υποκειμένου», στην κοινωνική και ιδεολογική πρόθεση του Υποκειμένου και η χρησιμοποίηση αυτής της μετατόπισης για την αναδιοργάνωση ολόκληρου του συστήματος της καταστολής.

Δεν πρόκειται για την εγκατάλειψη του «Υποκειμένου» αλλά για την ακραία κοινωνική του

επικύρωση. Αν σήμερα στην Ευρώπη η κατοχή φιαλιδίων γκαζιού ή βενζίνης μπορεί να είναι

επαρκής απόδειξη ότι κάποιο «Υποκείμενο» είναι «τρομοκράτης» αυτό δεν σημαίνει ότι

ξαφνικά εισήχθη το κράτος στο χώρο του «Υποκειμένου» και της «κοινωνίας των πολιτών». Σημαίνει ότι η εξουσία που μέχρι χθες «έκρινε» το «Υποκείμενο» σύμφωνα με τις πράξεις του, σήμερα το «κρίνει» με βάση ακόμα και τις «προθέσεις» ή τις «ιδέες» του.

Πίσω από τους μετασχηματισμούς αυτούς του Ποινικού Δικαίου δεν κρύβεται έτσι παρά ένας μετασχηματισμός της πολιτικής φάσης της πάλης των τάξεων: Η εισαγωγή της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας και ο αντίστοιχος μετασχηματισμός του Ποινικού Δικαίου εντάσσεται σε μια φάση επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία, μετά από μια ολόκληρη περίοδο μετασχηματισμού των συσχετισμών προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, ιδίως στο οικονομικό επίπεδο, και τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο. Πρόκειται, επομένως, για ένα μετασχηματισμό του Δικαίου που οι ρίζες και οι αιτίες του βρίσκονται πέρα από το Δίκαιο:

στις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις.

Η «αντιτρομοκρατική νομοθεσία» δεν αποτελεί αναγκαίο όρο ή προϋπόθεση για την άσκηση της καπιταλιστικής καταστολής. Η εισαγωγή της σηματοδοτεί, απλώς, την ιδιαίτερα δυσμενή αμυντική συγκυρία για το εργατικό και το κοινωνικό κίνημα.

Εδώ έχει σημασία να σημειωθεί ότι η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία δεν προσφέρει μόνο «πλεονεκτήματα» στην εξουσία: Αντίθετα μάλιστα οι δυνατότητές της να νομιμοποιείται ως «ποινική νομοθεσία», ως «μη πολιτικός» τρόπος οργάνωσης της «κοινωνικής άμυνας» απέναντι στο «έγκλημα» είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Χωρίς νομιμοποίηση απ’ όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, χωρίς συντριβή του κοινωνικού κινήματος και της κοινωνικής κριτικής, χωρίς τον ιδεολογικό αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία ενδέχεται να καταγραφεί ως αυτό που πραγματικά είναι: πολιτική βία και τρομοκρατία της εξουσίας.

Μπάμπης Νίκας

ΥΓ.

Δύο απόψεις

άποψη (είναι η άποψη που διατυπώνω στο κείμενο)

Η αντιστροφή της αιτιότητας αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της θεωρητικής πρακτικής του χώρου απέναντι στην καταστολή.

Ενώ, είναι οι συσχετισμοί των ταξικών δυνάμεων που παράγουν την αύξηση ή μείωση της έντασης της καταστολής, ο χώρος καταγγέλει την αύξηση αυτής της έντασης χωρίς να  έχει προηγηθεί η ανάλυση της μεταβολής του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων.

Ενώ, η εργασία υποχωρεί σε όλα τα μέτωπα τής πάλης της ενάντια στο κεφάλαιο, καταγγέλεται  από το χώρο η βαναυσότητα των μηχανισμών καταστολής(μπάτσων, δικαστών κλπ.).

Μα, ακριβώς αυτή η βαναυσότητα των μηχανισμών καταστολής είναι ο τρόπος(όχι ο μοναδικός) που εμφανίζεται (ο «φαινότυπος») η υποχώρηση των δυνάμεων της εργασίας στο πεδίο του ταξικού πολέμου με το κεφάλαιο.

άποψη

Είναι αυθαίρετη-προϊόν φαντασιώσεων- η αιτιακή σχέση μεταξύ των συσχετισμών των ταξικών δυνάμεων και της εντατικοποίσης της κρατικής καταστολής.

Οι κοινωνικές διαδικασίες δεν ακολουθούν ευθύγραμμη τροχιά, δεν παράγουν λογικές συνεπαγωγές μεταξύ αιτίων και αποτελεσμάτων.

Κάθε πολιτική και κοινωνική κίνηση, κάθε πολιτικό και κοινωνικό επεισόδιο φέρνει στο φως τις μόνιμες ή προσωρινές ισορροπίες ή ανισορροπίες, τις αντιστρέψιμες ή μη αντιστρέψιμες διαδικασίες, τις σταθερές ή ασταθείς ρυθμίσεις, τα φαινόμενα που εγκλείουν τάσεις οι οποίες κορυφώνονται και αντιστρέφονται μετά από διηνεκείς συνέχειες, τις κινήσεις συσσώρευσης και τους αργούς κορεσμούς, τα μεγάλα ακίνητα και βουβά υπόβαθρα που η περιπλοκή των παραδοσιακών αφηγήσεων είχε επικαλύψει με ένα παχύ στρώμα συμβάντων…

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις – Εργατική υποκειμενικότητα

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις

– Εργατική υποκειμενικότητα

Επί τρεις δεκαετίες(1950-1980) στο δυτικό κόσμο η πειθάρχηση των εργαζομένων και η κερδοφορία του κεφαλαίου εξασφαλίζονταν μέσω των μεγάλων κρατικών επενδύσεων, της σταθερής εργασίας σε 8ωρη βάση, της κρατικής παρέμβασης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης(κράτος πρόνοιας-επιδόματα ανεργίας), της
ταξικής «συνεννόησης» μεταξύ εργοδοτών-κράτους- συνδικάτων, της ποινικοποίησης κάθε ανατρεπτικής συμπεριφοράς… Αυτό που ονομάσθηκε το πειθαρχικό μοντέλο του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού.

Aπό το τέλος του ‘70 και ύστερα από την κρίση του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού γίνονται προσπάθειες για την συγκρότηση νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, που θα έχουν την δυνατότητα να δώσουν νέα ώθηση στην καπιταλιστική κερδοφορία, αυτή την φορά σε παγκόσμια κλίμακα μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και παγκοσμιοποιώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ύστερα και από την κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» κρατών
και την απαξίωση των «αριστερών ιδεών». Το νέο πρότυπο της καπιταλιστικής οργάνωσης στηρίζεται στην κατάργηση των παροχών του κράτους πρόνοιας, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών, την αναδιάρθρωση των
παραγωγικών σχέσεων καταργώντας το κοινωνικό συμβόλαιο του κεϋσιανισμού- τεϊλορισμού-φορντισμού και γενικεύοντας την εργασιακή ανασφάλεια.

Η προσωρινότητα, η περιπλάνηση, η «κινητικότητα» των εργαζομένων γίνονται
τα όπλα για μια νέου τύπου πειθάρχησής τους. Η ευελιξία γίνεται η λέξη κλειδί τόσο στα νέα παραγωγικά μοντέλα, όσο και στο τρόπο ζωής των εργαζόμενων. Την

θέση του «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ο ευπροσάρμοστος εργάτης του μεταφοντισμού και του διεθνοποιημένου νεοτεϊλορισμού ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες (και να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για αυτό), να κινείται ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας, για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας(τογιοτισμός)*, εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της. Κάτω από τη διαρκή ανασφάλεια για το εάν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλευρα καθήκοντά του, καθώς η ανεργία καραδοκεί.

*…ή, αλλιώς, τεχνική της “λιτής παραγωγής”. Πρωτοεμφανίστηκε στα εργοστάσια της Τογιότα όταν εγκαταλείφθηκε το γραφειοκρατικό – ιεραρχικό μοντέλο παραγωγής και διοίκησης μιας εταιρίας.Η εταιρία συγκέντρωσε ομάδες εργαζομένων με πολλαπλές ειδικότητες σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και παραγωγής για να δουλέψουν δίπλα στις μηχανές. Αυτές οι ομάδες έδιναν επιτόπου λύσεις στα προβλήματα. Οι ομάδες σχεδιάζουν και υλοποιούν από κοινού, με αποτέλεσμα η λήψη των αποφάσεων από τα ανώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία να «αποκεντρώνεται» προς τη βάση της παραγωγής.

Ο εργαζόμενος αποδιοργανώνεται από τις «ανάγκες της επιχείρησης» και «αποικίζεται» από το εμπόρευμα που καταπίνει τα πάντα(χώρο, χρόνο, συμπεριφορές, αισθήματα , διαπροσωπικές σχέσεις) διευρύνοντας τα πλαίσια της πολύμορφης αλλοτρίωσης που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό. Η νέα μορφή έλεγχου των προλεταριακών «παθών» κινείται αντιφατικά περνώντας,αφενός, μέσα από την εξατομίκευση, που τα κάνει ξένα με τα συλλογικά οράματα και, αφεταίρου, από την υπερμαζικοποιήση που τα κάνει εμπορεύματα έτοιμα προς βρώση και τέρψη.

Σε αυτό το ζοφερό τοπίο για τις εργατικές ανάγκες, τα συνδικάτα που παζάρευαν την εργατική δύναμη, αποτελώντας ένα πυλώνα του κοινωνικού συμβολαίου, χάνουν την πάλαι ποτέ αίγλη τους. Στο ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, στο δημόσιο παίζουν ακόμη ένα ρόλο, ιδιαίτερα στα τμήματα των μόνιμων εργαζόμενων, που όμως σταδιακά μειώνονται, αφήνοντας ακάλυπτους τους εποχιακούς και τους συμβασιούχους οι οποίοι τείνουν να γίνουν η πλειονότητα.
Συχνό είναι το φαινόμενο σε μια επιχείρηση, οι εργαζόμενοι να έχουν τόσες διαφορετικές σχέσεις εργασίας, αμοιβές, τυπικούς εργοδότες, που είναι δύσκολο
να ανακαλύψουν μια κοινότητα συμφερόντων, να συγκεκριμενοποιήσουν τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσουν τον αντίπαλο και τους τρόπους αντίστασης και αγώνα.
Ταυτόχρονα η εκμετάλλευση των ξένων εργατών σε ένα καθεστώς συνεχούς ανασφάλειας , κυνηγητών με την απειλή της απέλασης, χρησιμεύουνστην διάσπαση της ήδη κατακερματισμένης εργατικής τάξης.

Μια ερμηνεία…

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής(κ.τ.π.) στην προσπάθειά του να υπερβεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους(που είναι η αιτία κάθε καπιταλιστικής κρίσης) μεγιστοποιεί τις, μεταξύ τους αλληλένδετες, αντιφάσεις του.

1.Την ίδια στιγμή που τοποθετεί (παρότι η οικονομική του επιστήμη υστερικά αρνείται) τον χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου, η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί δυνατότητες για δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, απαξιώνοντας το χρόνο εργασίας (μέσω της απόκρυψής του από την ανθρώπινη αντιληπτικότητα)* ως μέσο-κριτήριο μέτρησης του πλούτου.

*Πρόκειται για διπλή απόκρυψη:α) Αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως έναν από τους τρεις, σχεδόν αδιάφορους, παραγωγικούς συντελεστές(εργασία-φύση-κεφάλαιο) οι οποίοι εμφανίζονται ως διά μαγείας στο ιστορικό προσκήνιο, κλείνοντας τα μάτια εμπρός στον κοινωνικό επικαθορισμό τους. β) Ομοίως, μυστικοποιεί την παραγωγή αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, λες και απουσιάζει από το όλο προτσές η εργατική δύναμη! Μπορούμε, βάσιμα, να υποστηρίξουμε ότι για τον κ.τ.π. αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ, ο συστηματικός παραγκωνισμός της εργατικής δύναμης από το οπτικό του πεδίο…

2. Έχει την τάση να μειώνει τη ζωντανή εργασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι μπορεί να αυξάνει την εκμετάλλευσή της. Όσο και να βαθαίνει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης{αλλιώς διατυπωμένο: όσο και να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας-απλήρωτης εργασίας (S) που ιδιοποιείται, βλέπε S/V}  υπάρχουν κάποια όρια, φυσικά και ιστορικά καθορισμένα, που είναι αδύνατο να τα υπερβεί.  Στο βαθμό που η οργανική σύνθεση κεφαλαίου(σταθερό προς μεταβλητό κεφάλαιο, C/V) όσο αυξάνεται ενσωματώνει νεκρή εργασία που δεν δημιουργεί παραπάνω υπεραξία, το μέσο ποσοστό κέρδους  πέφτει αντίστοιχα.

{βλέπε και την εξίσωση: R=­ S/(C+V)}

όπου  R είναι το ποσοστό κέρδους και S η υπεραξία ή απλήρωτη εργασία.

3. Από την μια μεριά δημιουργεί κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις(μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) και από την άλλη μεριά τις καταστρέφει όταν  το ποσοστό κέρδους τού συνολικού ή ατομικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι εκτός συγκεκριμένων, και αναγκαίων για την αναπαραγωγή του, ορίων. Τότε η απαξίωση κεφαλαίων, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι «λογική», «φυσική», εξυγιαντική, αναγκαία .

4.Ενώ επιδιώκει την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στον παραγόμενο πλούτο, γεγονός που μειώνει την αγοραστική τους δύναμη, ταυτόχρονα επιζητεί την αύξηση της ζήτησης-κατανάλωσης αυτού του πλούτου-προϊόντων-εμορευμάτων.

Η εργατική υποκειμενικότητα σταδιακά και αντιφατικά
ιχνηλατεί τρόπους και τόπους  οργάνωσης της αντίστασής
της. Οι ευέλικτα απασχολούμενοι δεν αγωνίζονται να
επιστρέψουν στην 8ωρη βάρδια του φορντικού καπιταλισμού
αλλά να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο που
παράγουν.Σε αυτούς η ευελιξία και η μερική απασχόληση δεν εχει
πάντα αρνητική χροιά αφού
τους επιτρέπει να
καθορίζουν, ως ένα βαθμό, το χρόνο εργασίας τους σε
σύγκριση με τα πειθαρχημένα ωράρια του φορντικού
εργοστασίου.

Χαρης  Νικας