Ύφεση-Δύο αναγνώσεις


Η ακολουθούμενη  οικονομική πολιτική, που τείνει να καθιερωθεί ως «εσωτερική υποτίμηση» ή «ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός» είναι μια σωρευτική διαδικασία διαδοχικών κύκλων μείωσης των μισθών και των τιμών. Η μείωση των μισθών ως μείωση του κόστους εργασίας μεταφέρεται στις τιμές των παραγώμενων αγαθών και υπηρεσιών, με δεδομένο ότι δεν επιχειρείται αύξηση του μέσου ποσοστού κέρδους. Μέσω αυτών των μειώσεων, σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία του νεοφιλελευθερισμού, υποτίθεται ότι θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων έναντι των εισαγόμενων αντίστοιχων και θα αυξηθούν οι καθαρές εξαγωγές. Έτσι, θα μειωθεί το εξωτερικό έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών(καθώς επίσης και ο εξωτερικός δανεισμός του ελληνικού κράτους για την εξυπηρέτηση αυτού του ελλείμματος) και η συνολική ζήτηση θα αρχίσει να ανακάμπτει. Στο τέλος της διαδικασίας, η οικονομία θα ισορροπήσει σε ένα ποσοστό ανεργίας υψηλότερο και ένα επίπεδο παραγωγής χαμηλότερο από το σημερινό, πλην όμως, θα έχει επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στο εμπορικό έλλειμμα αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας των χαμηλότερων τιμών των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Επομένως, η ύφεση προβλέπεται, από την κυρίαρχη θεωρία, ως φυσιολογικό στάδιο της διαδικασίας προσαρμογής της οικονομίας σε εξωτερικές διαταραχές που αυτή έχει δεχτεί (σε καθεστώς νομισματικής ένωσης, άρα αδυναμίας υποτίμησης του νομίσματος).*

Αυτή η διαδικασία είναι μακροπρόθεσμη και για να επιταχυνθεί θα πρέπει, σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που προστατεύουν (υπερβολικά, υποτίθεται) τους εργαζόμενους να μεταρρυθμιστούν στη γνωστή κατεύθυνση απελευθέρωσης των απολύσεων, αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων κλπ. .

Μετά από αυτό το σημείο ανάλυσης των εξελίξεων ακολουθούν, κυρίως, δύο τρόποι ανάγνωσης της ύφεσης.

Κέυνς

Η ύφεση αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα κακών χειρισμών εκ μέρους της κυβέρνησης, του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ή ακόμη ως το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού την οποία έχουν υιοθετήσει όσοι χαράσσουν την οικονομική πολιτική. Τυφλωμένοι από το άμεσο, στενό συμφέρον τους, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης και οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι-σύμβουλοι της εξουσίας, διαχειρίζονται την κρίση με τρόπο καταστροφικό για τους εργαζόμενους, αλλά σε τελευταία ανάλυση και για το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αφού, η βαθιά ύφεση που προκαλούν οι επιλογές της άρχουσας τάξης, τελικώς, καθίστανται επιζήμιες για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, για την συσσώρευση κεφαλαίου, για το ίδιο το σύστημα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ο κεϋνσιανός οικονομολόγος (ή πολιτικός) είναι ο αιρετικός σύμβουλος της εξουσίας, αυτός που εγκαλεί την οικονομική ορθοδοξία και την εξουσία στον δρόμο της λογικής και του γενικού συμφέροντος, που είναι ο δρόμος της οικονομικής μεγέθυνσης και της πλήρους απασχόλησης.

Μαρξ
Για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και την ιστορική σημασία της ύφεσης πρέπει να δούμε την ύφεση ως το εργαλείο με το οποίο η τάξη των κεφαλαιοκρατών επιβάλλει τις απαιτήσεις της. Η ύφεση οργανώνεται από την εξουσία ως μέσο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων, για να δεχθούν λιγότερες προστατευτικές ρυθμίσεις και χαμηλότερους μισθούς υπό την πίεση της ανεργίας και του διογκούμενου εφεδρικού εργατικού δυναμικού.

Η κεφαλαιοκρατική οικονομία τείνει αυθόρμητα στην ύφεση κάθε φορά που δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των κεφαλαιοκρατών, έτσι ώστε η ανεργία να πειθαρχήσει τις εργαζόμενες τάξεις και να αποκαταστήσει μια πιο ευνοϊκή διανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου. Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία έχει πλέον ενσωματώσει, ως συνειδητό καθήκον της εξουσίας, την οργάνωση της ύφεσης, τον περιορισμό της ισχύος των εργατικών συνδικάτων και την αποδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους εργαζόμενους. Οι οικονομολόγοι της άρχουσας τάξης επιδιώκουν συνειδητά την οργάνωση της ύφεσης ως ταξικό όπλο, και μάλιστα με τον φανατισμό της βεβαιότητας που τους προσφέρει η σύγχρονη κυρίαρχη θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς εργασίας.

Αυτή η διάκριση μεταξύ δύο τρόπων να αντιλαμβανόμαστε την ύφεση δεν αποτελεί σχολαστική ανάλυση, διότι έχει το πολιτικό της αντίστοιχο:

1. Εάν αντιλαμβάνομαι την ύφεση ως το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης θεωρίας ή κακών χειρισμών εκ μέρους των φορέων της οικονομικής πολιτικής ή της απληστίας των κεφαλαιοκρατών ή της τύφλωσης των οικονομολόγων που έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα κλπ, τότε αυτό που έχω να κάνω, είναι να εξηγώ υπομονετικά και ασταμάτητα στην εξουσία ότι κάνει λάθος, ότι η πολιτική της είναι καταστροφική, ότι οι σύμβουλοί της θέτουν μη πραγματοποιήσιμους στόχους, και ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει μιαν άλλη πολιτική, την οποία μάλιστα αναλαμβάνω την υποχρέωση να περιγράψω λεπτομερώς μην τυχόν και κριθώ ως πολιτική δύναμη που ασκεί μόνο κριτική και δεν έχει τι να προτείνει. Δρω, δηλαδή, ως μια πολιτική δύναμη που ασκεί αντιπολίτευση, ενδεχομένως επιστρατεύοντας και κάποια κινηματικά στοιχεία όπως οι ειρηνικές διαδηλώσεις και οι απεργίες.

2. Εάν, αντιθέτως, αντιλαμβάνομαι ότι η ύφεση προβλέπεται από την κυρίαρχη θεωρία και οργανώνεται από τις κυρίαρχες τάξεις ως εργαλείο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων και για την επιβολή κοινωνικών μετασχηματισμών και θεσμικών ανατροπών, έτσι ώστε το κεφάλαιο να συνεχίσει να φτιάχνει τον κόσμο στα μέτρα του, τότε αυτό που έχω να κάνω είναι να αναπτύξω πρακτικές αντίστασης, όχι αντιπολίτευσης.

*Το ευρώ αποτελεί το βασικό στοιχείο της ταξικής λειτουργίας της νομισματικής ένωσης επειδή μεταφέρει ολόκληρη την πίεση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στις αγορές εργασίας, στην απασχόληση, στις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς. Είναι ένα εργαλείο µε το οποίο οι πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισµού µεταφέρονται αποκλειστικά στην αγορά εργασίας** προκειµένου να διασφαλιστεί η πειθαρχία των εργαζόµενων τάξεων, να εδραιωθεί ο δεσποτισµός του κεφαλαίου στους χώρους παραγωγής και στην αγορά εργασίας και να αποδυναµωθούν οι θεσµοί που προστατεύουν τους εργαζόµενους. Σε σχέση µε αυτές του τις ιδιότητες, το ευρώ, κρίνεται διαρκώς ως προς την αποτελεσµατικότητά του, από τις «αγορές», από το διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, και η ύπαρξή του θα κρίνεται για όσο καιρό δεν θα έχει αποδείξει πλήρως την ταξική του «αξία».

**Αφού είναι αδύνατη πλέον η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και επομένως η μεταφορά της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού στις τιμές των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος από τη μια μεριά αυξάνει τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων ενώ από την άλλη μειώνει τις τιμές των εγχώριων προϊόντων στις ξένες αγορές.
Μπαμπης Νικας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *