Αρχές του Επαναστατικού Συνδικαλισμού

Υιοθετήθηκαν το Δεκέμβρη του 1922 στο Βερολίνο (Διεθνής Ένωση Εργατών) (αποσπάσματα)

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός βασιζόμενος στη πάλη των τάξεων, αναζητεί να εγκαθιδρύσει την ενότητα και την αλληλεγγύη όλων των εργατών και των διανοουμένων σε οικονομικές οργανώσεις που πολεμούν για την κατάργηση και της μισθωτής εργασίας και του κράτους. Ούτε το κράτος ούτε τα πολιτικά κόμματα μπορούν να επιτύχουν αυτούς τους δύο στόχους, την οικονομική οργάνωση και την απελευθέρωση από τη μισθωτή εργασία.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός υποστηρίζει ότι τα οικονομικά και κοινωνικά μονοπώλια θα πρέπει να αποτελέσουν ελεύθερες αυτοδιαχειριζόμενες ομοσπονδίες αγροτών και βιομηχανικών εργατών, ενωμένες σε ένα σύστημα συμβουλίων.

* Το διπλό έργο του επαναστατικού συνδικαλισμού είναι να διατηρεί τον καθημερινό αγώνα για οικονομική, κοινωνική, πνευματική βελτίωση στη κοινωνία και να πετύχει ανεξάρτητη αυτοδιαχειριζόμενη παραγωγή και διανομή μέσω της κατοχής της γης και των μέσων παραγωγής. Αντί του κράτους και των πολιτικών κομμάτων, η οικονομική οργάνωση της εργασίας. Αντί της κυβέρνησης πάνω στον λαό, η διαχείριση των πραγμάτων.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός βασίζεται στις αρχές του ομοσπονδιοποίησης, της ελεύθερης συμφωνίας των οργανώσεων βάσεως και της λαϊκής οργάνωσης που ξεκινάει από τη βάση προς τις τοπικές, εθνικές και διεθνείς ομοσπονδίες, οι οποίες είναι ενωμένες στη βάση κοινών σκοπών και οραμάτων. Κάτω από την ομοσπονδιοποίηση κάθε μονάδα απολαμβάνει πλήρως ελευθερία και αυτονομία, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνει όλων των πλεονεκτημάτων της ένωσης.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός απορρίπτει τον εθνικισμό, τη θρησκεία του κράτους και όλα τα αυθαίρετα σύνορα, αναγνωρίζοντας μόνο την αυτοδιάθεση των φυσικών κοινοτήτων που απολαμβάνουν ελεύθερα τον δικό τους τρόπο ζωής, ο οποίος συνεχώς εμπλουτίζεται από τα οφέλη της ελεύθερης συνένωσης με άλλες ομόσπονδες κοινότητες.

* Ο επαναστατικός συνδικαλισμός, βασιζόμενος στην οικονομική άμεση δράση, υποστηρίζει, χωρίς να αντιβαίνει τις αρχές του, όλους τους αγώνες για την κατάργηση του οικονομικού μονοπωλίου και της κυριαρχίας του κράτους. Τα μέσα της άμεσης δράσης είναι η απεργία, το μποϋκοτάζ, η κατάληψη και άλλες τέτοιες μορφές δράσης που αξιοποιούνται από τους εργαζόμενους στην διάρκεια των αγώνων τους και που οδηγούν στο πλέον αποτελεσματικό όπλο τους, την Γενική Απεργία, προοίμιο της κοινωνικής επανάστασης.

ΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ

Ο όρος εργατικό συνδικάτο αρχικά σήμαινε απλώς μια ένωση παραγωγών για την άμεση βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Ο επαναστατικός συνδικαλισμός, έδωσε σε αυτό το αρχικό νόημα μια πλατύτερη και βαθύτερη σημασία.

Τα συνδικάτα αποτελούν την ενοποιημένη οργάνωση των εργατών και έχουν σαν στόχο τους την υπεράσπιση των παραγωγών μέσα στη κοινωνία και την προετοιμασία για την οικοδόμηση για την ανοικοδόμηση της κοινωνικής ζωής προς τη κατεύθυνση του Σοσιαλισμού.

Πρακτικά έχουν ένα διπλό σκοπό. Να ενισχύσουν τα αιτήματα των παραγωγών για την εξασφάλιση και τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Να προμηθεύσουν στους εργάτες τις γνώσεις και τα τεχνικά μέσα για την διεύθυνση της παραγωγής και της οικονομικής ζωής. Να τους προετοιμάσουν για να πάρουν στα χέρια τους τον κοινωνικοοικονομικό οργανισμό και να τον διαμορφώσουν σύμφωνα με τις σοσιαλιστικές αρχές ΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ – ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΕΣ

Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους αναρχοσυνδικαλιστές και στα εργατικά-αριστερά κόμματα, τόσο σε θέματα αρχών και τακτικής, δεν είναι ο πολιτικός αγώνας σαν τέτοιος, αλλά η μορφή αυτού του αγώνα και οι σκοποί στους οποίους αποβλέπει.

Για τους αναρχοσυνδικαλιστές η ίδια τακτική, οι μορφές πάλης, που χρησιμοποιούνται ενάντια στην οικονομική εκμετάλλευση πρέπει να υιοθετηθούν και ενάντια στην πολιτική καταπίεση. Είμαστε πεπεισμένοι ότι μαζί με το εκμεταλλευτικό οικονομικό σύστημα θα πρέπει να εξαφανιστεί και το πολιτικό όργανο προστασίας του, το κράτος. Οι προσπάθειες του εργατικού κινήματος, μέσα στα πλαίσια της επικρατούσας πολιτικής και κοινωνικής τάξης, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και ενάντιες στις επιθέσεις της αντίδρασης και να επεκτείνονται τα δικαιώματα των εργατών, όποτε παρουσιάζεται η ευκαιρία.

«(…)Ο Αναρχοσυνδικαλισμός απορρίπτει τη συμμετοχή στα σημερινά εθνικά κοινοβούλια, αυτό δεν οφείλεται απλώς στο ότι δεν τρέφει καμιά συμπάθεια για τους πολιτικούς αγώνες γενικότερα, αλλά στο ότι οι οπαδοί του έχουν τη γνώμη πως αυτή η μορφή δραστηριότητας αποτελεί για τους εργάτες την πιο αδύναμη και πιο άχρηστη μορφή του πολιτικού αγώνα. Για τις ιδιοκτητικές τάξεις ,η κοινοβουλευτική δράση είναι βέβαια ένα κατάλληλο όργανο για τη «ρύθμιση» τέτοιων αντιθέσεων μόλις εμφανιστούν, γιατί ενδιαφέρονται όλες εξίσου για τη διατήρηση της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής τάξης.

Όπου υπάρχει κοινό συμφέρον, η αμοιβαία συμφωνία είναι δυνατή και μπορεί να εξυπηρετήσει όλα τα κόμματα. Αλλά για τους εργάτες η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική .Γι αυτούς η επικρατούσα οικονομική τάξη αποτελεί την πηγή της εκμετάλλευσής τους και της κοινωνικής και πολιτικής τους υποταγής. Ακόμη και η πιο ελεύθερη ψηφοφορία, δε μπορεί να εξαλείψει την χτυπητή αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στις ιδιοκτητικές και μη-ιδιοκτητικές τάξεις της κοινωνίας. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επικυρώσει την υποδούλωση των ταλαίπωρων μαζών με τη σφραγίδα της νομιμότητας(…) Η άμεση δράση από μέρους των οργανωμένων εργατών βρίσκει την πιο ολοκληρωμένη της έκφραση στη ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ,στη διακοπή της δουλειάς σε κάθε παραγωγικό κλάδο, όταν πλέον έχουν αποτύχει όλα τα άλλα μέσα. Αποτελεί το πιο ισχυρό όπλο που διαθέτουν οι εργάτες και δίνει την πιο κατανοητή έκφραση στη δύναμή τους σαν κοινωνικό παράγοντα. Η γενική απεργία, φυσικά, δεν αποτελεί ένα όργανο στο οποίο μπορούμε να καταφύγουμε αυθαίρετα σε κάθε περίπτωση. Χρειάζεται ορισμένες κοινωνικές προϋποθέσεις που θα της προσφέρουν τη κατάλληλη ηθική δύναμη και θα τη κάνουν φερέφωνο θέλησης των μεγάλων λαϊκών μαζών.

Ο γελοίος ισχυρισμός, που τόσο συχνά αποδίδεται στους Αναρχοσυνδικαλιστές, ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να κηρυχτεί μια γενική απεργία, για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μέσα σε λίγες μέρες τη σοσιαλιστική κοινωνία, είναι φυσικά, απλώς μια αστεία επινόηση αμαθών αντιπάλων. Η γενική απεργία μπορεί να εξυπηρετήσει διάφορους σκοπούς(…)

Ευελιξία – Εγγενείς αντιφάσεις – Εργατική υποκειμενικότητα

Επί τρεις δεκαετίες(1950-1980) στο δυτικό κόσμο η πειθάρχηση των εργαζομένων και η κερδοφορία του κεφαλαίου εξασφαλίζονταν μέσω των μεγάλων κρατικών επενδύσεων, της σταθερής εργασίας σε 8ωρη βάση, της κρατικής παρέμβασης στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης(κράτος πρόνοιας-επιδόματα ανεργίας), της
ταξικής «συνεννόησης» μεταξύ εργοδοτών-κράτους- συνδικάτων, της ποινικοποίησης κάθε ανατρεπτικής συμπεριφοράς… Αυτό που ονομάσθηκε το πειθαρχικό μοντέλο του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού.

Aπό το τέλος του ‘70 και ύστερα από την κρίση του κεϋσιανισμού -τεϊλορισμού- φορντισμού γίνονται προσπάθειες για την συγκρότηση νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, που θα έχουν την δυνατότητα να δώσουν νέα ώθηση στην καπιταλιστική κερδοφορία, αυτή την φορά σε παγκόσμια κλίμακα μεγιστοποιώντας την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και παγκοσμιοποιώντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ύστερα και από την κατάρρευση των «σοσιαλιστικών» κρατών
και την απαξίωση των «αριστερών ιδεών». Το νέο πρότυπο της καπιταλιστικής οργάνωσης στηρίζεται στην κατάργηση των παροχών του κράτους πρόνοιας, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών, την αναδιάρθρωση των
παραγωγικών σχέσεων καταργώντας το κοινωνικό συμβόλαιο του κεϋσιανισμού- τεϊλορισμού-φορντισμού και γενικεύοντας την εργασιακή ανασφάλεια.

Η προσωρινότητα, η περιπλάνηση, η «κινητικότητα» των εργαζομένων γίνονται
τα όπλα για μια νέου τύπου πειθάρχησής τους. Η ευελιξία γίνεται η λέξη κλειδί τόσο στα νέα παραγωγικά μοντέλα, όσο και στο τρόπο ζωής των εργαζόμενων. Την
θέση του «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ο ευπροσάρμοστος εργάτης του μεταφοντισμού και του διεθνοποιημένου νεοτεϊλορισμού ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες (και να είναι ο ίδιος υπεύθυνος για αυτό), να κινείται ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας, για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας(τογιοτισμός)*, εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της. Κάτω από τη διαρκή ανασφάλεια για το εάν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλευρα καθήκοντά του, καθώς η ανεργία καραδοκεί.

*…ή, αλλιώς, τεχνική της “λιτής παραγωγής”. Πρωτοεμφανίστηκε στα εργοστάσια της Τογιότα όταν εγκαταλείφθηκε το γραφειοκρατικό – ιεραρχικό μοντέλο παραγωγής και διοίκησης μιας εταιρίας.Η εταιρία συγκέντρωσε ομάδες εργαζομένων με πολλαπλές ειδικότητες σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και παραγωγής για να δουλέψουν δίπλα στις μηχανές. Αυτές οι ομάδες έδιναν επιτόπου λύσεις στα προβλήματα. Οι ομάδες σχεδιάζουν και υλοποιούν από κοινού, με αποτέλεσμα η λήψη των αποφάσεων από τα ανώτερα κλιμάκια στην ιεραρχία να «αποκεντρώνεται» προς τη βάση της παραγωγής.

Ο εργαζόμενος αποδιοργανώνεται από τις «ανάγκες της επιχείρησης» και «αποικίζεται» από το εμπόρευμα που καταπίνει τα πάντα(χώρο, χρόνο, συμπεριφορές, αισθήματα , διαπροσωπικές σχέσεις) διευρύνοντας τα πλαίσια της πολύμορφης αλλοτρίωσης που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό. Η νέα μορφή έλεγχου των προλεταριακών «παθών» κινείται αντιφατικά περνώντας,αφενός, μέσα από την εξατομίκευση, που τα κάνει ξένα με τα συλλογικά οράματα και, αφεταίρου, από την υπερμαζικοποιήση που τα κάνει εμπορεύματα έτοιμα προς βρώση και τέρψη.

Σε αυτό το ζοφερό τοπίο για τις εργατικές ανάγκες, τα συνδικάτα που παζάρευαν την εργατική δύναμη, αποτελώντας ένα πυλώνα του κοινωνικού συμβολαίου, χάνουν την πάλαι ποτέ αίγλη τους. Στο ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, στο δημόσιο παίζουν ακόμη ένα ρόλο, ιδιαίτερα στα τμήματα των μόνιμων εργαζόμενων, που όμως σταδιακά μειώνονται, αφήνοντας ακάλυπτους τους εποχιακούς και τους συμβασιούχους οι οποίοι τείνουν να γίνουν η πλειονότητα.
Συχνό είναι το φαινόμενο σε μια επιχείρηση, οι εργαζόμενοι να έχουν τόσες διαφορετικές σχέσεις εργασίας, αμοιβές, τυπικούς εργοδότες, που είναι δύσκολο
να ανακαλύψουν μια κοινότητα συμφερόντων, να συγκεκριμενοποιήσουν τις διεκδικήσεις, να οριοθετήσουν τον αντίπαλο και τους τρόπους αντίστασης και αγώνα.
Ταυτόχρονα η εκμετάλλευση των ξένων εργατών σε ένα καθεστώς συνεχούς ανασφάλειας , κυνηγητών με την απειλή της απέλασης, χρησιμεύουνστην διάσπαση της ήδη κατακερματισμένης εργατικής τάξης.

Μια ερμηνεία…

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής(κ.τ.π.) στην προσπάθειά του να υπερβεί την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους(που είναι η αιτία κάθε καπιταλιστικής κρίσης) μεγιστοποιεί τις, μεταξύ τους αλληλένδετες, αντιφάσεις του.

1.Την ίδια στιγμή που τοποθετεί (παρότι η οικονομική του επιστήμη υστερικά αρνείται) τον χρόνο εργασίας ως μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου, η αυτοματοποίηση της παραγωγής και η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί δυνατότητες για δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, απαξιώνοντας το χρόνο εργασίας (μέσω της απόκρυψής του από την ανθρώπινη αντιληπτικότητα)* ως μέσο-κριτήριο μέτρησης του πλούτου.

*Πρόκειται για διπλή απόκρυψη:α) Αντιμετωπίζει την εργατική δύναμη ως έναν από τους τρεις, σχεδόν αδιάφορους, παραγωγικούς συντελεστές(εργασία-φύση-κεφάλαιο) οι οποίοι εμφανίζονται ως διά μαγείας στο ιστορικό προσκήνιο, κλείνοντας τα μάτια εμπρός στον κοινωνικό επικαθορισμό τους. β) Ομοίως, μυστικοποιεί την παραγωγή αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής, λες και απουσιάζει από το όλο προτσές η εργατική δύναμη! Μπορούμε, βάσιμα, να υποστηρίξουμε ότι για τον κ.τ.π. αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ, ο συστηματικός παραγκωνισμός της εργατικής δύναμης από το οπτικό του πεδίο…

2. Έχει την τάση να μειώνει τη ζωντανή εργασία σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι μπορεί να αυξάνει την εκμετάλλευσή της. Όσο και να βαθαίνει την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης{αλλιώς διατυπωμένο: όσο και να αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας-απλήρωτης εργασίας (S) που ιδιοποιείται, βλέπε S/V}  υπάρχουν κάποια όρια, φυσικά και ιστορικά καθορισμένα, που είναι αδύνατο να τα υπερβεί.  Στο βαθμό που η οργανική σύνθεση κεφαλαίου(σταθερό προς μεταβλητό κεφάλαιο, C/V) όσο αυξάνεται ενσωματώνει νεκρή εργασία που δεν δημιουργεί παραπάνω υπεραξία, το μέσο ποσοστό κέρδους  πέφτει αντίστοιχα.

{βλέπε και την εξίσωση: R=­ S/(C+V)}

όπου  R είναι το ποσοστό κέρδους και S η υπεραξία ή απλήρωτη εργασία.

3. Από την μια μεριά δημιουργεί κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις(μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) και από την άλλη μεριά τις καταστρέφει όταν  το ποσοστό κέρδους τού συνολικού ή ατομικού κοινωνικού κεφαλαίου είναι εκτός συγκεκριμένων, και αναγκαίων για την αναπαραγωγή του, ορίων. Τότε η απαξίωση κεφαλαίων, η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων είναι «λογική», «φυσική», εξυγιαντική, αναγκαία .

4.Ενώ επιδιώκει την μείωση του μεριδίου των εργαζομένων στον παραγόμενο πλούτο, γεγονός που μειώνει την αγοραστική τους δύναμη, ταυτόχρονα επιζητεί την αύξηση της ζήτησης-κατανάλωσης αυτού του πλούτου-προϊόντων-εμορευμάτων.

Η εργατική υποκειμενικότητα σταδιακά και αντιφατικά
ιχνηλατεί τρόπους και τόπους  οργάνωσης της αντίστασής
της. Οι ευέλικτα απασχολούμενοι δεν αγωνίζονται να
επιστρέψουν στην 8ωρη βάρδια του φορντικού καπιταλισμού
αλλά να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό πλούτο που
παράγουν.Σε αυτούς η ευελιξία και η μερική απασχόληση δεν εχει
πάντα αρνητική χροιά αφού
τους επιτρέπει να
καθορίζουν, ως ένα βαθμό, το χρόνο εργασίας τους σε
σύγκριση με τα πειθαρχημένα ωράρια του φορντικού
εργοστασίου.

αλιευοντας 7 αρθρα για την εκπαιδευση

1. Η Τρόικα στην παιδεία

http://youpayyourcrisis.blogspot.com/2010/12/blog-post_2989.html

2.  3 παρατηρήσεις για ένα συμπέρασμα, του Χρήστου Κάτσικα

ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

3.  Νότια Κορέα: Ρομπότ-δασκάλες διδάσκουν αγγλικά σε δημοτικά

απο tvxs‏

4. Φινλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα και καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην Eυρωπαϊκή Ένωση

Tο «φινλανδικό» όραμα του YΠEΠΘ του Kώστα Θεριανού

………………………………….

Το έτος 1975/1980 και 1999 Α. Ζώνη Ενιαίου Σχολείου Β. Ανοικτή εγγραφή στο ενιαίο/ μερικώς ενιαίο Γ. Επιλογή με κριτήριο την επίδοση
1. Συγκεντρωτικά συστήματα με στοιχεία αποκέντρωσης και επιλογής Ελλάδα

Σουηδία

Φιλανδία

Δανία

Γαλλία

Ιταλία

Πορτογαλία

Γαλλία

Ελλάδα

Ιταλία

Πορτογαλία

Λουξεμβούργο

Ισπανία

Αυστρία

Βέλγιο

2. Τοπική Αποκέντρωση (με μερικά στοιχεία επιλογής) Ισπανία Βέλγιο

Γερμανία

3. Τοπικός έλεγχος με εθνική επιτήρηση Αγγλία και Ουαλία Σουηδία

Φιλανδία

Δανία

Ιρλανδία
4. Αυτονομία των σχολείων στην εκπαιδευτική αγορά Αγγλία και Ουαλία Ολλανδία
Πηγή:

O πίνακας δείχνει τις βασικές αναδιαρθρώσεις. Τα βέλη δείχνουν τις μεταβολές που

Β. Βήματα αποκέντρωσης στην Ελλάδα

Με το ν. 1566/85 ξεκινάει μια πρώτη διαδικασία εκχώρησης αρμοδιοτήτων σχετικών με τα σχολεία στην Τ.Α. Συγκεκριμένα, η οικονομική ευθύνη και η μέριμνα για τη συντήρηση και επισκευή των σχολικών κτιρίων ανατίθεται στους Δήμους, ενώ η χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων (λειτουργικά έξοδα), γίνεται με απόφαση των Δημοτικών Επιτροπών Παιδείας μέσω των Σχολικών Επιτροπών, οι οποίες καταρχήν αναλαμβάνουν την ευθύνη για ομάδες σχολικών μονάδων.

Σταδιακά ο ΟΣΚ μετατρέπεται σε Α.Ε., διατηρώντας την ευθύνη για την προμήθεια εξοπλισμού, διορισμό και αμοιβές καθαριστών κ.λπ., με αποτέλεσμα καθυστερήσεις, ελλείψεις και μετακύλιση ευθυνών, καθώς οι αρμοδιότητες των φορέων όσον αφορά στις ανάγκες των σχολικών μονάδων αλληλοεπικαλύπτονται και ο ένας φορέας παραπέμπει στον άλλο, χωρίς δυνατότητα άμεσης επίλυσης οξυμμένων προβλημάτων. Η εξέλιξη αυτή ήταν πολύ αρνητική για τα σχολεία (κτιριακό, υποχρηματοδότηση, συνθήκες υγιεινής και φύλαξης των χώρων).

Βρεφονηπιακοί σταθμοί – νηπιαγωγεία

Η πρώτη περίπτωση όπου υπηρεσίες αγωγής και εκπαίδευσης εκχωρούνται στους ΟΤΑ, είναι αυτή των βρεφονηπιακών σταθμών του Δημοσίου, με το ν. 2240/94. Αποτέλεσμα; Οι περισσότεροι δήμοι επιβάρυναν τους εργαζομένους με τη χρηματοδότηση των παιδικών σταθμών, με αυξήσεις στα δίδακτρα ή τροφεία και άλλες έκτακτες εισφορές. Ενώ αρχικά τα τροφεία είχαν συμβολικό χαρακτήρα, στην πορεία αυξήθηκαν δραματικά, ιδιαίτερα μετά τη σχολική χρονιά 2004-5, με αποτέλεσμα σήμερα να πληρώνουν οι γονείς ποσά που κυμαίνονται από 150 έως και 400 ευρώ, ανάλογα με την περιοχή και τις επιλογές των Δήμων, ποσό που περίπου αναλογεί στα δίδακτρα των ιδιωτικών σταθμών και παιδικών κέντρων. Επιπλέον, οι παιδικοί σταθμοί μετατράπηκαν σε πεδία εφαρμογής των ελαστικών μορφών εργασίας, αφού οι περισσότεροι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και έργου, έτσι ώστε να βρίσκονται σε κατάσταση εργασιακής ομηρίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σήμερα στο Δήμο Αθηναίων οι 450 από τους 1.500 εργαζόμενους, περίπου το 1/3, είναι συμβασιούχοι. Τα τροφεία το 2009 φτάνουν τα 200 για κάθε παιδί το μήνα, ενώ στο Π. Φάληρο προσεγγίζουν τα 280.

Το 2006, με τη θέσπιση της υποχρεωτικότητας του νηπιαγωγείου (ετήσια προσχολική αγωγή), η τροπολογία Γιαννάκου (με προσωρινό δήθεν χαρακτήρα) απέκλεισε τα προνήπια από τα δημόσια νηπιαγωγεία λόγω υποδομών, προσωπικού, δαπανών κ.λπ. και τα συνώστισε στους δημοτικούς και ιδιωτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, στους οποίους επέτρεψε να λειτουργούν και τμήματα νηπιαγωγείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη τη χρονιά δόθηκαν πάνω από 200 νέες άδειες λειτουργίας ιδιωτικών νηπιαγωγείων.

Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση των γονιών αφού αναγκάστηκαν να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, σε συνεργασία με την ΟΙΕΛΕ (Μάιος 2008), ενώ πριν την «υποχρεωτικότητα» σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία φοιτούσαν 5.000 νήπια και προνήπια, μετά την εξέλιξη αυτή οι επίσημες εγγραφές υπερδιπλασιάστηκαν. Αυτό συμβαίνει όταν η «υποχρεωτικότητα», και μάλιστα λειψή, προσκρούει στην υποχρηματοδότηση και σε σοβαρές ελλείψεις κτιρίων, υποδομών, προσωπικού, και συνολικού προγραμματισμού. Τότε η υποχρεωτικότητα και η αποκέντρωση υπηρεσιών γίνεται συνώνυμο της ιδιωτικοποίησης.

Συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ)

Ένα ακόμη βήμα, που ενισχύει τις αποκεντρωμένες δομές λειτουργίας της δημόσιας εκπαίδευσης και ανοίγει το σχολείο στην αγορά, είναι ο ν. 3380/2006 για τις ΣΔΙΤ, συμφωνα με τον οποίο ανατίθεται (για περιορισμένο αριθμό σχολικών μονάδων αρχικά, σε μια πιλοτική εφαρμογή του μέτρου) η κατασκευή σχολικών κτιρίων σε ιδιώτες με υπερδιπλάσιο αντίτιμο απ’ ότι κόστιζε στον ΟΣΚ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη του Μ. Μπαλτά, πρώην διευθύνοντος συμβούλου του ΟΣΚ Α.Ε., τα πρώτα 27 σχολεία που προβλέπονταν να κατασκευαστούν με ΣΔΙΤ θα κοστίσουν 105 εκατ. €, αν δεν υπάρξουν υπερβάσεις, ενώ με βάση την πρόσφατη εμπειρία, η κατασκευή τους από τον ΟΣΚ θα κόστιζε το πολύ 45 εκατ. €. Το κόστος τους, δηλαδή, είναι αυξημένο κατά 250%. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε και το κόστος συντήρησης, 45 εκατ. €, και πρόσθετο κόστος 20% για ασφάλιση, το κόστος ανεβαίνει στα 150 εκατ. €, ενώ και η συντήρησή τους από τον ΟΣΚ για 25 χρόνια θα έφτανε περίπου το 1,7 εκατ. €.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Μηχανικών Δημόσιων Υπαλλήλων (ΕΜΔΥΔΑΣ) σε σχετικό έγγραφό της (Α.Π. 4300/8.5.2007) με απόφαση του 9ου Τακτικού Συνεδρίου της (Ιούνιος 2006) έχει εκφράσει τη ριζική αντίθεσή της για τις ΣΔΙΤ για τρεις κυρίως λόγους: «(α) Ο σχεδιασμός και προγραμματισμός των Δημοσίων Έργων υπάγεται στη λογική της εξυπηρέτησης των ιδιωτικών συμφερόντων (τράπεζες – εργολάβους) και όχι των κοινωνικών αναγκών. (β) Αυξάνεται υπέρμετρα το κόστος των έργων με δυσμενείς συνέπειες στην οικονομία της χώρας και τους πολίτες. (γ) Ο έλεγχος σημαντικών δημοσίων έργων και υποδομών περνάει από το δημόσιο στους ιδιώτες.»

Μία από τις σημαντικότερες πλευρές του ζητήματος, αφορούν στο ζήτημα της ποιότητας και της ασφάλειας των κτιρίων, καθώς η ιδιωτική κερδοσκοπία αφήνεται ανεξέλεγκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη σύμβαση προβλέπεται ως χρόνος ζωής του έργου, αυτός της ενοικίασης από το δημόσιο. Κανένας δε δεσμεύει τον ανάδοχο για το τι θα παραδώσει στο πέρας της ενοικίασης.

Το χειρότερο είναι ότι παραχωρείται στους ιδιώτες το δικαίωμα μακροχρόνιας χρήσης και εκμετάλλευσης των σχολικών χώρων (25-30 χρόνια) για ένα σύνολο από απαραίτητες σχολικές υπηρεσίες (καθαριότητα, φύλαξη, κυλικεία κ.λπ.), ενώ ανοίγεται ο δρόμος για την εξάπλωσή τους στην κρίσιμη εκπαιδευτική λειτουργία αφού από τον ίδιο νόμο προβλέπεται να μπορούν να αναπτύσσουν κάθε είδους «επιμορφωτικές» δραστηριότητες σε συνεργασία με τους τοπικούς και παραγωγικούς φορείς, που θα απευθύνονται στη σχολική και ευρύτερη τοπική κοινότητα.
Ο ιδιοκτήτης μπορεί ακόμα να νοικιάζει το κτίριο του σχολείου και για άλλες χρήσεις το βράδυ, να απαγορεύει εκδηλώσεις που δεν του είναι αρεστές, να εγκαταλείπει τις φθορές κ.λπ.

Μ’ άλλα λόγια η σύμπραξη επιχειρήσεων και Τ.Α. αναγορεύεται σε ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής και σε κατεξοχήν φορέα εκπολιτισμού της νεολαίας και γενικότερα και σε τοπικό επίπεδο, ιδιαίτερα αν η αποκέντρωση της εκπαίδευσης προχωρήσει και ολοκληρωθεί. Σύμφωνα, επίσης, με το πνεύμα του σχετικού νόμου, απαιτείται έγκριση του ιδιώτη για την παραχώρηση/αξιοποίηση/ενοικίαση του χώρου σε οποιονδήποτε φορέα με το αζημίωτο. Για παράδειγμα, στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, σχολικοί χώροι λειτουργούν ως πάρκινγκ το απόγευμα, ενώ ταυτόχρονα οι υπολογιστές του σχολείου μεταφέρονται σε ειδικές αίθουσες net caffe, σχολικοί χώροι ενοικιάζονται για την εκπαίδευση ενηλίκων (adult education) και σχολικά γυμναστήρια παραχωρούνται σε παρααθλητικούς συλλόγους (κουνγκ-φου, καράτε, τζούντο κ.λπ.).

Με τα δικαιώματα δε που απορρέουν από το νόμο για τον ιδιώτη ανάδοχο, αν εντός του δημόσιου σχολείου ακόμα και σήμερα η κατάληψη γίνεται πολλές φορές αφορμή για επέμβαση του εισαγγελέα, δεν τολμάμε να σκεφτούμε τι θα συμβεί σε ένα ιδιωτικοποιημένο κτίριο σχολείου, ακόμα και αν λειτουργεί εντός δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.

Συμπερασματικά για τις ΣΔΙΤ: αποτελούν βασική διαδικασία γενίκευσης της ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών έργων υποδομής και των αντίστοιχων υπηρεσιών. Η επέκτασή τους θα σημάνει το θεσμικό κοινωνικό και οικονομικό τόπο, όπου θα συναντιούνται και θα τέμνονται τρεις θεμελειώδεις παράμετροι της καπιταλιστικής οικονομίας, αστικό κράτος, τεχνικές επιχειρήσεις, τραπεζικό κεφάλαιο, ένα αξεδιάλυτο κουβάρι κοινών συμφερόντων και επιδιώξεων που θα εγγυώνται τεράστια κέρδη στους ιδιώτες, την ίδια ώρα που θα δυναμιτίζεται και θα εξαθλιώνεται ο όποιος δημόσιος χαρακτήρας κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών.

Ευέλικτη Ζώνη-Προγράμματα

Μια σημαντική απόπειρα διαφοροποίησης του ενιαίου προγράμματος σπουδών έγινε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση με την πιλοτική αρχικά (2001-2004) και την υποχρεωτική στη συνέχεια (2005 – εγκύκλιος Γιαννάκου) καθιέρωση της «ευέλικτης ζώνης». Το θεσμικό πλαίσιο προέβλεπε, παράλληλα και μέσα στο βασικό κορμό μαθημάτων, να αναπτύσσονται μια σειρά προγράμματα, αρχικά με τη χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους και στη συνέχεια με την ξεκάθαρη διευκρίνιση ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμιά κρατική ή κοινοτική οικονομική συνδρομή σ’ αυτά.

Η φιλοσοφία των προγραμμάτων αυτών, στηρίχθηκε στην επίκληση της θεωρίας της «ολιστικής» μάθησης και της διαθεματικής και διεπιστημονικής προσέγγισης της γνώσης, καθώς και της ανάγκης να γίνει εμβάθυνση και βιωματική εμπέδωση μέσα απ’ αυτά, του ενιαίου κορμού μαθημάτων. Η εφαρμογή του μέτρου αυτού συνάντησε τις αντιρρήσεις και αντιθέσεις των δασκάλων που, ενώ προέρχονταν από διαφορετικές οπτικές και αντιλήψεις για την ευέλικτη ζώνη, είχαν ως αποτέλεσμα αρχικά το μέτρο να υπολειτουργήσει. Στη συνέχεια, παρά τις κάθε λογής αντιδράσεις και με τη διαμεσολάβηση των τοπικών αρχών, σε μια σειρά προγράμματα μέσα και έξω από το σχολείο να είναι καθοριστική η εμπλοκή ιδιωτικών επιχειρήσεων. Έτσι, σε πολλά δημοτικά σχολεία, διάφορες βιομηχανίες τροφίμων και φάστ φουντ, παραδίδουν μαθήματα αγωγής υγείας (Βενέτης, ΦΑΓΕ, ΔΕΛΤΑ, Coca cola, ΜΕΒΓΑΛ, AIM, CREST, κ.ά). Ακόμη, μέσα από το πρόγραμμα της κυκλοφοριακής αγωγής, η Renault, με έγκριση του Υπουργείου Παιδείας, εκδίδει εκπαιδευτικό υλικό, με dvd και βιβλία και το γενικό τίτλο «Οι δρόμοι κι εγώ», το οποίο με τροποποίηση του προγράμματος, «διδάχτηκε» σε δίωρη εβδομαδιαία βάση στην Ε΄ και ΣΤ΄ δημοτικού, με σχετική εγκύκλιο, σε πέντε μεγάλες πόλεις της χώρας με έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Λάρισα. Ο ίδιος ο ΣΕΒ, εξάλλου και τοπικές επιχειρήσεις μυούν μαθητές (στα ΤΕΕ και στα δημοτικά), στην επιχειρηματικότητα, στο πλαίσιο του ΣΕΠ και του προγράμματος «νεανική επιχειρηματικότητα».

Η εμπειρία αυτή είναι ένα πρώτο βήμα, δημιουργεί, όμως, τις προϋποθέσεις για επέκτασή της. Στην πορεία, με την ολοκλήρωση της αποκέντρωσης και στο βαθμό που τα σχολεία θα υποχρεωθούν να αναζητήσουν πόρους έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό, μπορούν να διαφοροποιήσουν σε μεγαλύτερη έκταση τα προγράμματά τους και να επιδοθούν σε επιχειρηματικές δραστηριότητες για την ενίσχυση των ισχνών οικονομικών τους («οικονομική αυτονομία»). Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ιρλανδίας, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, όπου στο 75% των σχολείων σύλλογοι γονέων, μαθητές και εκπαιδευτικοί, μετά τη λήξη των μαθημάτων, αναλαμβάνουν υπεργολαβίες από διάφορες επιχειρήσεις, όπως τήρηση ισολογισμών, συσκευασία τροφίμων κ.λπ. Εξάλλου είναι γνωστό ότι άλλα σχολεία στη Βρετανία, λόγω οικονομικής δυνατότητας, στις «ελεύθερες ζώνες» ακολουθούν ένα απαιτητικό θεωρητικό πρόγραμμα που συμπληρώνει τις γνώσεις και ενισχύει τις επιδόσεις στη Γλώσσα, τα Μαθηματικά και άλλα μαθήματα γενικής παιδείας, ενω άλλα παρέχουν κατά βάση πρακτικές δραστηριότητες (π.χ. καλαθοπλεκτική και πηλοπλαστική).

Προς το παρόν, βέβαια, στη χώρα μας, η κατάσταση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση «βολεύεται» με διάφορα προγράμματα που κατευθύνει και χρηματοδοτεί η ΕΕ. Παρόλα αυτά, έχει αρχίσει η διαμεσολάβηση των τοπικών αρχών και η εκχώρηση προγραμμάτων σε ιδιώτες. Συνυπολογίζοντας πάλι τα δεδομένα της γενικής περικοπής των κοινωνικών δαπανών, και συγκεκριμένα 10% από τον προϋπολογισμό όλων των Υπουργείων, το γεγονός ότι δεν προβλέπεται καμιά κρατική ή κοινοτική χρηματοδότηση για τις «ζώνες», καθώς και την πραγματικότητα μιας πρώτης διαφοροποίησης του προγράμματος στην πρωτοβάθμια σε βάρος των μαθημάτων γενικής παιδείας που προβλέπει το αναλυτικό πρόγραμμα, με την ταυτόχρονη διείσδυση των εταιρειών στο χώρο του σχολείου, θεωρούμε ότι στις «ανοιχτές» ή «ελεύθερες ζώνες» του ολοήμερου αποκεντρωμένου μοντέλου σε όλες τις βαθμίδες, θα προχωρήσει ακόμα παραπέρα η άλωση του δημόσιου σχολείου από την αγορά, καθώς και η κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων.

Βήμα προς την κατεύθυνση του σχολείου πολλών ταχυτήτων είναι από τη μια μεριά η πρόσφατη αρνητική εξέλιξη της γενίκευσης των τμημάτων 30 μαθητών, σύμφωνα με τις εντολές των διορισμένων περιφερειαρχών, ενώ από την άλλη οι εξαγγελίες για «πιλοτικά σχολεία» με ολιγομελή τμήματα, «ψηφιακές τάξεις», «διαδραστικούς πίνακες», «καινοτόμες δράσεις» και «πρωτοπόρους εκπαιδευτικούς», που θα ενισχύει δήθεν κοινωνικά αδύναμες περιοχές και θα λειτουργούν ως βιτρίνα, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος τα σχολεία των κοινωνικά και μορφωτικά αδύναμων μαθητών θα ψευτοαπασχολούνται σε φτηνό πρόγραμμα με δραστηριότητες προσιτές στις κοινωνικά προσδιορισμένες δυνατότητες και στις ταξικές τους εμπειρίες, και μάλιστα μέσα σε πληθωριστικά ασφυκτικά τμήματα, με εκπαιδευτικούς που θα αδυνατούν λόγω των συνθηκών να καλύψουν αποτελεσματικά τις δυσκολίες που θα συναντούν τα παιδιά.

Aντί το YΠEΠΘ να προχωρήσει για την αγορά των νέων (διαδραστικών) πινάκων σε διεθνή διαγωνισμό με συγκεκριμένες προδιαγραφές, προτίμησε να δώσει περίπου 70 εκ. ευρώ σε 200 σχολικές επιτροπές οι οποίες θ’ αναζητήσουν στην αγορά το υλικό!! Πρόκειται για μαζική ώθηση των ανθρώπων στην κερδοσκοπία, αφού κανένα σχολείο δεν έχει γνώση των νέων εποπτικών μέσων. Tαυτόχρονα καλλιεργείται και θεοποιείται η τεχνολογία στο σχολείο, έτσι ώστε να εθίζονται μαθητές και εκπαιδευτικοί στα νέα ήθη και έθιμα. Σύγχρονες, όμως, παιδαγωγικές μελέτες απέδειξαν ότι ο νέος τεχνοκρατισμός διόλου δεν καλυτέρευσε το πνευματικό επίπεδο της νεολαίας.

Γ. Αποκέντρωση και εργασιακές σχέσεις

Το ευέλικτο-αποκεντρωμένο μοντέλο εκπαίδευσης, προϋποθέτει έναν περιπλανώμενο απασχολήσιμο εκπαιδευτικό, αντικείμενο της πιο άγριας εκμετάλλευσης, χωρίς μόνιμη σχέση εργασίας και θέση, υποταγμένο και υπάκουο. Γι’ αυτό και πανευρωπαϊκά δημιουργείται ένας κλάδος πολλών ταχυτήτων: Σε ένα πρώτο επίπεδο, ένα μικρό ποσοστό εκπαιδευτικών (κυμαίνεται ανάλογα με τη χώρα από 20% – 50%) από αυτούς που είχαν προσληφθεί παλαιότερα, απολαμβάνουν μέχρι στιγμής τη μονιμότητα και το μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού κόσμου, κυρίως οι νέοι εκπαιδευτικοί, εργάζονται με επισφαλείς συνθήκες και επαγγελματικές προοπτικές, πολύ χειρότερες από ό,τι οι παλιότεροι συνάδελφοι τους. Πέρα από αυτή τη γενική διάκριση, παρατηρείται πολυδιαβάθμιση στο εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών, ανάλογα με την έκταση της αποκέντρωσης στην κάθε χώρα και τη διαφοροποιημένη πολυτυπία των βαθμίδων της από το νηπιαγωγείο, το όποιο υποχρεωτικό σχολείο και την ανώτερη δευτεροβάθμια τεχνική και γενική βαθμίδα. Επίσης, ολοένα αυξάνει ο αριθμός των διδασκόντων στην εκπαίδευση που δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα (π.χ. Βρετανία).

Οι εκπαιδευτικοί, ταυτόχρονα, καλούνται στο αποκεντρωμένο σχολείο να αναλάβουν έναν άλλο ρόλο, δήθεν σύγχρονο, μα κατά βάθος αντιεκπαιδευτικό και αντικοινωνικό. Ο νέος αυτός ρόλος προσδιορίζεται από τη μετατόπιση των κοινωνικών αξιών, που επιβάλλει η παρέμβαση της αγοράς στην εκπαίδευση. Έτσι προβάλλεται σαν αξίωμα η «επιχειρηματική κουλτούρα» και ως κυρίαρχο στοιχείο και κίνητρο επιτυχίας ο νέος «επαγγελματίας» εκπαιδευτικός. Μ’ άλλα λόγια, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να ξεχάσουν τον όποιο κοινωνικό, μορφωτικό και παιδαγωγικό ρόλο είχαν στο παρελθόν. Με αυτά τα δεδομένα, οι συνθήκες εργασίας αξιολογούνται πια με ποσοτικούς-αγοραίους δείκτες, π.χ. ο αριθμός των ωρών του εκπαιδευτικού στην τάξη, οι δραστηριότητες και η συνεργασία του με τις επιχειρήσεις-χορηγούς, η «ευελιξία» προσαρμογής στην τοπική αγορά, οι επιδόσεις των μαθητών του στις εξετάσεις, ο βαθμός συμμετοχής του στα ευρωπαϊκά προγράμματα, με δυο λόγια ο βαθμός ενεργητικής συμμετοχής του και υποστήριξης με την κυρίαρχη πολιτική στην εκπαίδευση. Με το νέο αυτό ρόλο διαφωνεί και ο συντηρητικός καθηγητής του τμήματος Εκπαιδευτικής Πολιτικής του London University, Guy Neave, τονίζοντας: «Κύριο καθήκον του εκπαιδευτικού πρέπει να παραμείνει η παιδαγωγική καθοδήγηση, η μετάδοση γνώσεων, η συναισθηματική και νοητική ανάπτυξη του παιδιού, που δεν πρέπει να αποσυνδεθεί από τη σχολική εκπαίδευση. Αυτό δεν πρέπει να θεωρείται αρμοδιότητα της οικογένειας ούτε της όποιας δράσης της αγοράς στο σχολείο».

Μελετώντας την πολύχρονη λειτουργία του αποκεντρωμένου μοντέλου εκπαίδευσης στις χώρες της ΕΕ – και όχι μόνο – μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τις άμεσες επιπτώσεις της διοικητικής μεταρρύθμισης και στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Πιο συγκεκριμένα η εικόνα από τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ δείχνει:

ΗΠΑ: Η πρόσληψη των νέων εκπαιδευτικών γίνεται από τα ενιαία περιφερειακά συμβούλια (αφορούν όλες τις βαθμίδες) με ατομικές συμβάσεις και κάθε φορά μεταβαλλόμενα αξιολογητικά κριτήρια, με βάση τις ανάγκες και τις αρχές της κάθε πολιτείας. Για παράδειγμα, στα φτωχά Δημοτικά και στα φτωχά Γυμνάσια το 10% και το 16% των εκπαιδευτικών αντίστοιχα δεν έχουν καν τριετές πτυχίο Bachelor!

Το ωράριο των εκπαιδευτικών που εργάζονται με ευέλικτες σχέσεις είναι εξοντωτικό, καθώς και ο χρόνος παραμονής τους στο σχολείο, αφού κυμαίνονται από 60 έως 70 ώρες την εβδομάδα. Τα ελλείμματα των τοπικών προϋπολογισμών των πολιτειών είναι τρομακτικά, με αποτέλεσμα πρόσφατα να μένουν απλήρωτοι οι εκπαιδευτικοί. Έτσι παρατείνεται ο εργάσιμος χρόνος των εκπαιδευτικών χωρίς αποδοχές (Ροντ Άιλαντ, Ιλινόις, Ντιτρόιτ).

Οι εκπαιδευτικοί που δεν αποδέχονται αυτό το καθεστώς απολύθηκαν, π.χ. στο Γυμνάσιο Central Faulse, ενώ 40 σχολεία έκλεισαν στο Ντιτρόιτ και 26 από τα 61 στο Μιζούρι και στο Κάνσας Σίτυ. Στις ίδιες πόλεις απολύθηκε το ένα τέταρτο του διδακτικού προσωπικού, ενώ 900 δάσκαλοι στις 3/3/2010 έλαβαν το ροζ χαρτάκι, δηλαδή την κατάργηση της θέσης εργασίας του στο Σαν Φρανσίσκο. Την ίδια μέρα, η σχολική περιφέρεια του Λος Άντζελες ενέκρινε την απόλυση 5.200 εκπαιδευτικών και διοικητικού προσωπικού, στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της κρίσης. Οι απολύσεις αυτές μάλιστα, έγιναν την παραμονή της γενικής απεργίας μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικού προσωπικού στην Καλιφόρνια, με αίτημα την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης και τη χρηματοδότησή της.

Βέλγιο-Σκανδιναβικές χώρες : Οι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται κατά 50% από το κράτος και κατά 50% από τους δήμους, χωρίς όμως να έχουν τις παροχές και τα δικαιώματα των άλλων δημόσιων λειτουργών. Στη Φινλανδία συγκεκριμένα, με τη μεταρρύθμιση του 1999 και τη θέσπιση τοπικών συμφώνων απασχόλησης για τους εκπαιδευτικούς, οι εργασιακές σχέσεις και η μονιμότητα των εκπαιδευτικών συναρτώνται με τις επιδόσεις των μαθητών στις εξετάσεις, ενώ το ωράριο απασχόλησης και οι αμοιβές τους αποφασίζονται τοπικά, στο πλαίσιο του κάθε δήμου, όπως και τα τοπικά προγράμματα (50% περίπου του αναλυτικού προγράμματος).

Δανία: Το 90% των δασκάλων του βασικού σχολείου (Folkskola) είναι κρατικοί υπάλληλοι, ενώ στο Gymnasium (για μαθητές 16-18 ετών) μόνο το 10% είναι μόνιμοι, ενώ το 90% προσλαμβάνεται από τους δήμους με ατομικές συμβάσεις.

Ιρλανδία: Οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας προσλαμβάνονται αποκλειστικά από το διευθυντή της σχολικής μονάδας. Στη δευτεροβάθμια και την επαγγελματική εκπαίδευση οι προσλήψεις γίνονται από τις σχολικές επιτροπές με ολιγόμηνες συμβάσεις (School Board).

Ολλανδία: Οι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται από το υπουργείο Παιδείας και από τους δήμους.

Γερμανία και Ισπανία: Το 95% του συνόλου των εκπαιδευτικών προσλαμβάνεται από τις περιφερειακές αρχές ή τις αυτόνομες κοινότητες και μόνο το 5% από το κράτος. Υπάρχει μεγάλη διαβάθμιση στις αποδοχές και τους όρους εργασίας τους, ανάλογη με την πολυτυπία των βαθμίδων και των διαφορετικών τύπων σχολείων της ίδιας βαθμίδας.

Βρετανία: Το 91% ανήκει στην αρμοδιότητα των τοπικών εκπαιδευτικών αρχών (περιφερειακά συμβούλια εκπαίδευσης-Local Education Authorities)! Το εκπαιδευτικό επάγγελμα απαξιώνεται και γίνεται εισαγωγή εκπαιδευτικών από άλλες χώρες. Επίσης, το εισόδημα των εκπαιδευτικών είναι πολυσυλλεκτικό και οι αρμοδιότητές του δεν είναι σαφώς καθορισμένες. Μπορεί για παράδειγμα ένας εκπαιδευτικός ταυτόχρονα να εργάζεται σε δύο βαθμίδες, στην εκπαίδευση ενηλίκων, στις δημοτικές υπηρεσίες π.χ. βιβλιοθήκες, γραμματειακή υποστήριξη κ.λπ.

Σε χώρες που υπάρχουν αντιστάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος, η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη, αλλά με ορατό τον κίνδυνο να ανατραπεί, π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιταλία και Γαλλία. Στις χώρες αυτές η αποκέντρωση δεν έχει προχωρήσει και αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι εκπαιδευτικοί προσωρινά βρίσκονται σε κάπως καλύτερη σχέση απασχόλησης.

Τα κυρίαρχα μοτίβα σε όλη την ΕΕ, σκληρή οικονομική λιτότητα, μείωση του αριθμού των μαθητών σε ποσοστό πάνω από 20% και η διαβαθμισμένη κυριαρχία του αποκεντρωμένου μοντέλου εκπαίδευσης, που τείνει να γίνει πλήρης, έχουν άμεσες επιπτώσεις στην εκπαίδευση, την πρόσληψη και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Είναι άξιο προσοχής ότι οι πανεπιστημιακές παιδαγωγικές και καθηγητικές σχολές στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης μειώθηκαν δραματικά, το ίδιο και οι ζήτηση γι’ αυτές που απομείναν, ως αποτέλεσμα της απαξίωσης του επαγγέλματος και λόγω των σκληρών και ταπεινωτικών συνθηκών απασχόλησης. Ειδικότερα:

  • Οι ανταγωνιστικές εξετάσεις τύπου ΑΣΕΠ είναι το επίκεντρο της λεγόμενης «ρυθμιζόμενης» αγοράς εργασίας των εκπαιδευτικών σε μια σειρά χώρες και παρουσιάζουν τάση ενίσχυσης σε κεντρικό αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο. Η επιτυχία σ’ αυτό το είδος των εξετάσεων είναι ισχυρό κριτήριο πρόσληψης μαζί με άλλα, όπως η προϋπηρεσία, οι τίτλοι «παιδαγωγικής επάρκειας», αλλά και οι συστατικές θετικές αξιολογήσεις και τα πιστοποιητικά των ελεύθερων σεμιναρίων επιμόρφωσης, που χορηγούνται από τριτοβάθμια ιδρύματα και άλλους φορείς. Επομένως, ο εκπαιδευτικός υποχρεώνεται σε ένα διαρκές κυνηγητό τυπικών προσόντων για μια θέση επισφαλή και υποαμειβόμενη.
  • Η περίοδος δοκιμασίας των νέων εκπαιδευτικών στα κράτη μέλη της Ε.Ε., επεκτείνεται μαζί με το ωράριο εργασίας και λειτουργίας του σχολείου, ενώ πιο έντονες γίνονται οι ανισότητες και οι διακρίσεις ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας. Στη Βρετανία π.χ ο διευθυντής
    καθορίζει την εβδομαδιαία παρουσία στο σχολείο, που κυμαίνεται από 35-40 ώρες. Στη Γερμανία φτάνει τις 32 ώρες την εβδομάδα, ενώ οι Γάλλοι δάσκαλοι έχουν διδακτικό ωράριο 27 ώρες. Αν στην υπάρχουσα πραγματικότητα εφαρμοστεί και στην εκπαίδευση η διάκριση του εργάσιμου χρόνου σε ενεργό και ανενεργό ( Ευρωσυνθήκη-65ωρο), αυτό θα συρρικνώσει παραπέρα τον εκπαιδευτικό μισθό και θα κατακερματίσει τις εργασιακές σχέσεις σε πολυάριθμες κατηγορίες.
  • Η «ευελφάλεια» (flexicurity) στην εκπαίδευση οδηγεί σε ατομικές συμβάσεις με διαφορετική διάρκεια, ανισότιμες αμοιβές ή εκπαιδευτικά μισθολόγια διαφορετικών ταχυτήτων και αποδοχών. Αλλες είναι οι αμοιβές των δασκάλων –σε κάποιες χώρες ίδιες περίπου με του βιομηχανικού εργάτη- άλλες των εκπαιδευτικών του γυμνασίου και του λυκείου, μικρότερες οι αποδοχές των εκπαιδευτικών της τεχνικής εκπαίδευσης από αυτές της γενικής. Γι’ αυτό και οι συγκριτικοί πίνακες για τους ευρωπαϊκούς μισθούς δεν έχουν βάση. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Έλληνας εκπαιδευτικός βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της μέσης κατηγορίας εκπαιδευτικών αποδοχών στην Ε.Ε.
  • Παρατηρείται μετακίνηση των εκπαιδευτικών στην «ελεύθερη» ή ιδιωτική εκπαίδευση, εξαιτίας της υποβάθμισης και των εργασιακών συνθηκών στη δημόσια εκπαίδευση, π.χ. στο Βέλγιο το 58% δουλεύει στον ιδιωτικό τομέα. Στην Ολλανδία το 70% και στην Ισπανία το 36%.
  • Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και της σχολικής μονάδας γενικεύεται, γίνεται πιο
    ασφυκτική και καθημερινά μεγεθύνει τη χειραγώγηση, την ελαστικότητα της εργασίας και την ιδιωτικοποίηση.

Σύνοψη

Θα μπορούσαμε να πούμε, συνοπτικά, ότι ο τρόπος με τον οποίο προωθείται η αποκέντρωση της εκπαίδευσης, με βάση τόσο την ευρωπαϊκή και τη διεθνή πείρα όσο και τα μετέωρα βήματα στη χώρα μας, δείχνει ότι

  • ασκείται πίεση στις σχολικές μονάδες να εξευρίσκουν πόρους για την επιβίωση και λειτουργία τους, με συνέπειες τη διαφοροποίηση στα προγράμματα και το περιεχόμενο σπουδών και τελικά την κατηγοριοποίηση των σχολείων
  • οι γονείς και οι μαθητές θεωρούνται «καταναλωτές» και «πελάτες» εκπαιδευτικών υπηρεσιών∙ κλειδί για την εξέλιξη αυτή αποτελεί η απελευθέρωση των εγγραφών και η διαφοροποίηση στη χρηματοδότηση των σχολείων, έτσι ώστε να λειτουργούν τα δημόσια σχολεία όσο γίνεται με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και να προετοιμάζονται καλύτερα για την προσαρμογή τους στις ανάγκες της αγοράς
  • η λεγόμενη μετάβαση από το σχολείο στην αγορά εργασίας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τι διδάσκει και τι επιλέγει το κάθε σχολείο να μάθει στα παιδιά σε κάθε βαθμίδα και τύπο εκπαίδευσης∙ έτσι, το αποκεντρωμένο σχολείο επιβραβεύει ιδιαίτερα τις δεξιότητες που σχετίζονται με την επεξεργασία πληροφοριών και απομακρύνεται από την οργάνωση και μετάδοση γνώσεων σαν μέσο συγκρότησης της σκέψης και διαπαιδαγώγησης
  • οι εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών ανατρέπονται και οι συνθήκες εργασίας μαζί με τις αμοιβές επιδεινώνονται σε διάφορα κράτη-μέλη∙ τα συστήματα πρόσληψης εξατομικεύονται και ελαστικοποιούνται, ακολουθώντας την κατεύθυνση των γενικότερων εργασιακών ανατροπών, σε μια πορεία από την κατάργηση της πρόσληψης με συλλογικούς όρους και με την ευθύνη του κεντρικού κράτους, στην πρόσληψη από τους διάφορους βαθμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και καταλήγοντας, ανάλογα με το βαθμό αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και τη βαθμίδα, στις ατομικές διαφοροποιημένες συμβάσεις εργασίας. Η ίδια η πείρα στη χώρα από την πρώτη αποκέντρωση εκπαιδευτικών υπηρεσιών με την υπαγωγή των βρεφονηπιακών σταθμών στους Δήμους αποδεικνύει παρόμοιες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, αφού είναι γνωστό ότι το ένα τρίτο των εργαζομένων στους σταθμούς του Δήμου Αθηναίων είναι συμβασιούχου ορισμένου χρόνου και σε πολλούς άλλους Δήμους ένα μεγάλο μέρος εργάζεται με δελτίο παροχής έργου
  • διαμορφώνεται μια άλλη εικόνα και ένα άλλο προφίλ του σύγχρονου εκπαιδευτικού, που πιέζει τον εκπαιδευτικό να διαχειριστεί αυτές τις αλλαγές και να υιοθετήσει την «επαγγελματική ταυτότητα» σε βάρος της παιδαγωγικής και μορφωτικής του ιδιότητας, που είναι πρωταρχική στη συνείδηση του Έλληνα εκπαιδευτικού για την άσκηση του κοινωνικού του ρόλου.

*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, Τ. 73/74, Μάιος 2005

5.

τι προωθείται με την αξιολόγηση, αρχικά υπό μορφή
εθελοντικής συμμετοχής σχολείων για το διαγωνισμό της αριστείας και
καινοτομίας στην εκπαίδευση

6. «Συμβόλαιο θανάτου» του δημόσιου σχολείου του Χ. Κατσικα

7.

από το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών
στα προγράμματα σπουδών του Νέου Σχολείου


του
Γιώργου Γρόλλιου,
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
Εκπαιδευτική Κοινότητα

“XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΑ” των ΑΝΕΡΓΩΝ 24 Δεκέμβρη

XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΑ των ΑΝΕΡΓΩΝ  24 Δεκέμβρη  από τις 11:00 π.μ.  στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος

στο τέρμα του λεωφορείου 843 στο Πέραμα

Έναρξη 11:00 πμ
12:00: Ανοιχτή συνέλευση ανέργων
14:00 – 17:00: Λαϊκό γλέντι
17:00: Θεατρικό – Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω, του Ντάριο Φο
Παράλληλα 16:00-18:00: θεατρικό παιχνίδι για παιδιά
18:00: Συζήτηση για το κίνημα των ανέργων και τις προοπτικές του
Συμμετέχουν συλλογικότητες ανέργων και εργαζομένων
20:00: Συναυλίες
Μέχρι στιγμής συμμετέχουν:
Στάθης Δρογώσης
Lost Bodies
Misuse
Αέρα Πατέρα
Ελελεύ
Ρεμπέτικο συγκρότημα Τιτάνες

Θα λειτουργεί, επίσης, ανταλλακτικό παζάρι.

Για την πρόσβαση στο χώρο:
Από Αθήνα: Λεωφορεία Β18 και Γ18 με αφετηρία την οδό Μενάνδρου
Από Πειραιά: Λεωφορείο 843, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά


Ύφεση-Δύο αναγνώσεις


Η ακολουθούμενη  οικονομική πολιτική, που τείνει να καθιερωθεί ως «εσωτερική υποτίμηση» ή «ανταγωνιστικός αποπληθωρισμός» είναι μια σωρευτική διαδικασία διαδοχικών κύκλων μείωσης των μισθών και των τιμών. Η μείωση των μισθών ως μείωση του κόστους εργασίας μεταφέρεται στις τιμές των παραγώμενων αγαθών και υπηρεσιών, με δεδομένο ότι δεν επιχειρείται αύξηση του μέσου ποσοστού κέρδους. Μέσω αυτών των μειώσεων, σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία του νεοφιλελευθερισμού, υποτίθεται ότι θα ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων έναντι των εισαγόμενων αντίστοιχων και θα αυξηθούν οι καθαρές εξαγωγές. Έτσι, θα μειωθεί το εξωτερικό έλλειμμα στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών(καθώς επίσης και ο εξωτερικός δανεισμός του ελληνικού κράτους για την εξυπηρέτηση αυτού του ελλείμματος) και η συνολική ζήτηση θα αρχίσει να ανακάμπτει. Στο τέλος της διαδικασίας, η οικονομία θα ισορροπήσει σε ένα ποσοστό ανεργίας υψηλότερο και ένα επίπεδο παραγωγής χαμηλότερο από το σημερινό, πλην όμως, θα έχει επιτευχθεί σημαντική βελτίωση στο εμπορικό έλλειμμα αγαθών και υπηρεσιών εξαιτίας των χαμηλότερων τιμών των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων. Επομένως, η ύφεση προβλέπεται, από την κυρίαρχη θεωρία, ως φυσιολογικό στάδιο της διαδικασίας προσαρμογής της οικονομίας σε εξωτερικές διαταραχές που αυτή έχει δεχτεί (σε καθεστώς νομισματικής ένωσης, άρα αδυναμίας υποτίμησης του νομίσματος).*

Αυτή η διαδικασία είναι μακροπρόθεσμη και για να επιταχυνθεί θα πρέπει, σύμφωνα πάντοτε με την κυρίαρχη οικονομική θεωρία, οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που προστατεύουν (υπερβολικά, υποτίθεται) τους εργαζόμενους να μεταρρυθμιστούν στη γνωστή κατεύθυνση απελευθέρωσης των απολύσεων, αποδυνάμωσης των συλλογικών συμβάσεων κλπ. .

Μετά από αυτό το σημείο ανάλυσης των εξελίξεων ακολουθούν, κυρίως, δύο τρόποι ανάγνωσης της ύφεσης.

Κέυνς

Η ύφεση αντιμετωπίζεται ως το αποτέλεσμα κακών χειρισμών εκ μέρους της κυβέρνησης, του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ή ακόμη ως το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού την οποία έχουν υιοθετήσει όσοι χαράσσουν την οικονομική πολιτική. Τυφλωμένοι από το άμεσο, στενό συμφέρον τους, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης και οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι-σύμβουλοι της εξουσίας, διαχειρίζονται την κρίση με τρόπο καταστροφικό για τους εργαζόμενους, αλλά σε τελευταία ανάλυση και για το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Αφού, η βαθιά ύφεση που προκαλούν οι επιλογές της άρχουσας τάξης, τελικώς, καθίστανται επιζήμιες για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, για την συσσώρευση κεφαλαίου, για το ίδιο το σύστημα.

Κατ’ αυτό τον τρόπο ο κεϋνσιανός οικονομολόγος (ή πολιτικός) είναι ο αιρετικός σύμβουλος της εξουσίας, αυτός που εγκαλεί την οικονομική ορθοδοξία και την εξουσία στον δρόμο της λογικής και του γενικού συμφέροντος, που είναι ο δρόμος της οικονομικής μεγέθυνσης και της πλήρους απασχόλησης.

Μαρξ
Για να κατανοήσουμε τον χαρακτήρα και την ιστορική σημασία της ύφεσης πρέπει να δούμε την ύφεση ως το εργαλείο με το οποίο η τάξη των κεφαλαιοκρατών επιβάλλει τις απαιτήσεις της. Η ύφεση οργανώνεται από την εξουσία ως μέσο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων, για να δεχθούν λιγότερες προστατευτικές ρυθμίσεις και χαμηλότερους μισθούς υπό την πίεση της ανεργίας και του διογκούμενου εφεδρικού εργατικού δυναμικού.

Η κεφαλαιοκρατική οικονομία τείνει αυθόρμητα στην ύφεση κάθε φορά που δεν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των κεφαλαιοκρατών, έτσι ώστε η ανεργία να πειθαρχήσει τις εργαζόμενες τάξεις και να αποκαταστήσει μια πιο ευνοϊκή διανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου. Η κυρίαρχη οικονομική θεωρία έχει πλέον ενσωματώσει, ως συνειδητό καθήκον της εξουσίας, την οργάνωση της ύφεσης, τον περιορισμό της ισχύος των εργατικών συνδικάτων και την αποδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους εργαζόμενους. Οι οικονομολόγοι της άρχουσας τάξης επιδιώκουν συνειδητά την οργάνωση της ύφεσης ως ταξικό όπλο, και μάλιστα με τον φανατισμό της βεβαιότητας που τους προσφέρει η σύγχρονη κυρίαρχη θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς εργασίας.

Αυτή η διάκριση μεταξύ δύο τρόπων να αντιλαμβανόμαστε την ύφεση δεν αποτελεί σχολαστική ανάλυση, διότι έχει το πολιτικό της αντίστοιχο:

1. Εάν αντιλαμβάνομαι την ύφεση ως το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης θεωρίας ή κακών χειρισμών εκ μέρους των φορέων της οικονομικής πολιτικής ή της απληστίας των κεφαλαιοκρατών ή της τύφλωσης των οικονομολόγων που έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα κλπ, τότε αυτό που έχω να κάνω, είναι να εξηγώ υπομονετικά και ασταμάτητα στην εξουσία ότι κάνει λάθος, ότι η πολιτική της είναι καταστροφική, ότι οι σύμβουλοί της θέτουν μη πραγματοποιήσιμους στόχους, και ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει μιαν άλλη πολιτική, την οποία μάλιστα αναλαμβάνω την υποχρέωση να περιγράψω λεπτομερώς μην τυχόν και κριθώ ως πολιτική δύναμη που ασκεί μόνο κριτική και δεν έχει τι να προτείνει. Δρω, δηλαδή, ως μια πολιτική δύναμη που ασκεί αντιπολίτευση, ενδεχομένως επιστρατεύοντας και κάποια κινηματικά στοιχεία όπως οι ειρηνικές διαδηλώσεις και οι απεργίες.

2. Εάν, αντιθέτως, αντιλαμβάνομαι ότι η ύφεση προβλέπεται από την κυρίαρχη θεωρία και οργανώνεται από τις κυρίαρχες τάξεις ως εργαλείο για την πειθάρχηση των εργαζόμενων τάξεων και για την επιβολή κοινωνικών μετασχηματισμών και θεσμικών ανατροπών, έτσι ώστε το κεφάλαιο να συνεχίσει να φτιάχνει τον κόσμο στα μέτρα του, τότε αυτό που έχω να κάνω είναι να αναπτύξω πρακτικές αντίστασης, όχι αντιπολίτευσης.

*Το ευρώ αποτελεί το βασικό στοιχείο της ταξικής λειτουργίας της νομισματικής ένωσης επειδή μεταφέρει ολόκληρη την πίεση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού στις αγορές εργασίας, στην απασχόληση, στις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς. Είναι ένα εργαλείο µε το οποίο οι πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισµού µεταφέρονται αποκλειστικά στην αγορά εργασίας** προκειµένου να διασφαλιστεί η πειθαρχία των εργαζόµενων τάξεων, να εδραιωθεί ο δεσποτισµός του κεφαλαίου στους χώρους παραγωγής και στην αγορά εργασίας και να αποδυναµωθούν οι θεσµοί που προστατεύουν τους εργαζόµενους. Σε σχέση µε αυτές του τις ιδιότητες, το ευρώ, κρίνεται διαρκώς ως προς την αποτελεσµατικότητά του, από τις «αγορές», από το διεθνές χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, και η ύπαρξή του θα κρίνεται για όσο καιρό δεν θα έχει αποδείξει πλήρως την ταξική του «αξία».

**Αφού είναι αδύνατη πλέον η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και επομένως η μεταφορά της πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού στις τιμές των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος από τη μια μεριά αυξάνει τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων ενώ από την άλλη μειώνει τις τιμές των εγχώριων προϊόντων στις ξένες αγορές.
Μπαμπης Νικας

ΨΗΦΙΣΜΑ για πανεργατικο ΑΓΩΝΑ κ απο Γ’ΕΛΜΕ

Γ΄ ΕΛΜΕ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΑΫΓΕΤΟΥ 60

ΤΗΛ-ΦΑΞ: 2102012013                                                                                                                   14/12/2010

ΨΗΦΙΣΜΑ ΓΙΑ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

–       μετά τις 15 Δεκέμβρη, νέα γενική απεργία, με πολιτικό περιεχόμενο ανατροπής του Μνημονίου, μαζί με όλο το εργατικό και λαϊκό κίνημα.

–       συμπαράσταση στον απεργιακό αγώνα κάθε εργατικού κλάδου που αντιστέκεται στην επίθεση και συντονισμός με πρωτοβάθμια σωματεία, σε όποια μορφή συσπείρωσης βρίσκονται, στην κατεύθυνση της γενίκευσης του αγώνα

–       σύγκληση έκτακτων ΓΣ των ΕΛΜΕ τώρα- όχι τέλος Γενάρη και εισήγηση από το ΔΣ της ΟΛΜΕ για απεργία διαρκείας μέσα στο Γενάρη

Η απεργία διαρκείας είναι η μορφή που δίνει δυναμική και ελπίδα της νίκης μέσα σ΄ έναν πανεργατικό αγώνα.

Ο δρόμος είναι η οργάνωση από τα κάτω, με αποφασιστικές συνελεύσεις απεργιακές επιτροπές και περιφρούρηση. Είναι ένας δρόμος που ο κλάδος τον επέλεξε στο παρελθόν άλλοτε νικηφόρα άλλοτε όχι, είναι όμως μονόδρομος που πρέπει να τον βαδίσουμε, αποφεύγοντας τα λάθη.

Η ηγεσία του αγώνα δεν μπορεί να αφεθεί στα ΔΣ της ΟΛΜΕ και των ΕΛΜΕ  αλλά να περάσει στη βάση του κλάδου, με τη

–       συγκρότηση Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής.

–       συγκρότηση Απεργιακής Επιτροπής της ΕΛΜΕ

–       τα σχολεία στα χέρια των απεργών καθηγητών- κατάληψη

Αμεσο-δημοκρατικές διαδικασίες σημαίνει ότι η κάθε ΓΣ των ΕΛΜΕ εκλέγει τους αντιπροσώπους που συμμετέχουν και μεταφέρουν τις αποφάσεις της στην ΚΑΕ και είναι άμεσα ανακλητοί από την συνέλευση. Η οργάνωση του αγώνα περνά και μέσα από την δουλειά των απεργιακών επιτροπών των ΕΛΜΕ που θα σηκώσουν το βάρος της ενημέρωσης και συζήτησης με τους συναδέλφους, της συγκέντρωσης της οικονομικής ενίσχυσης και το άνοιγμα του αγώνα προς τα έξω. Αυτό σημαίνει μετατροπή των σχολείων σε απεργιακό κέντρο οργάνωσης των αντιστάσεων, επαφές, συσκέψεις και συνελεύσεις με τους μαθητές και γονείς, τους δασκάλους, με άλλους εργαζόμενους και τους φοιτητές.

Γ.Σ.  Γ΄ ΕΛΜΕ ΑΘΗΝΑΣ