ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΒΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΒΙΑΣ
ΑΝΤΙΒΙΑΙΟΙ ΝΑΙ, ΜΗ ΒΙΑΙΟΙ ΟΧΙ*
του Αντρέα Πάπι**

Η ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ που προέρχεται από το ρήμα βιάζω, το οποίο σημαίνει μια ενέργεια ικανή ν’ αλ­λάξει σε σημαντικό βαθμό τις συνθήκες ύπαρξης άλλων έμ­βιων όντων, τάξεων, πραγμάτων κ.ο.κ. Αντιστοίχως στην πο­λιτική η λέξη βία συνδέεται στενά με την καταπίεση, την επι­βολή, τον εξαναγκασμό, την κατάχρηση. Μ’ αυτή την έννοια συνδέεται επίσης στενά με τη δράση των κατόχων της εξου­σίας, οι οποίοι πάντοτε ανατρέχουν στη βία, είτε αυτή είναι νόμιμη, είτε παράνομη από δικαιικής πλευράς, προκειμένου να ασκήσουν την κυριαρχία την οποία κατέχουν. Στην άσκη­ση της πολιτικής εξουσίας η χρήση της βίας συνδέεται πράγ­ματι με την ανάγκη επιβολής της θέλησης των κυρίαρχων, κάτι που συνιστά έναν από τους ουσιαστικότερους λόγους για τους οποίους οι αναρχικοί, που είναι τέτοιοι, αφού οραματί­ζονται μια κοινωνική και συλλογική συμβίωση θεμελιωμένη στην αμοιβαία ελευθερία -και συνεπώς με τη βία εξορισμένη από τη διαχείριση των σχέσεων και των αποφάσεων,- σκέ­φτονται και δρουν ώστε να συγκροτήσουν κοινωνίες στις ο­ποίες δε θα υφίστανται πλέον συγκεντρωτικές και ιεραρχικές μορφές της πολιτικής εξουσίας.

Με μια πρώτη ματιά, το βλέμμα για το πού βαδίζει oκό­σμος προσκρούει σε μια αναπόφευκτη διαπίστωση: το καθημερινό γίγνεσθαι στο οποίο, ηθελημένα ή αθέλητα, συμμετέ­χουμε και, πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι μας αρέσει, πρωταγωνι­στούμε, αναμφίβολα καθορίζεται από τη βία, ακριβέστερα εμποτίζεται από τη βία. Αυτό συμβαίνει στις υποχρεωτικές σχέσεις μας με τη γραφειοκρατία, στην επαφή με τους μηχα­νισμούς, την κουλτούρα της εξουσίας που σταθερά καθορίζει την ποιότητα και την ποσότητα των επιβολών των οποίων εί­ναι κάτοχος και φορέας, στην οργανωμένη και ένοπλη ισχύ όλων των μιλιταρισμών που δικαιολογούν τις απαιτήσεις τους με το άλλοθι ότι μας προσφέρουν σιγουριά και εξασφαλίζουν τη διατήρηση των δημοκρατικών ελευθεριών, στη συστηματι­κή και δολοφονική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπινων υπάρξεων εκβιαζόμενων από την πείνα και την αθλιότητα στις οποίες υποβάλλονται, στην αντιδραστική θέληση αντα­πόδοσης και στην όσια ανάγκη που προκαλεί τις εξεγέρσεις, αλλά σπανίως καταφέρνει να μετατραπεί στη χαρά της εξέ­γερσης. Τα δελτία ειδήσεων με εικόνες και λέξεις μας δεί­χνουν καθημερινά κοιμητήρια που χωρίς σταμάτημα σκορ­πίζονται στον πλανήτη,όπου φιλοξενούμαστε εμείς οι άνθρω­ποι.


Ένα πρόβλημα όχι μόνο ηθικό


Αν θεωρηθούν δεδομένες οι σκέψεις που μόλις παρατέθη­καν και παραμένοντας στο πλαίσιο της πολιτικής, ο’ αυτό το άρθρο μ’ ενδιαφέρει να εξετάσω κάποιες βαθύτερες σκέψεις για το νόημα της χρήσης των βίαιων μεθόδων στις οποίες μπορεί να προσφύγουν οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευό­μενοι, οι υποταγμένοι γενικά, για ν’ αντιτεθούν στις κυρίαρχες δυνάμεις, είτε κατά την όσια πράξη της εξέγερσης εναντίον της καταπίεσης που υφίστανται, είτε κυρίως όταν συνειδητο­ποιούν την ανάγκη πραγμάτωσης εναλλακτικών αρχών και ι­δανικών.

Παρότι γνωρίζω ότι στο ζήτημα της βίας η σχέση της με την ηθική είναι ουσιαστική, εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ηθικό, ή μάλλον δεν είναι μόνο και κυρίως ηθικό. Πράγματι χρειάζεται να θυμόμαστε ότι, όντας η ηθική σε όλα τα επίπεδα ένα ναρκοπέδιο, είναι πολύ επικίνδυνο, αλλά κυ­ρίως ακατάλληλο, να την επιλέγουμε σαν μοναδική βάση για την αποτίμηση της αξίας των επιλογών μας. Η ηθική ασχο­λείται και αναζητεί την ορθότητα των ανθρώπινων συμπερι­φορών σε σχέση με τις έννοιες του καλού και του κακού, οι οποίες εφόσον με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στον καθορισμό τους προκύπτουν αναπόφευκτα οπτικές όχι μόνο διαφορετι­κές, αλλά και πολύ εύκολα αντιτιθέμενες. Μπορούμε ευλόγως να ισχυριστούμε ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφο­ρετικές ηθικές, που ενίοτε παρουσιάζονται σαν μοναδικές, έ­τσι ώστε η επιλογή μιας απ’ αυτές, προφανώς με αιτιολογη­μένους λόγους, να σημαίνει σχεδόν μοιραία τον αποκλεισμό ή την καταδίκη όλων των άλλων. Υπάρχουν έτσι, παραδείγ­ματος χάριν, πολλές θρησκευτικές ηθικές, με την κάθε μια άρρηκτα συνδεμένη με τη θρησκεία της αναφοράς της, υ­πάρχει μια ηθική της ελευθερίας, μια ηθική της προσταγής, μια ηθική της εξουσίας, μια ηθική της βίας, μια ηθική της μη βίας, κ.ο.κ. Η κάθε μια έχει έγκυρες και δικαιολογημένες αι­τιολογίες, που είναι αναμφισβήτητες για όποιον τις ενστερνί­ζεται. Ποτέ κανείς δεν ενστερνίστηκε μια ηθική επιλογή κα­θεαυτή, αφού πίσω από κάθε μια τους υπάρχουν πάντοτε μία ή περισσότερες επιλογές υπαρξιακής ή φιλοσοφικής έννοιας.

Το κύριο πρόβλημα το οποίο πρέπει να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε, είναι αν έχει νόημα αυτό που κάνουμε. Να διερωτηθούμε δηλαδή κατά πόσο η συνειδητή και προγραμ­ματισμένη χρήση βίαιων μορφών εξέγερσης εναντίον των κα­ταπιεστικών δομών που θα επιθυμούσαμε να συντρίψουμε, είναι λειτουργική, κατά πόσο δηλαδή είμαστε όντως σε θέση να έχουμε αντίστοιχα και συμφυή αποτελέσματα, ακόμη και από ηθική άποψη, μ’ εκείνες τις ιδανικές προϋποθέσεις που θα έπρεπε να κινητοποιούν τις πράξεις μας και να μας ωθούν να τις επιλέξουμε.

Για να γίνω πιο κατανοητός, θεωρώ ότι πρώτα απ’ όλα εί­μαι υποχρεωμένος να ξεκαθαρίσω τους λόγους που μπορούν να μας οδηγήσουν στην τελική μας επιλογή. Οφείλουμε δηλα­δή να έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι πριν επιλέξουμε το πώς θα δράσουμε, είναι απαραίτητο να έχουμε φτάσει σε μια κάποια βεβαιότητα σε σχέση μ’ αυτό, από τη στιγμή που οποιαδήποτε ενέργεια σαφώς βίαιη, είναι καθεαυτή φορέας μιας ικανής δόσης δύναμης εναντίον αυτού που θα τη δεχθεί, εφόσον τείνει να τον εκμηδενίσει και στην καλύτερη περίπτω­ση να τον υποτάξει. Πράγματι, η χρήση βίας εμπεριέχει κατά βάθος τη θέληση να εκμηδενιστεί ο αντίπαλος, να εξουδετε­ρωθεί, να τιμωρηθεί, να υποταχθεί, να εξουδετερωθεί. Και υ­πάρχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ αυτή που δίνει τη δυνατότητα εκμηδένισης του; Ως εκ τούτου μια τέτοια επιλογή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει με επιπολαιότητα, ελαφρότη­τα ή βιασύνη, αλλά πρέπει να είναι προϊόν προσεκτικής σκέ­ψης και μελέτης.

Μια αναρχική άποψη


Η δική μου είναι μια, όχι η, αλλά μια, αναρχική άποψη. Συνεπώς έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά της αναρχικής οπτικής που, όντας μερική, σχετική και όχι απόλυτη, όπως όλες οι οπτικές που δεν περιορίζονται σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, αντιπροσωπεύει μια θεώρηση ικανή να συμπεριλάβει οικουμενικές αξίες, τις οποίες προτείνει με τη συνείδηση ότι εμπεριέχουν μια εγκυρότητα ικανή να επεκταθεί στους πάν­τες και σε όλες τις περιπτώσεις. Και η αναρχική άποψη ως αρχή προϋποθέτει πριν από ο,τιδήποτε άλλο, την άνευ όρων άρνηση κάθε μορφής καταπιεστικής εξουσίας και κυριαρ­χίας, καθώς δέχεται την ύπαρξη μιας ισότητας κοινωνικά διάχυτης, επιδιώκει τη διαρκή άσκηση της ελευθερίας και αρ­νείται οποιαδήποτε άσκηση βίας για την υλοποίηση των απο­φάσεων και της συλλογικής θέλησης, αποφάσεων που παίρ­νονται μέσω οριζόντιων, μη ιεραρχικών και μη άκαμπτων δο­μών.

Ποιο είναι κατά βάθος το πρόβλημα σε σχέση με την πιθα­νότητα πραγμάτωσης μιας μελλοντικής αναρχικής κοινωνίας; Όπως βλέπω εγώ τα πράγματα, αυτό έχει να κάνει με το ξε­πέρασμα και την κατεδάφιση των ιστορικά, δομικά και κυ­ρίως πολιτιστικά παγιωμένων εμποδίων, τα οποία εδραιώνουν την τάξη της εξουσίας και της ιεραρχίας. Η θεσμοθέτηση της σημερινής εξουσίας, πράγματι, που νομιμοποιεί την α­ναγκαιότητα ύπαρξης της ιεραρχικής προσταγής και την ά­σκηση της μέσω της χρήσης της συντεταγμένης ισχύος, έχει ουσιαστικά δύο μορφές δικαιολόγησης:

1) Η πιο παλιά και α­ταβιστική είναι θρησκευτικού τύπου, σύμφωνα με την οποία ο ένας ή περισσότεροι θεοί, από τη στιγμή που δεν εμπι­στεύονται την ανθρώπινη ατέλεια την οποία έχουν δημιουρ­γήσει οι ίδιοι από το ύψος της υπεράνθρωπης εξουσίας τους, υποχρεώνουν την ανθρωπότητα να υπακούει σε ορισμένους επιλεγμένους απ’ αυτούς ανθρώπους, προκειμένου να πραγ­ματοποιηθεί το “θεϊκό θέλημα, αποκαλυφθέν και γενικά θεσπι­σθέν μέσω των ιερών κειμένων”

2) Η άλλη, λαϊκού χαρακτή­ρα, είναι το χομπσιανό homo hominis lupus , σύμφωνα με το οποίο, απ’ τη στιγμή που από τις απαρχές της φυσικής κατά­στασης κάθε άνθρωπος είναι εχθρός των άλλων ανθρώπων, για να μπορέσει να ζήσει με ασφάλεια και αρμονία, στην κοι­νωνία την οποία συγκροτεί έχει ανάγκη να βρει κάποιον να προστάζει, κάποιον που να είναι σε θέση να επιβάλλει με την ισχύ εκείνη την τάξη η οποία είναι απαραίτητη για μια κοινή ζωή και για την οποία υπάρχει η διαδεδομένη πεποίθηση πως διαφορετικά δε θα μπορούσε να υπάρξει.

Το καθήκον των αναρχικών λοιπόν είναι να κάνουν προ­τάσεις και να δράσουν προκειμένου να δείξουν και να πείσουν ότι οι δικαιολογίες για τη θεϊκή βούληση και την ανάγκη προσταγής από τα πάνω έχουν καθοριστεί ιστορικά και δεν είναι τίποτα άλλο από απλές ανθρώπινες πεποιθήσεις, επιβαλ­λόμενες και νομιμοποιημένες με το πέρασμα του χρόνου από τη θέληση των ανά καιρούς ισχυρών. Όχι μόνο δεν ισχύουν, αλλά μπορούν ν’ αντικατασταθούν πλήρως από μια θεώρηση που βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, στη συλλογική διεύ­θυνση των πραγμάτων χωρίς έλεγχο από τα πάνω, στη δυνα­τότητα οργάνωσης χωρίς ιεραρχία και προσταγή, σε μορφές οριζόντιας διαχείρισης. Μπορούμε κάλλιστα να μη μας κυ­βερνούν, αλλά να αυτοκυβερνιόμαστε, αντικαθιστώντας τη δύναμη επιβολής με την αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη και την αποτελεσματική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, οι οποίες δε θα υπάρχει πλέον ανάγκη να επιβάλλονται με τη δύναμη και τη δικαιική νομιμότητα των ένοπλων σωμάτων των προορισμένων για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, δηλαδή από τους εκτελεστές της θέλησης των αυταρχικών θε­σμών.


Απουσία της βίας

Αναρχικά λοιπόν, οι αποφάσεις για τα διάφορα ζητήματα θα πρέπει να παίρνονται και να υλοποιούνται με τη συμμετο­χή των πάντων, αφού δεν μπορούν και δεν πρέπει να επιβάλ­λονται, αλλά να είναι αποτέλεσμα επιθυμίας και συναίνεσης όλων των ατόμων που συμμετέχουν και συναποτελούν τη δε­δομένη κοινωνία. Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές που μας διακρίνει.  αυτό δεν αρκεί και είναι υπερβολικά απατηλό να περιοριστούμε να καταργήσουμε τους μπάτσους και αυτούς που τους διατάζουν. Αντιθέτως, πρέπει προπάν­των να καταφέρουμε να εξαφανίσουμε την αναγκαιότητα, εσωτερικευμένη και εκ των πραγμάτων, της δουλειάς και της παρουσίας τους. Αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα αντικαθι­στώντας την αυταρχική βία μιας κεντρικής κυβέρνησης, που επιβάλλεται προστατευόμενη από τους μπάτσους, με μορφές ελευθεριακής αυτοκυβέρνησης από τις οποίες απουσιάζει η βία και δεν έχουν καμία ανάγκη τους μπάτσους.  Ο Μαλατέστα είχε κατανοήσει κάτι τέτοιο και είχε προτάξει πε­ρισσότερα από ένα επιχειρήματα προκειμένου να το καταλά­βουν οι σύντροφοι και όλοι αυτοί που ενδιαφέρονται για τις αναρχικές προτάσεις. «Η εξάλειψη του σωματικού καταναγ­κασμού δεν αρκεί για ν’ αναδειχθεί η αξιοπρέπεια ενός ελεύθερου ατόμου, αλλά αυτό πρέπει να έχει μάθει ν’ αγαπά τους ομοίους του, να σέβεται τα δικαιώματα που θέλει να σέβονται οι άλλοι για λογαριασμό του, ν’ αρνείται τόσο να τον διατά­ζουν όσο και να διατάζει… Ο χωροφύλακας δεν είναι ακριβώς βίαιος, αλλά το τυφλό όργανο στην υπηρεσία του βίαιου» .

Έχει συνεπώς νόημα, προκειμένου να υλοποιηθούν οι α­ναρχικές πολιτικές προτάσεις, η χρήση βίαιων μέσων και ορ­γάνων προκειμένου ν’ αντιπαλευτεί η καταπίεση και η επιβο­λή των κρατών και των εκμεταλλευτών; Αξίζει τον κόπο και είναι σύμφωνο και συναφές με τις αρχές μας, να εκθέτουμε σε κίνδυνο τόσο τη δική μας, όσο και τη ζωή των άλλων, στον αγώνα για την ελευθερία; Από μια πρώτη ματιά θ’ απαντού­σαμε, σε κάθε περίπτωση, όχι. «Οι αναρχικοί είναι εναντίον της βίας. Αυτό είναι γνωστό. Η κεντρική ιδέα του αναρχισμού είναι η εξάλειψη της βίας από την κοινωνική ζωή, είναι η ορ­γάνωση των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων βάσει της ελεύ­θερης θέλησης των ατόμων, χωρίς την παρέμβαση του χωρο­φύλακα».

Στην πραγματικότητα η απάντηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε άμεση, ούτε δεδομένη, όπως συμβαίνει πάντοτε με ερω­τήματα εξαιρετικά σύνθετα, εφόσον για τους αναρχικούς εί­ναι θεμελιώδης η μελέτη του προβλήματος της αντίστασης. Δεδομένου ότι είναι ανήθικο να υποφέρεις και να μην εξεγεί­ρεσαι και, πέρα από ανήθικο, είναι και βλαπτικό, αφού δεν κάνεις τίποτ’ άλλο από το να επικυρώνεις την καταπίεση χω­ρίς να προσφέρεις κάποια πιθανότητα απελευθέρωσης.

Για τους αναρχικούς είναι θεμελιώδες και αναγκαίο να εξεγείρον­ται και να εναντιώνονται στη βία των συντεταγμένων εξου­σιών, έτσι ώστε αυτή να σταματήσει να αποτελεί εργαλείο των πολιτικών ρυθμίσεων. «Η βία δικαιολογείται μόνο όταν είναι αναγκαία για την υπεράσπιση του εαυτού μας και των άλλων απέναντι στη βία. Όταν παύει να υπάρχει αυτή η α­ναγκαιότητα, αρχίζει το έγκλημα… Ο σκλάβος βρίσκεται πάν­τοτε σε κατάσταση νόμιμης άμυνας και συνεπώς η βία του εναντίον του αφέντη, εναντίον του καταπιεστή, είναι πάντοτε δικαιολογημένη ηθικά και το μόνο κριτήριο που μπαίνει είναι η χρησιμότητα και η οικονομία δυνάμεων σε σχέση με τον ανθρώπινο κόπο και πόνο».

Ιδού που επανέρχεται πλήρως ο ηθικός προβληματισμός. Αλλά μπορεί να συζητηθεί μόνο όταν οριστούν γενικά και οι­κουμενικά η ιδέα και ο σκοπός απ’ όπου εμπνέεται. Η αρχή απότην οποία εμπνέεται δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την ηθική, έχει όμως να κάνει ο έσχατος σκοπός ο οποίος πρέπει να επι­τευχθεί, δηλαδή η αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές της κοινωνικής ελευθερίας, που καθίστα­ται έτσι η βάση οποιασδήποτε μελλοντικής ηθικής. Ο Μαλατέστα ορίζει την έννοια και τα όρια της χρήσης της βίας, σύμ­φωνα με τον σκοπό του θριάμβου του αναρχισμού. Όντας αυτός αντίθετος με τη βία, αλλά και μη θέλοντας να την υφί­σταται, θεωρεί δίκαιη και δικαιολογημένη την εξέγερση, α­κόμη και τη βίαιη, προκειμένου να απελευθερωθούμε από τον καταπιεστή. Όμως, αφού ο θεμελιώδης σκοπός, δεν είναι η απελευθέρωση απ’ αυτόν ή τον άλλο καταπιεστή συγκεκριμέ­να, αλλά γενικά από την καταπίεση που θεμελιώνεται με τη βία, εφόσον επιτευχθεί ο πρωταρχικός σκοπός και απελευθε­ρωθούμε, η χρήση της βίας πρέπει ν’ αποκλείεται εξ ολοκλή­ρου. Χρησιμοποιείται μόνο αν δεν υπάρχει άλλο δυνατό μέσο απελευθέρωσης και συνιστά συνεπώς αποκλειστικό εργαλείο άμυνας απέναντι στη βία της κυριαρχίας, κι όχι εργαλείο δια­χείρισης και κοινωνικής συγκρότησης. Για τους αναρχικούς η βία είναι αντικοινωνική.

Η αναγκαιότητα της άμυνας


Ο Μαλατέστα εκφράζει και διατυπώνει μια οικουμενική αρχή, ικανή να δώσει νόημα στην επιλογή της δράσης: η βία είναι μια θλιβερή αναγκαιότητα και δικαιολογείται μόνο από την αναγκαιότητα της άμυνας και της μη υποταγής. Καθώς ασπάζομαι πλήρως αυτή την άποψη και, παρότι αναγνωρίζω πως είναι δύσκολο να περιορίσουμε σε μια πρόταση μια τόσο σύνθετη προβληματική, λέω ότι οι αναρχικοί είναι αντιβίαιοι, χωρίς να είναι μη βίαιοι.

Όπως όλες οι διατυπώσεις αρχών, που εκ φύσεως ανάγον­ται σε πολύ ευρύτερα επίπεδα στοχασμού, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και τη συγκεκριμένη, χρειάζεται να αναγνω­ριστεί πλήρως το πνεύμα και το νόημα της, διαφορετικά υ­πάρχει ο κίνδυνος να εργαλειοποιηθεί, αν όχι να μυθοποιη­θεί. Λόγω μιας τέτοιας ανάγκης θα ήθελα να πω κάποια πράγματα για την προσέγγιση του Μαλατέστα, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητή. Ο δικός μας Ερίκο ήταν ένας πεισμένος εξεγερτικός και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και στις τελευταίες σκέψεις του άρ­χισε να ασκεί κάποια κριτική, που όμως δεν άγγιζε στο ελάχιστο τη βασική του πεποίθηση. Αυτό ισχύει τόσο για την ά­μεση δράση στην οποία ενεπλάκη, όσο και για τις θεωρητικές του απόψεις. Από τη Συμμορία του Ματέζε μέχρι την Κόκκι­νη Βδομάδα, για να παραθέσουμε τα πιο γνωστά ιστορικά γε­γονότα, με την καρδιά, τη σκέψη και με μεγάλη γενναιοψυχία, πληρώνοντας πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της οργάνωσης και της προώθησης της λαϊ­κής εξέγερσης, η οποία επιθυμούσε να εξελιχθεί σε κοινωνική επανάσταση. Όμως αφιέρωσε σελίδες και σελίδες σ’ έναν προσεκτικό θεωρητικό στοχασμό προκειμένου να ξεκαθαρί­σει ποια θα πρέπει να είναι η αναρχική συνδρομή στον εξεγερτικό αγώνα, ασχολούμενος κυρίως ποια θα πρέπει να είναι αυτή στην περίπτωση νίκης. Αν υπάρχει ένα όριο στη σκέψη του, έγκειται στο ότι σ’ όλη του τη ζωή δεν κατάφερε ποτέ να βρει άλλον πιθανό δρόμο για την επανάσταση πέρα από την εξέγερση, για την οποία όμως κάθε σκέψη του ακο­λουθεί ενσυνείδητα ένα ακριβές σχήμα: για να καταφέρουμε να οικοδομήσουμε την αναρχία κατά αρχήν πρέπει να εξεγερ­θούμε, είναι το περίφημο αναγκαίο κακό το οποίο δεν μπο­ρούμε να παραβλέψουμε, προκειμένου να γκρεμίσουμε το σύστημα της καταπιεστικής εξουσίας αλλά είχε άκρως ξεκαθαρισμένες ιδέες για το τι θα είναι η εξέγερση.

Η εξέγερση είναι ο λαός που ξεσηκώνεται, το σύνολο των εκμεταλλευόμενων, των απόβλητων, των περιθωριοποιημένων και όλων των καταπιεσμένων, οι οποίοι, μη διατεθειμένοι πλέον να υποφέρουν, αποφασίζουν με την καρδιά τους να σπάσουν τις αλυσίδες και ν’ ανατρέψουν τους κα­ταπιεστές τους. Είναι ένας πραγματικός λαϊκός αγώνας, κι αν χρειαστεί, ένας λαϊκός πόλεμος. Τίποτα το πρωτοποριακό, το ελιτίστικο, καμία σχέση με τη συνειδητή μειοψηφία που δρα αυθαιρέτως στο όνομα του λαού. Τάχθηκε πάντοτε εναντίον των βομβιστών, αυτών που κάνουν επιθέσεις, των μιμητών του Ραβασόλ, αυτών που, με γενναιοψυχία, επιτίθενται με το ίδιο τους το χέρι στον εχθρό, διεξάγοντας έναν πόλεμο που, όπως όλοι οι πόλεμοι, γίνεται για να κερδηθεί και επιδιώκει την εκμηδένιση του αντιπάλου. Η αναγκαία βία είναι μόνο αυτή της άμυνας, συμπεριλαμβάνοντας στην άμυνα και την επιθυμία απελευθέρωσης από την καταπίεση, ενώ δεν μπορεί να είναι τέτοια αυτή που, στο όνομα της απελευθερωτικής θέλησης, υιοθετεί τη λογική της πολεμικής επίθεσης στον ε­χθρό για να τον καταστρέψει. Είναι προφανές γα αυτόν, αλλά και για κάθε πεισμένο αναρχικό, ότι η βία πρέπει να σταμα­τήσει μόλις η εξέγερση καταστήσει ανενεργούς τους καταπιεστές και τους τυράννους, ακριβώς για να μην επιτρέψει την εμφάνιση απαίσιων μορφών βίας, οι οποίες λόγω του υπάρ­χοντος μίσους και της καταπιεσμένης μνησικακίας, θα μπο­ρούσαν να εκδηλωθούν μέσα στο ντελίριο της νίκης.

Η σύγκρουση των εξουσιών


Δεν είναι δύσκολο να έρθουμε στο σήμερα, όπου αυξάνει μια κατακερματισμένη χρήση της βίας εκ μέρους ανατρεπτι­κών τάσεων ποικίλης έμπνευσης. Από τις Ερυθρές Ταξιαρ­χίες και τους άλλους εγχώριους μαχόμενους σχηματισμούς στον ισλαμικό φονταμενταλισμό που δρα σε παγκόσμιο επίπε­δο. Με διαφορετική ιδεολογική βάση, δρουν όλες σπέρνοντας τον τρόμο, είτε μεταξύ των γραμμών του εχθρού που θέλουν να χτυπήσουν, είτε μεταξύ των ανθρώπων των περιοχών που χτυπιούνται. Σύμφωνα με τα αναρχικά κριτήρια τα οποία πα­ρουσιάσαμε εδώ, οι βίαιες ενέργειες των ανατρεπτικών επιθέ­σεων που βλέπουμε καθημερινά, δεν έχουν σε τίποτα να κά­νουν με μια εξεγερτική θέληση. Σε ό,τι αφορά τη Δύση μου φαίνεται, αντιθέτως, έκφραση μαχόμενων, που προσπα­θούν να διεξάγουν έναν ανελέητο πόλεμο, ο οποίος ουσιαστι­κά εκλαμβάνεται από τις μάζες που θα ήθελαν να εμπλέξουν σαν ασαφής και ξένος. Είναι ένας προσωπικός πόλεμος ο ο­ποίος, άσχετα με τις προθέσεις, σε κάποιες περιπτώσεις δια­κηρυγμένες σε κάποιες άλλες όχι, έχει τη γεύση της σύγκρου­σης μεταξύ αντιτεθέμενων εξουσιών και διεξάγεται στο όνομα του περίφημου λαού του 19ου αιώνα, ο οποίος όμως, αντί να εξεγείρεται στο πλευρό τους, κοιτάζει τρομαγμένος και ζητά την προστασία των ισχυρών ανθρώπων των θεσμών προκει­μένου να προστατευθεί. Σε ό,τι αφορά την Ανατολή και τη Μέση Ανατολή, επειδή η πολιτιστική και κοινωνική κατάστα­ση είναι εντελώς διαφορετική, θα πρέπει ν’ αναλυθεί ξεχωρι­στά και με σοβαρότητα, κι εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο.

Προσωπικά προτιμώ να μη θεωρώ την εξέγερση σαν τη μοναδική επαναστατική δραστηριότητα. Τη βρίσκω περιορι­στική και περισταλτική. Μάλιστα, όσο περισσότερο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι δεν είναι αυτός ο κύ­ριος δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, με την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις και ενέργειες για να υπάρξει η λαϊκή αφύπνιση. Κατά τη γνώμη μου η αναρχία δια­κρίνεται κυρίως λόγω της μορφής της κοινωνίας και της αυτοδιευθυντικής μεθόδου που προτείνει, και όχι λόγω της εναντίωσής της στο υπάρχον. Στην πραγματικότητα η εναντίωσή της είναι άμεση συνέπεια της σαφώς εναλλακτικής της τοποθέτησης απέναντι στην κυριαρχία. Όχι αντιστρόφως, ότι δηλαδή τοποθετούμαστε εναλλακτικά απέναντι στην κυριαρ­χία λόγω κυρίως της εναντίωσής μας στο υπάρχον. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι αντίθετος στις λαϊκές εξεγέρσεις. Αυτές θα υπάρχουν όσο θα υπάρχουν αδικίες, καταπίεση και εκμετάλ­λευση. Κι όταν ο λαός αφυπνιστεί κι έχει την ευκαιρία, όπως κάθε άλλος αναρχικός, θα συμμετέχω πεισμένος και θα κάνω αυτό που μου αναλογεί, γιατί η εξέγερση εναντίον των αυ­ταρχικών ενεργειών της εξουσίας είναι καθεαυτή δίκαιη. Αλ­λά η γνώση μου λέει ότι δεν είναι αυτός καθεαυτός ο δρό­μος για την πραγμάτωση μιας κοινωνίας απελευθερωμένης και ελεύθερης. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα νικηφόρων εξεγέρσεων, που στη συνέχεια εγκαθίδρυσαν τρομε­ρές ολοκληρωτικές εξουσίες. Απ’ ό,τι ξέρω  ή πιστεύω ότι ξέ­ρω, ο εξεγερτικός δρόμος καθεαυτός είναι εντελώς ανεπαρ­κής σαν πραγματικό μέσο απελευθέρωσης και οικοδόμησης της άλλης κοινωνίας την οποία ονειρεύεται ο αναρχικός.

Διεύθυνση χωρίς εξουσία


Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της με­θόδου μέσω της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και λόγω της αρχής της διεύθυνσης των υπο­θέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της, και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει. Είμαστε αναρ­χικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερ­θούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το εναλλα­κτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική, κοινω­νική και υπαρξιακή ελευθερία. Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δι­κή μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμι­στών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμ­ποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκει­μένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ό,τι τους καταπιέζει. Αλλά η ε­ξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβό­λως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής, θεοκρατικής. Εξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους αν­θρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέ­τως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα ε­ξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί ερα­στές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτο-κυβέρνησης, της θέλησης να μη μας κυβερνούν από τα πά­νω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε όμως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη διδαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και ακεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργικοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευθεριακοί δήμοι από τα κάτω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πειραματισμούς και ο,τιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντιπροσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε. Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’ ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν, ενώ διαδίδεται, δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες, ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δικαίωμα της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από οποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια.

*  Τη συλλογή κειμένων σχετικά με τον Αναρχισμό και τη Βία, ετοίμασε ο Παναγιώτης Καλαμαράς στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας. Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στην πόλη της Αθήνας το καλοκαίρι του 2004.
** Το άρθρο του Αντρέα Πάπι δημοσιεύτηκε στην ιταλική μηνιαία επιθεώρηση, la rivista Anarcica   τεύχος 299, Φλεβάρης 2004.

Προς τους δασκάλους Peter Kropotkin

Τι να πω, επίσης, στο δάσκαλο, όχι στον άνθρωπο εκείνο που θεωρεί το επάγγελμά του βαρετό, αλλά σε αυτόν ο οποίος, όταν περιβάλλεται από μια χαρούμενη παρέα νέων, αισθάνεται αγαλλίαση από τα εύθυμα πρόσωπα και το χαριτωμένο τους χαμόγελο. Σ’ εκείνον που προσπαθεί να φυτέψει στο μικρό τους κεφάλι τις ιδέες του ανθρωπισμού που και ο ίδιος αγάπησε, όταν ήταν νέος.

Συχνά σε βλέπω λυπημένο και ξέρω τι είναι εκείνο που σε κάνει να κατσουφιάζεις. Σήμερα ο πιο αγαπημένος σου μαθητής που, αλήθεια, δεν είναι και πολύ καλός στα Λατινικά, αλλά που, παρόλα αυτά, διαθέτει μια θαυμάσια καρδιά, διηγούνταν με ενθουσιασμό την ιστορία του Γουλιέλμου Τέλλου. Τα μάτια του βούρκωσαν, φαινόταν σαν να ήθελε να μαχαιρώσει όλους τους τυράννους που υπήρξαν ποτέ. Απέδωσε με τέτοιο πάθος τους φλογερούς στίχους του Σίλερ:
«Μπροστά στο σκλάβο, όταν σπάζει τα δεσμά του,
και όχι μπροστά στον ελεύθερο να τρέμεις».

Αλλά όταν γύρισε σπίτι του, οι γονείς του και ο θείος του τον κατσάδιασαν άγρια για την έλλειψη σεβασμού που επέδειξε απέναντι στον υπουργό ή τον τοπικό χωροφύλακα. Τον έψελναν επί ώρες, μιλώντας του για «σύνεση, σεβασμό απέναντι στην εξουσία, υποταγή στους καλυτέρους του», ώσπου άφησε παράμερα τον Σίλερ για να μελετήσει την τέχνη με την οποία θα προοδεύσει ο κόσμος.

Κι έπειτα, χθες ακόμα, έμαθες ότι οι καλύτεροι μαθητές σου έχουν πάρει τον κακό δρόμο. Ο ένας δεν κάνει τίποτε άλλο από το ονειρεύεται τα γαλόνια του αξιωματικού, ο άλλος μαζί με το αφεντικό του κλέβει τον τιποτένιο μισθό των εργατών και εσύ, που έτρεφες τόσες ελπίδες γι’ αυτούς τους νέους, συλλογιέσαι τώρα τη θλιβερή αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη ζωή σου και στο ιδανικό σου.

Ακόμα συλλογίζεσαι αυτή την αντίφαση, αλλά προμαντεύω ότι το πολύ σε δύο χρόνια, αφού θα έχεις υποστεί τη μια απογοήτευση μετά την άλλη, θα βάλεις τους αγαπημένους σου συγγραφείς στο ράφι και θα καταλήξεις να πεις ότι ο Τέλλος ήταν αληθινά ένας πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά πέρα από αυτό τίποτε άλλο: ότι η ποίηση αποτελεί μια πρώτης τάξεως απασχόληση για τις ώρες της ανάπαυσης, ιδιαίτερα όταν ένας άνθρωπος διδάσκει τη μέθοδο των τριών όλη την ημέρα, αλλά, παρόλα αυτά, οι ποιητές αεροβατούν πάντα και οι στίχοι τους δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή ζωή ούτε με την επόμενη επίσκεψη του σχολικού επιθεωρητή.

Ή, από την άλλη μεριά, τα όνειρα της νιότης σου θα γίνουν οι ακλόνητες πεποιθήσεις της ώριμης ηλικίας σου. Θα θέλεις να υπάρχει μια πλατιά, ανθρώπινη εκπαίδευση για όλους, μέσα στο σχολείο και έξω από αυτό και βλέποντας ότι αυτό είναι αδύνατο μέσα στις συνθήκες που επικρατούν, θα χτυπήσεις τα ίδια ακριβώς τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας.

Τότε, διωγμένος καθώς θα είσαι από το Υπουργείο Παιδείας, θα εγκαταλείψεις το σχολείο σου και, προσχωρώντας στο στρατόπεδό μας, θα γίνεις ένας από μας. Θα πεις σε ανθρώπους, που είναι μεγαλύτεροι από σένα αλλά που έχουν πετύχει λιγότερα στη ζωή τους, πόσο δελεαστική είναι η γνώση, πώς ώφειλε να είναι η ανθρωπότητα, αλλά και τι θα μπορούσαμε να είμαστε. Θα έρθεις και θα εργαστείς με τους επαναστάτες για τον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του επικρατούντος συστήματος. Θα αγωνιστείς δίπλα μας, για να πετύχουμε την αληθινή ισότητα, αδελφότητα και την ατελείωτη ελευθερία για όλο τον κόσμο.

σχολιο κ μεταφραση απο: http://www.vrahokipos.net/old/theory/daskalous.html

Αν κι έχει περάσει ένας αιώνας (και πλέον) από τότε που ο Πιοτρ Κροπότκιν έγραψε αυτό το κείμενο για τους δασκάλους και τους παιδαγωγούς, νομίζουμε ότι αυτό παραμένει επίκαιρο. Πάντα αυτοί που χρίζονται δάσκαλοι ή καθηγητές και αναλαμβάνουν την αγωγή των νέων ανθρώπων στο σχολείο, ξεκινούν με μεγάλα όνειρα και ιδανικά, με την προσδοκία να βοηθήσουν τους μαθητές τους να γίνουν, όχι απλώς αποδέκτες μιας συγκεκριμένης γνώσης αλλά συνειδησιακά ανώτεροι άνθρωποι.

Τις περισσότερες φορές, όμως, καταλήγουν απλώς να γίνονται το λούκι μέσα από το οποίο η εκάστοτε εξουσία περνά τις αραχνιασμένες της ιδέες στους νέους των θρανίων να μετατρέπονται σε ιεροεξεταστές του παπαγαλισμού, της βαθμολογομανίας, του ανταγωνισμού, να γίνονται οι χωροφύλακες που έχουν υπό τις διαταγές τους χιλιάδες ανύποπτα μυαλά.

Αλήθεια, πότε, επιτέλους, ο κλάδος των καθηγητών θα αναλάβει την ευθύνη να κάνει συλλογικά τη αυτοκριτική του. Σήμερα υπάρχουν μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις καθηγητών που υιοθετούν αντιαυταρχικές μεθόδους διδασκαλίας και προσπαθούν να διαλύσουν μιαν αντίληψη που θέλει εχθρούς τους μαθητές με τους καθηγητές τους.

Όμως τα πράγματα δε θα έπρεπε να είναι έτσι. Οι βίοι των μαθητών και των καθηγητών δεν είναι συγκρουόμενοι αλλά παράλληλοι. Κι οι δύο μαζί, ο καθένας βέβαια από την ιδιαίτερη θέση του, ζουν από κοινού την ίδια καθημερινότητα και τα ασφυκτικά πλαίσια, αυτού που κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται σχολείο και το οποίο είναι, στην ουσία, μια τεράστια φυλακή και γι’ αυτό θα πρέπει να αναλάβουν συγχρόνως μια σειρά δραστηριοτήτων, με κύριο βάρος στην προβολή ενός άλλου οράματος για το χώρο της εκπαίδευσης.

Στο όραμα αυτό δε θα υπάρχουν βαθμολογία, έλεγχοι, χειραγωγήσεις, η χειρωνακτική από την πνευματική εργασία δε θα είναι διαχωρισμένες, το σχολείο δε θα είναι αποκομμένο από την κοινωνία και τη φύση. Ίσως γι’ αυτό μάλιστα θα έπρεπε για μια μεγάλη περίοδο να καταργηθεί το τυπικό ωράριο, να βγει από τις αντιθέσεις της ζωής, να βγει στην παραγωγή, στα εργοστάσια, στην εξοχή, στα χωριά, τα εργαστήρια, στα θέατρα… Οι τρόποι διδασκαλίας να καθορίζονται από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους τους μαθητές και καθηγητές.

Αυτό το όραμα, βέβαια, δε θα ισχύει σε μια μελλοντική κοινωνία αγγέλων, αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντιθέσεις θα λύνονται με το διάλογο και όχι με τη λεγόμενη «πειθώ».

Μηδενισμός και Γυναίκες

“Μηδενισμός και Γυναίκες” – High Priest Wombat, KSC


Η πρακτική του μηδενισμού είναι η επίθεση στην ολότητα δίχως  την ελπίδα ότι μπορεί να προκύψει κάποια πρόοδος. Δεν προχωράμε προς μια καλύτερη κοινωνία, παρά τις ρητορικές τις  αριστεράς. Ποιές είναι οι επιλογές μας; Να κάτσουμε στ’ αυγά μας  και να αποδεχτούμε τις συνθήκες που μας έχει επιβάλλει η μια ή η  άλλη ιδεολογία; Να υποκρινόμαστε ότι οι μεταρρυθμίσεις ή το  κοινωνικό κράτος αξίζουν μια δεκάρα καθώς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων αφομοιώνει τους αγώνες μας; Να μπούμε στο πετσί του  ρόλου του θύματος ή του μάρτυρα και να θέσουμε τους εαυτούς  μας στην υπηρεσία της μιζέριας και του οίκτου;

Η υπάρχουσα τάξη είναι μια αποτυχία όμως δεν μπορούμε ούτε να  αποδράσουμε από την ολότητα της, ούτε έχουμε πουθενά να  κρυφτούμε. Δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη πως θα αλλάξουμε την  κοινωνία όπως είναι, αν δεν την καταστρέψουμε εκ θεμελίων.

Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από τα θέλγητρά της, αυτό είναι το συμφέρον μας. Κάθε άλλη δράση, κριτική ή όχι, οδηγεί στην αποδοχή της. Δεν πρέπει να περιοριστούμε σε έναν αγώνα αλλά οι δράσεις μας να επεκταθούν σε κάθε όψη της ζωής.

Μηδενισμός, Φεμινισμός και Αριστερά

Η ιστορία του μηδενισμού στη Ρωσσία ξεκίνησε ως ένα φοιτητικό κίνημα, μια αντι-κουλτούρα που γρήγορα γιγαντώθηκε σε μια ικανή δύναμη απελευθερώνοντας τις “νέες γυναίκες” της Ρωσσίας. Οι δράσεις των μηδενιστών ήταν τέτοιες που οι μηδενίστριες μπόρεσαν να γίνουν ένα αναπόσπαστο κομμάτι κάθε μεγάλης αναταραχής. Όμως τί σχέση είχε αυτό με τον φεμινισμό; Ο φεμινισμός, καταρχήν, φαίνεται σε πολλούς σαν το μονοπώλειο της γυναικείας χειραφέτησης και η καρδιά των γυναικείων συμφερόντων. Σαν ολότητα, ο φεμινισμός όχι μόνο έκανε το γυναικείο ζήτημα μια προτεραιότητα για την αριστερά, αλλά βοήθησε στην αλλαγή του ρόλου των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Βοήθησε στην απόκτηση από τις γυναίκες του δικαιώματος να
ψηφίζουν, τις έβγαλε από την κουζίνα και τις έβαλε στη δουλειά δίπλα στους άνδρες, καθώς επίσης βοήθησε στην αποδοχή της αντισύλληψης ώστε τελικά μια γυναίκα να μπορεί να αποφασίζει για το είδος της οικογένειας, της σχέσης και της ζωής που επιθυμεί.

Ωστόσο, αυτό το σχέδιο είναι αποτυχημένο καθώς υποτάσσεται σε όλες τις συμβάσεις της αριστεράς. Η ψηφοφορία νομιμοποιεί το κράτος σαν τον φορέα της προόδου και της αλλαγής, κι αυτό είναι το μακρύτερο που μπορεί να φτάσει η αριστερά, ακόμα κι εκεί όπου κυριαρχεί. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις γυναίκες, η ψηφοφορία δημιουργεί μια ψευδή σιγουριά ότι κάτι θα αλλάξει επιτέλους και θέτει τη γυναικεία ζωή στη διάθεση της πολιτικής ηθικής να την κρίνει. Ζητήματα όπως η νομιμοποίηση των εκτρώσεων διαμορφώνουν το πολιτικό τοπίο, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες σπάνια κατανοούν ότι είναι οι κοινωνικές αλλαγές που επηρρεάζουν τους νόμους, κι όχι τόσο οι αλλαγές των νόμων που επηρρεάζουν την κοινωνία.

Η διαμάχη των ιδεολογιών διαπερνά τα εθνικά και παγκόσμια πολιτικά τοπία, και εμφανίζεται τόσο εντός όσο κι εκτός των κοινοβουλίων. Τα πιο συντηρητικά και τα πιο φιλελεύθερα κράτη θα χαρίσουν τελικά στους υπηκόους τους κάποιες μεταρρυθμίσεις ή κοινωνικές παροχές, είτε για να αποθαρρύνουν μια ιδεολογία μη-ανεκτή από το τρέχον καθεστώς, είτε για να συγκρατήσουν τις μάζες από μια πιθανή ανταρσία. Βλέπουμε τους σοσιαλιστές και τους φιλελεύθερους να αντιμάχονται για τις κοινωνικές παροχές παρά την αντίθετη ρητορική τους. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν αντίστοιχα οι συντηριτικοί και οι φασίστες που προσπαθούσαν να αναπτύξουν προγράμματα πρόνοιας και ελεγχόμενων κοινωνικών παροχών. Πολιτική άλλωστε σημαίνει διαχείρηση του κράτους.

Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός και ο αναρχο-φεμινισμός είναι δυο τοποθετήσεις που είτε αδιαφορούν για τη ψηφοφορία είναι την απορρίπτουν εξ αρχής. Αμφισβητούν τα κοινωνικά μοντέλα της  πατριαρχίας, με τον αναρχο-φεμινισμό να συνδέει τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία με τον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος. Αυτοί οι συχνά μαχητικοί αριστεριστές αποτυγχάνουν καθώς πιέζουν τη γυναίκα να αποδεχτεί ένα ρόλο θύματος, κάνοντας συχνά φεμινιστικές συζητήσεις σε ομάδες “θεραπείας”, συσκοτίζοντας το μίσος για την κυριαρχία, κι επιτιθέμενες στο “ρόλο των ανδρών” αντιπαραβάλλοντάς τον σε έναν “ρόλο των γυναικών”, χωρίς να ξεφεύγουν από αυτή τη λανθασμένη διχοτόμηση, ώστε να δουν τους ίδιους τους ρόλους  που πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση.

Δε στράφηκαν όλες οι γυναίκες ιστορικά στο φεμινισμό. Οι μηδενίστριες της Ρωσσίας έχουν ένα αξιόλογο ιστορικό δράσης για την απελευθέρωση της γυναίκας, χωρίς να διαχωρίζουν αυτόν τον αγώνα από τους άλλους αγώνες των μηδενιστών. Όπως θα δούμε οι ρωσσίδες μηδενίστριες προχώρησαν την μηδενιστική στρατηγική σε ολόκληρη την προσωπική ζωή τους και απέκτησαν έναν συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο στο καταστροφικό έργο για το οποίο έγιναν
γνωστοί οι ρώσσοι μηδενιστές.

Η ιδρυτική περίοδος

Αναφορικά με το “γυναικείο ζήτημα” οι μηδενιστές αντιμετώπιζαν στη Ρωσσία εντελώς διαφορετικές συνθήκες απ’ ό,τι οι σοσιαλιστές της Δυτικής Ευρώπης ή ακόμα οι φεμινίστριες της νέας αριστεράς.
Κατ’ αρχήν, η ψηφοφορία ήταν ολωσδιόλου εκτός συζήτησης, καθώς ούτε οι άνδρες ψήφιζαν, εκτός από κάποιες ασήμαντες τοπικές εκλογές. Αδιαφορούσαν επίσης για την κατοχύρωση δικαιωμάτων, δεν υπήρχε κάποιο σύνταγμα στο οποίο θα μπορούσαν να αναφέρονται, ο τσαρικός αυταρχισμός ήταν απόλυτος. Επίσης δεν τους ενδιέφεραν τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία, κάτι που ζητούσε σχεδόν κάθε φιλελεύθερη φεμινίστρια στην Ευρώπη. Αυτό που ήθελαν οι γυναίκες ήταν να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην καριέρα, και να απολαμβάνουν μια υψηλού επιπέδου, δεδομένων των συνθηκών, σεξουαλική ελευθερία.

Στα τέλη του 1850, η τσαρική Ρωσσία έβαλε μπροστά κάποιες παραχωρήσεις στις γυναίκες, όπως το να τους επιτρέπεται η είσοδος στα πανεπιστήμια που είχαν ανοιχτόμυαλους καθηγητές, σε κλειστούς κύκλους μαθημάτων. Βέβαια, αυτό σήμαινε νέα προβλήματα, όπως η έλλειψη υποδομών, περιορισμένοι χώροι, τα οποία ποικίλλαν ανά τόπους, και ανά εποχή. Ταυτόχρονα, η υψηλόβαθμη εκπαίδευση ήταν για τις γυναίκες το πρώτο βήμα προς την πολιτική αντίδραση, κάτι που έθετε σε κίνδυνο την πανεπιστημιακή τους φοίτηση.

Αυτό συνδέεται κάπως και με το γεγονός ότι στη Ρωσσία οι άνδρες κρατούσαν τα διαβατήρια των γυναικών. Τα διαβατήρια ήταν πολύ σημαντικά στη Ρωσσία, καθώς ήταν απαραίτητα για την μετακίνηση ακόμα και στην κοντινότερη πόλη, πόσο μάλλον σε διαφορετική χώρα. Έτσι, ο πατέρας ή ο σύζυγος μπορούσε να αρνηθεί να δόσει στην κόρη ή τη σύζυγό του το διαβατήριό της, εμποδίζοντάς την να μετακινηθεί νόμιμα. Αυτό μπορούσε να την εμποδίσει απ’ το να πάει σε ένα πανεπιστήμιο πχ της Αγίας Πετρούπολης. Μιας και οι πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις ήταν περιορισμένες, το αίτημα για τα διαβατήρια έγινε ουσιώδες συμπλήρωμα της διεκδίκησης για εκπαίδευση, αν και ακόμα κι αν μια γυναίκα είχε διαβατήριο εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να βρεί κάπου να μείνει μόνη.

Ένας τρόπος με τον οποίο ανταποκρίθηκαν αρκετές γυναίκες στο πρόβλημα αυτό των διαβατηρίων ήταν μέσω του γάμου. Αυτό φυσικά φαίνεται κάπως αντιφατικό αν θεωρήσουμε την παραδοσιακή φεμινιστική τοποθέτηση που αντιμετωπίζει συχνά το γάμο σαν υποδούλωση. Όμως δεδομένης της κατάστασης ήταν ο μόνος τρόπος. Αυτό που έκαναν οι ρωσσίδες γυναίκες ήταν να βρουν κάποιον ανοιχτόμυαλο άνδρα ώστε να κάνουν έναν “λευκό γάμο”. Ο γάμος, ως τελετή, δεν ήταν ψεύτικος καθώς κάθε γάμος σύμφωνα με το ρωσσικό νόμο έπρεπε να τελείται στην εκκλησία. Ωστόσο, μετά το γάμο, η νύφη συνήθως ευχαριστούσε εν συντομία το γαμπρό και έφευγε για κάποιο πανεπιστήμιο του εξωτερικού για να σπουδάσει χημεία, μαθηματικά, ιατρική ή άλλες επιστήμες.

Αυτοί οι “λευκοί γάμοι” συνοδεύονταν από την πρακτική της πολυγαμίας. Στην πράξη, η γυναίκα μπορεί να είχε έναν κανονικό γάμο στο ιστορικό της, αλλά μετά από λίγο καιρό άλλαζε διαδοχικά εραστές. Μέσα από την πρακτική αυτή φαίνεται πως προάγεται ένας ηδονιστικός τρόπος ζωής, ωστόσο οι γυναίκες συχνά ήταν πολύ πιο συγκρατημένες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της πολυγαμίας ήταν ότι οι γυναίκες είχαν έναν δικό τους χώρο. Έτσι μπορούσαν να απολαμβάνουν μεγαλύτερη διακριτικότητα, αλλά και μεγαλύτερη σεξουαλική ελευθερία. Αυτή η πρακτική οδηγούσε προφανώς και στο σχηματισμό οικογενειών εκτός γάμου. Αυτές οι “νέες οικογένειες” (κατά το “νέοι άνθρωποι” όπως αποκαλούνταν οι μηδενιστές στη Ρωσσία) αρχικά έμοιαζαν σαν οικογένειες βασισμένες σε γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο, και συγκροτούνταν περισσότερο βάσει των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων που είχαν οι νέεοι άνθρωποι
που τις δημιουργούσαν. Αυτές οι νέες οικογένειες ήταν παράνομες και μπορούσαν κάλλιστα να χωριστούν ξανά, αν τις ανακάλυπταν οι αρχές, αν και κάτι τέτοιο δε συνέβαινε συχνά, και το αν μια γυναίκα ήταν νόμιμη ή όχι σύζυγος κάποιου έγινε γρήγορα δυσδιάκριτο αν όχι τελείως άνευ ουσίας.

Ο ορθολογικός εγωισμός του Chernyshevsky

Η πρακτική της πολυγαμίας καταγράφηκε από την επαναστατική λογοτεχνία της εποχής. Το έργο του Chernyshevsky: “Τί πρέπει να γίνει” ήταν η μεγαλύτερη επιρροή, όχι μόνο στις μηδενίστριες, αλλά συχνά συγκαταλέγεται ανάμεσα στις βασικότερες επιρροές κάθε ρώσσου επαναστάτη. Το “Τί πρέπει να γίνει” ή αλλιώς το “Κρίσιμο Ερώτημα” είχε εμπνευστεί από μια φίλη του Chernyshevsky, μεγάλο μέρος της ζωής της οποίας περιγράφεται στο βιβλίο αυτό. Η προσέγγιση του Chernyshevsky στο γυναικείο ζήτημα ήταν στα γνώριμα μονοπάτια των υπόλοιπων μηδενιστών και διέφερε συνολικά από το φεμινισμό. Δεν υπήρχαν στο σκηνικό του οι αίθουσες των πανεπιστημίων, οι αγωνίστριες φοιτήτριες που μαζεύουν υπογραφές κλπ. Αντίθετα ο Chernyshevsky προβάλλει τις ατομικές απόπειρες. Ανάγνωση βιβλίων, μαθήματα από φίλους, σχηματισμός κύκλων συζήτησης και αλληλο-μόρφωσης.

Το “Τί πρέπει να γίνει” δεν αμφισβητεί απλά το ρόλο της μονογαμίας, αμφισβητεί τη γυναικεία οικονομική ανεξαρτησία. Αντλώντας αναφορές από τον Proudhon και άλλους σοσιαλιστές πριν τον Marx καθώς κι από την πρακτική των ρώσσων καλλιτεχνών, ο Chernyshevsky σκηνοθετεί μια φανταστική κολλεκτίβα ρούχων όπου η Vera γίνεται συνάδελφος με τις υπαλλήλους της, μοιράζεται τα κέρδη μαζί τους, τις μυεί στη διεύθυνση της επιχείρησης και τις διδάσκει πως να γίνουν ανεξάρτητες μέσα από την “προοδευτική” λογοτεχνία.

Για τον Chernyshevsky, οι άνδρες έπρεπε να υποτάσσονται στις συζύγους τους καθώς τα πράγματα ήδη είχαν φτάσει σε οριακό σημείο υπέρ του άνδρα. Οι άνδρες έπρεπε να είναι απόλυτα πιστοί ενώ οι γυναίκες θα ήταν ελεύθερες να κάνουν ότι επιθυμήσουν. Αυτό θεωρήθηκε μέρος του “ορθολογικού εγωισμού” που υπερασπιζόταν ο Chernyshevsky. Ο πόνος που θα σήμαινε για το μεμονωμένο αρσενικό θα ήταν απειροελάχιστος μπρος στη θέση στην οποία είχαν υποβληθεί οι γυναίκες. Ο ορθολογικός εγωισμός του Chernyshevsky φτάνει στα όριά του όταν διαλαλεί πως είναι το άτομο που οφείλει να σταθεί απέναντι στην κυριαρχία. Κάτι τέτοιο διακρίνεται καλύτερα όταν η Vera λέει στο σύζυγό της “αν ένα πρόσωπο πιστεύει για τον εαυτό του ότι δεν μπορεί, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί. Οι γυναίκες έχουν πιστεί ότι είναι αδύναμες, κι έτσι νιώθουν αδύναμες και τελικά καταλήγουν να είναι αδύναμες”.

Μια αδυναμία στη σκέψη του Chernyshevsky είναι στη σχέση ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες. Η πρακτική της πολυγαμίας εξιδανικεύεται και οι γυναίκες ανεβαίνουν σε ένα βάραθρο, όπου βρίσκονται ψηλότερα από κάθε επιθυμία του άνδρα. Το σεξ ως σαρκική ηδονή απορρίπτεται ως μη-ικανοποιητικό, και εδώ ο Chernyshevsky φαίνεται να αντανακλά κατά κάποιο τρόπο το πουριτανικό πνεύμα της εποχής του. Ωστόσο, παρά το ρομαντισμό που καλύπτει τις σκέψεις του πάνω στο σεξ, το βιβλίο του δέχτηκε σκληρή κριτική για τους χαρακτήρες του που διαπράττουν μεταξύ άλλων, εκτρώσεις, διγαμίες, πορνεία, μαστροπεία κλπ. Αυτή η κριτική έμελλε να συνοδεύει τους μηδενιστές για δεκαετίες.

Ο Chernyshevsky επίσης φετιχοποιεί την εργασία με τον Lopukhov, έναν από τους χαρακτήρες του, λέγοντας πως “αν δεν προηγηθεί η εργασία, η διασκέδαση, η ξεκούραση, η πλάκα ή η γιορτή δε σημαίνουν τίποτα”. Αυτές οι απόψεις δείχνουν μια επιρροή από τους γάλλους σοσιαλιστές όπου οι κοπερατίβες θεωρούνταν ως η μόνη διέξοδος από τη βαρβαρότητα της ανόδου της βιομηχανικής κοινωνίας, και αρκετοί θεωρούσαν τις κοπερατίβες σαν έναν τρόπο να λειτουργήσει η κοινωνία χωρίς τον κρατικό έλεγχο.

Η άποψη αυτή, ότι είναι η σκληρή δουλειά που δίνει την ευχαρίστηση στον ελεύθερο χρόνο, ωθείται ακόμα παραπέρα από το τέταρτο όνειρο της Vera. Το τέταρτο όνειρό της είναι γεμάτο από φουτουριστικά οράματα χρυσών αγρών, γόνιμων κοιλάδων, εργατών που τραγουδάνε στον ήλιο επιστρέφοντας στα γυάλινα και κρυστάλινα κοινόβιά τους όπου γέροι και παιδιά τους σερβίρουν πλούσια γεύματα. Μια ουτοπία όχι και τόσο σοβαρό, και παρά τις αμφιλεγόμενες σοσιαλιστικές ιδέες του Chernyshevsky, ο μηδενισμός του αναζωογόνησε τα πράγματα του καιρού του.

Το τέλος της ιδρυτικής περιόδου και το ξεκίνημα της επαναστατικής περιόδου

Ο παλιός μηδενισμός, όπως είναι γνωστό, δεν περιοριζόταν σε μια πρόταση για το γυναικείο ή άλλα ζητήματα, όπως η φτώχεια των απελευθερωμένων δουλοπάροικων που τράβηξαν την προσοχή των μηδενιστών. Προσπάθειες προπαγάνδας και αγκιτάτσιας σε αυτό το πεδίο κατέληξαν μόνο σε περισσότερες συλλήψεις, περισσότερους εξόριστους στη Σιβηρία και περισσότερους δολοφονημένους σε αποτυχημένες εξεγέρσεις. Αυτό το κλίμα μπόρεσε να ξεπεραστεί μόνο με την ώθησε των παλιών μηδενιστών στο τέλος της ιδρυτικής περιόδου τους με την απόπειρα δολοφονίας του Τσάρου στα 1866, που ακολουθήθηκε από την “λευκή τρομοκρατία” του κράτους. Τα μηδενιστικά έντυπα καταργήθηκαν, οι μεταρρυθμίσεις αφέθηκαν στην άκρη, και το εκπαιδευτικό σύστημα αναδομήθηκε ώστε να μην αφήνει περιθώρεια για μια όξυνση του εξεγερτικού πνεύματος που εξέθρεφε.

Τότε εμφανίζεται ο Nechayev, που οι φανταστικές μυστικές ενώσεις του καταλήγουν σε μια δολοφονία ενός από τους
συντρόφους μιας πραγματικής μυστικής ένωσής του. Κυρίως όμως, ο διαβόητος Nechayev τράβηξε την προσοχή στην “Κατήχηση του Επαναστάτη” και βοήθησε να διαδοθεί η φλόγα μιας επαναστατικής ανάκαμψης του μηδενισμού. Η επαναστατική περίοδος άνοιξε με τη μηδενίστρια Vera Zasulich. Οι δυσαρεστημένοι εργάτες είχαν αποφασίσει να δείξουν στους φοιτητές και στους διανοούμενους ότι μπορούσαν να διαδηλώσουν οι ίδιοι και κατέκλυσαν την πλατεία της παναγίας στο Kazan στα 1876. Φυσικά, η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση και πραγματοποίησε συλλήψεις. Ένας από τους συλληφθέντες, με το όνομα Bogolyubov, αν και μόλις έφτανε στη συγκέντρωση όταν η αστυνομία την είχε διαλύσει, καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Ενώ ο Bogoluybov κρατούνταν στις φυλακές της Αγ. Πετρούπολης, ο στρατηγός Trepov και γενικός διοικητής της πόλης, τις επισκέφτηκε προκειμένου να διαπιστώσει την έλλειψη πειθαρχίας των κρατουμένων. Προφανώς, η φυλακή είχε πολλούς ακόμη μηδενιστές που περίμεναν να δικαστούν με
τους “193” που συμμετείχαν σε εξεγερτικές δραστηριότητες αγκιτάτσιας ανάμεσα στους δουλοπαροίκους.

Ο Trepov ήταν βρέθηκε μπροστά σε μια κατάσταση χωρίς προηγούμενο. Ενώ επιτηρούσε την πτέρυγα του Bogolyubov, έτρεξε προς το μέρος του, βλέποντάς τον να φοράει το καπέλο του παρόλο που βρισκόταν μπροστά σε κάποιον επίσημο”. Ο Trepov έσκισε το καπέλο του και του επιτέθηκε με τις γροθιές του, ενώ έπειτα διέταξε να τον μαστιγώσουν. Και τον μαστίγωσαν μέχρι να βυθιστεί στην παράνοια μπροστά στους άλλους φυλακισμένους ώστε να χρησιμεύσει σαν παράδειγμα.

Το περιστατικό αυτό οδήγησε σε μια εξέγερση στις φυλακές και τελικά η Vera Zasulich στάθηκε αυτή που πήρε μια πρωτοβουλία που σκέφτονταν πολλοί, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Στρατηγό Trepov. Παρά το γεγονός ότι η υπόθεση ήταν ξεκάθαρη, η Zasulich παραδέχθηκε ότι ήταν αυτή που πυροβόλησε, υπήρχαν πολλοί μάρτυρες και αποδείξεις, το δικαστήριο φάνηκε να κάνει μια κίνηση καλής θέλησης, απελευθερώνοντας τη Zasulich, ενώ έξω από την αίθουσα ένα μαινόμενο πλήθος διαδήλωνε. Η Zasulich αποχώρησε βιαστικά προκειμένου να μη ξανασυλληφθεί.

Η συνομωσία κυραρχούσε στον επαναστατικό χώρο και οι “λευκοί γάμοι” πήραν ένα επαναστατικό περιεχόμενο μέσα από αυτή. Παριστάνοντας τα παντρεμένα ζευγάρια και χρησιμοποιώντας πλαστά διαβατήρια, παράνομοι άνδρες και γυναίκες νοίκιαζαν διαμερίσματα σε στρατηγικά σημεία. Από τη στιγμή που οι “οικοδεσπότες” εγκαθίσταντο, κατέφταναν κι άλλοι παράνομοι, που πήγαιναν κι έρχονταν ακατάπαυστα χωρίς να χρειάζεται να νοικιάζουν στο όνομά τους διαμερίσματα. αλλες φορές αυτά ήταν απλά καταφύγια κοινοβιακής ζωής, κι άλλες πλήρως εξοπλισμένες γιάφκες.

Αυτές οι συνομωσίες οδήγησαν κατά τα φαινόμενα και στο ιστορικό σημείο-καμπή για τους μηδενιστές, τη δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου ‘Β. Πολλές γυναίκες παίξαν έναν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες αυτές. Η Vera Figner συμμετείχε σε μια συνομωσία προκειμένου να τοποθετηθεί μια νάρκη κάτω από τις σιδηροδρομικές ράγες που θα περνούσε το τραίνο του Τσάρου, ωστόσο κάτι τέτοιο εγκαταλείφθηκε λόγω των καιρικών συνθηκών. Η Sophia Perovsky, που είχε αποδράσει από την εξορία έκανε μια δεύτερη απόπειρα με νάρκη, αυτή τη φορά όμως κάτω από ένα δρόμο, όμως ο Τσάρος και πάλι άλλαξε τα σχέδια του ταξιδιού του, κι αυτό το σχέδιο απέτυχε. Μετά τη σύλληψη του εραστή της Perovsky, του Alexander Zhelyabov, αυτή αποφάσισε να ηγηθεί της τελικής προσπάθειας ενάντια στον Τσάρο, ξανά με μια νάρκη στο δρόμο, αλλά αυτή τη φορά προβλέπονταν και τέσσερεις ακόμη βομβιστές ακροβολισμένοι στις γωνίες, ώστε να σιγουρευτούν ότι όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Κι ευτυχώς, μιας και ο Τσάρος άλλαξε ανά δρομολόγιο, αλλά αυτή που περίμενε κάτι τέτοιο, με ένα φύσηγμα της μύτης της έδωσε το σήμα στους βομβιστές να αλλάξουν θέσεις. Το τί ακολούθησε είναι πια ιστορία, ένας από τους βομβιστές έριξε τη βόμβα του κάτω από τον άξονα του οχήματος του τσάρου. Αυτός, ανέπαφος από την έκρηξη αυτή,πήρε την μοιραία απόφαση να κατεβεί να επιθεωρήσει τη σκηνή του εγκλήματος. Αυτό που τον περίμενε ήταν μια δεύτερη βόμβα που τον τραυμάτισε τελικά θανάσιμα. Παρά την επιτυχία της επιχείρησης, η Sophia Perovsky τελικά συνελήφθη και ήταν η πρώτη γυναίκα που θανατώθηκε για μια πολιτική πράξη.

Επίλογος

Στο χώρο του σήμερα, η αριστερά είναι σε πλήρη παρακμή, τα σχέδια και οι ιδεολογίες της έχουν ξεφτιλιστεί ως λειτουργικά εργαλεία της ολότητας του παρόντος συστήματος. Οι απαντήσεις που δίνει ο φεμινισμός απλά μιλούν για εξέγερση ενώ αποτυγχάνουν να ανιχνεύσουν πραγματικές θεραπείες για τα προβλήματα των σημερινών γυναικών. Αν και σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί τα “δικαιώματα των γυναικών”, η έκτρωση και τα αντισυλληπτικά παραμένουν ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ η ενδο-οικογενειακή βία δεν μπορεί να ξεπεραστεί όσες θεραπευτικές συνεδρίες κι αν γίνουν, όσες ομάδες υποστήριξης και να δημιουργηθούν. Παρά το χρόνο που δαπανάται σε συνελεύσεις για τη γυναικεία απελευθέρωση, αυτές σπάνια φτάνουν πέρα από μια αμφισβήτηση της πατριαρχίας. Η γυναικεία σεξουαλικότητα έχει γίνει ένα ακριβό εμπόρευμα, διαφθείροντας ιδέες όπως ο ελεύθερος έρωτας αφαιρώντας κάθε αληθινή συναισθηματική επαφή στο σεξ, κάνοντας τον σεξουαλικό τσαμπουκά και την ποσοτικά αυξημένη διαδοχή ερωτικών συντρόφων αυτοσκοπό,κρατώντας τους εραστές απομονωμένους ακόμα κι όταν είναι σωματικά μαζί. Απ’ την άλλη μεριά, ο γάμος έχει χάσει έδαφος, ενώ το διαζύγιο είναι μάλλον ένα θέμα εύρεσης δικηγόρων και χρημάτων για τα δικαστήρια παρά οτιδήποτε άλλο. Αυτό δεν έχει θέσει τέλος στην παραδοσιακή οικογενειακή εικόνα με την οποία μας βομβαρδίζουν τα μίντια και οι παραδοσιακές οικογενειακές αξίες που κηρρύτει η εκκλησία. Νέα ερωτήματα έχουν κάνει την εμφάνισή τους, διαμορφώνοντας το γυναικείο ζήτημα του 21ου αιώνα, μέσα από την ανάδειξη του ζητήματος του

ρόλου που παίζει το φύλο, μπρος στην εμφάνιση ανθρώπων που αλλάζουν φύλο, καθώς και των ειδών της σεξουαλικότητας που μπορούμε να επιλέξουμε. Ο φεμινισμός πρέπει να καταρριφθεί ως ένα αποτυχημένο πια σχέδιο αν θέλουμε να απαντήσουμε κατάλληλα στα ερωτήματα αυτά. Δεν μπορούμε να απαιτούμε για αλλαγές καθώς αυτό απλά δημιουργεί τη διαμεσολάβηση. Πρέπει να το καταστρέψουμε.


Πηγές:

Nihilists του Ronald Hingley
The Women’s Liberation Movement in Russia του Richard Stites
What Is To Be Done? του Nicolas Chernyshevsky
Anarchy, Nihilism and the 21st Century του Aragorn!
Underground Russia του Stepniak
Against the Logic of Submission and other essays του Wolfi

Landstreicher
At Daggers Drawn του Anon
Ideals and Ideologies των Terence Ball και Richard Dagger

[μετάφραση:…για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Σεπτέμβρης 2007]
http://www.geocities.com/anarcores/women_nihilism.html