ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΒΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΒΙΑΣ
ΑΝΤΙΒΙΑΙΟΙ ΝΑΙ, ΜΗ ΒΙΑΙΟΙ ΟΧΙ*
του Αντρέα Πάπι**

Η ΒΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ που προέρχεται από το ρήμα βιάζω, το οποίο σημαίνει μια ενέργεια ικανή ν’ αλ­λάξει σε σημαντικό βαθμό τις συνθήκες ύπαρξης άλλων έμ­βιων όντων, τάξεων, πραγμάτων κ.ο.κ. Αντιστοίχως στην πο­λιτική η λέξη βία συνδέεται στενά με την καταπίεση, την επι­βολή, τον εξαναγκασμό, την κατάχρηση. Μ’ αυτή την έννοια συνδέεται επίσης στενά με τη δράση των κατόχων της εξου­σίας, οι οποίοι πάντοτε ανατρέχουν στη βία, είτε αυτή είναι νόμιμη, είτε παράνομη από δικαιικής πλευράς, προκειμένου να ασκήσουν την κυριαρχία την οποία κατέχουν. Στην άσκη­ση της πολιτικής εξουσίας η χρήση της βίας συνδέεται πράγ­ματι με την ανάγκη επιβολής της θέλησης των κυρίαρχων, κάτι που συνιστά έναν από τους ουσιαστικότερους λόγους για τους οποίους οι αναρχικοί, που είναι τέτοιοι, αφού οραματί­ζονται μια κοινωνική και συλλογική συμβίωση θεμελιωμένη στην αμοιβαία ελευθερία -και συνεπώς με τη βία εξορισμένη από τη διαχείριση των σχέσεων και των αποφάσεων,- σκέ­φτονται και δρουν ώστε να συγκροτήσουν κοινωνίες στις ο­ποίες δε θα υφίστανται πλέον συγκεντρωτικές και ιεραρχικές μορφές της πολιτικής εξουσίας.

Με μια πρώτη ματιά, το βλέμμα για το πού βαδίζει oκό­σμος προσκρούει σε μια αναπόφευκτη διαπίστωση: το καθημερινό γίγνεσθαι στο οποίο, ηθελημένα ή αθέλητα, συμμετέ­χουμε και, πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι μας αρέσει, πρωταγωνι­στούμε, αναμφίβολα καθορίζεται από τη βία, ακριβέστερα εμποτίζεται από τη βία. Αυτό συμβαίνει στις υποχρεωτικές σχέσεις μας με τη γραφειοκρατία, στην επαφή με τους μηχα­νισμούς, την κουλτούρα της εξουσίας που σταθερά καθορίζει την ποιότητα και την ποσότητα των επιβολών των οποίων εί­ναι κάτοχος και φορέας, στην οργανωμένη και ένοπλη ισχύ όλων των μιλιταρισμών που δικαιολογούν τις απαιτήσεις τους με το άλλοθι ότι μας προσφέρουν σιγουριά και εξασφαλίζουν τη διατήρηση των δημοκρατικών ελευθεριών, στη συστηματι­κή και δολοφονική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπινων υπάρξεων εκβιαζόμενων από την πείνα και την αθλιότητα στις οποίες υποβάλλονται, στην αντιδραστική θέληση αντα­πόδοσης και στην όσια ανάγκη που προκαλεί τις εξεγέρσεις, αλλά σπανίως καταφέρνει να μετατραπεί στη χαρά της εξέ­γερσης. Τα δελτία ειδήσεων με εικόνες και λέξεις μας δεί­χνουν καθημερινά κοιμητήρια που χωρίς σταμάτημα σκορ­πίζονται στον πλανήτη,όπου φιλοξενούμαστε εμείς οι άνθρω­ποι.


Ένα πρόβλημα όχι μόνο ηθικό


Αν θεωρηθούν δεδομένες οι σκέψεις που μόλις παρατέθη­καν και παραμένοντας στο πλαίσιο της πολιτικής, ο’ αυτό το άρθρο μ’ ενδιαφέρει να εξετάσω κάποιες βαθύτερες σκέψεις για το νόημα της χρήσης των βίαιων μεθόδων στις οποίες μπορεί να προσφύγουν οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευό­μενοι, οι υποταγμένοι γενικά, για ν’ αντιτεθούν στις κυρίαρχες δυνάμεις, είτε κατά την όσια πράξη της εξέγερσης εναντίον της καταπίεσης που υφίστανται, είτε κυρίως όταν συνειδητο­ποιούν την ανάγκη πραγμάτωσης εναλλακτικών αρχών και ι­δανικών.

Παρότι γνωρίζω ότι στο ζήτημα της βίας η σχέση της με την ηθική είναι ουσιαστική, εγώ πιστεύω ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ηθικό, ή μάλλον δεν είναι μόνο και κυρίως ηθικό. Πράγματι χρειάζεται να θυμόμαστε ότι, όντας η ηθική σε όλα τα επίπεδα ένα ναρκοπέδιο, είναι πολύ επικίνδυνο, αλλά κυ­ρίως ακατάλληλο, να την επιλέγουμε σαν μοναδική βάση για την αποτίμηση της αξίας των επιλογών μας. Η ηθική ασχο­λείται και αναζητεί την ορθότητα των ανθρώπινων συμπερι­φορών σε σχέση με τις έννοιες του καλού και του κακού, οι οποίες εφόσον με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να θεωρηθούν δεδομένες, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στον καθορισμό τους προκύπτουν αναπόφευκτα οπτικές όχι μόνο διαφορετι­κές, αλλά και πολύ εύκολα αντιτιθέμενες. Μπορούμε ευλόγως να ισχυριστούμε ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφο­ρετικές ηθικές, που ενίοτε παρουσιάζονται σαν μοναδικές, έ­τσι ώστε η επιλογή μιας απ’ αυτές, προφανώς με αιτιολογη­μένους λόγους, να σημαίνει σχεδόν μοιραία τον αποκλεισμό ή την καταδίκη όλων των άλλων. Υπάρχουν έτσι, παραδείγ­ματος χάριν, πολλές θρησκευτικές ηθικές, με την κάθε μια άρρηκτα συνδεμένη με τη θρησκεία της αναφοράς της, υ­πάρχει μια ηθική της ελευθερίας, μια ηθική της προσταγής, μια ηθική της εξουσίας, μια ηθική της βίας, μια ηθική της μη βίας, κ.ο.κ. Η κάθε μια έχει έγκυρες και δικαιολογημένες αι­τιολογίες, που είναι αναμφισβήτητες για όποιον τις ενστερνί­ζεται. Ποτέ κανείς δεν ενστερνίστηκε μια ηθική επιλογή κα­θεαυτή, αφού πίσω από κάθε μια τους υπάρχουν πάντοτε μία ή περισσότερες επιλογές υπαρξιακής ή φιλοσοφικής έννοιας.

Το κύριο πρόβλημα το οποίο πρέπει να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε, είναι αν έχει νόημα αυτό που κάνουμε. Να διερωτηθούμε δηλαδή κατά πόσο η συνειδητή και προγραμ­ματισμένη χρήση βίαιων μορφών εξέγερσης εναντίον των κα­ταπιεστικών δομών που θα επιθυμούσαμε να συντρίψουμε, είναι λειτουργική, κατά πόσο δηλαδή είμαστε όντως σε θέση να έχουμε αντίστοιχα και συμφυή αποτελέσματα, ακόμη και από ηθική άποψη, μ’ εκείνες τις ιδανικές προϋποθέσεις που θα έπρεπε να κινητοποιούν τις πράξεις μας και να μας ωθούν να τις επιλέξουμε.

Για να γίνω πιο κατανοητός, θεωρώ ότι πρώτα απ’ όλα εί­μαι υποχρεωμένος να ξεκαθαρίσω τους λόγους που μπορούν να μας οδηγήσουν στην τελική μας επιλογή. Οφείλουμε δηλα­δή να έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι πριν επιλέξουμε το πώς θα δράσουμε, είναι απαραίτητο να έχουμε φτάσει σε μια κάποια βεβαιότητα σε σχέση μ’ αυτό, από τη στιγμή που οποιαδήποτε ενέργεια σαφώς βίαιη, είναι καθεαυτή φορέας μιας ικανής δόσης δύναμης εναντίον αυτού που θα τη δεχθεί, εφόσον τείνει να τον εκμηδενίσει και στην καλύτερη περίπτω­ση να τον υποτάξει. Πράγματι, η χρήση βίας εμπεριέχει κατά βάθος τη θέληση να εκμηδενιστεί ο αντίπαλος, να εξουδετε­ρωθεί, να τιμωρηθεί, να υποταχθεί, να εξουδετερωθεί. Και υ­πάρχει μεγαλύτερη δύναμη απ’ αυτή που δίνει τη δυνατότητα εκμηδένισης του; Ως εκ τούτου μια τέτοια επιλογή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει με επιπολαιότητα, ελαφρότη­τα ή βιασύνη, αλλά πρέπει να είναι προϊόν προσεκτικής σκέ­ψης και μελέτης.

Μια αναρχική άποψη


Η δική μου είναι μια, όχι η, αλλά μια, αναρχική άποψη. Συνεπώς έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά της αναρχικής οπτικής που, όντας μερική, σχετική και όχι απόλυτη, όπως όλες οι οπτικές που δεν περιορίζονται σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, αντιπροσωπεύει μια θεώρηση ικανή να συμπεριλάβει οικουμενικές αξίες, τις οποίες προτείνει με τη συνείδηση ότι εμπεριέχουν μια εγκυρότητα ικανή να επεκταθεί στους πάν­τες και σε όλες τις περιπτώσεις. Και η αναρχική άποψη ως αρχή προϋποθέτει πριν από ο,τιδήποτε άλλο, την άνευ όρων άρνηση κάθε μορφής καταπιεστικής εξουσίας και κυριαρ­χίας, καθώς δέχεται την ύπαρξη μιας ισότητας κοινωνικά διάχυτης, επιδιώκει τη διαρκή άσκηση της ελευθερίας και αρ­νείται οποιαδήποτε άσκηση βίας για την υλοποίηση των απο­φάσεων και της συλλογικής θέλησης, αποφάσεων που παίρ­νονται μέσω οριζόντιων, μη ιεραρχικών και μη άκαμπτων δο­μών.

Ποιο είναι κατά βάθος το πρόβλημα σε σχέση με την πιθα­νότητα πραγμάτωσης μιας μελλοντικής αναρχικής κοινωνίας; Όπως βλέπω εγώ τα πράγματα, αυτό έχει να κάνει με το ξε­πέρασμα και την κατεδάφιση των ιστορικά, δομικά και κυ­ρίως πολιτιστικά παγιωμένων εμποδίων, τα οποία εδραιώνουν την τάξη της εξουσίας και της ιεραρχίας. Η θεσμοθέτηση της σημερινής εξουσίας, πράγματι, που νομιμοποιεί την α­ναγκαιότητα ύπαρξης της ιεραρχικής προσταγής και την ά­σκηση της μέσω της χρήσης της συντεταγμένης ισχύος, έχει ουσιαστικά δύο μορφές δικαιολόγησης:

1) Η πιο παλιά και α­ταβιστική είναι θρησκευτικού τύπου, σύμφωνα με την οποία ο ένας ή περισσότεροι θεοί, από τη στιγμή που δεν εμπι­στεύονται την ανθρώπινη ατέλεια την οποία έχουν δημιουρ­γήσει οι ίδιοι από το ύψος της υπεράνθρωπης εξουσίας τους, υποχρεώνουν την ανθρωπότητα να υπακούει σε ορισμένους επιλεγμένους απ’ αυτούς ανθρώπους, προκειμένου να πραγ­ματοποιηθεί το “θεϊκό θέλημα, αποκαλυφθέν και γενικά θεσπι­σθέν μέσω των ιερών κειμένων”

2) Η άλλη, λαϊκού χαρακτή­ρα, είναι το χομπσιανό homo hominis lupus , σύμφωνα με το οποίο, απ’ τη στιγμή που από τις απαρχές της φυσικής κατά­στασης κάθε άνθρωπος είναι εχθρός των άλλων ανθρώπων, για να μπορέσει να ζήσει με ασφάλεια και αρμονία, στην κοι­νωνία την οποία συγκροτεί έχει ανάγκη να βρει κάποιον να προστάζει, κάποιον που να είναι σε θέση να επιβάλλει με την ισχύ εκείνη την τάξη η οποία είναι απαραίτητη για μια κοινή ζωή και για την οποία υπάρχει η διαδεδομένη πεποίθηση πως διαφορετικά δε θα μπορούσε να υπάρξει.

Το καθήκον των αναρχικών λοιπόν είναι να κάνουν προ­τάσεις και να δράσουν προκειμένου να δείξουν και να πείσουν ότι οι δικαιολογίες για τη θεϊκή βούληση και την ανάγκη προσταγής από τα πάνω έχουν καθοριστεί ιστορικά και δεν είναι τίποτα άλλο από απλές ανθρώπινες πεποιθήσεις, επιβαλ­λόμενες και νομιμοποιημένες με το πέρασμα του χρόνου από τη θέληση των ανά καιρούς ισχυρών. Όχι μόνο δεν ισχύουν, αλλά μπορούν ν’ αντικατασταθούν πλήρως από μια θεώρηση που βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, στη συλλογική διεύ­θυνση των πραγμάτων χωρίς έλεγχο από τα πάνω, στη δυνα­τότητα οργάνωσης χωρίς ιεραρχία και προσταγή, σε μορφές οριζόντιας διαχείρισης. Μπορούμε κάλλιστα να μη μας κυ­βερνούν, αλλά να αυτοκυβερνιόμαστε, αντικαθιστώντας τη δύναμη επιβολής με την αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη και την αποτελεσματική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, οι οποίες δε θα υπάρχει πλέον ανάγκη να επιβάλλονται με τη δύναμη και τη δικαιική νομιμότητα των ένοπλων σωμάτων των προορισμένων για την ασφάλεια και τη δημόσια τάξη, δηλαδή από τους εκτελεστές της θέλησης των αυταρχικών θε­σμών.


Απουσία της βίας

Αναρχικά λοιπόν, οι αποφάσεις για τα διάφορα ζητήματα θα πρέπει να παίρνονται και να υλοποιούνται με τη συμμετο­χή των πάντων, αφού δεν μπορούν και δεν πρέπει να επιβάλ­λονται, αλλά να είναι αποτέλεσμα επιθυμίας και συναίνεσης όλων των ατόμων που συμμετέχουν και συναποτελούν τη δε­δομένη κοινωνία. Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές που μας διακρίνει.  αυτό δεν αρκεί και είναι υπερβολικά απατηλό να περιοριστούμε να καταργήσουμε τους μπάτσους και αυτούς που τους διατάζουν. Αντιθέτως, πρέπει προπάν­των να καταφέρουμε να εξαφανίσουμε την αναγκαιότητα, εσωτερικευμένη και εκ των πραγμάτων, της δουλειάς και της παρουσίας τους. Αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα αντικαθι­στώντας την αυταρχική βία μιας κεντρικής κυβέρνησης, που επιβάλλεται προστατευόμενη από τους μπάτσους, με μορφές ελευθεριακής αυτοκυβέρνησης από τις οποίες απουσιάζει η βία και δεν έχουν καμία ανάγκη τους μπάτσους.  Ο Μαλατέστα είχε κατανοήσει κάτι τέτοιο και είχε προτάξει πε­ρισσότερα από ένα επιχειρήματα προκειμένου να το καταλά­βουν οι σύντροφοι και όλοι αυτοί που ενδιαφέρονται για τις αναρχικές προτάσεις. «Η εξάλειψη του σωματικού καταναγ­κασμού δεν αρκεί για ν’ αναδειχθεί η αξιοπρέπεια ενός ελεύθερου ατόμου, αλλά αυτό πρέπει να έχει μάθει ν’ αγαπά τους ομοίους του, να σέβεται τα δικαιώματα που θέλει να σέβονται οι άλλοι για λογαριασμό του, ν’ αρνείται τόσο να τον διατά­ζουν όσο και να διατάζει… Ο χωροφύλακας δεν είναι ακριβώς βίαιος, αλλά το τυφλό όργανο στην υπηρεσία του βίαιου» .

Έχει συνεπώς νόημα, προκειμένου να υλοποιηθούν οι α­ναρχικές πολιτικές προτάσεις, η χρήση βίαιων μέσων και ορ­γάνων προκειμένου ν’ αντιπαλευτεί η καταπίεση και η επιβο­λή των κρατών και των εκμεταλλευτών; Αξίζει τον κόπο και είναι σύμφωνο και συναφές με τις αρχές μας, να εκθέτουμε σε κίνδυνο τόσο τη δική μας, όσο και τη ζωή των άλλων, στον αγώνα για την ελευθερία; Από μια πρώτη ματιά θ’ απαντού­σαμε, σε κάθε περίπτωση, όχι. «Οι αναρχικοί είναι εναντίον της βίας. Αυτό είναι γνωστό. Η κεντρική ιδέα του αναρχισμού είναι η εξάλειψη της βίας από την κοινωνική ζωή, είναι η ορ­γάνωση των θεμελιωδών κοινωνικών σχέσεων βάσει της ελεύ­θερης θέλησης των ατόμων, χωρίς την παρέμβαση του χωρο­φύλακα».

Στην πραγματικότητα η απάντηση δεν είναι ούτε απλή, ούτε άμεση, ούτε δεδομένη, όπως συμβαίνει πάντοτε με ερω­τήματα εξαιρετικά σύνθετα, εφόσον για τους αναρχικούς εί­ναι θεμελιώδης η μελέτη του προβλήματος της αντίστασης. Δεδομένου ότι είναι ανήθικο να υποφέρεις και να μην εξεγεί­ρεσαι και, πέρα από ανήθικο, είναι και βλαπτικό, αφού δεν κάνεις τίποτ’ άλλο από το να επικυρώνεις την καταπίεση χω­ρίς να προσφέρεις κάποια πιθανότητα απελευθέρωσης.

Για τους αναρχικούς είναι θεμελιώδες και αναγκαίο να εξεγείρον­ται και να εναντιώνονται στη βία των συντεταγμένων εξου­σιών, έτσι ώστε αυτή να σταματήσει να αποτελεί εργαλείο των πολιτικών ρυθμίσεων. «Η βία δικαιολογείται μόνο όταν είναι αναγκαία για την υπεράσπιση του εαυτού μας και των άλλων απέναντι στη βία. Όταν παύει να υπάρχει αυτή η α­ναγκαιότητα, αρχίζει το έγκλημα… Ο σκλάβος βρίσκεται πάν­τοτε σε κατάσταση νόμιμης άμυνας και συνεπώς η βία του εναντίον του αφέντη, εναντίον του καταπιεστή, είναι πάντοτε δικαιολογημένη ηθικά και το μόνο κριτήριο που μπαίνει είναι η χρησιμότητα και η οικονομία δυνάμεων σε σχέση με τον ανθρώπινο κόπο και πόνο».

Ιδού που επανέρχεται πλήρως ο ηθικός προβληματισμός. Αλλά μπορεί να συζητηθεί μόνο όταν οριστούν γενικά και οι­κουμενικά η ιδέα και ο σκοπός απ’ όπου εμπνέεται. Η αρχή απότην οποία εμπνέεται δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την ηθική, έχει όμως να κάνει ο έσχατος σκοπός ο οποίος πρέπει να επι­τευχθεί, δηλαδή η αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές της κοινωνικής ελευθερίας, που καθίστα­ται έτσι η βάση οποιασδήποτε μελλοντικής ηθικής. Ο Μαλατέστα ορίζει την έννοια και τα όρια της χρήσης της βίας, σύμ­φωνα με τον σκοπό του θριάμβου του αναρχισμού. Όντας αυτός αντίθετος με τη βία, αλλά και μη θέλοντας να την υφί­σταται, θεωρεί δίκαιη και δικαιολογημένη την εξέγερση, α­κόμη και τη βίαιη, προκειμένου να απελευθερωθούμε από τον καταπιεστή. Όμως, αφού ο θεμελιώδης σκοπός, δεν είναι η απελευθέρωση απ’ αυτόν ή τον άλλο καταπιεστή συγκεκριμέ­να, αλλά γενικά από την καταπίεση που θεμελιώνεται με τη βία, εφόσον επιτευχθεί ο πρωταρχικός σκοπός και απελευθε­ρωθούμε, η χρήση της βίας πρέπει ν’ αποκλείεται εξ ολοκλή­ρου. Χρησιμοποιείται μόνο αν δεν υπάρχει άλλο δυνατό μέσο απελευθέρωσης και συνιστά συνεπώς αποκλειστικό εργαλείο άμυνας απέναντι στη βία της κυριαρχίας, κι όχι εργαλείο δια­χείρισης και κοινωνικής συγκρότησης. Για τους αναρχικούς η βία είναι αντικοινωνική.

Η αναγκαιότητα της άμυνας


Ο Μαλατέστα εκφράζει και διατυπώνει μια οικουμενική αρχή, ικανή να δώσει νόημα στην επιλογή της δράσης: η βία είναι μια θλιβερή αναγκαιότητα και δικαιολογείται μόνο από την αναγκαιότητα της άμυνας και της μη υποταγής. Καθώς ασπάζομαι πλήρως αυτή την άποψη και, παρότι αναγνωρίζω πως είναι δύσκολο να περιορίσουμε σε μια πρόταση μια τόσο σύνθετη προβληματική, λέω ότι οι αναρχικοί είναι αντιβίαιοι, χωρίς να είναι μη βίαιοι.

Όπως όλες οι διατυπώσεις αρχών, που εκ φύσεως ανάγον­ται σε πολύ ευρύτερα επίπεδα στοχασμού, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και τη συγκεκριμένη, χρειάζεται να αναγνω­ριστεί πλήρως το πνεύμα και το νόημα της, διαφορετικά υ­πάρχει ο κίνδυνος να εργαλειοποιηθεί, αν όχι να μυθοποιη­θεί. Λόγω μιας τέτοιας ανάγκης θα ήθελα να πω κάποια πράγματα για την προσέγγιση του Μαλατέστα, γιατί θεωρώ ότι πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητή. Ο δικός μας Ερίκο ήταν ένας πεισμένος εξεγερτικός και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και στις τελευταίες σκέψεις του άρ­χισε να ασκεί κάποια κριτική, που όμως δεν άγγιζε στο ελάχιστο τη βασική του πεποίθηση. Αυτό ισχύει τόσο για την ά­μεση δράση στην οποία ενεπλάκη, όσο και για τις θεωρητικές του απόψεις. Από τη Συμμορία του Ματέζε μέχρι την Κόκκι­νη Βδομάδα, για να παραθέσουμε τα πιο γνωστά ιστορικά γε­γονότα, με την καρδιά, τη σκέψη και με μεγάλη γενναιοψυχία, πληρώνοντας πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της οργάνωσης και της προώθησης της λαϊ­κής εξέγερσης, η οποία επιθυμούσε να εξελιχθεί σε κοινωνική επανάσταση. Όμως αφιέρωσε σελίδες και σελίδες σ’ έναν προσεκτικό θεωρητικό στοχασμό προκειμένου να ξεκαθαρί­σει ποια θα πρέπει να είναι η αναρχική συνδρομή στον εξεγερτικό αγώνα, ασχολούμενος κυρίως ποια θα πρέπει να είναι αυτή στην περίπτωση νίκης. Αν υπάρχει ένα όριο στη σκέψη του, έγκειται στο ότι σ’ όλη του τη ζωή δεν κατάφερε ποτέ να βρει άλλον πιθανό δρόμο για την επανάσταση πέρα από την εξέγερση, για την οποία όμως κάθε σκέψη του ακο­λουθεί ενσυνείδητα ένα ακριβές σχήμα: για να καταφέρουμε να οικοδομήσουμε την αναρχία κατά αρχήν πρέπει να εξεγερ­θούμε, είναι το περίφημο αναγκαίο κακό το οποίο δεν μπο­ρούμε να παραβλέψουμε, προκειμένου να γκρεμίσουμε το σύστημα της καταπιεστικής εξουσίας αλλά είχε άκρως ξεκαθαρισμένες ιδέες για το τι θα είναι η εξέγερση.

Η εξέγερση είναι ο λαός που ξεσηκώνεται, το σύνολο των εκμεταλλευόμενων, των απόβλητων, των περιθωριοποιημένων και όλων των καταπιεσμένων, οι οποίοι, μη διατεθειμένοι πλέον να υποφέρουν, αποφασίζουν με την καρδιά τους να σπάσουν τις αλυσίδες και ν’ ανατρέψουν τους κα­ταπιεστές τους. Είναι ένας πραγματικός λαϊκός αγώνας, κι αν χρειαστεί, ένας λαϊκός πόλεμος. Τίποτα το πρωτοποριακό, το ελιτίστικο, καμία σχέση με τη συνειδητή μειοψηφία που δρα αυθαιρέτως στο όνομα του λαού. Τάχθηκε πάντοτε εναντίον των βομβιστών, αυτών που κάνουν επιθέσεις, των μιμητών του Ραβασόλ, αυτών που, με γενναιοψυχία, επιτίθενται με το ίδιο τους το χέρι στον εχθρό, διεξάγοντας έναν πόλεμο που, όπως όλοι οι πόλεμοι, γίνεται για να κερδηθεί και επιδιώκει την εκμηδένιση του αντιπάλου. Η αναγκαία βία είναι μόνο αυτή της άμυνας, συμπεριλαμβάνοντας στην άμυνα και την επιθυμία απελευθέρωσης από την καταπίεση, ενώ δεν μπορεί να είναι τέτοια αυτή που, στο όνομα της απελευθερωτικής θέλησης, υιοθετεί τη λογική της πολεμικής επίθεσης στον ε­χθρό για να τον καταστρέψει. Είναι προφανές γα αυτόν, αλλά και για κάθε πεισμένο αναρχικό, ότι η βία πρέπει να σταμα­τήσει μόλις η εξέγερση καταστήσει ανενεργούς τους καταπιεστές και τους τυράννους, ακριβώς για να μην επιτρέψει την εμφάνιση απαίσιων μορφών βίας, οι οποίες λόγω του υπάρ­χοντος μίσους και της καταπιεσμένης μνησικακίας, θα μπο­ρούσαν να εκδηλωθούν μέσα στο ντελίριο της νίκης.

Η σύγκρουση των εξουσιών


Δεν είναι δύσκολο να έρθουμε στο σήμερα, όπου αυξάνει μια κατακερματισμένη χρήση της βίας εκ μέρους ανατρεπτι­κών τάσεων ποικίλης έμπνευσης. Από τις Ερυθρές Ταξιαρ­χίες και τους άλλους εγχώριους μαχόμενους σχηματισμούς στον ισλαμικό φονταμενταλισμό που δρα σε παγκόσμιο επίπε­δο. Με διαφορετική ιδεολογική βάση, δρουν όλες σπέρνοντας τον τρόμο, είτε μεταξύ των γραμμών του εχθρού που θέλουν να χτυπήσουν, είτε μεταξύ των ανθρώπων των περιοχών που χτυπιούνται. Σύμφωνα με τα αναρχικά κριτήρια τα οποία πα­ρουσιάσαμε εδώ, οι βίαιες ενέργειες των ανατρεπτικών επιθέ­σεων που βλέπουμε καθημερινά, δεν έχουν σε τίποτα να κά­νουν με μια εξεγερτική θέληση. Σε ό,τι αφορά τη Δύση μου φαίνεται, αντιθέτως, έκφραση μαχόμενων, που προσπα­θούν να διεξάγουν έναν ανελέητο πόλεμο, ο οποίος ουσιαστι­κά εκλαμβάνεται από τις μάζες που θα ήθελαν να εμπλέξουν σαν ασαφής και ξένος. Είναι ένας προσωπικός πόλεμος ο ο­ποίος, άσχετα με τις προθέσεις, σε κάποιες περιπτώσεις δια­κηρυγμένες σε κάποιες άλλες όχι, έχει τη γεύση της σύγκρου­σης μεταξύ αντιτεθέμενων εξουσιών και διεξάγεται στο όνομα του περίφημου λαού του 19ου αιώνα, ο οποίος όμως, αντί να εξεγείρεται στο πλευρό τους, κοιτάζει τρομαγμένος και ζητά την προστασία των ισχυρών ανθρώπων των θεσμών προκει­μένου να προστατευθεί. Σε ό,τι αφορά την Ανατολή και τη Μέση Ανατολή, επειδή η πολιτιστική και κοινωνική κατάστα­ση είναι εντελώς διαφορετική, θα πρέπει ν’ αναλυθεί ξεχωρι­στά και με σοβαρότητα, κι εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο.

Προσωπικά προτιμώ να μη θεωρώ την εξέγερση σαν τη μοναδική επαναστατική δραστηριότητα. Τη βρίσκω περιορι­στική και περισταλτική. Μάλιστα, όσο περισσότερο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι δεν είναι αυτός ο κύ­ριος δρόμος που πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, με την έννοια ότι δεν περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις και ενέργειες για να υπάρξει η λαϊκή αφύπνιση. Κατά τη γνώμη μου η αναρχία δια­κρίνεται κυρίως λόγω της μορφής της κοινωνίας και της αυτοδιευθυντικής μεθόδου που προτείνει, και όχι λόγω της εναντίωσής της στο υπάρχον. Στην πραγματικότητα η εναντίωσή της είναι άμεση συνέπεια της σαφώς εναλλακτικής της τοποθέτησης απέναντι στην κυριαρχία. Όχι αντιστρόφως, ότι δηλαδή τοποθετούμαστε εναλλακτικά απέναντι στην κυριαρ­χία λόγω κυρίως της εναντίωσής μας στο υπάρχον. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι αντίθετος στις λαϊκές εξεγέρσεις. Αυτές θα υπάρχουν όσο θα υπάρχουν αδικίες, καταπίεση και εκμετάλ­λευση. Κι όταν ο λαός αφυπνιστεί κι έχει την ευκαιρία, όπως κάθε άλλος αναρχικός, θα συμμετέχω πεισμένος και θα κάνω αυτό που μου αναλογεί, γιατί η εξέγερση εναντίον των αυ­ταρχικών ενεργειών της εξουσίας είναι καθεαυτή δίκαιη. Αλ­λά η γνώση μου λέει ότι δεν είναι αυτός καθεαυτός ο δρό­μος για την πραγμάτωση μιας κοινωνίας απελευθερωμένης και ελεύθερης. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα νικηφόρων εξεγέρσεων, που στη συνέχεια εγκαθίδρυσαν τρομε­ρές ολοκληρωτικές εξουσίες. Απ’ ό,τι ξέρω  ή πιστεύω ότι ξέ­ρω, ο εξεγερτικός δρόμος καθεαυτός είναι εντελώς ανεπαρ­κής σαν πραγματικό μέσο απελευθέρωσης και οικοδόμησης της άλλης κοινωνίας την οποία ονειρεύεται ο αναρχικός.

Διεύθυνση χωρίς εξουσία


Η αναρχία προσδιορίζεται και διακρίνεται λόγω της με­θόδου μέσω της οποίας τα ίδια της τα υποκείμενα λαμβάνουν τις αποφάσεις και λόγω της αρχής της διεύθυνσης των υπο­θέσεων χωρίς την ύπαρξη μιας εξουσίας θεσμισμένης από τα πάνω που θα επιβάλλει τη θέληση της, και όχι λόγω του τύπου της εξέγερσης που θα χρησιμοποιήσει. Είμαστε αναρ­χικοί όχι γιατί απλώς αισθανόμαστε την ανάγκη να εξεγερ­θούμε, αλλά γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε κάτι το εναλλα­κτικό, το οποίο θα τείνει στη μέγιστη δυνατή πολιτική, κοινω­νική και υπαρξιακή ελευθερία. Οι εξεγέρσεις και οι διάφορες μορφές της επανάστασης με κανέναν τρόπο δεν είναι μια δι­κή μας ιδιαιτερότητα, δεν είναι αυτό που μας διακρίνει. Οι πάντες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων, των ισλαμι­στών, μέχρι και των φασιστών, εφόσον καταπιέζονται και εμ­ποδίζονται να εκφραστούν, τείνουν να εξεγείρονται, προκει­μένου ν’ απελευθερωθούν απ’ ό,τι τους καταπιέζει. Αλλά η ε­ξέγερση τους και, εφόσον υπάρξει, η επανάσταση τους, έχουν μια γεύση καθόλα διαφορετική από τη δική μας, αναμφιβό­λως αντίθετη. Αυτοί, με ιδεολογικές αιτιολογήσεις και ιδανικά διαφορετικά μεταξύ τους, θέλουν την εγκαθίδρυση μιας νέας ισχυρής εξουσίας, απόλυτης, ολοκληρωτικής, θεοκρατικής. Εξεγείρονται απέναντι στην υπάρχουσα εξουσία επειδή θέλουν να μπουν στη θέση της και να κυριαρχήσουν πάνω στους αν­θρώπους. Εμείς, όταν καταφέρουμε να εξεγερθούμε, αντιθέ­τως, θα θέλουμε να γκρεμίσουμε όχι μόνο την υπάρχουσα ε­ξουσία, αλλά και κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας, γιατί θέλουμε να οικοδομήσουμε μια κοινωνία θεμελιωμένη στην απουσία ιεραρχίας και κυρίαρχης εξουσίας. Δεν παρουσιαζόμαστε ως εκ τούτου σαν εξεγερτικοί, αλλά κυρίως ως φανατικοί ερα­στές της ελευθερίας, όλης της δυνατής ελευθερίας, της αυτο-κυβέρνησης, της θέλησης να μη μας κυβερνούν από τα πά­νω και να ζούμε και να συμβιώνουμε με τους άλλους χωρίς βίαιη επιβολή, με αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα και τη μέγιστη συναινετική συμφωνία.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να δανειστούμε, οφείλουμε όμως να παραμείνουμε αμετακίνητοι στις ιδέες μας. Να δημιουργήσουμε τόπους ελευθεριακού πειραματισμού, όπου θα μπορούμε να ζούμε και να δοκιμάζουμε μορφές αυτοκυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης, λέγοντας όχι στη διδαχή ενός και μόνο μοντέλου, ναι σε πολλά περισσότερα. Πολυσθενείς, πολυκεντρικοί και ακεντροι τόποι, χωρίς ιεραρχίες και γραφειοκρατίες στο εσωτερικό τους, ικανοί να γεννούν καινοτομίες και πολιτιστικές ανατροπές, να είναι δημιουργικοί και χωρίς προκαταλήψεις, αποτελώντας παραδείγματα για το πώς μπορεί να φτιαχτεί και να υπάρξει μια κοινωνία. Στιγμές συλλογικής αυτοκυβέρνησης, ελευθεριακά κοινωνικά κέντρα, ελευθεριακά σχολεία, ελευθεριακοί δήμοι από τα κάτω, δυνατότητα για όποιον επιθυμεί να προβεί σε κοινούς πειραματισμούς και ο,τιδήποτε άλλο έρχεται στο μυαλό που αντιπροσωπεύει και δείχνει την κοινωνία την οποία επιθυμούμε. Μια κοινωνία μέσα στην κοινωνία τελικά, ικανή ν’ ανατρέψει τα υπάρχοντα μοντέλα και το συλλογικό φαντασιακό. Αν, ενώ διαδίδεται, δεχτεί την επίθεση από τις θεσμισμένες εξουσίες, ενίοτε θα αμυνθεί και θα εξεγερθεί για να διατηρήσει το δικαίωμα της στην ελεύθερη επιλογή, στην ελεύθερη σκέψη, στον ελεύθερο πειραματισμό. Είναι δυνατόν να υπάρξει! Και, πιστέψτε με, είναι πολύ πιο ισχυρή και θορυβώδης από οποιαδήποτε εκπυρσοκρότηση όπλου ή έκρηξη βόμβας, από οποιονδήποτε πόλεμο, οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια.

*  Τη συλλογή κειμένων σχετικά με τον Αναρχισμό και τη Βία, ετοίμασε ο Παναγιώτης Καλαμαράς στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας. Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στην πόλη της Αθήνας το καλοκαίρι του 2004.
** Το άρθρο του Αντρέα Πάπι δημοσιεύτηκε στην ιταλική μηνιαία επιθεώρηση, la rivista Anarcica   τεύχος 299, Φλεβάρης 2004.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *