Εισαγωγή
Η κρατική καταστολή αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της συνολικής κρατικής λειτουργίας.Θα επιχειρίσουμε την διερεύνηση των παραμέτρων που καθορίζουν και επιβάλλουν την όξυνση της κρατικής καταστολής και την ποινικοποίηση των πολιτικών και κοινωνικών εναντιώσεων στην εξουσία. Το θέμα προσφέρεται για υπεραπλουστευτικές ερμηνείες* που αν και καταγγέλλουν την εγγενή αυθαιρεσία ή και τη «φύση» του κράτους, ωστόσο, στηρίζουν την ίδια την εσωτερική λογική και φιλοσοφία της καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι ταξικές διαφορές και αντιπαραθέσεις, οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, οι διακυμάνσεις της συγκυρίας της πολιτικής και κοινωνικής ταξικής πάλης θέτονται στο περιθώριο του γνωστικού ορίζοντα. Οι αιτιακές σχέσεις μεταξύ των πολιτικών-κοινωνικών συσχετισμών δυνάμεων και του θεσμικού-ποινικού πλαισίου αντιστρέφονται (το αίτιο εκλαμβάνεται ως αιτιατό), συσκοτίζοντας, με αυτό τον τρόπο, το κοινωνικό τοπίο και τις δυνατότητες ανάλυσης-αναγνώρισής του. Το Δίκαιο αποπολιτικοποιείται και αποϊδεολογικοποιείται. Το καπιταλιστικό κράτος-κλειστό σύμπαν, εν τέλει, καταφέρνει να παράξει-ορίσει τα Υποκείμενά του ως Υποκείμενα τα οποία αυτοαναγνωρίζονται, αποκλειστικά και μόνο, εντός των ορίων που το ίδιο θέτει. Ο ιδεολογικός αφοπλισμός, η συντριβή του κοινωνικού κινήματος είναι τα παρεπόμενα…,ωστόσο, σε ακατάπαυστη διακύβευση!
*Πρόκειται από τη μια, για τις ερμηνείες-θεωρήσεις σχετικά με τη σύγκρουση αυταρχικού κράτους και πολίτη, όπου το διαρκώς αυταρχικοποιούμενο ή και φασιστικοποιούμενο κράτος ερωτοτροπεί με την οργουελική προφητεία του «Μεγάλου Αδελφού». Ενώ από την άλλη, για τις ερμηνείες-θεωρήσεις εκείνες που αντιλαμβάνονται τον κρατικό αυταρχισμό ως παράγωγο ή συνώνυμο της κυβερνητικής παντοδυναμίας, που διατείνονται πως πίσω από την όξυνση της κρατικής καταστολής κρύβεται η έλλειψη «πλουραλισμού» ή έστω «ανταγωνισμού» ανάμεσα στους πόλους άσκησης της εξουσίας(Κυβέρνηση, Δικαιοσύνη, κλπ.).
Α. Η σύγκρουση του αυταρχικού κράτους με τον πολίτη.
Η αντίληψη ότι το σύγχρονο αστικό κράτος, εν γένει, παίρνει διαρκώς αυταρχικότερες
μορφές και κατατείνει έτσι, ή έστω έχει ως ορατή στρατηγική του, τον ολοκληρωτικό
έλεγχο όχι μόνο των ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών, αλλά της
καθημερινής ζωής, αποτελεί απόπειρα να περιγραφεί το φαινόμενο της καταστολής στο πλαίσιο της σύγχρονης καπιταλιστικής εξουσίας. Καθώς υιοθετεί τα θεμελιώδη σχήματα της
κυρίαρχης αστικής νομικής ιδεολογίας, η αντίληψη αυτή δρα, μεσοπρόθεσμα, νομιμοποιητικά
για την καπιταλιστική εξουσία.
Δεδομένου του κύρους που κατέχει η ιδεολογία του παντοδύναμου αυταρχικού κράτους Λεβιάθαν, κρίνουμε ότι χρειάζεται να διατυπώσουμε κάπως αναλυτικότερα τα σημεία της κριτικής μας.
1. Η καπιταλιστική πολιτική εξουσία δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην καταστολή. Στηρίζεται εξίσου στην ιδεολογική κυριαρχία του αστισμού και στη συναίνεση των εκμεταλλευόμενων τάξεων προς τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας. Η ιστορική εξέλιξη των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης δείχνει ότι η αναδιοργάνωση και σταθεροποίηση των βασικών ιδεολογικών μηχανισμών του αστικού κράτους (σχολείο, οικογένεια, μέσα μαζικής ενημέρωσης) κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σαν αποτέλεσμα την αναδιοργάνωση της καταστολής, στη
βάση τής κατ’ αρχήν σταθεροποίησης των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» και «ελευθεριών». Αν
τον 19ο αιώνα μια δυναμική εργατική διαδήλωση για αύξηση του μισθού, ή για καθιέρωση του δώρου,
αποτελούσε λόγο για την παρέμβαση τμημάτων στρατού, που πυροβολούσαν στο ψαχνό, το θεσμικό πλαίσιο των καπιταλιστικών κρατών μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετώπισε το εργατικό, λαϊκό και κοινωνικό κίνημα ως ένα κατ’ αρχήν ενσωματώσιμο «κοινωνικό εταίρο» στο πλαίσιο της «φιλελεύθερης δημοκρατίας». Ο μεταπολεμικός «καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας» σταθεροποιεί τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας μέσα από μια ισόρροπη χρήση τόσο των λειτουργιών της κοινωνικής συναίνεσης και ιδεολογικής υπαγωγής όσο και των λειτουργιών της έννομης καταστολής.
Στο εσωτερικό του «καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας» του σύγχρονου δηλαδή καπιταλισμού, εγγράφεται πάντα και κατά κύριο λόγο σε φάσεις οικονομικής ανόδου και σταθεροποίησης η δυνατότητα μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου διακυβέρνησης (μιας διακυβέρνησης, δηλαδή, που βασικός άξονάς της είναι η κοινωνική εξειρήνευση με «όπλο» την ικανοποίηση ορισμένων – μη ανατρεπτικών – εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων). Μια τέτοια διακυβέρνηση χαρακτηρίζεται τις πιο πολλές φορές από μια προσπάθεια να αμβλυνθεί η κρατική καταστολή, προς όφελος της κοινωνικής συναίνεσης, για το λόγο αυτό, λοιπόν, η «προφητεία» της διαρκώς εντεινόμενης κρατικής καταστολής μετατρέπεται σε απολογητισμό υπέρ του συστήματος.
{Δρα, μεσοπρόθεσμα, νομιμοποιητικά για την καπιταλιστική εξουσία,αφού επιτρέπει στη σοσιαλδημοκρατία να ισχυρίστεί ότι η κοινωνική εξειρήνευση – δηλαδή η άμβλυνση, της κρατικής καταστολής – αποτελεί «διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού».
Με άλλα λόγια, αν θεωρηθεί η επίταση της κρατικής καταστολής ως «αποδεικτικό στοιχείο» του βαθέματος-διεύρυνσης των «ανισοτήτων» εντός του κοινωνικού σώματος, τότε η μείωση της έντασής της αποτελεί διαδικασία, ή έστω βάσιμο δείκτη, αναίρεσης των «ανισοτήτων» και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.}
2. Το ιδεολόγημα του διαρκώς συνθλιβόμενου από το βάρος της κρατικής αυθαιρεσίας και καταστολής πολίτη αποτελεί όμως και για ένα επιπρόσθετο λόγο, απολογητισμό υπέρ του καπιταλιστικού συστήματος: υπερασπίζεται άνευ όρων το σκληρό πυρήνα της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας του Δικαίου. Την αντίληψη ότι το κοινωνικό σώμα συναπαρτίζεται από το σύνολο των «ατόμων – πολιτών», ότι η κοινωνία είναι «κοινωνία – πολιτών» ότι συνεπώς οι ατομικές βουλήσεις, η ατομική αξίωση για «ελευθερία», κι όχι η ταξική διαίρεση της κοινωνίας (δηλαδή η πάλη των τάξεων)
καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη.
Αν όμως το ιδεολόγημα του πολίτη (που το κράτος του στερεί την «ελευθερία» του), εντάσσεται εξ ολοκλήρου στο εσωτερικό της αστικής – ιδεαλιστικής φαντασίωσης για την κοινωνία, αυτό δεν σημαίνει ότι απλώς λειτουργεί σαν μια ιδέα που δυσχεραίνει την κατανόηση των κοινωνικών διαδικασιών. Ταυτόχρονα λειτουργεί άμεσα σταθεροποιητικά για την αστική εξουσία, ακριβώς γιατί προϋπόθεση της σταθερότητας αυτής της εξουσίας είναι το να βιώνει ολόκληρη η κοινωνία τις ταξικές διαφορές και αντιπαραθέσεις ως ιστορίες ατόμων, ως παράγωγα των ατομικών βουλήσεων, ατομικών προνομίων, ατομικών παρανομιών, ατομικών αυθαιρεσιών, έστω, ακόμη, ως «αδικίες» ενάντια σε άτομα, ως αδικίες ενάντια στην «ελευθερία» κάποιων ατόμων.
Μέσα στο γενικό ιδεολογικό πλαίσιο, λοιπόν, περί του «φύσει» ελεύθερου πολίτη που το κράτος επιχειρεί να σκλαβώσει, μπορούν ν’ αναπτυχθούν διαφορετικές πολιτικές επιχειρηματολογίες:
Η παραδοσιακή προοδευτική αστική οπτική θα αναγνωρίσει στο «Νόμο», στην έννομη τάξη, την ορθολογική έκφραση της ελευθερίας. Και θα ισχυριστεί έτσι ότι το σύγχρονο κράτος κυριαρχείται από μια κοινοβουλευτικά ανεξέλεγκτη νομενκλατούρα «ειδικών», η οποία καταφέρνει μέσα από αδιαφανείς μηχανισμούς και διαδικασίες να αγνοεί ή και να παραβιάζει το «Νόμο».
Η ριζοσπαστική αστική οπτική θα ταυτίσει, αντίθετα, την έννομη τάξη με το κράτος, θα θεωρήσει έτσι το «Νόμο» ως τον αντίποδα της «φυσικής» ανθρώπινης ελευθερίας, την οποία θα αναζητήσει στις«αυθόρμητες σχέσεις», στις μη θεσμοθετημένες «κοινότητες», στην «κοινωνία των πολιτών».
Και οι δύο αυτές εκδοχές μπορούν, αναμφίβολα, να δώσουν με συνέπεια τη μάχη ενάντια στην κρατική πολιτική, κάθε φορά που η πολιτική αυτή καταφεύγει σε μέτρα και μεθόδους ανοιχτά κατασταλτικής διαχείρισης. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θα μπορέσουν να απεγκλωβιστούν από την ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής: Ότι το κράτος πρέπει να μεταρρυθμιστεί ώστε να πριμοδοτηθούν οι ανοικτές και «διαφανείς» διαδικασίες που οδηγούν στη δημοκρατία και ελευθερία. Ότι πρέπει να διασφαλιστεί η γνήσια «συμμετοχή του πολίτη», που σύμφωνα με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας «θα πάρει όλα τα ζητήματα στα χέρια του». Ότι πρέπει, τέλος, να διασφαλιστεί η περιστολή του κράτους κι η υπαγωγή του στις προτεραιότητες και τις ανάγκες της «κοινωνίας των πολιτών».
Β. Ο κρατικός αυταρχισμός ως παράγωγο της κυβερνητικής παντοδυναμίας.
Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση θεσμοκρατικής προβληματικής: Ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός των δυνάμεων συλλαμβάνεται ως παράγωγο των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα στους κρατικούς θεσμούς. Μ’ άλλα λόγια, οι αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές διαδικασίες αντιστρέφονται, η προτεραιότητα των πολιτικών και κοινωνικών – ταξικών αντιπαραθέσεων αναιρείται, ο παράγοντας κοινωνικό κίνημα των εκμεταλλευόμενων τάξεων και τα πολιτικά
αποτελέσματα αυτού του κινήματος διαγράφεται.
Ωστόσο, αυτό που ισχύει είναι ότι η αντιφατικότητα ή η απορρόφηση των άλλων πόλων εξουσίας από την κυβερνητική πολιτική, καθορίζεται και ερμηνεύεται με βάση την ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων και συσχετισμών των ταξικών δυνάμεων. Οι πόλοι και τα κέντρα άσκησης της εξουσίας αποτελούν στοιχεία ενός ενιαίου μηχανισμού, του κατασταλτικού μηχανισμού του αστικού κράτους, παρά την πιθανή μεταξύ τους αντιφατικότητα, και αποτελούν την ενιαία, κύρια όψη της εξουσίας. Δεν είναι η εσωτερική αντιφατικότητα αυτής της εξουσίας που κατά κύριο λόγο καθορίζει τα όρια δράσης της απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις. Είναι, αντίθετα, ο πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός των δυνάμεων που καθορίζει αυτά τα όρια.
Ο κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων καθορίζει όχι μόνο προς ποια κατεύθυνση θα μετασχηματιστεί ή θα αποκρυσταλλωθεί το θεσμικό και νομικό πλαίσιο άσκησης της εξουσίας αλλά, και το κυριότερο, πώς θα «ερμηνευτεί», και πώς θα «εφαρμοστεί» αυτό το πλαίσιο, πώς θα ασκηθεί η εξουσία στο εσωτερικό του. Η κυβέρνηση είναι δέσμια των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών που καλείται να διαχειριστεί.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Η περίοδος του μετεμφυλιοπολεμικού «κράτους των εθνικοφρόνων» (1946-1974) και αν εξαιρέσουμε την περίοδο της χούντας – χαρακτηρίζεται από μια κατ’ επανάληψη οξυνόμενη αντιφατικότητα και διαφοροποίηση τριών πόλων άσκησης της εξουσίας στο εσωτερικό του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους: της κυβέρνησης, του παλατιού και του στρατού. Εντούτοις, αυτό δεν ωφέλησε από μόνο του το λαϊκό κίνημα κι ούτε περιόρισε την ωμή αντικομμουνιστική βία και τρομοκρατία. Μόνο η παρέμβαση του λαϊκού κινήματος, η τροποποίηση των συσχετισμών δύναμης, έθεσε σε αμφισβήτηση, στη δεκαετία του ’60, τις δομές του «κράτους των εθνικοφρόνων» και οδήγησε μέσα από την πολιτική κρίση, τη δικτατορία και την κατάρρευσή της, στο «κράτος δικαίου» της μεταπολίτευσης.
Γ. Έννομη τάξη και παραβατικότητα.
Το Δίκαιο και η εξ αυτού προκύπτουσα τάξη πραγμάτων, η έννομη τάξη, αναγορεύεται στα πλαίσια της καπιταλιστικής κυριαρχίας ως η κατ’ εξοχήν «φυσική» κοινωνική κατάσταση, ως το «αιώνιο» πλαίσιο που τοποθετείται υπεράνω της πολιτικής, υπεράνω της οικονομίας, υπεράνω της ιδεολογίας, για να καθορίσει ακριβώς τα πλαίσια και τα όρια λειτουργίας της πολιτικής, της οικονομίας και της ιδεολογίας, αντίστοιχα. Με την έννοια αυτή η δικαιϊκή έννομη τάξη κατοχυρώνει τη στρατηγική οργάνωση του γενικού κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος.
Η οργάνωση της καπιταλιστικής πολιτικής εξουσίας και συνακόλουθα της συνολικής ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου με βάση το Δίκαιο και τους δικαιϊκούς κανόνες έχει ως αναγκαία συνέπεια το να προσλαμβάνει πάντοτε η κρατική καταστολή το χαρακτήρα της «αντιμετώπισης της ποινικής παραβατικότητας». Η έννομη τάξη που οργανώνεται από το Δίκαιο δεν αφήνει περιθώρια να διαμορφωθεί μια πολιτική ή οικονομική ή ιδεολογική «παραβατικότητα»(Δεν επιτρέπει τη «νομιμοποίηση» μιάς άλλης πολιτικής, οικονομίας, ιδεολογίας). Η παράβαση του Δικαίου και του Νόμου προσλαμβάνει εξ ορισμού το χαρακτήρα του ποινικού αδικήματος, ενός αδικήματος που δεν έχει άλλο κοινωνικό πρόσημο πέρα από το ότι διαπράττεται στο επίπεδο (εντός του «κλειστού σύμπαντος») του Δικαίου και του ποινικού νόμου και ως τέτοιο να καταστέλλεται.
Η ανοιχτή πολιτική καταστολή δεν μπορεί έτσι να αναφέρεται παρά σε καθεστώτα και
νομοθεσίες έκτακτης ανάγκης. Αντίθετα, η καταστολή στα πλαίσια της έννομης τάξης του
«κράτους δικαίου» έχει αποκλειστικά ποινικό δηλαδή «μη πολιτικό» χαρακτήρα.
Είναι λοιπόν λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι η ποινικοποίηση των πολιτικών συγκρούσεων αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου «αυταρχικού» αστικού κράτους. Η ποινικοποίηση αποτελεί τον ειδικά καπιταλιστικό γενικό τρόπο καταστολής ήδη από την πρώτη στιγμή της γέννησης της καπιταλιστικής εξουσίας. Πρόκειται για τον ειδικά καπιταλιστικό
(δηλ. ιστορικά μοναδικό) τρόπο άσκησης της αποτρεπτικής λειτουργίας της εξουσίας.
Επειδή μάλιστα πρόκειται για τον ενιαίο γενικό τύπο καταστολής, το εύρος του δεν
αφορά μόνο το, υπό στενή έννοια, «κοινωνικό» (κατοχύρωση του δικαιώματος ζωής, ιδιοκτησίας κλπ.) ή «πολιτικό», αλλά το σύνολο των πρακτικών στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Ένα παράδειγμα: όταν η χαμηλή οργάνωση του πιστωτικού συστήματος και των κεφαλαιακών σχέσεων δεν απαιτούσε τη κρατική ρύθμιση του ύψους των επιτοκίων, δεν υπήρχε το ποινικό αδίκημα της τοκογλυφίας. Ολόκληρη αυτή την ιστορική περίοδο (που, αδρομερώς, ανήκει στο λεγόμενο «ανταγωνιστικό καπιταλισμό») η κατηγορία για «τοκογλυφία» δεν μπορούσε να προσλάβει παρά μόνο μια ηθική υπόσταση. Στην εποχή αντίθετα του «καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας» ο «ανεξάρτητος τραπεζίτης» που δουλεύει με ψηλότερο επιτόκιο από το νόμιμο παύει να είναι ένας καπιταλιστής που επιδιώκει (έστω με τρόπο οικονομικά «αθέμιτο») να αυξήσει το κέρδος του. Επειδή δεν σεβάστηκε την έννομη τάξη, την τάξη που αντιστοιχεί στο γενικό κεφαλαιοκρατικό
συμφέρον, είναι απλώς ένας «ποινικός», ένας απατεώνας – τοκογλύφος.
Το κεντρικό ζήτημα δεν είναι η «ποινικοποίηση» της πολιτικής, αλλά η «αποπολιτικοποίηση», και «αποϊδεολογικοποίηση» του ποινικού δικαίου(η «αποπολιτικοποίηση» της Ποινής).
Στα δομικά χαρακτηριστικά του Δικαίου και στη μορφή της Ποινής αποτυπώνεται η μήτρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων εξουσίας, η αξιακή μορφή: Η ανταλλαγή, ως ανταλλαγή ισοδυνάμων, αποτελεί το βαθύ θεμέλιο της Δικαιοσύνης τόσο με τη νομική όσο και με την ηθική της έννοια.
Η στέρηση της ελευθερίας για ορισμένο διάστημα που αποφασίζει το δικαστήριο είναι η χαρακτηριστική μορφή με την οποία το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο (δηλ. το αστικό-καπιταλιστικό Δίκαιο), υλοποιεί την αρχή της ισότιμης αποζημίωσης. Η μορφή συνδέεται, ασυνείδητα, με την παράσταση του αφηρημένου ανθρώπου και της αφηρημένης εργασίας που μετριέται με το χρόνο. Για να προωθηθεί η ιδέα της δυνατότητας αποζημίωσης του εγκλήματος με ένα ανάλογο ποσό ελευθερίας, χρειάστηκε όλες οι συγκεκριμένες μορφές του κοινωνικού πλούτου να αναχθούν στην απλούστερη και πιο αφηρημένη μορφή, στην ανθρώπινη εργασία που μετριέται με το χρόνο.
Ο τόπος λειτουργίας του Δικαίου, ο χώρος δράσης των Υποκειμένων Δικαίου είναι η καπιταλιστική πολιτική εξουσία, το αστικό κράτος (ως «κράτος δικαίου», ως το «δημόσιο συμφέρον»), η ίδια η κεφαλαιοκρατική κοινωνία.
Ωστόσο, αν και η καπιταλιστική καταστολή δεν είναι παρά η «αντιμετώπιση της ποινικής παραβατικότητας». Αν και σ’ αυτή την «παραβατικότητα» εντάσσεται αναγκαστικά –
πέρα από την περίπτωση του μεμονωμένου ‘κακοποιού’ – η κοινωνική δράση και τα κινήματα
που προσκρούουν στα όρια της νομιμότητας τα οποία ορίζει το αστικό κράτος. Αν, επιπλέον,
η αντιμετώπιση της «παραβατικότητας» δεν μπορεί να περιορίζεται στην άμεση αστυνομική
βία και μόνο, αλλά πρέπει αναγκαστικά να στηριχθεί στη δυνατότητα και στην πραγματικότητα της Δίκης και της επιβολής Ποινής. Αν, τέλος, η Ποινή αντικατοπτρίζει την «απαίτηση του νόμου» που με τη σειρά του καθορίζει τον «κοινωνικά ισοδύναμο» με το «αδίκημα» χρόνο στέρησης της ελευθερίας.
Εντούτοις, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι έχουμε να κάνουμε με ένα άκαμπτο και αδυσώπητο μηχανισμό εκμηδενισμού των κάθε είδους αντικαπιταλιστικών και αντιεξουσιαστικών αντιστάσεων. Έχουμε να κάνουμε με μια λειτουργία άσκησης της εξουσίας που η εμβέλεια και η αποτελεσματικότητά της υπόκειται καθοριστικά στις διακυμάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας της πάλης των τάξεων. Δεν πρόκειται, επομένως, απλώς, για τα αποτελέσματα που καθορίζονται από τη «βούληση» ή τη «δύναμη» της εξουσίας, ή τη σύγκρουση κάποιων κινητοποιημένων πρωτοποριών με τους μηχανισμούς καταστολής, αλλά για τα αποτελέσματα που προκύπτουν από το συνολικό πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό των δυνάμεων.
Δ. Πολιτική συγκυρία και καταστολή.
Τα δομικά χαρακτηριστικά της δικαιϊκής και συνταγματικής τάξης συμπυκνώνουν το γενικό και μακροπρόθεσμο κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, αποτελούν τη στρατηγική μορφή της οργάνωσης της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας·ενώ, το περιεχόμενο των συνταγματικών και ποινικών διατάξεων τείνει να αποτυπώσει, μεσοπρόθεσμα, την κατάσταση-φάση της πολιτικής πάλης των τάξεων, τα μονιμότερα χαρακτηριστικά ενός σχετικά πρόσκαιρου, πολιτικού (και κοινωνικού) συσχετισμού των δυνάμεων. (Ωστόσο, η συγκεκριμένη εφαρμογή των συνταγματικών και ποινικών διατάξεων, το κατά πόσο και πώς ενεργοποιούνται, με ποιο τρόπο «ερμηνεύονται» κλπ., είναι επίδικο ζήτημα του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στη συγκυρία της πολιτικής και κοινωνικής πάλης των τάξεων.)
Οι συγκυριακές μετατοπίσεις δύναμης τείνουν να παγιώσουν ένα νέου τύπου μονιμότερο συσχετισμό, μια νέα φάση της πολιτικής ταξικής πάλης, η οποία θα προκαλέσει, ένα αντίστοιχο
μετασχηματισμό του θεσμικού και ποινικού πλαισίου. Πρόκειται για την αποκρυστάλλωση
του πολιτικού συσχετισμού δύναμης που σε τελευταία ανάλυση αντανακλά τους
κοινωνικούς συσχετισμούς ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αυτό εξηγεί για ποιόν λόγο μια συγκυρία ενίσχυσης της εργατικής τάξης συνδέεται κατά κανόνα με τη σχετική άμβλυνση της καταστολής.
Αντίθετα, λοιπόν, με τα πορίσματα των θεσμοκρατικών προβληματικών, η εκπόνηση
ενός νέου νόμου δεν προκύπτει από κάποια αφηρημένη στρατηγική, «φύση» ή βούληση της
εξουσίας, αλλά καταγράφει τη συγκεκριμένη κυβερνητική οπτική, όπως αυτή καθορίζεται
όμως από τους εξελισσόμενους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς. Τα πάντα κρίνονται και θα κριθούν από τις ενδεχόμενες μεταβολές της συγκυρίας στο εσωτερικό της φάσης που έχει κάθε φορά αποκρυσταλλωθεί· στο επίπεδο, δηλαδή, όχι απλώς του γενικού περιεχομένου, αλλά και της συγκεκριμένης «χρήσης» και «εφαρμογής» του θεσμικού και ποινικού πλαισίου.
Η άμβλυνση ή η όξυνση της καταστολής δεν είναι μόνο ζήτημα του πόσο «αυταρχικό» ή «φιλελεύθερο» είναι το περιεχόμενο των διατάξεων του ποινικού νόμου. Είναι εξίσου αποτέλεσμα των όρων κάτω από τους οποίους θα λειτουργήσει ο Νόμος, της συγκεκριμένης, δηλαδή, κάθε φορά χρήσης του και εφαρμογής του. Με βάση το ίδιο νομικό πλαίσιο μπορεί επομένως η καταστολή να οξύνεται ή να αμβλύνεται. Ας θυμηθούμε εδώ ότι στη βάση πάντοτε του ίδιου θεσμικού πλαισίου και του ίδιου ποινικού συστήματος γνωρίσαμε μετά τη μεταπολίτευση μια σειρά από εντυπωσιακές καμπές της κρατικής καταστολής: Η περίοδος αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, (1974-5), περίοδος ενίσχυσης και ανόδου του λαϊκού κινήματος χαρακτηρίστηκε από μια εντυπωσιακή άμβλυνση της ποινικής καταστολής. Η πρώτη περίοδος μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ (1981-83) συνοδεύτηκε, επίσης, από μια άμβλυνση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους. Αντίθετα, στη σημερινή φάση, το ίδιο νομικό ποινικό υπόβαθρο χρησιμεύει και χρησιμοποιείται για μια άνευ προηγουμένου όξυνση της κρατικής καταστολής.
Ε. «Φιλελεύθερο» και «συντηρητικό» δίκαιο.
Το πλαίσιο άσκησης της καπιταλιστικής καταστολής στην Ελλάδα, η ποινική νομοθεσία, ανήκει στο λεγόμενο «κλασικό» ή «φιλελεύθερο» ποινικό δίκαιο. Η έννομη σχέση εμφανίζεται, στο πλαίσιο αυτής της εκδοχής του ποινικού δικαίου, ως συνάρτηση κάποιων «έννομων αγαθών» (ελευθερία, ανθρώπινη ζωή, δικαίωμα στην ιδιοκτησία κλπ.), τα οποία με τη σειρά τους αντιστοιχούν πάντα σ’ ένα υλικό περιεχόμενο: Αφορούν αντικείμενα ή και κοινωνικές πρακτικές, όχι απλώς «ιδέες», «βουλήσεις», ή «προθέσεις». Το κλασικό ποινικό δίκαιο καταστέλλει παραβατικές εκδηλώσεις με υλική υπόσταση. Βουλητικές παράμετροι υπεισέρχονται και προσμετρώνται μόνο εφόσον εκδηλωθεί κατά τρόπο υλικό η προσβολή ενός έννομου αγαθού.
Επειδή ακριβώς παρεμβαίνει μόνο μετά την υλική εκδήλωση της παραβατικής πράξης, απέχοντας από την αξιολόγηση ανεκδήλωτων βουλητικών καταστάσεων, ακόμα και προπαρασκευαστικών για αδικήματα πράξεων, το κλασικό ποινικό δίκαιο αποκτά ιδεολογική και νομιμοποιητική εμβέλεια για το καπιταλιστικό σύστημα: Αποκρύβει αυτό που είναι (τρόπος οργάνωσης και άσκησης της καπιταλιστικής καταστολής), δυσχεραίνει την όποια πολιτικοποίηση του (όλες οι απόψεις, ιδέες, θεωρίες, επιθυμίες είναι θεμιτές εφόσον δεν μετουσιώθηκαν σε πράξη που παραβίασε το νόμο) και παρουσιάζεται έτσι ως η ορθολογική μέθοδος «κοινοτικής άμυνας» απέναντι στο «έγκλημα».
Ταυτόχρονα όμως το κλασικό ποινικό δίκαιο, στην τυπικά φιλελεύθερη μορφή του διαπερνάται από μια ανεπίλυτη εσωτερική αντίφαση: Επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για την οργάνωση των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σε, εν γένει, ίσα και ελεύθερα υποκείμενα (όπως ισχυρίζεται η φιλελεύθερη αστική ιδεολογία του Δικαίου), αλλά ανάμεσα σε υποκείμενα που ορίζονται ως ίσα και ελεύθερα αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια του «κοινού συμφέροντος» που ενσαρκώνει το καπιταλιστικό κράτος, για το λόγο αυτό, λοιπόν, ο φιλελεύθερος ορθολογισμός δεν είναι σε θέση να οργανώσει ορισμένες αναγκαίες(για τη διασφαλίση της καπιταλιστικής κυριαρχίας) πλευρές της κρατικής καταστολής. Πρόκειται για αντιφάσεις που εδράζονται στο γεγονός ότι το «έννομο αγαθό», πάνω στο οποίο εδράζεται η έννομη σχέση ανάμεσα στα υποκείμενα, είναι απλώς η άλλη όψη του «κοινού συμφέροντος όλων των πολιτών», ακριβώς όπως η ισότητα των εμπορευματοκατόχων είναι η άλλη όψη της υπαγωγής των εργαζομένων στο κεφάλαιο, της μετατροπής της εργασιακής δύναμης σε μεταβλητό κεφάλαιο. Το Δίκαιο και οι έννομες σχέσεις «ισότητας» και «ελευθερίας» των υποκειμένων δικαίου υφίστανται στο εσωτερικό του κράτους, πηγάζουν από το αστικό κράτος.
Η σχέση αυτή «αιτιότητας» ανάμεσα στη δομή του αστικού κράτους, (των αστικών σχέσεων εξουσίας) και στα Υποκείμενα Δικαίου αποτυπώνεται άλλωστε και στη δομή του ποινικού Δικαίου: Οι «παραβατικές πράξεις» διώκονται αυτεπάγγελτα(χωρίς την υποβολή αιτήματος), από τη «δημόσια αρχή» εκτός εξαιρέσεων που ορίζει ο νόμος.
Η οργάνωση της καταστολής αδυνατεί να περιοριστεί στις αρχές του κλασικού-φιλελεύθερου δικαίου, αλλά τείνει να συμπεριλάβει στοιχεία που ανάγονται σε μια διαφορετική, ανοιχτά συντηρητική και «πραγματιστική» αντίληψη για το δίκαιο και την καταστολή: Η «παραβατική πράξη» δεν περιορίζεται, σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη στην προσβολή ενός υλικού αγαθού, αλλά, από τη μια επεκτείνεται σε μη υλικά αγαθά που αναφέρονται στην κρατική αυθεντία (π.χ. περιύβριση αρχής) και από την άλλη τείνει να ταυτίσει την παραβατική πράξη με την «προπαρασκευαστική πράξη», συχνά ακόμα και με την «παραβατική βούληση».
Οι μετατοπίσεις του ποινικού συστήματος προς τη φιλελεύθερη ή τη συντηρητική εκδοχή του Δικαίου προκύπτουν κατά κύριο λόγο από τον «εξωτερικό» ως προς το Δίκαιο παράγοντα, τους συσχετισμούς δύναμης που αποτυπώνονται στο εσωτερικό της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας.
Η κρατική καταστολή στρέφεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα ενάντια σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες και ομάδες των οποίων η κοινωνική παρουσία, συμπεριφορά, πρακτική και ιδεολογία έχει εκ των προτέρων χαρακτηριστεί ως «αντικοινωνική». Όμως έτσι, αναγκάζεται να αποκαλύψει την «εκπόρευση» της νομιμότητας από την κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων, γιατί αφήνει να φανεί ότι τα όρια της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας είναι τα όρια των σχέσεων παραγωγής και του αστικού κράτους.
ΣΤ. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία.
Εκεί που το κοινωνικό πρόσημο της καταστολής γίνεται απόλυτα φανερό, είναι στα «αδικήματα κατά του κράτους και του πολιτεύματος», στη νομοθεσία κατά της «τρομοκρατίας». Εδώ μάλιστα έχουμε να κάνουμε με τη σημαντικότερη μετατόπιση του Ποινικού Δικαίου προς τη μεριά της συντηρητικής εκδοχής του, με την τάση εκτόπισης του φιλελεύθερου Δικαίου από το συντηρητικό Δίκαιο καθώς η αντιτρομοκρατική νομοθεσία βασίζεται στην ταύτιση βούλησης, προπαρασκευαστικής πράξης και παραβατικής πράξης.
Επειδή η «αντιτρομοκρατική νομοθεσία», που τείνει να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία
του συντηρητικού πάνω στο φιλελεύθερο Δίκαιο, αναφέρεται σε «αδικήματα κατά του
κράτους», θεωρείται από τους φιλελεύθερους θεωρητικούς του Δικαίου ως η νομοθεσία που «κρατικοποιεί» το Δίκαιο, που εισάγει τον κρατισμό εκεί που προηγουμένως κυριαρχούσε το «Υποκείμενο» και η «κοινωνία των πολιτών». Στην πραγματικότητα η φιλελεύθερη αυτή κριτική δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συγκαλύπτει ότι το Δίκαιο ήταν πάντοτε «κρατικοποιημένο», ότι η άλλη όψη του «Υποκειμένου Δικαίου» είναι το καπιταλιστικό κράτος και η κυριαρχία του. Αυτό που κάνει η «αντιτρομοκρατική νομοθεσία» δεν είναι λοιπόν η «υπαγωγή του Δικαίου στο κράτος» και η κατάργηση του «Υποκειμένου» στο όνομα του κρατισμού. Είναι η μετατόπιση της κατηγορίας του Υποκειμένου στα όριά της, στη «βούληση του Υποκειμένου», στην κοινωνική και ιδεολογική πρόθεση του Υποκειμένου και η χρησιμοποίηση αυτής της μετατόπισης για την αναδιοργάνωση ολόκληρου του συστήματος της καταστολής.
Δεν πρόκειται για την εγκατάλειψη του «Υποκειμένου» αλλά για την ακραία κοινωνική του
επικύρωση. Αν σήμερα στην Ευρώπη η κατοχή φιαλιδίων γκαζιού ή βενζίνης μπορεί να είναι
επαρκής απόδειξη ότι κάποιο «Υποκείμενο» είναι «τρομοκράτης» αυτό δεν σημαίνει ότι
ξαφνικά εισήχθη το κράτος στο χώρο του «Υποκειμένου» και της «κοινωνίας των πολιτών». Σημαίνει ότι η εξουσία που μέχρι χθες «έκρινε» το «Υποκείμενο» σύμφωνα με τις πράξεις του, σήμερα το «κρίνει» με βάση ακόμα και τις «προθέσεις» ή τις «ιδέες» του.
Πίσω από τους μετασχηματισμούς αυτούς του Ποινικού Δικαίου δεν κρύβεται έτσι παρά ένας μετασχηματισμός της πολιτικής φάσης της πάλης των τάξεων: Η εισαγωγή της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας και ο αντίστοιχος μετασχηματισμός του Ποινικού Δικαίου εντάσσεται σε μια φάση επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία, μετά από μια ολόκληρη περίοδο μετασχηματισμού των συσχετισμών προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, ιδίως στο οικονομικό επίπεδο, και τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο. Πρόκειται, επομένως, για ένα μετασχηματισμό του Δικαίου που οι ρίζες και οι αιτίες του βρίσκονται πέρα από το Δίκαιο:
στις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Η «αντιτρομοκρατική νομοθεσία» δεν αποτελεί αναγκαίο όρο ή προϋπόθεση για την άσκηση της καπιταλιστικής καταστολής. Η εισαγωγή της σηματοδοτεί, απλώς, την ιδιαίτερα δυσμενή αμυντική συγκυρία για το εργατικό και το κοινωνικό κίνημα.
Εδώ έχει σημασία να σημειωθεί ότι η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία δεν προσφέρει μόνο «πλεονεκτήματα» στην εξουσία: Αντίθετα μάλιστα οι δυνατότητές της να νομιμοποιείται ως «ποινική νομοθεσία», ως «μη πολιτικός» τρόπος οργάνωσης της «κοινωνικής άμυνας» απέναντι στο «έγκλημα» είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Χωρίς νομιμοποίηση απ’ όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, χωρίς συντριβή του κοινωνικού κινήματος και της κοινωνικής κριτικής, χωρίς τον ιδεολογικό αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία ενδέχεται να καταγραφεί ως αυτό που πραγματικά είναι: πολιτική βία και τρομοκρατία της εξουσίας.
Μπάμπης Νίκας
ΥΓ.
Δύο απόψεις
1η άποψη (είναι η άποψη που διατυπώνω στο κείμενο)
Η αντιστροφή της αιτιότητας αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της θεωρητικής πρακτικής του χώρου απέναντι στην καταστολή.
Ενώ, είναι οι συσχετισμοί των ταξικών δυνάμεων που παράγουν την αύξηση ή μείωση της έντασης της καταστολής, ο χώρος καταγγέλει την αύξηση αυτής της έντασης χωρίς να έχει προηγηθεί η ανάλυση της μεταβολής του συσχετισμού των ταξικών δυνάμεων.
Ενώ, η εργασία υποχωρεί σε όλα τα μέτωπα τής πάλης της ενάντια στο κεφάλαιο, καταγγέλεται από το χώρο η βαναυσότητα των μηχανισμών καταστολής(μπάτσων, δικαστών κλπ.).
Μα, ακριβώς αυτή η βαναυσότητα των μηχανισμών καταστολής είναι ο τρόπος(όχι ο μοναδικός) που εμφανίζεται (ο «φαινότυπος») η υποχώρηση των δυνάμεων της εργασίας στο πεδίο του ταξικού πολέμου με το κεφάλαιο.
2η άποψη
Είναι αυθαίρετη-προϊόν φαντασιώσεων- η αιτιακή σχέση μεταξύ των συσχετισμών των ταξικών δυνάμεων και της εντατικοποίσης της κρατικής καταστολής.
Οι κοινωνικές διαδικασίες δεν ακολουθούν ευθύγραμμη τροχιά, δεν παράγουν λογικές συνεπαγωγές μεταξύ αιτίων και αποτελεσμάτων.
Κάθε πολιτική και κοινωνική κίνηση, κάθε πολιτικό και κοινωνικό επεισόδιο φέρνει στο φως τις μόνιμες ή προσωρινές ισορροπίες ή ανισορροπίες, τις αντιστρέψιμες ή μη αντιστρέψιμες διαδικασίες, τις σταθερές ή ασταθείς ρυθμίσεις, τα φαινόμενα που εγκλείουν τάσεις οι οποίες κορυφώνονται και αντιστρέφονται μετά από διηνεκείς συνέχειες, τις κινήσεις συσσώρευσης και τους αργούς κορεσμούς, τα μεγάλα ακίνητα και βουβά υπόβαθρα που η περιπλοκή των παραδοσιακών αφηγήσεων είχε επικαλύψει με ένα παχύ στρώμα συμβάντων…