EKEI ΠOY MAΣ XPΩΣTAΓANE…
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ KAI ΠΩΣ NA ΞEΠEPAΣOYME THN KATAΘΛIΨH
1.
«...Να ονειρεύτηκαν άραγε ποτέ αυτοί οι ως τα τώρα γενεαλόγοι της ηθικής, έστω κι ακροθιγώς µόνο, πως, λόγου χάρη, εκείνη η βασική ηθική έννοια «ενοχή» (Schuld), οφείλει την καταγωγή της στην πολύ υλική έννοια του «χρέους» (Schuld);… Κι από πού πήρε, άραγε, τη δύναµή της η πανάρχαιη εκείνη, βαθιά ριζωµένη, κι ίσως αξερίζωτη πια σήµερα, ιδέα, µιας αντιστάθµισης της ζηµιάς από τον πόνο; Το φανέρωσα κιόλας πιο πριν: από τη συµβατική σχέση µεταξύ πιστωτών και οφειλετών, που είναι τόσο παλιά, όσο, γενικά, κι η ύπαρξη «υποκειµένων δικαίου», και που και τούτη πάλι ανάγεται στις βασικές µορφές της αγοράς, πωλήσεως, ανταλλαγής, εµπορίου και συναλλαγής… Ο οφειλέτης, για να εµπνεύσει εµπιστοσύνη στην υπόσχεσή του, πως θα εξοφλήσει το χρέος του, για να εγγυηθεί για τη σοβαρότητα και ιερότητα της υπόσχεσής του, µα και για να χαράξει πάνω στην ίδια του τη συνείδηση την εξόφληση του χρέους του σαν υποχρέωση και καθήκον, ενεχυριάζει, µε γραπτή συµφωνία, για την περίπτωση κείνη που δε θα πλήρωνε το χρέος του στο δανειστή του, κάτι που ακόµη «αποτελεί ιδιοκτησία» του, που ακόµη το εξουσιάζει, λόγου χάρη το σώµα του, … ή την ελευθερία του, ή ακόµη και την ίδια του τη ζωή...»
Φ. Νίτσε, Η Γενεαλογία της Ηθικής
Η Άγκελα Μέρκελ και ο Σαρκοζύ θέλουν να «µας» στηρίξουν, ο Τρισέ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναχωρεί εσπευσµένα από υπερατλαντικό ταξίδι για να συµµετάσχει στο «Ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας» της χώρας «µας», οι σπεκουλαδόροι και οι «αγορές» καραδοκούν εναντίον «µας», τα spreads ανεβαίνουν ανησυχητικά, η Goldman Sachs µηχανορραφούσε «δηµιουργικά» µε τον Κωστάκη, ενώ ο Γιωργάκης τρέχει από συνάντηση σε συνάντηση κορυφής για να «µας» σώσει υψώνοντας το εθνικό του ανάστηµα στους «κερδοσκόπους», η χώρα «µας» οδεύει προς τη χρεοκοπία, τα ελλείµµατά «µας» χτυπάνε κόκκινο, «έχουµε» µπει σε αυστηρό καθεστώς επιτήρησης, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας «µας» πάει κατά διαόλου και το ύψος του «δηµόσιου χρέους µας» προοιωνίζει µια επικείµενη «ελληνική τραγωδία».
Μέσα από τη συνεχή τροµοκρατία των ΜΜE το τελευταίο διάστηµα περί του χρέους «µας», οι µοντέρνοι ηθικολόγοι, οι ιεροκήρυκες του λόγου του κεφαλαίου και του χρήµατος προσπαθούν βίαια να µας πείσουν, εµάς τους «οφειλέτες», πως για να εξοφλήσουµε το χρέος «µας» στους δανειστές «µας» οφείλουµε να σηκώσουµε το σταυρό του µαρτυρίου των θυσιών, να δηλώσουµε πίστη στην ορθοδοξία του Συµφώνου Σταθερότητας και γεµάτοι δέος να προσδοκούµε το πλήρωµα του χρόνου που θα φέρει τη µετα-ελλειµµατική ζωή (γνωστή παλαιότερα µε την ποιητικότερη έκφραση «φως στην άκρη του τούνελ»).
Η δηµοσιονοµική τροµοκρατία προσπαθεί να γίνει πιο αποτελεσµατική σηµαδεύοντας, µέσω της συλλογικής ευθύνης των χρεών, την ίδια µας την υποκειµενικότητα. Η καταιγίδα των επικείµενων απειλών για την εθνική «µας» οικονοµία στοχεύει στην εσωτερίκευση της κρίσης του χρέους ως φόβο και αίσθηµα ενοχής: τα χρέη «µας» (Schulden) πρέπει να γίνουν οι συλλογικές µας ενοχές (Schulden). Έτσι, το προπατορικό αµάρτηµα επανέρχεται πολύ πιο βίαια για να µας αναγκάσει, παραφράζοντας τον Νίτσε, να ενεχυριάσουµε τον ήδη φτωχό µισθό µας, την ήδη εντατικοποιηµένη εργασιακά ζωή µας, τις ίδιες µας τις προσδοκίες ενός κόσµου όπου η κυριαρχία του κεφαλαίου θα είναι πια παρελθόν. Θέλουν να βάλουµε ενέχυρο τις ίδιες µας τις απαιτήσεις για το παρόν και το µέλλον µιας ζωής απελευθερωµένης από χρέη και ενοχές· να χρεωθούµε µε το βάρος ενός καταθλιπτικά αβέβαιου παρόντος για να εξαλείψουµε ακόµα και από το φαντασιακό µας κάθε δυνατότητα καταστροφής αυτού του γέρικου, φορτωµένου µε ενοχές και χρέη, κόσµου.
Ο τρόµος των ελλειµµάτων επιδιώκει να δηµιουργήσει µια κατάσταση έκτακτης ανάγκης τώρα στην Ελλάδα µετατρέποντάς την σε εργαστήριο εφαρµογής µιας νέας πολιτικής σοκ. Σίγουρα αυτό αντανακλά όχι µόνο την όξυνση της παγκόσµιας κρίσης και την ιδιαιτερότητα της εκδίπλωσής της στην Ελλάδα (όπως θα δούµε παρακάτω), αλλά και την καταλυτική επίδραση της εξέγερσης του ∆εκέµβρη του 2008, που άλλωστε την επιδείνωσε ακόµα περισσότερο προκαλώντας την απονοµιµοποίηση της προηγούµενης κυβέρνησης και κατ’ επέκταση την καθυστέρηση της λήψης των αναγκαίων για το κεφάλαιο µέτρων. Υπό αυτή την έννοια, η αναζωπύρωση της τροµοκρατίας του χρέους, πακέτο µε την τροµοκρατία των µπάτσων, εντάσσεται στα πλαίσια της συνεχιζόµενης αντιεξεγερτικής εκστρατείας που προσλαµβάνει πλέον –έστω προληπτικά– παγκόσµιες διαστάσεις. Ωστόσο, η πολιτική του «δηµόσιου χρέους» έχει τη δική της γενεαλογία.
2.
«Τι αµαρτίες (και χρέη) πληρώνω, Θε µου;»
(Λαϊκό ρητό)
«Το µοναδικό κοµµάτι του λεγόµενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγµατικά στο σύνολο του λαού είναι το δηµόσιο χρέος του. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δηµόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Και από τη στιγµή που εµφανίζεται η χρέωση του δηµοσίου, τη θέση του αµαρτήµατος ενάντια στο άγιο πνεύµα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δηµόσιο χρέος».
Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’
Αν και η θεαµατική διαχείριση του ζητήµατος του «δηµόσιου χρέους» το έχει συσκοτίσει µε µια τροµολαγνική, καταστροφολογική οµίχλη, το «δηµόσιο χρέος» αποτελούσε από τις απαρχές του καπιταλισµού ένα απαραίτητο για το κεφάλαιο εργαλείο συσσώρευσης και αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων. Όσο κι αν οι θεολόγοι της οικονοµίας απ’ την Wall Street και την Κοµισιόν µέχρι του Μαξίµου ολοφύρονται για το δυσθεώρητο ύψος του, το «δηµόσιο χρέος» δεν είναι παρά ένας από τους πιο δραστικούς µοχλούς της (αέναης) πρωταρχικής συσσώρευσης. «Σαν µε µαγικό ραβδί προικίζει το µη παραγωγικό χρήµα µε παραγωγική δύναµη και το µετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να’ ναι υποχρεωµένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιοµηχανική µα ακόµα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δηµοσίου στην πραγµατικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν µετατρέπεται σε κρατικά ευκολοµεταβιβάσιµα χρεόγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο µετρητό χρήµα.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’) Γι’ αυτό το λόγο «αν ο βιοµήχανος δεν µπορεί να διευρύνει άµεσα το προτσές αναπαραγωγής του, τότε ένα µέρος του χρηµατικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο και µετατρέπεται σε δανείσιµο χρηµατικό κεφάλαιο.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’) Και άρα «η συσσώρευση κεφαλαίου µε τη µορφή οµολογιών του κρατικού χρέους δε σηµαίνει, όπως δείξαµε, παρά µόνο την αριθµητική αύξηση µιας τάξης πιστωτών του κράτους, που έχουν το δικαίωµα να προεισπράττουν για τον εαυτό τους ένα ορισµένο από το συνολικό ποσό των φόρων». (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’)
Μάλιστα σε περιόδους κρίσης, όπως στην περίοδο κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που διανύουµε, (δηλ. αδυναµίας, από την πλευρά των καπιταλιστών να αυξήσουν την εκµεταλλευσιµότητα της εργασίας σε αναλογία µε την αύξηση του δαπανηρού σταθερού κεφαλαίου και τις απαιτήσεις µιας προοδευτικής συσσώρευσης κεφαλαίου για διαρκώς αυξανόµενο κέρδος), οι καπιταλιστές, µέσω της πολιτικής του «δηµόσιου χρέους», επινοούν άλλους τρόπους έντασης της εκµετάλλευσης. Ενώ σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισµός, σε περιόδους κρίσης αυξάνεται ο δηµόσιος, άρα και το «χρέος». Η επένδυση σε κρατικά οµόλογα εξασφαλίζει σίγουρα κέρδη που αποσπώνται από την άµεση και έµµεση φορολόγηση των µισθωτών και κατευθύνεται στην αποπληρωµή των τοκοχρεολυσίων, µε το τραπεζικό κεφάλαιο ενισχυµένο. Άρα το «δηµόσιο χρέος», αντίθετα µε ό,τι λέγεται, αποτελεί βοήθεια προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και απ’ αυτήν την άποψη θα πρέπει να συνυπολογίζεται στα κέρδη του.
Την τελευταία 20ετία, εξάλλου, στις 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ το «δηµόσιο χρέος» τριπλασιάστηκε λόγω των δαπανών για τη διάσωση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Πρόκειται για χρήµα το οποίο δε δόθηκε µέσω πιστώσεων στο (µη-τραπεζικό) ιδιωτικό κεφάλαιο για παραγωγικές επενδύσεις. Κι, επίσης, ο δηµόσιος δανεισµός γινόταν και γίνεται µε όρους που υπερβαίνουν κατά πολύ το µέσο ποσοστό κερδοφορίας, πράγµα που καθιστά πολύ πιο αποδοτική µια επένδυση σε οµόλογα από τη δηµιουργία µιας παραγωγικής µονάδας, πολύ περισσότερο δε αφού απαλλάσσει το ιδιωτικό κεφάλαιο από τα ρίσκα της ταξικής πάλης στο χώρο της παραγωγής.
Στη λογιστική του χρέους, ως διαφοράς ανάµεσα στα δηµόσια έσοδα και στις δηµόσιες επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες (δηλ. κυρίως µισθούς και συντάξεις), η µέθοδος µείωσής του µέσω αύξησης των δηµόσιων εσόδων, αυξάνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου, δεν είναι η πλέον προσφιλής. Είναι απορριπτέα γιατί θα σήµαινε µια διπλή απώλεια για το κεφάλαιο: είσπραξη λιγότερων τόκων από τη χρηµατοδότηση του µειωµένου ελλείµµατος αλλά και άµεση µείωση των κερδών µέσω της φορολογίας τους. Ο συνήθης τρόπος συσσώρευσης και ανακατανοµής του πλούτου είναι να επιχειρείται η µείωση του χρέους µέσω της µείωσης των µισθών και των συντάξεων (αρχικά στο δηµόσιο, και στη συνέχεια στον ιδιωτικό τοµέα). Κι αυτό συµβαίνει γιατί, σ’ αυτήν την περίπτωση, η µείωση των κερδών των πιστωτών του δηµοσίου αντισταθµίζεται από τη µείωση των δηµόσιων υπαλλήλων και την ταυτόχρονη απασχόληση µέρους αυτών στον ιδιωτικό τοµέα καθώς και από τη διατήρηση της φορολογίας του κεφαλαίου εν γένει σε χαµηλά επίπεδα.
Να λοιπόν γιατί το «δηµόσιο χρέος» είναι εκ των ουκ άνευ για το κεφάλαιο και το κράτος του και η κρίση του χρέους είναι παραγωγική κρίση: µοχλός συσσώρευσης κεφαλαίου µε τη µορφή τόκων και µοχλός ταξικής τροµοκρατίας και πειθάρχησης µέσω της νοµιµοποίησης της µείωσης του άµεσου και έµµεσου µισθού και άρα της χαλιναγώγησης των ταξικών συγκρούσεων και των προλεταριακών επιθυµιών και προσδοκιών.
3.
«Μια ζωή µας λένε ότι χρωστάµε από την κούνια»
(συνταξιούχος που µονολογεί)
Η νουάρ φιλολογία περί «χρέους» είναι παλιά ιστορία, όσο κι αν προσπαθούν οι κονδυλοφόροι της εξουσίας να µας παρουσιάσουν τις «θυσίες» που απαιτούνται για τη µείωσή του ως κάτι καινούργιο. Η πραγµατική εκτίναξη του χρέους σηµειώνεται τη δεκαετία του ’80. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι κυβερνήσεις είχαν «καταφέρει» να κρατήσουν περιορισµένες τις δηµόσιες δαπάνες που προορίζονταν για µισθούς και συντάξεις. Αυτή η τάση θα αντιστραφεί τελείως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, καθώς η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάτω από την πίεση των ταξικών αγώνων της προηγούµενης δεκαετίας θα αναγκαστεί να αυξήσει τόσο τον άµεσο όσο και το έµµεσο µισθό των εργαζοµένων. Υποχρεωµένες να ισορροπήσουν ανάµεσα στις δύο βασικές, αλλά αντιφατικές µεταξύ τους λειτουργίες του Κράτους, την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τη νοµιµοποίηση των εκµεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου προχώρησαν σε «γενναίες» µισθολογικές αυξήσεις στο δηµόσιο τοµέα που συµπαρέσυραν και τους µισθούς στον ιδιωτικό, και ταυτόχρονα έκαναν επενδύσεις στον τοµέα της κοινωνικής πρόνοιας χωρίς όµως να εξασφαλιστούν νέα έσοδα µέσω της φορολόγησης του ιδιωτικού κεφαλαίου ή να γίνουν προσπάθειες για να περιοριστεί η παραοικονοµία και η φοροδιαφυγή. Έτσι, η εισοδηµατική πολιτική και η δηµιουργία ενός υποτυπώδους «κράτους πρόνοιας», η οποία δε θα ολοκληρωθεί ποτέ, θα συµβάλλουν στη διόγκωση του δηµόσιου χρέους που από το 22,9% του ΑΕΠ που ήταν το 1980 θα ανέβει στο 47,8% το 1985 για να φτάσει στο 79,6% του ΑΕΠ το 1990.
Ωστόσο, παρά την αύξηση των δηµόσιων δαπανών και του χρέους, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ο σχηµατισµός κοινωνικού κεφαλαίου πραγµατοποιήθηκε µε τον ίδιο τρόπο όπως στις αναπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες. Το κοινωνικό κράτος της δεκαετίας του ’80 δε φαίνεται να είχε ως σκοπό την εξασφάλιση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την επέκταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά τη διαχείριση του «κοινωνικού κόστους» της κρίσης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης που προκάλεσε η µείωση των εξωτερικών πόρων, η άνοδος των κοινωνικών απαιτήσεων και των ταξικών αγώνων και η προϊούσα αποβιοµηχάνιση. Η χαµηλή αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση µε τους µισθούς µέσα στη δεκαετία του ’80 ανάγκασε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να αλλάξει κατεύθυνση εγκαινιάζοντας µια πολιτική λιτότητας το 1985 που θα συνδυαστεί στο ιδεολογικό επίπεδο µε µια κατά µέτωπο επίθεση στις «υπερβολικές απαιτήσεις» των µισθωτών, καταγγέλλοντας τα «µισθολογικά ρετιρέ» των εργαζόµενων στις ∆ΕΚΟ και προσπαθώντας να παίξει το χαρτί του διαχωρισµού κατηγορώντας τους δηµοσίους υπαλλήλους ότι απολαµβάνουν «παχυλούς µισθούς» εις βάρος των χαµηλόµισθων εργαζοµένων του ιδιωτικού τοµέα.
Η πολιτική αυτή οδήγησε αρχικά σε µείωση των µισθών κατά 12.5% και σε αύξηση των κερδών κατά 150% από το ’85 έως το ’87, συναντώντας, ωστόσο, την ένταση των κοινωνικών αγώνων της «εξασφαλισµένης» εργατικής τάξης (απεργίες καθηγητών, ∆ΕΚΟ κλπ), που συνέχισε να έχει επιθετικά αιτήµατα τραβώντας όλη την τάξη προς τα πάνω. Οι αγώνες αυτοί ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να πάρει πίσω την πολιτική «λιτότητας» και η µείωση των µισθών να πέσει στο µισό του αρχικού της µεγέθους. Παρόλο που οι οικουµενικές και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της «κάθαρσης» θα αναλάµβαναν το κυρίως έργο της καπιταλιστικής αντεπίθεσης, η «δυναµική του χρέους» δεν θα ανακοπτόταν, µε αποτέλεσµα να σηµειωθεί µια περαιτέρω αύξησή του µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του ’90 όταν άγγιξε το 108,7% του ΑΕΠ, για να φτάσει στα τέλη της ίδιας δεκαετίας το 114%, στο ίδιο επίπεδο µε το χρέος της Ιταλίας. Όλα αυτά σίγουρα ακούγονται οικεία. ∆ε χρειάζεται και πολύ προσπάθεια για να αναγνωρίσει κανείς το γνωστό «τροπάρι» που επαναλαµβάνουν τα τελευταία είκοσι χρόνια πολιτικοί και δηµοσιογράφοι κάθε φορά που µας καλούν να δουλέψουµε περισσότερο για πολύ λιγότερα προκειµένου «η χώρα να γλιτώσει τη χρεοκοπία».
4.
«Γαµώ το δηµόσιο χρέος µου µέσα!»
(∆ιαδεδοµένη βωµολοχία)
Όπως είπαµε και στην αρχή, η παγκόσµια οικονοµική ύφεση των τελευταίων ετών, που αποτελεί την τελευταία εκδήλωση της διαρκούς κρίσης αναπαραγωγής του πλανητικού κεφαλαίου εδώ και 35 χρόνια, ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση. Πέρα όµως από τις όποιες συνέπειες είχε η µείωση της παγκόσµιας οικονοµικής δραστηριότητας στις εξαγωγές του ελληνικού κεφαλαίου, ειδικά στους τοµείς της ναυτιλίας και του τουρισµού, αποτέλεσε επίσης την αφορµή για την αποκάλυψη της διαρκούς κρίσης εκµεταλλευσιµότητας και πειθάρχησης του προλεταριάτου.
Το εθνικό κεφάλαιο και το κράτος του προσπαθούν εδώ και δύο δεκαετίες να αντιµετωπίσουν αυτή την κρίση µε αλλεπάλληλες µεταρρυθµίσεις του εκπαιδευτικού και του ασφαλιστικού συστήµατος· µε ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων για τους νέους· µε νόµους επί νόµων για την πειθάρχηση των µεταναστών και τον έλεγχο των ροών της µετανάστευσης· µε περικοπές επιδοµάτων, µισθών και κοινωνικών παροχών που συνδυάστηκαν µε την επέκταση της ατοµικής πίστωσης. Παρά τις σηµαντικές επιτυχίες που σηµείωσε το ελληνικό κεφάλαιο την περίοδο 1996–2004 όταν αυξήθηκε ο βαθµός εκµετάλλευσης και η κερδοφορία των επιχειρήσεων, η κρίση δεν αντιστράφηκε οριστικά υπέρ του κεφαλαίου. Όλα αυτά τα µέτρα υποτίµησης, πειθάρχησης και διαίρεσης της εργατικής τάξης, και µέσω αυτών της µετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης στους ίδιους τους εργαζόµενους, δεν απέδωσαν τους αναµενόµενους καρπούς.
Όπως δείχνουν οι στατιστικές τους, η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται συνεχώς από το 2004 και µετά –λόγω, µεταξύ άλλων, της επιβράδυνσης µετά την ολυµπιάδα των επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο (π.χ. µηχανολογικό εξοπλισµό, οδικά έργα και κτιριακές κατασκευές)– ενώ αντιθέτως το κόστος εργασίας ανά µονάδα προϊόντος αυξάνεται. Με άλλα λόγια, ο βαθµός εκµετάλλευσής µας µειώνεται, καθώς οι µισθοί αυξάνονται πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα. Όπως λένε οι ίδιοι οι καπιταλιστές στις µελέτες τους (π.χ. στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας), αυτό οφείλεται στη «µη προσαρµοσµένη συµπεριφορά» µας απέναντι στους στόχους της «εθνικής ανάπτυξης», µε άλλα λόγια στην απειθαρχία µας, στους «υψηλούς» µισθούς του δηµόσιου τοµέα και στις «υπερβολικές» αυξήσεις που συµφώνησε η ΓΣΕΕ µε τον ΣΕΒ το 2008. Προσθέτουν επίσης ότι δεν έχουν προχωρήσει όσο θα έπρεπε οι ιδιωτικοποιήσεις των ∆ΕΚΟ και, γενικότερα, η απορρύθµιση και ότι η αγορά εργασίας συνεχίζει να είναι «δύσκαµπτη» επιβαρύνοντας ακόµα περισσότερο την κατάσταση και, µάλιστα, µε ένα µονιµότερο τρόπο. Από την άλλη µεριά, οι δηµόσιες δαπάνες που σχετίζονται µε την εκπαίδευση, τους µισθούς στο δηµόσιο τοµέα και τις λεγόµενες «κοινωνικές µεταβιβάσεις» (δηλαδή χρήµατα για επιδόµατα και συντάξεις) αυξάνονται συνεχώς την τελευταία δεκαετία.
Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, η κερδοφορία του κεφαλαίου επιβραδύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια µε αποτέλεσµα να ξεκινήσει να πέφτει από το 2006 και µετά, για να καταβαραθρωθεί το α’ εξάµηνο του 2009 κατά 51,5% σε σχέση µε την ίδια περίοδο του 2008, λόγω και της παγκόσµιας ύφεσης. Η πτώση του τζίρου και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων οδήγησε µε τη σειρά της σε µεγάλη µείωση των επενδύσεων λόγω της αυξανόµενης αδυναµίας τους να πάρουν πιστώσεις από τις τράπεζες. Άλλωστε, οι τράπεζες επηρεάστηκαν άµεσα καθώς είδαν τα κέρδη τους να µειώνονται δραµατικά λόγω της σηµαντικής αύξησης των ζηµιών που προέρχονται από την καθυστέρηση ή ακόµα και από την µη αποπληρωµή των δανείων, έχοντας επιπλέον γενικότερο πρόβληµα ρευστότητας λόγω της διεθνούς χρηµατοπιστωτικής κρίσης. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι το ρευστό που υπάρχει σταµατάει να κυκλοφορεί. Για παράδειγµα οι τράπεζες σταµατάνε να δανείζουν η µία την άλλη ή/και δανείζουν µε πολύ υψηλά επιτόκια. Όπως είναι φυσικό, το κράτος δεν έµεινε αµέτοχο. Έσπευσε να αντιµετωπίσει τα προβλήµατα που δηµιούργησε το ξέσπασµα της κρίσης αυξάνοντας τις δαπάνες του µέσα στο 2009 κατά 10,9% για να στηρίξει την καπιταλιστική συσσώρευση, συνεισφέροντας έτσι στο ΑΕΠ κατά 1,7%. Ταυτόχρονα παρείχε στις τράπεζες κεφάλαια 28 δις ευρώ, ποσό που ανέρχεται σε 11,5% του ΑΕΠ, για να σώσει την κερδοφορία τους, κάτι που θα συνεχίσει και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέχοντας 10 δις ευρώ επιπλέον. Οι τράπεζες χρησιµοποίησαν αυτά τα κεφάλαια για να αγοράσουν κρατικά οµόλογα, η τιµή των οποίων είχε πέσει στις αρχές του 2009 λόγω αντίστοιχων πιέσεων µε αυτές που ασκούνται σήµερα στις διεθνείς χρηµατοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, η τιµή των οµολόγων ξανανέβηκε γρήγορα µέσα στο α’ εξάµηνο του 2009 συµβάλλοντας στο να εµφανίσουν οι τράπεζες κέρδη, παρόλο που οι χορηγήσεις δανείων προς επιχειρήσεις και «νοικοκυριά» επιβραδύνθηκαν. Αν το κράτος δεν είχε κάνει αυτές τις «διευκολύνσεις» οι τράπεζες θα εµφάνιζαν ζηµιές 217 εκ. ευρώ… Επιπλέον, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν και για άλλους λόγους όπως π.χ. για την πληρωµή των επιδοµάτων των ανέργων που πολλαπλασιάστηκαν, ενώ τα έσοδα από τους φόρους και τις εισφορές µειώθηκαν λόγω της ύφεσης. Φυσικά, το αποτέλεσµα ήταν να εκτιναχθεί τόσο το έλλειµµα όσο και το δηµόσιο χρέος, φτάνοντας το 12.5% και το 112.6% αντίστοιχα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υψηλότερό έλλειµµα είχε το 2009 µόνο η Βρετανία (13%) µε δηµόσιο χρέος που ανέρχεται σε 68.6%, και ακολουθούν η Ισπανία µε έλλειµµα 11.25% και χρέος 54.3%, η Ιρλανδία µε έλλειµµα 10.75% και χρέος 65.8%, η Ιταλία µε έλλειµµα 5.3% και χρέος 114.6%, ενώ αντίστοιχα η Γερµανία παρουσίασε έλλειµµα 3.5% µε χρέος 73.1%. Ο µέσος όρος του ελλείµµατος και του χρέους στη ζώνη του ευρώ ήταν το 2009 6.5% και 78.2% αντίστοιχα, µε τάσεις ανόδου.
Η σηµερινή τακτική της διεθνούς του κεφαλαίου (ECOFIN, EUROGROUP, ∆ΝΤ), των «οίκων αξιολόγησης» και, πάνω από όλα, του ίδιου του ελληνικού κράτους και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στα πλαίσια της λεγόµενης «δηµοσιονοµικής προσαρµογής», µιας ευρύτερης στρατηγικής που ακολουθείται από το κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και 20 χρόνια. Στην προσπάθεια τους λοιπόν να στηρίξουν την καπιταλιστική συσσώρευση που βρίσκεται σε κρίση προσπαθούν να µας βάλουν χοντρό κωλόχερο για να αυξήσουν το βαθµό εκµετάλλευσης και να µετακυλήσουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής µας δύναµης σε εµάς τους ίδιους, µειώνοντας τις «µη-παραγωγικές» δηµόσιες δαπάνες. Στη µυστικοποιηµένη σφαίρα της οικονοµίας και στη γλώσσα που της αντιστοιχεί η πολιτική αυτή ονοµάζεται «δηµοσιονοµική εξυγίανση» για τη στήριξη της «πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας» και τη «µείωση του κόστους δανεισµού». Η έννοια της «εξυγίανσης» έχει όµως και ένα κυριολεκτικό νόηµα: σε συνθήκες οικονοµικής ύφεσης οι επιχειρήσεις που δεν είναι επαρκώς κερδοφόρες και παραγωγικές αναγκάζονται να κλείσουν· το µη-αποδοτικό κοµµάτι του κεφαλαίου καταστρέφεται για να µπορέσει και πάλι να ξεκινήσει η ανοδική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. ∆εν είναι τυχαίο ότι στο τρίτο τρίµηνο του 2009 έβαλαν λουκέτο περίπου 19.000 εµπορικές επιχειρήσεις.
Έτσι, αυξάνουν τους έµµεσους φόρους (π.χ. αύξηση της φορολογίας στα καύσιµα, τα ποτά και τα τσιγάρα, εξαγγελία αύξησης του ΦΠΑ)· αναδιαρθρώνουν την άµεση φορολογία επιβαρύνοντας περισσότερο την εργατική τάξη –ενώ έχουν µειώσει όλα αυτά τα χρόνια τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων· προωθούν αφενός το ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστηµα –µεταρρύθµιση που οδηγεί µεταξύ άλλων στη µείωση των συντάξεων– και αφετέρου την αύξηση των ορίων ηλικίας σε µια προσπάθεια µετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης στους ίδιους τους προλετάριους· εξαγγέλλουν την απελευθέρωση των απολύσεων· και, φυσικά, επιτίθενται στους «απαράδεκτα υψηλούς» –για το κεφάλαιο– µισθούς του δηµόσιου τοµέα (που µάλιστα αντιστοιχούν, όπως λένε, σε µια «χρονίως χαµηλή παραγωγικότητα») µέσα από την περικοπή των επιδοµάτων, των υπερωριών και την επαπειλούµενη κατάργηση του 14ου και του 13ου µισθού. Και δεν πρέπει να ξεγελιόµαστε, παρόλη την προπαγανδιστική φιλολογία περί ρετιρέ και «προνοµιούχων» που διακινούν οι πληρωµένες πένες, η µείωση των µισθών στο δηµόσιο τοµέα πολύ γρήγορα θα µεταφραστεί σε αντίστοιχη και πιθανότατα ακόµα µεγαλύτερη συµπίεση των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα. Άλλωστε, οι ίδιοι οι καπιταλιστές το έχουν κάνει σαφές στη συζήτηση που έχει ανοίξει για την περικοπή του 14ου και του 13ου µισθού.
5.
«Κουφάλες, δεν ξοφλάµε τίποτα, γιατί δεν έχουµε ξοφλήσει ακόµα!»
(Σύνθηµα σε τοίχο)
Ωστόσο, η ολοµέτωπη αυτή επίθεση χρειάζεται να νοµιµοποιηθεί στη «συνείδηση του κόσµου». Για να δουλέψουµε περισσότερο για λιγότερα θα πρέπει να αποδεχθούµε ότι υπηρετούµε κάτι που µας υπερβαίνει, κάτι που απαιτεί από εµάς θυσίες, ειδικότερα δε όταν πολύ πρόσφατα αµφισβητήθηκε τόσο βίαια η προσταγή του κράτους και του κεφαλαίου. Αυτό είναι το διακύβευµα στην παρούσα σύγκρουση µεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, και οι καπιταλιστές το γνωρίζουν πολύ καλά. Έτσι η αιτία της κρίσης αποδίδεται σε ένα σχεδόν µεταφυσικό αλλά αναπόδραστο κόσµο αγορών, στατιστικών, οίκων αξιολόγησης, σπεκουλαδόρων και πάει λέγοντας. Αυτό το πέπλο της µυστικοποίησης στόχο έχει να αποκρύψει την πραγµατική πηγή της κρίσης που είναι η σπασµωδική αλλά επίµονη άρνηση του παγκόσµιου προλεταριάτου να υποταχθεί πλήρως στο κεφάλαιο και η κυκλοφορία των αγώνων του.
Το ελληνικό κράτος µε τη σηµερινή πασοκική µορφή του σε αγαστή συνεργασία µε τους ευρωπαίους εταίρους και φυσικά µε τα καθίκια των µέσων µαζικής ενηµέρωσης όξυναν την ιδεολογική τροµοκρατία ρίχνοντας το πιο ισχυρό τους χαρτί, την «εθνική ενότητα». Σε περιόδους κρίσης, οι εταίροι µετατρέπονται ως δια µαγείας σε άνωθεν εντολείς και αντιπάλους· το ενοποιηµένο ευρωπαϊκό χωριό που ζει αρµονικά και συναποφασίζει δηµοκρατικά διαλύεται µέσα στη φαινοµενικότητα της υπεράσπισης της πατρίδας, η οποία γίνεται ζήτηµα υψίστης σηµασίας. Με λίγα λόγια, προσπαθούν να µας πείσουν ότι δε θα δουλεύουµε πλέον για να πλουτίζουν τα αφεντικά µας αλλά για το καλό της πατρίδας. Η πατρίς χρειάζεται θυσίες!
Η «κρίση του χρέους» προσφέρει µια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη συσπείρωση γύρω από τη µορφή έθνος-κράτος, δηλ. τη βίαιη συσπείρωση των προλετάριων γύρω από τα συµφέροντα των αφεντικών τους. ∆ιευκολύνει τα σχέδια των καπιταλιστών για ακόµα µεγαλύτερη πειθάρχηση του προλεταριάτου, µεγαλύτερη παραγωγικότητα και τελικά υψηλότερα κέρδη. Μια φράση του πρωθυπουργού αρκεί για να καταλάβουµε το στηµένο παιχνίδι: «…είναι καθαρό ότι έτσι όπως χειριστήκαµε τα οικονοµικά µας, αφαιρείται ένα κοµµάτι της κυριαρχίας µας που πρέπει να το πάρουµε πίσω µε την αξιοπιστία µας, το πρόγραµµά µας και την αυτοθυσία του καθενός». Η δική του «θυσία» να «παραχωρήσει κοµµάτι της κυριαρχίας της χώρας» συνεπάγεται τη δική µας αυτοθυσία για «να το πάρουµε πίσω». Μόνο που θα πρέπει να το πληρώσουµε πολύ ακριβά αυτό το «κοµµάτι», µε περισσότερη δουλειά, λιγότερα λεφτά, βαθύτερους διαχωρισµούς και εντονότερο ανταγωνισµό µεταξύ µας για να µη βρεθούµε στο αυξανόµενο εφεδρικό στρατό των ανέργων. Όποιος δε συναινεί, προδίδει την «εθνική µας αποστολή». Εξάλλου ο πρωθυπουργός το δήλωσε: «Χρειάζονται θυσίες, δεν αντέχουµε µπλόκα και απεργίες». Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι καπιταλιστές φοβούνται την κοινωνική αναταραχή που µπορεί να ξεσπάσει όταν αρνηθούµε εµπράκτως να γίνει η ήδη αλλοτριωµένη ζωή µας ακόµα χειρότερη.
Οι ιδεολόγοι του συστήµατος προσπαθούν µε κάθε µέσο να εξαλείψουν ακόµα και από τη µνήµη την εξέγερση του ∆εκέµβρη. Οι κινήσεις του κράτους δείχνουν ότι αυτό το φάντασµα αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη τους, ειδικά τώρα που διαφαίνεται ότι στο άµεσο µέλλον µπορεί να µην αφορά µόνο µια µειοψηφία του προλεταριάτου. Όταν απαιτούν κοινωνική ειρήνη, ξέρουν ότι ποντάρουν σε έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα, τους προλετάριους. Γι’ αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φοράει το ανθρωπιστικό-αντιρατσιστικό της προσωπείο και ταυτόχρονα κραδαίνει στο χέρι το γκλοµπ του µπάτσου. Η κοινωνική συναίνεση πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία. Γέµισε τους δρόµους της Αθήνας µε κάθε λογής µπάτσους προσπαθώντας να ελέγξει οποιονδήποτε χώρο µπορεί να µετατραπεί σε πεδίο αγώνα και σύγκρουσης. Tην πιο καλή δουλειά όµως µέχρι τώρα την έχει κάνει η συνδικαλιστική αστυνοµία, η κλαδική-συντεχνιακή νοοτροπία και ο ατοµικισµός που φροντίζουν να περνάνε τα νέα µέτρα µε τις µικρότερες δυνατές αντιστάσεις.
Για να ξαναγυρίσουµε στο Νίτσε, «αυτός ο κόσµος, στο βάθος, δεν έχασε ποτέ πια τη χαρακτηριστική µυρουδιά του αίµατος και του µαρτυρίου» –κάτι που µας θύµισε πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Α. Λοβέρδος όταν προαναγγέλλοντας τα «σκληρά αλλά αναγκαία µέτρα» δήλωσε ότι «Θα χυθεί αίµα!». Ίσως, όµως, άθελά του να προανάγγειλε την καταιγίδα που αντί για την αποσύνθεση του προλεταριάτου θα φέρει την ανασύνθεση των αγώνων ενάντια στη συνδικαλιστική αστυνοµία και θα στείλει το «δηµόσιο έλλειµµα» στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας µαζί µε το έλλειµµα ζωής, που είναι το µόνο πραγµατικό.
ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΞΟΦΛΗΣΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΜΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ!
Οίκος αξιολόγησης
Proles & Poors
24/2/2010
_
_