Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Συνδικάτα και Ταξική Πάλη – Μπενζαμέν Περέ

Το πρώτο συνδικάτο δεν προέκυψε παρά στα 1864. Η όλη ιδέα της ταξικής πάλης ήταν απούσα μιας και το συνδικάτο εμφανίστηκε αντιθέτως με την πρόθεση να συμφιλιώσει τα συμφέροντα των εργαζομένων με αυτά των αφεντικών τους. O ίδιος ο Tolain δεν φαίνεται να τους αποδίδει κάποιο άλλο σκοπό. Πρέπει να προσθέσουμε επίσης ότι το συνδικαλιστικό κίνημα δεν αποτελεί μέρος των χιλιάδων των αγριότερα εκμεταλλευομένων της εργατικής τάξης, του νεοεμφανιζόμενου βιομηχανικού προλεταριάτου, αλλά μάλλον των εργαζομένων σε βιοτεχνικά επαγγέλματα. Αντανακλά λοιπόν ευθέως τις εξειδικευμένες ανάγκες και τις ιδεολογικές τάσεις αυτών των εργατικών στρωμάτων.

Ενώ οι τσαγκάρηδες και οι τυπογράφοι, κατ� εξοχήν βιοτέχνες, δημιουργούν τα συνδικάτα τους γύρω στα 1864 και τα 1867 αντίστοιχα, οι ανθρακωρύχοι, που αποτελούν το πιο άμεσα εκμεταλλευόμενο κομμάτι του προλεταριάτου, δε θα δημιουργήσουν το πρώτο συνδικάτο τους, παρά στα 1876, στο Loire (και στα 1872 στο Nord και στο Pas-de-Calais) και οι υφαντουργοί, όπου οι συνθήκες εργασίας είναι ιδιαίτερα τρομακτικές, δε θα εκτιμήσουν την ανάγκη για ένα συνδικάτο παρά μέχρι το 1877. Πως γίνεται λοιπόν, σ αυτή την εποχή των πνευματικών ζυμώσεων, όπου οι σοσιαλιστικές ιδέες (και οι αναρχικές ιδέες που δε θα διαφοροποιηθούν παρά κάποια χρόνια αργότερα) διαδίδονται στις εργατικές τάξεις κάθε μεγάλης πόλεις, όπου οι εργαζόμενοι οι πιο εκτεθειμένοι στην εκμετάλλευση αντιστέκονται φανερά στην οργάνωση σε συνδικάτα, ενώ αυτοί το βιοτικό επίπεδο των οποίων είναι περισσότερο υψηλό την αποζητούν;

Πρέπει πρώτα απ� όλα να θυμηθούμε ότι τα πρώτα συνδικάτα που δημιουργήθηκαν από εργαζόμενους βιοτεχνικών επαγγελμάτων δεν είναι παρά οργανισμοί ταξικής συμφιλίωσης κι όχι σύγκρουσης. Θα γίνουν κάτι τέτοιο πολύ αργότερα. Εξάλλου, αντιπροσωπεύουν την οργανωτική μορφή που ταιριάζει καλύτερα στα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν μέσα σε πολλά εργαστήρια ένα σχετικά μικρό αριθμό εργαζομένων του ιδίου επαγγέλματος. Ήταν το καλύτερο μέσο προκειμένου να συνευρεθούν οι εργαζόμενοι του ιδίου επαγγέλματος που βρίσκονταν διασκορπισμένοι μέσα στα διάφορα εργαστήρια μιας πόλης, να τους επιτραπεί μια συνοχή την οποία οι ίδιες οι συνθήκες της εργασίας έτειναν να καταστρέψουν.

Πρέπει να θυμηθούμε επίσης ότι ο βιοτεχνικός χαρακτήρας ενός επαγγέλματος έχει συχνά ως συνέπεια, τα αφεντικά και οι εργαζόμενοι που δουλεύουν δίπλα-δίπλα, να διεξάγουν μια παρεμφερή ζωή. Ακόμη κι αν η οικονομική κατάσταση του αφεντικού είναι πολύ ανώτερη από αυτή του εργάτη, η ανθρώπινη επαφή που συχνά διατηρούν μεταξύ τους αποτρέπει τη δημιουργία του χάσματος που χωρίζει τους εργάτες από τους εργοστασιάρχες, στις μεγάλες βιομηχανίες. Όλοι αυτοί οι λόγοι ενθάρρυναν περισσότερο τις προσπάθειες για έναν συμβιβασμό παρά για μια διένεξη.

Η κατάσταση των εργατών στην υφαντουργία ή στα ορυχεία (για να ξαναπιάσουμε το παράδειγμα αυτό) ήταν τελείως διαφορετική. Ανάμεσα στους ανθρακωρύχους όπως και στους κλωστοϋφαντουργούς, οι μεγάλες μάζες των εργατών διαφόρων ειδικεύσεων συγκεντρώνονταν σε εργοστάσια ή ορυχεία, και υπόκειντο στις ίδιες συνθήκες απάνθρωπης εργασίας.

Αν οι εργαζόμενοι στις βιοτεχνίες ήταν οι πρώτοι που οργανώθηκαν ώστε να συζητήσουν για τα συμφέροντά τους από κοινού με τα αφεντικά, αυτοί των μεγάλων εργοστασίων, που υποβάλλονταν στην πιο ανελέητη πίεση του κεφαλαίου ήταν οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν αυτό που τους φέρνει σε αμείωτη αντίθεση με την εργοδοσία, αυτοί που εξεγέρθηκαν ενάντια στην κατάσταση που τους έχει επιβληθεί, αυτοί που εφάρμοσαν την άμεση δράση, που διεκδίκησαν το δικό τους δικαίωμα στη ζωή, με τα όπλα στα χέρια, και πολύ σύντομα προσανατολίστηκαν σχεδόν ενστικτωδώς προς την κοινωνική Επανάσταση. Η εξέγερση της Λυόν στα 1831, καθώς και η απεργία των ανθρακωρύχων στα 1844 το έδειξαν περίτρανα. Ενώ, από το 1830 μέχρι το 1845, οι τυπογράφοι, για παράδειγμα, δεν εμφανίζονται ούτε μια φορά στη λίστα των επαγγελματιών που έχουν υποστεί τον μεγαλύτερο αριθμό καταδικών, οι ανθρακωρύχοι φιγουράρουν εκεί τρεις φορές (η βιομηχανία ορυκτών είναι τότε σε πλήρη ανάπτυξη), και οι εργάτες των υφαντουργείων κυριαρχούν σχεδόν κάθε χρόνο.

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι εργαζόμενοι των μεγάλων βιομηχανιών δεν είχαν κανένα συμφέρον στο να δημιουργήσουν έναν οργανισμό που θα πρότεινε μια συμφιλίωση (λες και κάτι τέτοιο ήταν δυνατό) μεταξύ των αντιμαχόμενων τάξεων. Δε θα φτάναν εκεί παρά πολύ αργότερα, και μάλλον παραιτημένοι, μιας και ήταν πιεσμένοι από την ίδια την κατάστασή τους, αφού είχαν υιοθετήσει αρκετές μορφές αγώνα ενάντια στην εργοδοσία που το συνδικάτο δεν είχε συλλάβει, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του. Πράγματι, οι βιομηχανικοί εργάτες δε θα δημιουργήσουν μια συνδικαλιστική οργάνωση παρά μόνο αφού αυτή θα καταχωρήσει στο καταστατικό της την πάλη των τάξεων. Είναι επιπλέον αυτή που από τα 1880 μέχρι το 1914 θα διεξάγει τους πιο βίαιους αγώνες πάνω σε ένα διεκδικητικό πλάνο. Εκτός από αυτήν τους την παραχώρηση, θα αρνηθούν να ενσωματωθούν στο συνδικάτο με πολλούς τρόπους. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποφεύχθηκε. Αρχικά, καθώς δεν υπήρχε η σύλληψη καμιάς άλλης μορφής οργάνωσης την εποχή εκείνη. Επιπλέον, είχαμε τότε μπροστά μας την προοπτική μιας μακράς αναπτυξιακή προόδου του καπιταλισμού, όπου η αναγκαιότητα συγκρότησης της εργατικής τάξης ώστε να διεκδικεί από την εργοδοσία περισσότερο ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης, φάνηκε να επιτρέπει μια καλύτερη προετοιμασία των εργαζομένων για την τελική εφόρμηση της κοινωνίας.

Ήδη από το ιστορικό του ξεκίνημα, το συνδικάτο έγινε αντιληπτό σαν ένα επισφράγισμα της ήττας των βιομηχανικών εργατών. Παρέμεινε ωστόσο αποδεκτό χάρις στις βιοτεχνικές παραγωγικές σχέσεις που επιβίωναν ακόμη στην βιομηχανία. Ήταν μια θετική λύση σ� αυτήν την εποχή της διαρκούς ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας που συνοδευόταν από μια συνεχή επέκταση των ελευθεριών και της κουλτούρας. Η αναγνώρισή τους από το Κράτος, και μέσω αυτού, του δικαιώματος στην συνένωση, στις συγκεντρώσεις και στον τύπο, καθιστούσαν μια αξιοσέβαστη κατάκτηση.

Παρ όλα αυτά ακόμη κι όταν ο συνδικαλισμός υιοθέτησε τις αρχές της πάλης των τάξεων, δεν πρότεινε ποτέ, μέσα στον καθημερινό αγώνα, την κοινωνική ανατροπή. Αντίθετα έβαλε στόχο του να συσπειρώσει τους εργάτες κάτω από το αίτημα της υπεράσπισης των οικονομικών συμφερόντων τους, μέσα στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτή η αμυντική στάση παίρνει καμιά φορά έναν χαρακτήρα έντονα συγκρουσιακό αλλά δεν προτείνει ποτέ, ούτε καν υπαινίσσεται, σιωπηρά είτε ρητά, την επανάσταση. Καθένας από τους αγώνες της εποχής εκείνης, ακόμα και οι πλέον βίαιοι, δεν θέτουν αυτό το σκοπό. Στην καλύτερη περίπτωση, την αναβάλει για κάποια απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή, κάτι που παίρνει τον χαρακτήρα του καρότου πίσω από το οποίο πορεύεται καρτερικά το υποζύγιο, υπομένοντας έτσι την καταπίεση των αφεντικών και της εργασίας, και κατ� επέκταση της καπιταλιστικής κοινωνίας που τα παράγει. Κι όμως καμία δράση δε θα γίνει προς τον σκοπό αυτό (της Επανάστασης).

Το συνδικάτο, γέννημα της επικράτησης του ρεφορμισμού στους κόλπους της εργατικής τάξης, είναι η πιο πλέρια έκφραση αυτής της τάσης. Είναι αδιανόητο να μιλάμε για ρεφορμιστικό εκφυλισμό των συνδικάτων, μιας και είναι κάτι το εκ γενετής ρεφορμιστικό. Ανά πάσα στιγμή, δεν αντιτίθεται στην καπιταλιστική κοινωνία και στο Κράτος της, για να τα καταστρέψει, αλλά μόνο και μόνο για να κατακτήσει μέσα τους μια θέση όπου μπορεί να εδραιωθεί. Ολόκληρη η ιστορία του από το 1864 μέχρι το 1914 είναι αυτή της ανόδου και της οριστικής επικράτησης αυτής της τάσης εγκολπωμένης μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό Κράτος, σε βαθμό που με το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι συνδικαλιστές ηγέτες, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, βρέθηκαν τελείως φυσικά στο πλευρό των καπιταλιστών με τους οποίους ενώνονταν βάσει των νέων συμφερόντων τους που προέκυψαν με την πλήρη αφομοίωση των συνδικάτων από την καπιταλιστική κοινωνία (σ.τ.μ: χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των ιταλών αναρχοσυνδικαλιστών που στις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, συνδύαζαν στη ρητορική τους την ταξική πάλη με την αποικιοκρατία και την υποστήριξη στον ιταλικό ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στην Αφρική). Ήρθαν τότε σε σύγκρουση με τα μέλη των συνδικάτων που ήθελαν να πολεμήσουν το σύστημα και να αποφύγουν τον πόλεμο, και τα οποία θα απομονωθούν για πάντα.

Στην περίοδο πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι συνδικαλιστές ηγέτες μόλις και μετά βίας μπορούσαν να παρουσιάζονται ως οι νομιμοποιημένοι αντιπρόσωποι της εργατικής τάξης κι αυτό στο μέτρο που χρησιμοποιούσαν αυτόν τον ρόλο ώστε να πιστοποιηθούν ως τέτοιοι από το καπιταλιστικό Κράτος. Την αποφασιστική στιγμή, όπου έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στο ρίσκο του να καλέσουν τις μάζες να απορρίψουν τον πόλεμο και το καθεστώς που τον παρήγαγε ή από την άλλη να ενισχύσουν τη θέση τους μέσα στο καθεστώς αυτό, βοηθώντας το, επέλεξαν τη δεύτερη κίνηση. Κάτι τέτοιο δε συνέβη μονάχα στη Γαλλία, αντιθέτως, οι συνδικαλιστές ηγέτες των εμπλεκομένων στον πόλεμο χωρών κράτησαν παντού την ίδια στάση θέτοντας εαυτόν στη διάθεση του καπιταλισμού. Εάν οι συνδικαλιστές ηγέτες «πρόδωσαν» τις μάζες, δεν φταίει άραγε η ίδια η συνδικαλιστική δομή και ο ρόλος τους στην κοινωνία εξ� ολοκλήρου, που έκανε μια τέτοια «προδοσία», αναπόφευκτη στα 1914;

Benjamin Péret

Σημείωση της μετάφρασης: Ο Μπενζαμέν Περέ (4 ιούλη 1899 – 18 σεπτέμβρη 1959) ήταν επαναστάτης και ποιητής, αρχικά συμμετείχε στο κίνημα Νταντά κι έπειτα στον Σουρρεαλισμό, ενώ πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο με το POUM, ενώ στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει μεταξύ άλλων, από το περιοδικό ‘πεζοδρόμιο’ (η καταισχύνη των ποιητών) το κείμενό του με τίτλο “ο πατριώτης ποιητής” που αναφέρεται στη γεροντική μεταστροφή του Αραγκόν σε σταλινικό υμνητή της Γκεπεού…

Μετάφραση απ τα γαλλικά στα ελληνικά: Συνδικάτο Ανέργων – Σαλονίκη – Αύγουστος 2007

-Εργατική Συνέλευση για την Πρωτομαγιά του 2009-

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ, ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΔΕ ΘΑ ΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ

Αυτό που εδώ και χρόνια ζούμε στους χώρους εργασίας είναι η καταστρατήγηση δικαιωμάτων που έχουν κατακτηθεί μέσα από πολύχρονους αγώνες. Τώρα, στην παρούσα ιστορική συγκυρία που το καπιταλιστικό σύστημα δημιούργησε την οικονομική κρίση, τα αφεντικά γενικεύουν περαιτέρω την επισφάλεια στην εργασία αξιώνοντας την πειθάρχηση και την συναίνεσή μας. Οι επισφαλείς σχέσεις εργασίας εμφανίστηκαν αρχικά τη δεκαετία του ’90 με την ακραία υποτίμηση των μεταναστών εργατών και επεκτάθηκαν σταδιακά και σε άλλα κομμάτια εργαζόμενων. Έτσι, η ανασφάλιστη και η μαύρη εργασία, τα ελαστικά ωράρια και οι αμέτρητες υπερωρίες, τα stage και οι συμβάσεις έργου, η δουλειά με το κομμάτι και τα γραφεία επενοικίασης εργαζομένων, η περικοπή επιδομάτων και η υπονόμευση των ασφαλιστικών μας δικαιωμάτων, η συνεχής εναλλαγή ανεργίας και εργασίας αποτελούν την πραγματικότητα που βιώνουν πολλοί από εμάς, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Αποτελούν την πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει μια διερυμένη ζώνη «αόρατων εργαζόμενων», όπου ο καθένας τρέχει συνέχεια, ανασφαλής και μόνος του, για την επιβίωση. Όμως το καινούριο στοιχείο της εργασιακής μας μιζέριας είναι ότι η γενίκευση της επισφάλειας αφορά εξίσου, ειδικά το τελευταίο διάστημα, και κομμάτια εργαζομένων που μέχρι τώρα εργάζονταν σε πιο «ασφαλείς» συνθήκες και υπό ευνοϊκότερες όρους. Η επέκταση του καθεστώτος των συμβασιούχων στο δημόσιο και του θεσμού των ωρομίσθιων στα σχολεία (τους οποίους το κράτος καθυστερεί ή και αρνείται να τους πληρώσει!), το άνοιγμα του ζητήματος του ασφαλιστικού των δημοσίων υπαλλήλων, οι εξαγγελίες για πάγωμα μισθών και επιδομάτων, η επιβολή διαθεσιμότητας σε πολλές βιομηχανίες και οι απειλές για ομαδικές απολύσεις είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη της επίθεσης των αφεντικών.

Επιπλέον η ωμή βία και η ένταση της εκμετάλλευσης στα σύγχρονα κάτεργα που παρουσιάζονται ως «χώροι εργασίας» εντείνεται το τελευταίο διάστημα. Τα παραδείγματα των δολοφονημένων σε «εργατικό ατύχημα» εργατών στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος, στους οποίους πρόσφατα το δικαστήριο επέρριψε την ευθύνη για το ατύχημα, και της επίθεσης με βιτριόλι εναντίον της συνδικαλίστριας Κωνσταντίνας Κούνεβα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόπειρας επιβολής του φόβου και της διάχυσης του κλίματος τρομοκρατίας μέσα στους χώρους δουλειάς. Η επιδιώξη τους είναι ξεκάθαρη: να το βουλώσουμε και να πειθαρχήσουμε στη συνεχή υποτίμησή μας.

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα είναι απαραίτητο ως εργαζόμενοι-ες να ξεκαθαρίσουμε, αρχικά στη σκέψη μας, δύο-τρία βασικά πράγματα. Πρώτο: η κρίση δεν είναι φυσική καταστροφή, όπως αγκομαχούν να μας πείσουν δημοσιογράφοι και οικονομικοί αναλυτές, είναι δομικό πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος. Εμείς, ως οι εκμεταλλευόμενοι-ες αυτού του συστήματος, δεν έχουμε καμμία «ευθύνη συνδιαχείρισης» της κρίσης μαζί με τους ιδιοκτήτες αυτού του κόσμου. Επίσης δεν έχουμε την πρόθεση να δώσουμε καμμία πνοή ζωής στο σύστημά τους. Δεύτερο: η επέκταση και η πειθάρχηση στις επισφαλείς σχέσεις εργασίας αποτελούν τη συγκεκριμένη μεθόδευση των αφεντικών προκειμένου να πληρώσουμε εμείς για την κρίση τους. Καλούν λοιπόν εμάς να πληρώσουμε για την κρίση που αυτοί δημιούργησαν, σφυρίζοντας αδιάφορα για όλα όσα τόσα χρόνια συστηματικά κατάκλεψαν. Και αυτό γιατί η μετακύλιση του κόστους της κρίσης είναι ο αποτελεσματικότερος αυτή τη στιγμή τρόπος προκειμένου να δημιουργήσουν συνθήκες κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις τους άμεσα. Η πρόσφατη κοινωνικοποίηση της χασούρας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι παραπάνω από ενδεικτική: αυτοί που για χρόνια μας παραμύθιαζαν ότι δεν υπάρχουν χρήματα για τους μισθούς και τις συντάξεις βρήκαν μέσα σε λίγες μέρες 28 δις για τους τραπεζίτες φίλους τους! Τρίτο: η δημόσια συζήτηση για την υποτιθέμενη «έκρηξη της εγκληματικότητας» δεν είναι καθόλου άσχετη με την επέκταση της επισφάλειας και την κρίση. Όλοι όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι «περισσότερη και καλύτερη αστυνομία» γνωρίζουν πολύ καλά ότι πίσω τους είναι η εξέγερση του Δεκέμβρη και μπροστά τους οι ενδεχόμενες κοινωνικές εκρήξεις εξαιτίας της όξυνσης του ταξικού πολέμου από τα αφεντικά. Έτσι το κράτος από την πλευρά του με πρόσχημα το «αίσθημα ανασφάλειας που νιώθει ο πολίτης» επιλέγει την αστυνομοκρατία και την σφοδρή καταστολή ως το μοναδική διέξοδο προκειμένου να καταφέρει να διαχειριστεί το κοινωνικό ζήτημα. Οι πρώτοι αποδέκτες της καταστολής είναι οι μετανάστες, απέναντι στους οποίους το κράτος ήδη προσπαθεί να ενεργοποιήσει την διαδικασία του «κοινωνικού αυτοματισμού».

Το κράτος και ο επιχειρηματικός κόσμος έχουν ήδη λάβει θέσεις μάχης εναντίον μας. Μαζί με αυτούς ο υποταγμένος συνδικαλισμός των γραφειοκρατών και των εργατοπατέρων που εδώ και χρόνια αδιαφορούν για τους εργατικούς αγώνες ή τους ξεπουλούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Είναι πλέον προφανές ότι από τον υποταγμένο συνδικαλισμό δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα παραπάνω από εθιμοτυπικές απεργίες. Όχι μόνο γιατί, εδώ και χρόνια, είναι επιλογή των συνδικαλιστικών δομών να μην υπερασπίζονται τα αιτήματα του κόσμου της επισφαλούς εργασίας και των «αόρατων» εργαζομένων, ντόπιων ή μεταναστών. Αλλά και γιατί είναι δηλωμένη η πρόθεση των συνδικαλιστών γραφειοκρατών να συνδιαχειριστούν την κρίση μαζί με τα αφεντικά: ήδη η ΓΣΕΕ ετοιμάζεται να προτείνει μαζί με τον ΣΕΒ σειρά μέτρων «για τη διάσωση των επιχειρήσεων». Αντί λοιπόν να παρακολουθούμε τι κάνουν τα κάθε απόχρωσης συνδικαλιστικά και κομματικά στελέχη πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στους αγώνες που δίνει η ίδια η τάξη μας.

Τα τελευταία χρόνια, όσες φορές οι εργαζόμενοι διεκδίκησαν συλλογικά και πήραν τον αγώνα στα χέρια τους κατάφεραν να κερδίσουν μικρές, αλλά σημαντικές, νίκες. Η εξέγερση των μεταναστών εργατών γης στη Νέα Μανωλάδα, η ολιγοήμερη κατάληψη των εγκαταστάσεων της Altec από τους εργαζόμενους, οι συντονισμένες δράσεις ενάντια στις απολύσεις στους χώρους του βιβλίου, του εμπορίου και των ταχυμεταφορικών εταιριών, ο αγώνας της ΠΕΚΟΠ, και οι μαζικές κινητοποιήσεις αλληλεγγύης, για να καταργηθεί το καθεστώς δουλεμπορίου των εργαζόμενων στις εταιρίες καθαρισμού… Όλα αυτά αποτελούν παραδείγματα αγώνων από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε δύναμη για να πιστέψουμε ξανά στις δικές μας δυνάμεις. Όλοι αυτοί οι αγώνες, και μαζί τους η εξέγερση του Δεκέμβρη (που, εκτός από τους μαθητές και τους μετανάστες, έφερε στο προσκήνιο και τους επισφαλείς νέους εργαζόμενους που έχουν αποκλειστεί από τις δομές του επίσημου συνδικαλισμού), αποδεικνύουν έμπρακτα πως υπάρχει ένα κομμάτι εργαζομένων σήμερα που αναζητά χώρο προκειμένου να εκφράσει τα συμφέροντά του, να οργανωθεί και να δράσει με σκοπό να απαντήσει στην επίθεση εναντίον του.

Ως εργάτες-τριες λοιπόν που ζούμε μέσα στην καθημερινότητα της γενικευμένης επισφάλειας απαντάμε με το σύνθημα όλων των πρόσφατων εργατικών διαδηλώσεων στις πόλεις όλου του κόσμου: δε θα πληρώσουμε εμείς για την κρίση σας! Σε καμμία περίπτωση δε μας ενδιαφέρει η σωτηρία των επιχειρήσεων. Αντίθετα, σε κάθε περίπτωση επιδιώκουμε συλλογικά την ικανοποίηση των δικών μας αναγκών και επιθυμιών. Απέναντι στην επίθεση κράτους και αφεντικών αντιτάσσουμε την πρακτική του αγώνα και της συλλογικής διεκδίκησης. Απέναντι στην αδιέξοδη και αναποτελεσματική πρακτική της ανάθεσης επιλέγουμε την αυτοοργάνωση στους χώρους δουλειάς μας για την άμεση διεκδίκηση όσων μας ανήκουν. Πράγμα που συγκεκριμένα σημαίνει: τη δημιουργία εργατικών επιτροπών και σωματείων βάσης, τη δημιουργία εργατικών ομάδων και πυρήνων αντίστασης, σε κάθε μικρό ή μεγάλο χώρο δουλειάς, που θα λειτουργούν με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες. Έτσι ώστε να κατακτήσουμε ξανά τη συναδελφική και ταξική αλληλεγγύη μέσα από την πάλη, την αξιοπρέπεια μέσα από τον αγώνα. Είναι πια καιρός να συνειδητοποιήσουμε τη συλλογική μας δύναμη και να μην χαριστούμε σε κανέναν!

Στη βάση αυτή, μια πρωτοβουλία από πρωτοβάθμια σωματεία και εργατικές συλλογικότητες, από αγωνιζόμενους εργάτες-τριες, από επισφαλείς εργαζομένους-ες και άνεργους-ες, συναντηθήκαμε με αφορμή τη φετινή Εργατική Πρωτομαγιά. Αναγνωρίζοντας ότι η γενίκευση της επισφάλειας οδήγεί τις εργασιακές σχέσεις πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που οι εργάτες διεκδικούσαν το οχτάωρο στις ματωμένες πρωτομαγιάτικες απεργίες, προχωρούμε στη διοργάνωση μιας πρωτομαγιάτικης πορείας και μιας εκδήλωσης-συζήτησης που θέλουμε να ανήκουν στους «αόρατους εργαζόμενους» της επισφάλειας…

ΕΚΔΗΛΩΣΗ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Τετάρτη 29 Απρίλη, 6.00 μμ, Πλατεία Κουμουνδούρου

ΠΟΡΕΙΑ

Παρασκευή 1η Μάη, 11.00 πμ, Πλατεία Βικτωρίας

ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ – ΤΑΞΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Εργατική Συνέλευση για την Πρωτομαγιά του 2009

Το MIL και τα εργατικά συμβούλια

Πηγή: Telesforo Tajuelo: El MIL, Puig Antich y los GARI, ed. Ruedo Iberico 1977 Σε ελεύθερη μετάφραση-επιλογή κειμένων-επιμέλεια κλπ των

Εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας,” Σεπτέμβρης 2007

Σαν εισαγωγή

Θα αναφερθούμε σε κάποιες ομάδες, αυτές που σχημάτισαν το Movimiento Iberico de Liberation (MIL) και τις Grupos de Accion Revolucionaria Internacionalista (GARI), που αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους, μια υπόθεση τόσο πολύτιμη όπως η απελευθέρωσή τους, χωρίς να ελπίζουν σε επαναστατικές πρωτοπορίες να τους λύσουν τα προβλήματά τους. Ο απόρριψη του λενινισμού εκ μέρους των ομάδων αυτών φτάνει μέχρι την ίδια τη σύλληψη του Lenin περί μιας επαναστατικής πρωτοπορίας στα χέρια της οποίας μπορούν να αφεθούν οι εργαζόμενοι/ες. Από κει και πέρα, κάθε κράτος, κάθε κόμμα που δέχεται τον λενινισμό διευθύνεται από μια ελίτ διαννοουμένων που σκέφτονται για λογαριασμό του, και σαν λογική συνέπεια αυτού, αποφασίζουν για λογαριασμό του, μιας και ο λαός αδυνατεί λόγω της μόρφωσής του.Το MIL και οι GARI έκαναν τα πάντα προκειμένου να αγνοήσουν τελείως το κράτος, το κάθε κράτος, για να το αποκαταστήσουν ως έναν απλό άρπαγα. Η αντίληψή τους αυτή για το πρόβλημα του κράτους εδράζει στην παραδοσιακή αναρχική σύλληψη περί κράτους.Χωρίς αμφιβολία, το να αγνοείς το κράτος σημαίνει να αγνοείς επίσης τους νόμους και το να μη συμμορφώνεσαι με την νομιμότητα σε θέτει αυτόματα εκτός της νομιμότητας. Με αυτήν την έννοια η ιστορία του MIL και των GARI είναι μια ιστορία ανθρώπων που αψήφησαν τους νόμους μιας και αυτοί υποβάλλονται απευθείας από το κεφάλαιο.Το MIL ξανάδωσε στη λέξη κεφάλαιο, όλο το νόημά της, καταλογίζοντάς την στον νούμερο ένα εχθρό. Για το MIL, η δικτατορία δεν ήταν παρά μια από τις μορφές που μπορεί να πάρει το κεφάλαιο και με αυτή την έννοια, το σύνθημα «Κάτω η δικτατορία!» έπρεπε να αντικατασταθεί από το «Κάτω το κεφάλαιο!». Το MIL αγωνίστηκε ενάντια στο κεφάλαιο σε κάθε μορφή του. Από δω και μπρος, η λέξη αγώνας παίρνει για τους αγωνιστές του MIL μια συνεκτική έννοια, πάει να πεί αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο. Για να αγωνιστούν ενάντια στο κεφάλαιο, τα μέλη της ομάδας έπρεπε να ξεπεράσουν τους νόμους που υπέβαλλε αυτό, μιας και, όπως έλεγε κι ο Sartre «…από δω και μπρος, δεν μπορείς να πολεμήσεις το σύστημα μέσα στο οποίο βρίσκεσαι, σεβόμενος την νομιμότητά του». (Jean-Paul Sartre: On a raison de se revolter).Το MIL δεν είχε λόγους να σεβαστεί μια νομιμότητα που είχε επιβληθεί από την αστική τάξη, η οποία βρίσκεται στη διαχείριση του κεφαλαίου. Δεν μπορείς να αγωνίζεσαι ενάντια στο κεφάλαιο και να ξερογλείφεσαι με την αστική τάξη. Το MIL και οι GARI λοιπόν αποτελούνταν από άτομα «πέραν του νόμου». Το MIL δεν αντιπροσώπευε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ωστόσο είναι φανερές οι συμπάθειές του για τα Εργατικά συμβούλια. Στο θεωρητικό τομέα, η δουλειά του MIL στράφηκε προς όλες τις ριζοσπαστικές τάσεις, από τον αναρχισμό μέχρι τα εργατικά συμβούλια του Anton Pannekoek. Τα μέλη του MIL εγκατέλειψαν γρήγορα αυτή τη μεταφραστική-εκδοτική δουλειά για χάρη της προσωπικής δημιουργίας, αφήνοντας μια ευρεία κλίμακα λησμονημένων κλασσικών κειμένων, όχι μόνο από τον επίσημο μαρξισμό αλλά κι από όλον τον κόσμο: Camillo Berneri, Esteban Balazs, Antonio Ciliga, Anton Pannekoek. Οι συγγραφείς που «διέσωσε» το MIL ήταν μιας αξιοσημείωτης ιδεολογικής γκάμας, που θα μπορούσε να φανεί ως σύγχυση: τα μαρξιστικά κείμενα (ωστόσο κανένα λενινιστικό), αναμειγνύονταν με τα καθαρά αναρχικά όπως του Berneri ή μια σύντομη ιστορία της FAI. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν κομμουνιστές και σε κάθε περίπτωση που έβρισκαν εκδήλωναν την υποστήριξή τους στα Εργατικά Συμβούλια. Εξαιτίας της πρακτικής τους και αρκετών εκδόσεών τους, συνηθιζόταν να περιγράφονται από τρίτους ως αναρχικοί. Οι ίδιοι φρόντιζαν να δείχνουν σε κάθε περίπτωση ότι ο κομμουνισμός τους δεν είχε να κάνει τίποτα με αυτόν του Lenin και των επιγόνων του. Για το MIL, ο Lenin, ή κι ο Proudhon ήταν μέρος της προϊστορίας. Αντιθέτως, η ομάδα πίστευε ότι μπορούσε ακόμα να συναντηθεί με τον Marx και ίσως λίγο με τον Bakunin, η έμπνευση των οποίων πηγαίνει στην Ιστορία, εγκαταλείποντας την προϊστορία. Όσον αφορά τη θεωρητική συνεισφορά του MIL, τα μέλη του δημοσίευσαν έντυπα τα οποία ήταν αν μη τι άλλο ξεκάθαρα τουλάχιστον ως προς αυτό: την αναγκαιότητα αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης. Είναι αυτό, άλλωστε, που συνδέει αναρχικούς και συμβουλιακούς. Ανατρέχοντας στα κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε συνθήκες παρανομίας από την ομάδα αυτή, φαίνεται πως κλίνει περισσότερο προς το συμβουλιακό στρατόπεδο παρά προς το αναρχικό. Αυτό έχε να κάνει χωρίς αμφιβολία με τις αντιφάσεις από τις οποίες μαστιζόταν ο επίσημος ισπανικός αναρχισμός. Αν αναλύσουμε τα τρία χαρακτηριστικά των Εργατικών Συμβουλίων, χαρακτηριστικά που ανακάλυψαν ξανά για λογαριασμό τους κάποιες μειοψηφικές αναρχικές τάσεις, μπορού

« ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ… ΔΙΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ »

« ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ… ΔΙΟΡΙΣΜΕΝΩΝ   ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ »

Δημοσιεύτηκε η απόφαση της ΟΛΜΕ για τη διαδικασία εκλογής εκπροσώπων στο 14ο Συνέδριο. Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση αυτή οι ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί  δεν έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν. Ακόμα και αν σε κάποιες ΕΛΜΕ έχουν γραφτεί  ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί , αυτοί δεν έχουν όλα τα δικαιώματα του μέλους.   Αντίθετα  οι διευθυντές των σχολείων και οι προϊστάμενοι , τόσο στις εκλογές των ΕΛΜΕ, όσο και στο συνέδριο της  ΟΛΜΕ,  ψηφίζουν κανονικά.

Οι διευθυντές των σχολείων και οι προϊστάμενοι των γραφείων είναι επίλεκτα στελέχη που ασκούν διοίκηση. Δεν εκλέγονται από τους εκπαιδευτικούς , ούτε είναι κληρωτοί. Επιλέγονται από τα Υπηρεσιακά Συμβούλια , με βαρύνουσας σημασίας συνέντευξη, η οποία επηρεάζει σημαντικά το αποτέλεσμα.

Στην περίπτωση της  ΠΔΣ , μάλιστα οι Διευθυντές των σχολείων και οι Προϊστάμενοι  αποφασίζουν από κοινού για την πρόσληψη των ωρομισθίων εκπαιδευτικών. Μεταξύ των εκπαιδευτικών που εργάζονται στην ΠΔΣ και των διευθυντών  και των προϊσταμένων  υπάρχει επομένως  σχέση  «εργαζόμενου-εργοδότη».  Αυτό και μόνο το στοιχείο αρκεί για να  αποκλεισθεί  η συμμετοχή των διευθυντών και των προϊσταμένων στις ΕΛΜΕ και στην ΟΛΜΕ. (Η ιδιότητα του μέλους της ΕΛΜΕ  να αναστέλεται, για όποιον  εκπαιδευτικό γίνεται διευθυντής σχολείου ή προϊστάμενος )

Οι ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί εργάζονται μέσα στα δημόσια σχολεία  και διδάσκουν  τα  ίδια  μαθήματα  στους  ίδιους μαθητές  με τους διορισμένους εκπαιδευτικούς. Κάνουν δηλαδή την ίδια εργασία στον ίδιο εργασιακό χώρο με τους διορισμένους εκπαιδευτικούς. Και  όμως  αποκλείονται από τη διαδικασία του  συνέδριου, ενώ αντίθετα δεν αποκλείονται  οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και ας μην εξωραϊζουμε την πραγματικότητα με ευτελείς  δικαιολογίες.

Το ερώτημα που τίθεται είναι ο χαρακτήρας του συνδικάτου των εκπαιδευτικών. Τι συνδικάτα είναι  οι  ΕΛΜΕ  και η  ΟΛΜΕ ;  Συνδικάτα των περισσότερο εξασφαλισμένων, των εργαζομένων με τις καλές και σταθερές εργασιακές σχέσεις, των διευθυντών και των προϊσταμένων ….

Πρωτοβουλία  για την  αυτοοργάνωση  στην εκπαίδευση