Πόσο σχετίζονται οι αλλαγές στην Παιδεία με την οικονομική κρίση

Αλεξάνδρα Περιστεράκη

Οι αλλαγές που ζούμε στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας το τελευταίο διάστημα έχουν θυμώσει πολλούς από μας. Με αντιδράσεις που ποικίλλουν, οι προσπάθειες να στηρίζουμε ως εκπαιδευτική κοινότητα μια αξιοπρεπή παιδεία έχουν μπει στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων και δράσεων. Μπροστά στον καταιγισμό αλλαγών σε όλους τους τομείς (εργασιακές σχέσεις, αριθμός μαθητών ανά τμήμα, παιδαγωγικές προσεγγίσεις κλπ.) που εξήγγειλε η Υπουργός αρχές Μαρτίου με το κείμενό της για το «Νέο Σχολείο» , είναι πολύ δύσκολο να αναζητά κανείς λύσεις, μια και εδώ και χρόνια το μόνο που διαθέτουμε στα χέρια μας από τις επαναλαμβανόμενες «μεταρρυθμίσεις» και «καινοτομίες», είναι αποσπάσματα ενός «βιβλίου» που δε μας δίδεται ποτέ ολόκληρο. Τα επίσημα κείμενα συνήθως δε μας λένε τίποτα το ουσιαστικό. Με γενικές διατυπώσεις όπως «οι αλλαγές διευρύνουν τους ορίζοντες κάθε μαθητή και μαθήτριας», «καταργούν τα σύνορα της γνώσης», «διευκολύνουν την επικοινωνία με τον εκπαιδευτικό» κλπ, το μόνο που προτείνεται για να κατανοήσεις πραγματικά τις αλλαγές στην Παιδεία είναι τα ταχύρρυθμα και συχνά πρόχειρα σεμινάρια, οι αλλαγές στο μισθό σου, η ξαφνική απόφαση να συμπληρώνεις ωράριο σε απομακρυσμένο σχολείο κλπ, αποσπασματικές κινήσεις δηλαδή, που βιώνεις με απόγνωση αναρωτώμενος τι συμβαίνει.

Κι όμως, η σχέση της Παιδείας με την Οικονομία δεν είναι μόνο άμεση (περικοπές κλπ.) αλλά δυστυχώς πολύ βαθύτερη και επικίνδυνη. Είτε πρόκειται για τις αλλαγές του «Πρώτα ο μαθητής» είτε για τις «καινοτομίες» που παρουσιάστηκαν πέρυσι από τη «Πολιτική Επιτροπή για την Παιδεία», η «μεταρρυθμιστική διάθεση» δεν είναι ούτε ελληνική επινόηση, ούτε αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο μελετών και προτάσεων για τη βελτίωση του ελληνικού «απαρχαιωμένου εκπαιδευτικού συστήματος». Πρόκειται για μια σειρά μεταφράσεων και εναρμονίσεων με τους κανόνες κοινής διαχείρισης της Παιδείας στην Ευρώπη. Αυτό εξ’ορισμού δεν είναι αρνητικό: το να έχουμε κοινή αντιμετώπιση σε κοινά προβλήματα υπόσχεται μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι το κατά πόσον οι αλλαγές αυτές όντως επιφέρουν βελτίωση και τι εννοούμε βελτίωση στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Το κείμενο που ακολουθεί επικεντρώνεται στο γενικό σχέδιο αλλαγών στην Παιδεία που εφαρμόζεται τμηματικά στη χώρα μας εδώ και 10 χρόνια, ανεξάρτητα από την πολιτική ηγεσία. Όπως θα δούμε, η προσπάθεια αυτή παρουσιάζει μεγάλη συνοχή: διερευνώντας τα κίνητρα της επινόησης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δίδονται κάποιες εξηγήσεις ως προς τους σκοπούς της και τη συγγένειά τους με τα αίτια της οικονομικής κρίσης. Ποιοι αποφασίζουν δηλαδή, και με ποιο στόχο! Επειδή οι εφαρμογές αυτές προηγούνται σε άλλες χώρες της Ευρώπης, έχουμε στα χέρια μας ήδη κάποια απτά στοιχεία, τα οποία θεωρώ πολύ σημαντικά, διότι πέρα από κείμενα και ερμηνείες, οι αποδέκτες ενός δημοσίου και δωρεάν εκπαιδευτικού συστήματος είναι κατά πλειοψηφία άνθρωποι σε ηλικία ή/και κατάσταση ανυπεράσπιστη.

Με στόχο να μοιραστώ τις πληροφορίες αυτές (τις δύσκολες μέρες της υπερπληροφόρησης και της παραπληροφόρησης), πέρα από το κυρίως κείμενο που προκύπτει από μια μελέτη μου του ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος τη διετία που ήμουν στη Γαλλία (2006-2008), παραθέτω σχόλια και πηγές.

Τι ισχύει στην Ευρώπη από το 2000 και μεις εφαρμόζουμε τμηματικά με επαναλαμβανόμενες «μεταρρυθμίσεις και καινοτομίες»: Τι είναι η Κοινή Βάση Γνώσεων και Δεξιοτήτων, πότε εμφανίστηκε στην Ευρώπη, πού και κάτω από ποιες συνθήκες διατυπώθηκε η αναγκαιότητα ανάδειξης και ανάπτυξης ορισμένων δεξιοτήτων, τι ονομάζεται Γνώση και ποιοι είναι οι βασικοί στόχοι στα αρχικά κείμενα καθώς και στις εφαρμογές τους;

Η ευρωπαϊκή Κοινή Βάση Γνώσεων και Δεξιοτήτων :

Ξεκινώντας με την αφετηρία όλων των ευρωπαϊκών μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, πρέπει να αναφερθούμε στη διαδοχή των κυριότερων αποφάσεων: Η «Κοινή Βάση Γνώσεων και Δεξιοτήτων » έχει υιοθετηθεί από τις πρώτες συναντήσεις της Λισσαβόνας για την Παιδεία (2000) στο σύνολό της από τις χώρες της Ευρωζώνης (πρώτη έκδοση το 2001). Το κείμενο αυτό καθορίζει όλες τις μεταρρυθμίσεις, καινοτομίες, λεξιλόγια που χρησιμοποιούμε (αλήθεια, μίλαγε κανείς για διαπολιτισμικότητα, καινοτόμες δράσεις ή διαθεματικότητα πριν 10 χρόνια;) και αναλυτικά προγράμματα.

Ανταποκρίνεται στην ανάγκη να είναι επίκεντρο του εκπαιδευτικού συστήματος ο μαθητής και να του παρέχεται κατά τη διάρκεια της σχολικής του διαδρομής η δυνατότητα μιας γνωστικής και συναισθηματικής ανάπτυξης με την οποία θα μπορέσει να εισαχθεί στην κοινωνία όσο πιο προετοιμασμένος γίνεται. Ο στόχος είναι ποσοτικός: να εκπαιδευτούν όσο το δυνατόν περισσότεροι (Παιδεία για όλους ή «No child left behind» αν προτιμάτε ) και το περιεχόμενο των σπουδών τους να «ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας» (χωρίς ωστόσο αυτές να διευκρινίζονται παρά με τη φράση «με όσα είναι απαραίτητα», κάτι που αφήνει τα περιθώρια για διαμόρφωση αναλυτικών προγραμμάτων «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα των αναγκών της Αγοράς όπως θα δούμε παρακάτω ).

Το 2002 προτάθηκε ένα πλαίσιο για την καταπολέμηση της ανεργίας μέσω απόκτησης δεξιοτήτων. Συνδέθηκε άμεσα η Παιδεία με την αποδοτικότητα και την εύρεση εργασίας.

Στηριζόμενες σε αυτές τις «γενικές γραμμές» που βαθμιαία πήραν την τελική τους μορφή στις Συνόδους Κορυφής των Υπουργών της ΕΕ από το 2000 ως το 2005 , συνέταξαν τις οδηγίες για τη συγγραφή νέων σχολικών βιβλίων οι εθνικές επιτροπές της κάθε χώρας-μέλους.
Με τη συγγραφή αυτών των βιβλίων και τη διεξαγωγή επιμορφωτικών σεμιναρίων καθιερώθηκαν σε μας τους εκπαιδευτικούς η νέα ορολογία της εκπαίδευσης και ταυτόχρονα ένας καινούργιος τρόπος διδασκαλίας: διαθεματικότητα, βιωματική προσέγγιση, έννοιες που αρκετοί από μας εφαρμόζαμε μεν ήδη αλλά εντάχθηκαν τότε στο λεξιλόγιο και στις πρακτικές όλων.

Η ενιαία πολιτική της ΕΕ για την Παιδεία και τον Πολιτισμό και η σύγκλιση των εθνικών προγραμμάτων σπουδών, οι καινούργιες ιδέες για διαπολιτισμικότητα και η πρόσβαση για όλους στη γνώση έγιναν αποδεκτά και αναγκαία μέτρα στο χώρο της ελληνικής δημόσιας και δωρεάν παιδείας, μακριά από τα πρότυπα ενός βαρετού και δυσανάγνωστου σχολείου που παρείχε μια ξεπερασμένη εγκυκλοπαιδική σωρεία γνώσεων. Οι νέες προσεγγίσεις είχαν και έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν ένα πεδίο ζωντανής και ανανεωμένης Γνώσης δίνοντας στο μαθητή πρωτίστως την αίσθηση ότι «τον αφορά» και στην πορεία τη δυνατότητα άμεσης αναγνώρισης και συνέχισης των σπουδών του σε όλη την Ευρώπη.

Σύμφωνα με την Κοινή Βάση που ψηφίστηκε το 2005, η Παιδεία χωρίζεται σε πέντε ως επτά τομείς Γνώσεων και Δεξιοτήτων και η Πιστοποίησή τους χωρίζεται σε Επίπεδα .

Οι τομείς είναι :
1/ η εκμάθηση της εθνικής γλώσσας της κάθε χώρας
2/ η εκμάθηση μιας δεύτερης ζωντανής γλώσσας
3/ η εκπαίδευση με στοιχεία μαθηματικών, επιστήμης και τεχνολογιών
4/ η εκμάθηση χρήσης τεχνολογιών και ψηφιακής επικοινωνίας
5/ η διαμόρφωση ανθρωπιστικής κουλτούρας
6/ η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και η αγωγή πολίτη
7/ η ανάπτυξη της αυτονομίας και της πρωτοβουλίας

Με την αλλαγή κατεύθυνσης της παιδείας από παροχή γενικής καλλιέργειας σε ανάπτυξη συγκεκριμένων δεξιοτήτων , ο μαθητής λαμβάνει μια μορφή γνώσης που θα του είναι χρήσιμη, είτε άμεσα είτε στο προσεχές μέλλον. Μαθαίνει στρατηγικές μελέτης και αφομοίωσης των γνωστικών αντικειμένων, την επεξεργασία τους και το συνδυασμό τους, προωθώντας έτσι την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, τις μεταδεξιότητες και την προοπτική συμμετοχής στη δια βίου μάθηση.

Στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών για παράδειγμα δίδεται έμφαση σε μια κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα. Η γνωριμία με τον πολιτισμό θεωρείται η αποτελεσματικότερη προσέγγιση των λαών, όταν δηλαδή ο μαθητής πληροφορείται για τα φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά τους επιτεύγματα . «Μαθαίνει έτσι να εκτιμά και να σέβεται τη διαφορετικότητα, να αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα και να αναλύει τα “συστατικά στοιχεία” της σημερινής Ευρώπης».

Έτσι, ίσως η μεγάλη καινοτομία είναι ότι ο μαθητής καλείται να ενημερώνεται με την ιστορία, τη γεωγραφία, την αειφόρο ανάπτυξη, την αγωγή πολίτη, τη φιλοσοφία κ.ά., μαθήματα των οποίων επιμέρους σκοποί είναι η κοινή ανάπτυξη των ευρωπαϊκών χωρών και η μετάδοση ευρωπαϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς. Πρέπει να βρει τρόπο να χτίσει διαπολιτισμική κουλτούρα. Τα σημεία αναφοράς που του δίνονται για την «κοινή κληρονομιά» είναι επιλεγμένα μνημεία, έργα και άνθρωποι που «διαμόρφωσαν τη σημερινή Ευρώπη» όπως για παράδειγμα ο Παρθενώνας, ο Μπετόβεν, ο Αϊνστάιν, η Βίβλος, ο Πλάτωνας και ο Καρτέσιος.

Από το 2006 η μεταρρύθμιση εφαρμόζεται στη Γαλλία. Το 2006 και 2007 τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Συμβούλια της χώρας έστειλαν και ξαναέστειλαν συμβουλές, παρατηρήσεις και προτάσεις για βελτίωση. Σε γενικές γραμμές το αρχικό κείμενο αναφέρεται τόσο γενικά στο Σεβασμό των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στη Κοινωνία της Γνώσης και των Ανταλλαγών κλπ. που είναι αφενός δύσκολο να το αποκλείσει κανείς (έχει πολύ ενδιαφέρουσες και δημιουργικότατες τοποθετήσεις) αλλά είναι αφετέρου εύκολο να διακρίνει ο έμπειρος εκπαιδευτικός ή πολιτικός, το ποιες δυνατότητες δίνονται στους εθνικούς συντάκτες να αποφασίζουν για την τελική διαμόρφωση συγκεκριμένου αυριανού πολίτη μέσα από καθοριστικές εφαρμογές και προγράμματα.

Στη Γαλλία χρόνο με το χρόνο βλέπουν μια παιδεία χωρίς αποτέλεσμα και ένα σχολείο που όλο και περισσότερο απομακρύνει τους μαθητές, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς (μελέτες υπάρχουν από τη δεκαετία του ’80 για τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη σχολική αποτυχία, την πρόωρη εγκατάλειψη, «Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας » κλπ.).

Προσπαθώντας να συνδυάσουν την εργασία με την Παιδεία, την ανεργία και τη σχολική αποχή, τη βία και την αναποτελεσματικότητα των μέχρι τώρα αλλαγών, οι λύσεις που προτείνονται είναι μάλλον «εξυπηρετικές» για την Αγορά: για παράδειγμα, εφαρμόζεται συστηματικά από το 2007 ένα πρόγραμμα για το «Σχολείο και Εργασία», μια πρακτική άσκηση στις Βιοτεχνίες και Βιομηχανίες που βρίσκονται κοντά στα Γυμνάσια και Λύκεια (χωρίς αμοιβή φυσικά γιατί θεωρείται εκπαίδευση) http://europa.eu/documents/comm/white_papers/pdf/com95_590_fr.pdf, «ώστε να έχουν κάτι να κάνουν οι νέοι και να αποφασίσουν τι τους ταιριάζει» .

Για την Ελλάδα και τις μεταρρυθμίσεις που πρόκειται να εφαρμοστούν μπορούμε να ενημερωθούμε από το κείμενο της κοινής ευρωπαϊκής απόφασης το 2008 (στα ελληνικά): http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2008:0425:FIN:…

Η αναγκαιότητα των Αλλαγών. Από ποιούς, γιατί και με ποιό στόχο;

Στα πλαίσια κοινών δράσεων της Ευρώπης και εναρμόνισης των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών δομών , εισάχθηκαν με την απόφαση της Λισσαβόνας το 2005 νέοι όροι στην εκπαίδευση όπως κατάρτιση, δεξιότητες, αποδοτικότητα, επένδυση στη γνώση κλπ., όροι δανειζόμενοι από τον ως τότε για τους εκπαιδευτικούς άγνωστο κόσμο των οικονομικών συνδιαλλαγών και που ξάφνιασαν αρχικά την εκπαιδευτική κοινότητα, προκαλώντας αντιδράσεις από αρκετούς ενώ άφηνε πολλά ερωτηματικά στους υπολοίπους. Οι στόχοι αυτής της μεταρρύθμισης είναι μεταξύ άλλων η σύνδεση του περιεχόμενου του σχολείου με την προσφορά εργασίας, η κινητικότητα των ευρωπαίων πολιτών, η εδραίωση της δια βίου μάθησης, η κατάρτιση σε νέα επαγγέλματα με έμφαση στη χρήση νέων τεχνολογιών.

Για τους λόγους υιοθέτησης κοινής εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ευρώπη μπορούμε να αναφερθούμε στη βούληση για μια κοινή πορεία σε έναν πολύ μικρό γεωγραφικό χώρο με έντονες διαφορές αλλά και κοινά πολιτισμικά στοιχεία.. Για τη συγκεκριμένη απόφαση όμως, πέρα από τη χάραξη νέων πολιτικών και κοινωνικών κατευθύνσεων, πρόκειται για ισχυρή απάντηση στις αμερικάνικες μελέτες που οδήγησαν σε μεταρρύθμιση κείνη την περίοδο (1999-2001) τις ανταγωνιστικές στον υπόλοιπο πλανήτη (και πλέον δύσκολα ανταγωνίσιμες) Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες διαπιστώνεται η ανεπάρκεια της Παιδείας εδώ και δεκαετίες, με πρωτοπόρους ερευνητές να έχουν εντοπίσει μερικούς λόγους αλλά και να έχουν προτείνει λύσεις. Το θέμα του «αυριανού πολίτη» όμως έχει τουλάχιστον δυο όψεις. Η μια αφορά την ποιότητα της παροχής παιδείας και το κατά πόσον μπορεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα να προωθεί και να στηρίξει την ανάπτυξη της αυτόνομης σκέψης, πρωτοβουλίας, της συγκριτικής και συνδυαστικής διαδρομής των όσων μαθαίνονται και την άνεση εφαρμογών μέσα από το διάλογο, ενώ η άλλη όψη, διαπιστώνοντας ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα σε καθημερινές δεξιότητες των νέων που εισάγονται στην αγορά εργασίας, προωθεί την εκμάθηση άμεσα χρήσιμων Γνώσεων και Δεξιοτήτων με στόχο να επαναφέρει την επόμενη γενιά σε «διαχειρίσιμα» επίπεδα (οι νέοι σήμερα θεωρούνται στην παραγωγική διαδικασία λιγότερα αποτελεσματικοί -άρα ανταγωνιστικοί- από τους γονείς τους).

Το 1995-1999 στις Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν πολλές συναντήσεις της Πολιτείας με τους υπεύθυνους κυρίως της Βαριάς Βιομηχανίας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της μη-απόδοσης των νέων εργατών και υπαλλήλων αντιμετωπίστηκε με «κοινή προσπάθεια χάραξης Νέας Παιδείας» . Έτσι, η General Motors για παράδειγμα παρουσίασε μελέτες και προτάσεις για τις απαραίτητες δεξιότητες που πρέπει να βελτιωθούν στους νέους.

Με ένα κείμενο «Ανάλυσης Δεδομένων της Παιδείας και Προτάσεων», Αμερικάνικες Πολιτείες, Βιομηχανίες, μεγάλες Εταιρίες και Πανεπιστήμια συμφώνησαν και η αρχή των μεταρρυθμίσεων σε παγκόσμιο επίπεδο επιτεύχθηκε: http://wdr.doleta.gov/opr/FULLTEXT/1999_35.pdf. Ψηφίστηκαν μεταρρυθμίσεις, εφαρμόστηκαν αλλαγές. Σήμερα, ένα από τα αποτελέσματα αυτής της μεταρρύθμισης είναι για παράδειγμα η ανάληψη εκπαιδευτικού προγράμματος για το περιβάλλον από την General Motors: http://www.gm.com/experience/education/teachers/energy_highway.jsp
Τα προγράμματα αξιοποίησης δεξιοτήτων εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στην Αυστραλία όπου «αναπτύσσονται ραγδαία οι χειρονακτικές δυνατότητες των μαθητών» (μειώνονται οι ώρες θεωρητικών μαθημάτων) σε περιοχές όπου. «Κατά τύχη» ζουν σε μεγάλο ποσοστό Αβορίγινες:
http://www.det.nt.gov.au/__data/assets/pdf_file/0018/9450/EnterpriseEduc…

Όσο κι αν συμφωνεί κανείς με το ότι η Παιδεία οφείλει να αλλάξει και να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις της κοινωνίας και της εργασίας, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην προετοιμασία των μαθητών για μια μορφή ανταγωνισμού που δε γνώριζαν οι προηγούμενες γενιές με την παραίτηση από οτιδήποτε μοιάζει με διαπαιδαγώγηση, ρίχνοντας το βάρος της εκπαίδευσης στην εκμάθηση χρηστικών γνώσεων και δεξιοτήτων.

Στην «Ευρώπη της Ανταγωνιστικότητας και της Κινητικότητας», το ερώτημα είναι: τώρα τι κάνουμε;

Μερικές μελέτες που αποτυπώνουν τα πρώτα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων

Στη Γαλλία, σύμφωνα με μελέτες του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικών και Οικονομικών Σπουδών ούτε η ενδοσχολική βία μειώθηκε ούτε η σχολική αποχή. Μάλιστα, έχουν τόσο μεγάλο πρόβλημα σχολικής αποχής/αποτυχίας που έχουν καθιερώσει κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής για όλους τους Γάλλους πολίτες «Εθνικής Μέρας Στρατιωτικής Ενημέρωσης », να διεξάγεται μια σειρά εξετάσεων ώστε να μετρηθεί ο πιθανός αναλφαβητισμός και να οδηγούνται οι ασθενέστεροι του σχολικού συστήματος ξανά σε τάξη.

Οι επίσημες αξιολογήσεις: http://ec.europa.eu/education/policies/2010/natreport/befr_fr.pdf ομολογούν ένα βαθμό αποτυχίας αλλά παρά τις «στρατιές» Γάλλων κοινωνιολόγων να κρούουν το κώδωνα του κινδύνου από την εποχή του Pierre Bourdieu (1970-) και να έχουν αναλύσει, επισημάνει, προτείνει και συζητήσει λύσεις, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι καμία ως τώρα αλλαγή δεν έχει εξαλείψει τον αναλφαβητισμό και καμία μεταρρύθμιση δεν έχει καταφέρει να φέρει κοντά τις πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες εξακολουθούν και σήμερα να βρίσκονται στο περιθώριο μιας Παιδείας που χωράει όλο και λιγότερους (ένα από τα άλλα προβλήματα για παράδειγμα είναι η απουσία πλαισίου για τους «χαρισματικούς μαθητές»).

Με γνώση αυτών των καταστάσεων σε όλη την Ευρώπη, αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο επιμένει η Ελληνική Πολιτεία να εμπιστεύεται διαδρομές χωρίς αποτέλεσμα και να προαναγγείλει σαν «μεταρρυθμιστικό μέτρο» τους «νέους» τρόπους λειτουργίας σχολείων ή τη δημιουργία ψηφιακών τάξεων.

Και μετά:

Και μετά.. ξυπνάμε από το λήθαργο της προηγούμενης δεκαετίας που επέτρεψε στην κάθε κυβέρνηση να αλλάζει την Παιδεία όχι με κριτήρια κοινωνικής ευημερίας αλλά με κριτήρια ιστορικά προερχόμενα από την ανάγκη ανταγωνιστικότητας των Αγορών. Εμείς τα «δεχτήκαμε» επειδή πράγματι η Παιδεία χρειάζεται αλλαγές…αλλά μια δεύτερη ανάγνωση των «καινοτομιών» που προτείνονται δίνει διαφορετική ερμηνεία:
Τα πιο πρόσφατα κείμενα (2008 – 2010) μας οδηγούν στη Δια Βίου Κατάρτιση, στο κυνήγι των πιστοποιήσεων Δεξιοτήτων και Ικανοτήτων, στο να αποδεικνύουμε δια βίου την ικανότητά μας να κατέχουμε την όποια εργασιακή θέση: http://ec.europa.eu/education/lifelong-learning-policy/doc1120_en.htm

Κι επειδή ο δικός μου μισθός δείχνει τελευταία να εξαρτάται από την αξιολόγηση των Διεθνών Οίκων Αξιολόγησης που ούτε τους ξέρω ούτε τους ψήφισα, αναρωτιέμαι αν η ποιότητα της εργασίας μου μπορεί να πάψει να εξαρτάται από «αόρατες δυνάμεις» καθόλου μεταφυσικές αλλά καθ’όλα καθοριστικές ως τώρα; Οι «απαιτήσεις της Αγοράς», η διαστρέβλωση της «Δια Βίου Μάθησης» που από ζωντανό θεσμικό πλαίσιο μπορεί να γίνει άγχος πιστοποίησης για εύρεση εργασίας, η «Διαπολιτισμικότητα» που τόσο εύστοχα προωθεί την ανταλλαγή και την κατανόηση αλλά μας αφήνει αδιάφορους όταν στο ίδιο καλάθι «ενημέρωσης» βρίσκονται ο Θερβάντες και η Αφροδίτη της Μήλου .. τόσα και τόσα, μας προκαλούν σε αμφισβήτηση των αρχικών κειμένων και προθέσεων της Ενωμένης Ευρώπης. Το δύστυχο είναι ότι ο Γάλλος φωνάζει τα ίδια στη Γαλλία και ο Γερμανός παραπλανιέται από τα δικά του ΜΜΕ ώστε να νομίζει ότι ο «τεμπέλης Έλληνας» φταίει για την οικονομική κρίση. Οι πολιτικές κατάφεραν να είναι – στο βαθμό που είναι – «Κοινές», ενώ οι πολίτες που υποφέρουμε από αυτές νομίζουμε πως είμαστε μόνοι. Μήπως δεν είναι έτσι;

Η Παιδεία ακολουθεί εδώ και καιρό τη ροή της αμυντικής στάσης μπροστά στις «απαιτήσεις της αγοράς». Είδαμε πόσο απαιτητική είναι. Πόσο απρόσωπο πρόσωπο έχει αυτή η Αγορά που στ’ όνομά της λαμβάνονται αποφάσεις χωρίς να μπορούμε – εμείς οι «απλοί πολίτες» – να αποδώσουμε ευθύνες αφού υπάρχει αλλά δεν προσδιορίζεται, αφού όσοι μας εκπροσωπούν σε δημοκρατικά πολιτεύματα μας λένε απλά «συγνώμη, η Αγορά φταίει ». Είδαμε.. ή πήραμε μόνο μια πρώτη γεύση:

Όλα δείχνουν να γέρνουν υπέρ μιας άβουλης και ενοχικής κοινωνίας, που με φόβο να χάσει τα ψίχουλα που ολοένα λιγοστεύουν, ξεχνά να διεκδικεί. Οικονομία και Παιδεία πάνε όμως μαζί. Όχι μόνο με την περικοπή κονδυλίων αλλά κυρίως με τη διαμόρφωση του αυριανού πολιτικού και κοινωνικού χάρτη των χωρών μας. Αφού ενώθηκαν οι αγορές, ενώθηκαν τα κράτη, με κοινό νόμισμα και κοινή Παιδεία.. ας κινηθούμε μαζί στο «κοινό μας πρόβλημα»: θέλουμε να προσαρμόσουμε την Παιδεία στην Αγορά ή να προσαρμόσουμε μέρα με τη μέρα την Αγορά, όσοι πιστεύουμε ακόμα ότι η Παιδεία δεν πρέπει να γίνει το καλούπι της επόμενης γενιάς και το τσεκούρι των ονείρων της ;

Το «πώς» είναι ένα κοινό πρόβλημα που μόνο μια κοινή λύση μπορεί να δοθεί. Η Παιδεία δε σχετίζεται με την Οικονομία για οικονομικούς λόγους. Σχετίζεται με τη διάρθρωση του οικονομικού συστήματος. Σχετίζεται με την θεώρηση του ανθρώπου με δείκτες ποσοτικούς αντί ποιοτικούς. Κι αν βλέπουμε τώρα την οικονομία σε κρίση, αυτά που μας ετοιμάζει η «κοινωνία της καινοτομίας» θα είναι ακόμη πιο δύσκολα ν’αντιμετωπιστούν αν δε βρούμε αντι-προτάσεις και αντι-στάσεις.