Απολογισμός – προοπτικές του νέου κινήματος

Όταν έγιναν οι πρώτες περικοπές μισθών στο δημόσιο (Μάρτης 2010), οι περισσότεροι  προβλέπαμε ότι το εργατικό κίνημα θα υπερασπιστεί μαζικά τα κεκτημένα. Όμως, οι  απεργίες και διαδηλώσεις που έγιναν, δεν μπορούν να θεωρηθούν μαζικές αντιδράσεις που αντιστοιχούν στο μέγεθος της επίθεσης. Aν δεν υπήρχε η 5η Μάη, θα λέγαμε ότι το κίνημα έχει ηττηθεί κατά κράτος. Η 5η Μάη ήταν το κορυφαίο γεγονός και η πιο μαζική και μαχητική διαδήλωση απ’ όσες έχουν πραγματοποιηθεί τους τελευταίους μήνες. Όσοι συμετείχαν, θα τη θυμούνται όχι μόνο για τη Μarfin, αλλά κυρίως για την απόπειρα χιλιάδων διαδηλωτών να εισβάλουν στη Βουλή. Μετά την 5η Μάη όμως ακολούθησε μία μάλλον απρόβλεπτη κάμψη. Κάθε μέρα βλέπουμε ότι δεν υπάρχει αγώνας που να μη σπάει. Ακόμα και τα φερέφωνα των τηλεοπτικών καναλιών έχουν απορήσει.

Οι αιτίες της κάμψης των κινητοποιήσεων

Θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε συνοπτικά τις αιτίες της αμηχανίας και του μουδιάσματος που φαίνεται να επικρατούν μετά την 5η Μάη, χωρίς να ξεχνάμε ότι πολύ συχνά στην ιστορία, μόλις εκδηλώνεται μία πολύ μεγάλη επίθεση του κεφαλαίου, επικρατεί ένα (προσωρινό) μούδιασμα και μία αμηχανία μέσα στις γραμμές του προλεταριάτου. Αλλά αυτό συμβαίνει στην αρχή. Ήδη βλέπουμε μέσα στον Οκτώβριο τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Οι απεργίες, οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις  αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Αλλά είναι διάσπαρτες και ασυντόνιστες. Ναυτεργάτες, μεταλλεργάτες, συμβασιούχοι ΥΠΠΟ, εργάτες γης στην Ηλεία, εργατοϋπάλληλοι στην Κόρινθο, βιβλιοϋπάλληλοι, εργαζόμενοι στα Ναυπηγεία, στους ΟΤΑ, στην Banquet, στα «Ελληνικά Γράμματα», στο Μετρό, στην ΕΘΕΛ, στον ΟΣΕ, στη ΔΕΗ, μαθητές και φοιτητές έχουν βρεθεί το τελευταίο διάστημα στους δρόμους του αγώνα, αλλά μεμονωμένα και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

· Πρώτα- πρώτα  το  γεγονός των  3  νεκρών  της Μarfin της 5ης Μάη καθήλωσε προς στιγμή τη διάδοση και διάχυση των συγκρουσιακών διαθέσεων και προκάλεσε ένα ξαφνικό πάγωμα. Αν  δεν υπήρχε το γεγονός των 3 νεκρών, οι κινητοποιήσεις θα κλιμακώνονταν και θα διαρκούσαν  πολλές ώρες και ίσως μερικά 24ωρα. Από πολλές πλευρές ακουγόταν ότι η ηγεσία της ΓΣΣΕ πιεσμένη από το μαζικό κίνημα δε θα μπορούσε ν’ αποφύγει την παράταση της απεργίας. Η  ιστορία του εργατικού κινήματος δείχνει ότι η δυναμική μίας μαζικής κινητοποίησης και οι απρόβλεπτες διαστάσεις που ενδεχομένως μπορεί να πάρει, καθορίζονται μέσα σε λίγες ώρες  από πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Ένα γεγονός μπορεί να πυροδοτήσει μαζικό ξέσπασμα, αλλά αντίστοιχα ένα άλλο μπορεί να προκαλέσει αφοπλιστική αμηχανία.

·  Με την τρομοκρατία του «Δημόσιου χρέους» και την απειλή της «οικονομικής κατάρρευσης του κράτους» κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ΕΕ και ΜΜΕ καλλιέργησαν έναν υπόκωφο κοινωνικό φόβο και προκάλεσαν ένα γενικευμένο σοκ. Μεθόδευσαν την προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης της ΕΕ και στο ΔΝΤ. Με ευτελή πατριωτικά κηρύγματα επί μήνες δαιμονοποιούσαν κάθε εργατική κινητοποίηση ως υπονόμευση της δήθεν πανεθνικής προσπάθειας για οικονομική ανάκαμψη. Πέτυχαν, έτσι, να επιβάλουν στον πληθυσμό ένα παραλυτικό αίσθημα απέναντι στις  δυνάμεις που τον απειλούν. Επικράτησε σε μεγάλο βαθμό ο φόβος  όχι  μόνο για τα κεκτημένα, αλλά για την επερχόμενη γενική καταστροφή και το χάος που θα ακολουθήσουν, αν το τραπεζικό σύστημα και το κράτος κηρύξουν… «πτώχευση». Η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων  και του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας έγινε εν μέρει αποδεκτή ως το μοναδικό ανάχωμα προς το επερχόμενο χάος. Ας θυμηθούμε τον Ραούλ Βάνεγκεμ: «Δεν ξέρω κανέναν άνθρωπο που δε γαντζώνεται απ’ αυτό τον κόσμο σαν να είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει». H επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου δε γίνεται σε μεμονωμένους εργασιακούς χώρους και στον άμεσο μισθό μόνο. Πρόκειται για μια συνολική επίθεση στον έμμεσο, κοινωνικό μισθό, στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, δηλαδή στους τομείς εκείνους που αναπαράγεται το εμπόρευμα εργατική δύναμη (εκπαίδευση, υγεία, μεταφορές, κοινωνική ασφάλιση). Με το φόβητρο της «κρίσης του χρέους» και τη «χρεοκοπία», το κράτος επιδιώκει την απόσπαση όλο και περισσότερης εργασίας με όλο και λιγότερες παροχές μειώνοντας δραστικά τις κοινωνικές δαπάνες και μετακυλίοντας όλο και περισσότερο το κόστος αναπαραγωγής μας σε μας τους ίδιους.

· Ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του κινήματος είναι ο διαχωρισμός των προλετάριων. Η νέα λεηλασία των εργασιακών δικαιωμάτων και του εισοδήματος που επιβάλλει το κεφάλαιο δεν ενοποιεί τους προλετάριους, αλλά αντίθετα αναπαράγει και ενισχύει τους διαχωρισμούς μέσα στις γραμμές τους. Το πάγωμα και η μείωση των μισθών στο δημόσιο συνοδεύεται από τη συμπίεση των μισθών και την κατάργηση των συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Τα επιδόματα ανεργίας περιορίζονται δραστικά και απειλούνται με πλήρη κατάργηση. Η ψαλίδα μεταξύ των δήθεν «προνομιούχων» δημοσίων υπαλλήλων, των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, των μισοαπασχολούμενων και των ανέργων παραμένει και ενισχύεται. Δεν πιέζονται μόνο οι δήθεν «προνομιούχοι», έτσι ώστε να εξομοιωθούν με τους κατώτερα αμειβόμενους. Πιέζονται όλοι προς τα κάτω. Επίσης, οι διαχωρισμοί  ενισχύονται μέσω του εντεινόμενου κατακερματισμού των εργασιακών σχέσεων σε κάθε χώρο δουλειάς. Οι διαφορές παλιών-νέων-νεότερων επιδεινώνονται. Οι νεότεροι είναι ελαστικά εργαζόμενοι μισοαπασχολούμενοι, προσωρινοί ή ακόμα και άμισθοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί μέσω ΕΣΠΑ.

· Ένα μεγάλο μέρος μισθωτών έγινε τα τελευταία 15 χρόνια αποδέκτης τραπεζικών δανείων πάσης φύσεως  και παγιδεύτηκε έτσι σε ένα διαρκές τρέξιμο για να καλύψει την εκάστοτε δόση. Όμως η θηλειά των δανείων υπήρχε και όταν ξέσπασε η πολυήμερη απεργία στην εκπαίδευση για τα 1400 ευρώ, δηλ. πριν 4 χρόνια. Τότε όμως υπήρχαν προσδοκίες για ουσιαστική βελτίωση του εισοδήματος. Τώρα αυτή η προσδοκία έχει εξαφανισθεί γιατί οι μισθωτοί, χρήστες της  τραπεζικής πίστωσης, υπέκυψαν στην καπιταλιστική προπαγάνδα και εσωτερίκευσαν τις ενοχές  για το χρέος. Στην περίοδο της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφάλαιου (που διανύουμε), οι καπιταλιστές, μέσω της πολιτικής του δημόσιου χρέους, επινοούν άλλους τρόπους έντασης της εκμετάλλευσης. Ενώ σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός, σε περιόδους κρίσης αυξάνεται ο δημόσιος, άρα το «χρέος». Η επένδυση σε κρατικά ομόλογα εξασφαλίζει σίγουρα κέρδη που αποσπώνται από τη φορολόγηση των μισθωτών. Επομένως, το δημόσιο χρέος είναι βοήθεια προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και πρέπει να συνυπολογίζεται στα κέρδη του. Είναι μοχλός συσσώρευσης κεφαλαίου με μορφή τόκων. Είναι όμως ταυτόχρονα και μοχλός ταξικής τρομοκρατίας και πειθάρχησης. Γιατί μέσω του δημόσιου χρέους οι κυβερνήσεις επιχειρούν να νομιμοποιήσουν τις μειώσεις του άμεσου και έμμεσου μισθού και να χαλιναγωγήσουν τις ταξικές συγκρούσεις και τις προλεταριακές επιθυμίες και προσδοκίες.

· Ίσως  ένας  ακόμα παράγοντας  της  κάμψης του κινήματος  είναι  μία  «λανθασμένη εκτίμηση» που επικράτησε στους συνδικαλιστές της βάσης. Όταν δημοσιοποιήθηκε το πρόγραμμα σταθερότητας, οι αγωνιστές συνδικαλιστές της βάσης ανήγγειλαν μια μακρά περίοδο αγώνων, ενώ η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να τα σαρώσει όλα με συνοπτικές διαδικασίες. Αυτή η «λανθασμένη εκτίμηση» έχει φυσικά βαθύτερες ρίζες. Οφείλεται στον κομφορμισμό των συνδικαλιστών της βάσης. Βολεύονται με τη συνηθισμένη ρουτινιάρικη δουλειά μέσα στους εργαζόμενους (ζύμωση, κλαδικές απεργίες, αφίσες, προκηρύξεις, εκλογές στα σωματεία…) και  δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι αυτά τα εργαλεία έχουν πια πολύ μικρή αποτελεσματικότητα. Οι εργαζόμενοι από την άλλη, τροφοδοτούν τον κομφορμισμό των αγωνιστών συνδικαλιστών  λόγω της πιεστικής καθημερινότητας που τους παγιδεύει. Αφήνουν  τους «ειδικούς», τους «έμπειρους», τους «αγωνιστές» να οργανώσουν την αντίσταση και  αφοσιώνονται στα ιδιωτικά τους προβλήματα. Επί πλέον, καταφεύγουν συχνά σε ατομικές «λύσεις», τροφοδοτώντας το παλιό γνωστό σύστημα πελατειακών κομματικοσυνδικαλιστικών  σχέσεων.

· Αφήνουμε για το τέλος την απόδοση ευθυνών στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ας  θυμηθούμε τι έγινε το 2001 με τις 24ωρες απεργίες για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο του Γιαννίτση. Ο πρωτογενής απεργιακός αναβρασμός που εκδηλώθηκε τότε ξεπέρασε κάθε  πρόβλεψη και ανάγκασε την κυβέρνηση σε αναδίπλωση. Κι όμως, ήταν μόνο δύο 24ωρες απεργίες της ΓΣΕΕ χωρίς καμία προετοιμασία, χωρίς απεργιακές φρουρές, χωρίς διαδικασίες βάσης, χωρίς επαναστατικές διεκδικήσεις, χωρίς αντισυμβατικές  μορφές οργάνωσης και πάλης. Φυσικά η απροθυμία των συνδικαλιστών ηγετών να οργανώσουν με διαδικασίες βάσης και απεργιακές επιτροπές τις 8 φετεινές επαναλαμβόμενες 24ωρες απεργίες, που αποφάσισαν μέσα στα γραφεία τους, υπονόμευσαν (όπως πάντα) την επιτυχία των απεργιών αυτών. Αλλά η (προσωρινή) κάμψη που παρουσιάζει το κίνημα δε σχετίζεται κυρίως με αυτή την υπονομευτική  απροθυμία της συνδικαλιστικής ηγεσίας. Σχετίζεται μάλλον με το γεγονός ότι η συστημική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με συνδικαλιστικούς όρους.

Τα όρια του συνδικαλισμού

Οι συνδικαλιστικοί αγώνες, επιδιώκουν να βελτιώσουν τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης εντός της καπιταλιστικής σχέσης. Οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις γίνονται αυτοσκοπός αντί να προωθούν τη συνολική σύγκρουση τάξης ενάντια σε τάξη. Οι διαπραγματεύσεις των συνδικάτων με τους εργοδότες και το κράτος αναπαράγουν τους διαχωρισμούς μέσα στις γραμμές των εργαζομένων, μισοαπασχολούμενων, ανέργων και συντηρούν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε ότι στη μέχρι σήμερα ιστορική φάση του καπιταλισμού, οι συνδικαλιστικοί αγώνες κατάφεραν να αποσπάσουν βελτιώσεις του μισθού, της σύνταξης και των κοινωνικών παροχών. Παρά τα εμπόδια που έβαζε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η ταξική πάλη πέτυχε μία σημαντική βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η εμφάνιση όμως της νέας βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης καταστρέφει την υπάρχουσα ισορροπία. Η νέα λεηλασία των εργασιακών δικαιωμάτων και του εισοδήματος που επιχειρεί το κεφάλαιο (από την αρχή του 2010) διαλύουν την υπάρχουσα ταξική συνθήκη και απονομιμοποιούν τους θεσμούς στο σύνολό τους. Τα υπάρχοντα συνδικάτα αποδεικνύονται προς το παρόν ανίκανα να υπερασπίσουν το μισθό και τη σύνταξη. Η κρίση του καπιταλισμού συνοδεύεται από κρίση του συνδικαλισμού όσο κι αν η κοινωνική αδράνεια και οι σχέσεις πολιτικής πελατείας εμποδίζουν την ανάδυση αυτόνομων μορφών αγώνα.

Και τώρα;

Το επίμαχο ζήτημα που τίθεται είναι να βρεθούν οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να γεννηθούν οι νέες αντισυμβατικές μορφές ταξικής πάλης. Αυτές μπορεί να είναι από παραδειγματική μαχητική περιφρούρηση μίας απεργίας, μέχρι καταλήψεις γραφείων διοίκησης, δημόσιων υπηρεσιών, σχολείων, αλλά και έφοδοι σε πολυκαταστήματα και σε super market… Μπορεί να είναι όμως και κατάληψη-περιφρούρηση μίας επιχείρησης που «πτωχεύει» για να μην εκποιήσουν οι πιστωτές της τα περιουσιακά στοιχεία. Τέτοιες παραδειγματικές καταλήψεις μπορεί να συνοδεύονται και από νέες αντισυμβατικές πρακτικές όπως το “bossnapping”, δηλαδή τη «φυλάκιση» του αφεντικού μέσα στο γραφείο του. Μπορεί να είναι μία μορφή λευκής απεργίας. Μπορεί ακόμα να είναι και «κοινωνικοποίηση» της επιχείρησης, δηλαδή λειτουργική κατάληψη από τους απολυμένους εργάτες με τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας. Τέτοια παραδείγματα είχαμε αρκετά στην κρίση της Αργεντινής.

Ας μιλήσουμε για τα νέα που έρχονται

Πρώτα-πρώτα πρέπει να μιλήσουμε για την επιτακτική ανάγκη να αρχίσουν να οργανώνονται δράσεις χωρίς συνδικαλιστική ή κομματική κάλυψη. Αυτό δε σημαίνει ότι προτρέπουμε τους εργάτες να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντα γραφειοκρατικοποιημένα συνδικάτα, αλλά ότι ενθαρρύνουμε κάθε πράξη ή δράση που δεν περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια των θεσμοθετημένων συνδικαλιστικών πλαισίων. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι το σύνθημα που πρέπει να κυριαρχήσει δεν είναι «Nα συσπειρωθούμε στα σωματεία μας», αλλά «Να οργανώσουμε επιτροπές αγώνα, παραδειγματικές δράσεις, καταλήψεις, απαλλοτριώσεις, συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές».

Δεύτερον, πρέπει να παραδεχτούμε ότι μάλλον οι δράσεις αυτές θα γεννηθούν αποκεντρωμένα. Δε θα είναι ένα σχέδιο κάποιων «γνωστών αγωνιστών της βάσης» ή γενικά κάποιων «ενεργών συνδικαλιστικά ή πολιτικά». Οι άνθρωποι καταφεύγουν σε νέες μορφές οργάνωσης και πάλης, όταν δεν έχουν άλλο δρόμο.

Τρίτον, οι δράσεις αυτές μπορούν να γεννηθούν μάλλον πάνω στη βάση της άμεσης σχέσης των ανθρώπων και όχι με συζητήσεις και ψηφοφορίες στις τακτικές γενικές συνελεύσεις των γραφειοκρατικοποιημένων συνδικάτων ή στα γραφεία των κομμάτων, των οργανώσεων ή των συνδικαλιστικών παρατάξεων. Θα είναι καρπός της κοινής διάθεσης των οργισμένων εργατών, ανέργων, φοιτητών, κατοίκων της γειτονιάς να προχωρήσουν σε συγκεκριμένη δράση.

Τέταρτον και σπουδαιότερο: καθώς η επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου γίνεται συνολικά στο πεδίο της κοινωνικής αναπαραγωγής, οι νέες αντισυμβατικές αμεσολάβητες δράσεις, που περιγράψαμε πιο πάνω, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην κατάργηση των διαχωρισμών μεταξύ των προλετάριων. Γιατί θα προσπερνούν τα ιδιαίτερα κλαδικά αιτήματα και θα ενώνουν τους εργαζόμενους πάνω στη βάση της κοινής αντιμετώπισης του κοινού εχθρού. Καθώς θα ξεφεύγουν από το ασφυκτικό πλαίσιο των εργασιακών χώρων και θα διαχέονται στο πεδίο του κοινωνικού εργοστασίου, στο χώρο της κοινωνικής αναπαραγωγής, οι αγώνες αυτοί θα κυκλοφορούν βρίσκοντας το περιεχόμενό τους στη συλλογική αντεπίθεση ενάντια στη δραστική υποτίμηση της ζωής μας συνολικά.

Πρωτοβουλία για την αυτοοργάνωση  στην εκπαίδευση

Οκτώβριος 2010

ekpaideysi.espivblogs.net/

‘Η δράση του καλού εκπαιδευτικού’


Η δράση του  καλού  εκπαιδευτικού  την  περίοδο της οικονομικής     κρίσης


Οι επαναλαμβανόμενες 24ωρες  απεργίες  που κήρυξαν οι ηγεσίες των γραφειοκρατικοποιημένων συνδικάτων για την υπεράσπιση του μισθού και της σύνταξης ανέδειξαν μία απρόβλεπτη δυναμική. Η  δυναμική αυτή  δεν εκδηλώθηκε με μαζικές  συνελέυσεις στη βάση των κλάδων, ούτε με νέα οργανα πάλης (απεργιακές επιτροπές),  ούτε με πολύ μεγάλα ποσοστά συμμετοχής στις 24ωρες απεργίες. Εκδηλώθηκε κυρίως με  μαζική κάθοδο στους δρόμους των μεγάλων πόλεων  και με ενσωμάτωση και διάχυση μειοψηφικών βίαιων πρακτικών και παλιών  «αναρχικών» συνθηματων.


Τι γεννήθηκε στους δρόμους


Η  δυναμική του δρόμου προκάλεσε σοβαρό ρήγμα στα όρια των συντεταγμένων περιφρουρημένων  διαμαρτυριών.  Την Τετάρτη 5 Μάη  η είσοδος των διαδηλωτών στο προαύλιο της βουλής δημιούργησε   πανικό στο κράτος που κατέφυγε σε απίστευτης έκτασης καταστολή.  Η έφοδος στο κοινοβούλιο και η πρωτοφανής  μαζική  απήχηση του «αναρχικού» συνθήματος  «ΝΑ ΚΑΕΙ, ΝΑ ΚΑΕΙ, ΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ Η ΒΟΥΛΗ» δεν οργανώθηκε και δε σχεδιάστηκε από καμία πολιτική ομάδα, ούτε από κανένα συνδικάτο. Δεν έχει καμία συνδικαλιστική ή κομματική κάλυψη. Είναι έργο ανθρώπων, που τυπικά είναι μέλη  των  κλαδικών  γραφειοκρατικοποιημένων συνδικάτων αλλά  δεν αποφασίστηκε με συζητήσεις και ψηφοφορίες στις  γενικές συνελεύσεις. Γεννήθηκε   πάνω στη βάση της άμεσης σχέσης  των ανθρώπων.  Είναι καρπός της κοινής διάθεσης των οργισμένων διαδηλωτών να προχωρήσουν σε συγκεκριμένη δράση αδιαμεσολάβητη, που καταργεί τους διαχωρισμούς, προσπερνά τα ιδιαίτερα  κλαδικά  αιτήματα, ενώνει  και δε διαχωρίζει τους προλετάριους και  εγκυμονεί τη γέννηση νέων κοινοτήτων αγώνα.



Μέσα στο σχολείο


Εκτός όμως από τις πανεργατικές απεργίες και τις διαδηλώσεις που έχουν εξαιρετικά μεγάλη  αξία γιατί  συμβάλλουν σημαντικά στη γέννηση των νέων κοινοτήτων αγώνα, τί επί πλέον πρέπει να κάνουμε μέσα στο σχολείο  σε καθημερινή βάση;

Πρώτα-πρώτα συντεταγμένα και με βάση τις αποφάσεις των συνδικαλιστικών  οργάνων μπορούμε  να επιβάλουμε την  έμπρακτη ανυπακοή στο νέο νόμο της Διαμαντοπούλου. Υπενθυμίζουμε τις αποφάσεις αυτές:

  • Αρνούμαστε την εφαρμογή της εγκυκλίου «Αυτοαξιολόγηση της Σχολικής Μονάδας». Με το θεσμό αυτό μεταφέρεται η ευθύνη λειτουργίας των σχολείων στους εκπαιδευτικούς, αγνοώντας την υποχρηματοδότηση από την κυβέρνηση και τις κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργούν. Στην πραγματικότητα κατηγοριοποιεί τα σχολεία σε παραγωγικά ή μη, καλά ή κακά, με σκοπό να κλείσουν τα «αποτυχημένα».. Αντίθετα δε γίνεται πουθενά λόγος για τα αναχρονιστικά αναλυτικά προγράμματα, τα ακατάλληλα βιβλία, τον υπερβολικό όγκο της ύλης, τη μετατροπή των μαθητών σε δοχεία γνώσης προκειμένου     να αντεπεξέλθουν στις εξετάσεις, τις κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτουργεί το κάθε σχολείο. Μετατρέπει τους εκπαιδευτικούς σε μάνατζερ οι οποίοι συμπληρώνουν φόρμες, αναλύουν στατιστικές, αναζητούν χρηματοδότες-χορηγούς
  • Δεν παίρνουμε υποχρεωτικές υπερωρίες. Απαιτούμε να γίνουν προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών ώστε να καλυφθούν όλες οι ώρες.
  • Αρνούμαστε να μπούμε σε τμήματα με 30 μαθητές .
  • Εφαρμόζουμε στην πράξη από Σεπτέμβρη την απόφαση του κλάδου για δημιουργία τμημάτων με ανώτερο αριθμό τους 25 μαθητές, τους 20 στις κατευθύνσεις και στην Τεχνική Εκπαίδευση και τους 10 μαθητές ανά καθηγητή στα εργαστήρια. Τονίζουμε με κάθε τρόπο ότι ακόμη και αυτή η απόφαση είναι πολύ πίσω από τις διεκδικήσεις μας για τον ανώτερο αριθμό μαθητών ανά τμήμα.
  • Κανείς εκπαιδευτικός δεν αναλαμβάνει το ρόλο του μέντορα – αξιολογητή για τους νέους συναδέλφους μας. Το μέτρο αυτό πηγαίνει το σχολείο 30 χρόνια πίσω.



Η  ιδέα   της   «Λευκής Απεργίας»


Το  τελευταίο  διάστημα άρχισε αυθόρμητα να συζητιέται  στη βάση των εκπαιδευτικών η ιδέα  της λεγόμενης  «Λευκής Απεργίας». Τυπικά καμία συνδικαλιστική παράταξη δεν έβαλε τέτοιο ζήτημα στις συνελεύσεις και κανένας από τους γνωστούς  αγωνιστές συνδικαλιστές  δε στήριξε αυτή την ιδέα. Οι περισσότεροι την απορρίπτουν ως  φυγομαχία  ή  επαναλαμβάνουν το χιλιοειπωμένο επιχείρημα ότι «Πριν 20 χρόνια δε δώσαμε  βαθμούς και το ΥΠΕΠΘ μας απείλησε με περικοπή μισθού». Ετσι η λευκή απεργία παραμένει μία ιδέα που αιωρείται. Ομως  η κρίση επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητα των μαθητών, των γονέων και των συναδέλφων και το σχολείο δεν μπορεί πια να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Ισως λοιπόν αξίζει να ανοίξουμε τη συζήτηση, τί θα μπορούσε ίσως να περιλαμβάνει η «Λευκή Απεργία», τί θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε μέσα στο σχολείο της κρίσης. Ας επιχειρήσουμε μία πρώτη προσέγγιση.


  1. Απέχουμε από τη διαμόρφωση του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Μπαίνουμε μέσα στις σχολικές αίθουσες, αλλά διδάσκουμε διαφορετικά από αυτά που μας επιβάλλει το κράτος. Ξεφεύγουμε όσο μπορούμε από την ύλη του σχολικού βιβλίου. Δαπανουμε πολύ χρόνο μέσα στην τάξη συζητώντας ελεύθερα με τους μαθητές μας για οτιδήποτε ενδεχομένως τους απασχολεί. Διδάσκουμε με όσο γίνεται ηπιότερους ρυθμούς απορρίπτοντας την εντατικοποίηση. Αδιαφορούμε για την εγκαιρη κάλυψη της ύλης.
  2. Απέχουμε από το δεύτερο καθήκον που μας  επιβαλλει το κράτος δηλαδή να  αξιολογήσουμε  τους μαθητές. Αυτό μπορούμε να το επιτύχουμε βάζοντας σε όλους  άριστα. Ισως η καλύτερη «Λευκή Απεργία»  είναι να αρνηθούμε συντεταγμένα και με αποφάσεις των συνδικαλιστικών μας οργάνων  την αξιολόγηση των μαθητών μας. Αυτό μπορεί  να γίνει, αν οι γενικές συνελεύσεις των ΕΛΜΕ   αποφασίσουν ότι οι καθηγητές των Γυμνασίων και Λυκείων  θα βαθμολογήσουν με άριστα (20) όλους τους μαθητές τους, ότι οι καθηγητές αρνούνται να διαχωρίσουν τους μαθητές σε άξιους, ανάξιους αξιότερους, αξιότατους…
  3. Μέσα στην τάξη ανοίγουμε διαρκώς ζητήματα και υπονομεύουμε την κυρίαρχη αντίληψη. Σπέρνουμε παντού την αμφιβολία . Εξηγούμε, για παράδειγμα, ότι όσοι βοηθούν τους συμμαθητές τους σε ένα γραπτό διαγώνισμα κάνουν κάτι «παράνομο» μεν , αλλά ταυτόχρονα σωστό και υγιές γιατί έτσι  εκφράζουν την υγιή ανθρώπινη τάση της αλληλεγγύης. Οτι όσο πιο ψηλά βρίσκεται  κάποιος στην ιεραρχία , τόσο λιγότερες  ευθύνες  έχει. Ότι η τεμπελιά είναι δικαίωμα. Οτι η άρνηση της εργασίας και η διεκδίκηση κοινωνικού μισθού για όλους είναι απόλυτα δίκαιο αίτημα. Ότι οι μαθητές και οι φοιτητές είναι άμισθοι προλετάριοι….
  4. Διευκρινίζουμε σε γονείς και μαθητές ότι μόρφωση  δεν είναι οι ασύνδετες πληροφορίες που φορτώνουν    και εξοντώνουν το μυαλό. Είναι οι ανθρωπιστικές σπουδες, η κατανόηση των  φυσικών νόμων και της μαθηματικής λογικής, η καλλιέργεια αισθητικής αντίληψης, η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η αγωγή σωματικής και ψυχικής υγείας. Είναι προτιμότερο να οργανώσουμε θεατρικές παραστάσεις ή συζήτηση για την οικονομική κρίση ή αυτοσχέδια πειράματα φυσικής και χημείας παρά να φυλακίζουμε το νεανικό μυαλό μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια του σχολικού προγράμματος.
  5. Την περίοδο των μαθητικών καταλήψεων προτείνουμε   στους μαθητές να ανοίξουν το σχολείο σε γονείς και εκπαιδευτικούς έτσι ώστε να γίνει κέντρο αγώνα στη γειτονιά. Προτρέπουμε τους γονείς να συμμετέχουν στην κατάληψη με πολλούς τρόπους. Οργανώνουμε προβολές, ανοιχτές συζητήσεις, διαδηλώσεις στους δρόμους  της πόλης, αλλά ακόμα και θεατρικές παραστάσεις και συλλογικές κουζίνες. Κάθε σχολείο μπορεί να γίνει κέντρο αγώνα και αυτοοργάνωσης της γειτονιάς.


Οι  ιδέες  για τις νέες μορφές οργάνωσης της αλληλεγγύης  και της πάλης όχι μόνο στους δρόμους, αλλά και μέσα στα σχολεία στην αρχή  θα  ξενίσουν. Ισως κάποιοι να τις χαρακτηρίσουν γραφικές ή ανεδαφικές ή  ίσως και φυγομαχία. Όμως η κρίση διαλύει κάθε βεβαιότητα και υπονομεύει την καθημερινότητα και τη σταθερότητα. Μέσα στην κρίση  οι  άνθρωποι  αρχίζουν να  αμφισβητούν  τις μέχρι σήμερα επιλογές τους, αρχίζουν να ενοχοποιούν τον μέχρι τώρα τρόπο ζωής τους και  με τις νέες επιλογές και τη δράση τους μετατρέπουν το παρόν τους σε κριτική του παρελθόντος….

Πρωτοβουλία για την αυτοοργάνωση στην εκπαίδευση

//ekpaideysi.espivblogs.net


ΑΡΚΕΤΑ

ΑΡΚΕΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥΣ!


– Τι διάβασα προχθές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και το Πολυνομοσχέδιο για την Εκπαίδευση:

Έχουν ανοίξει, λέει, λάκκους και μας περιμένουνε.

-Τι λένε, ρε, οι μ…ς, ρε, τι λένε. Αρκετά με την κονόμα και τις μ…ς τους, αρκετά!

(Από λογοκριμένο διάλογο σε απεργιακή πορεία)


Μήνες τώρα το κεφάλαιο και το κράτος του προσπαθούν βίαια, με όπλα τη δημοσιονομική τρομοκρατία και τον τρόμο των ελλειμμάτων, να μας πείσουν για την αναγκαιότητα των θυσιών που συνεπάγεται το Σύμφωνο Σταθερότητας: ο ήδη φτωχός μισθός μας πρέπει να μειωθεί ακόμα πιο δραστικά, η ήδη εντατικοποιημένη εργασιακά ζωή μας να γίνει πιο «παραγωγική» υπό τον πέλεκυ ακόμα και ενδεχόμενης απόλυσης, οι ίδιες μας οι προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή να ενταφιαστούν μπροστά στην άβυσσο της χρεοκοπίας. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επιβάλλεται τώρα στην Ελλάδα µετατρέποντάς την σε εργαστήριο εφαρµογής µιας νέας πολιτικής σοκ προκαλεί μια τόσο γενικευμένη αβεβαιότητα στην εργατική τάξη, σε όλους εμάς, που κρίθηκε αναγκαίο για την κυβέρνηση να προσθέσει ένα ακόμα τρομο-επεισόδιο στο γενικό σίριαλ της δημοσιονομικής τρομοκρατίας, αυτό της «εξάρθρωσης της νέας γενιάς τρομοκρατών». Η επιχείρηση αυτή δε στοχεύει μόνο στην ποινικοποίηση, την κοινωνική περιθωριοποίηση και απομόνωση με το στίγμα του «εγκληματία» ενός ολόκληρου κοινωνικο-πολιτικού χώρου που, μεταξύ άλλων, συνέβαλε στην όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού ιδιαίτερα το κρίσιμο τελευταίο διάστημα των απεργιών. Κυρίως χρησιμεύει στον αποπροσανατολισμό της εργατικής τάξης προς μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση: αυτή της εκ νέου νομιμοποίησης του κράτους και των μηχανισμών του που, αφού με την πολιτική τους προκαλούν μια τόσο έντονη ανασφάλεια στους από κάτω για τη ζωή τους συνολικά, τουλάχιστον (έχουν την ελπίδα ότι θα) τους προσφέρουν την «ασφάλεια» και την «προστασία» της Αντιτρομοκρατικής ενάντια στους «επικίνδυνους νεο-τρομοκράτες».


ΨΑΧΝΟΥΝ ΓΙΑ ΚΟΡΟΪΔΑ ΓΕΝΙΚΑ;


Υπάρχουν ακόμα αφελείς που δε βλέπουν και βιώνουν στο πετσί τους πώς η κρίση του «δημόσιου χρέους» έχει γίνει για το κεφάλαιο εργαλείο συσσώρευσης και αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων; Υπάρχει ακόμα κανείς (εκτός κι αν ανήκει στην κυβέρνηση, τα σώματα ασφαλείας και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία) που δε θέλει να παραδεχτεί ότι η πραγματική τρομοκρατία, η τρομοκρατία του κράτους, είναι:

  • Η μείωση των μισθών του δημόσιου τομέα μέσω της περικοπής των επιδομάτων, των υπερωριών, του ψαλιδίσματος του 14ου και 13ου μισθού και της επαπειλούμενης κατάργησής τους

  • Η αύξηση των έμμεσων φόρων και αναδιάρθρωση της άμεσης φορολογίας επιβαρύνοντας περισσότερο την εργατική τάξη

  • Η υπαγωγή της χώρας στην ευεργετική δανειοδοτική μέγγενη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δηλαδή της Διεθνούς του Κεφαλαίου, που όπου «βοήθησε», επέβαλλε δραστική μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων με απολύσεις, αποκρατικοποιήσεις και ουσιαστικά κατάργηση της μονιμότητας, αύξηση της ανεργίας, μειώσεις μισθών και συντάξεων, μείωση των δημόσιων δαπανών (που οδήγησαν ακόμα και σε κλείσιμο σχολείων και νοσοκομείων). Η προσφυγή στο ΔΝΤ μάλιστα έχει και το αβαντάζ για την κυβέρνηση να παρουσιαστεί ως –δήθεν– άμοιρη των ευθυνών για τα σκληρά μέτρα πειθάρχησης και έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αφού αυτά θα προέρχονται από έναν «εξωτερικό» φορέα και πιθανή απόρριψή του θα σημαίνει, σύμφωνα με την προπαγάνδα της κυβέρνησης, «διεθνή απομόνωση της χώρας»

  • Η αντίστοιχη και πιθανόν ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, χάριν της «ανταγωνιστικότητας της οικονομίας» και «μείωσης του κόστους εργασίας»

  • Η εισαγωγή νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου που μπροστά του, κατά γενική ομολογία, θα ωχριά το, κακήν-κακώς εκδιωχθέν μετά από μαζικές κινητοποιήσεις το 2001, νομοσχέδιο Γιαννίτση. Με άλλα λόγια επίθεση στην κοινωνική ασφάλιση, στο κομμάτι του έμμεσου, κοινωνικού μισθού που δε μας δίνεται στο χέρι, στο μερίδιο μισθού που δεν κυκλοφορεί σαν ατομικό και που μας δίνεται έμμεσα, επιπλέον του άμεσου μισθού. Δε φτάνει που τα τελευταία 20 χρόνια το κράτος, με τη συμμετοχή των εργοδοτών και των συνδικαλιστών, διαχειριζόταν με τέτοιο τρόπο το ασφαλιστικό σύστημα ώστε αυτομείωνε τις εισφορές του, ψήφιζε νόμους για μείωση των εργοδοτικών εισφορών, έκανε ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα τεράστια χρέη των επιχειρήσεων στα ταμεία, επέκτεινε την επισφαλή εργασία μειώνοντας έτσι όχι μόνο τις ασφαλιστικές απολαβές των εργαζομένων αλλά και τα έσοδα των ταμείων (στην εκπαίδευση, οι αναπληρωτές και ιδιαίτερα οι ωρομίσθιοι είναι αυτοί οι συνάδελφοι των οποίων η αθλιότητα των εργασιακών τους σχέσεων και η μερικότητα της απασχόλησής τους έχει άμεση αντανάκλαση στην ασφαλιστική τους υποβάθμιση -όπως και των μόνιμων. Αφού το κράτος φρόντισε να αυξάνει κάθε χρόνο την επισφαλή εργασία με χιλιάδες ωρομίσθιους και αναπληρωτές, αφού φρόντισε δηλαδή να τους μετατρέψει σε μισο-εργαζόμενους, έρχεται με περίσσιο θράσος και μας λέει ότι η αναλογία συνταξιούχων-εργαζόμενων είναι προβληματική, τα «ελλείμματα» κλπ.), τώρα προβλέπονται τα εξής:

    • περικοπή από φέτος κατά 10% των συντάξεων άνω των 1400 ευρώ

    • περικοπή από φέτος των κατώτατων αναπηρικών συντάξεων (που δίνονται μετά από 15 χρόνια εργασίας) κατά 50%

    • μείωση μέχρι και 35% των συντάξεων που θα δίνονται με το νέο σύστημα και μείωση κατά 15% των συντάξεων που θα δοθούν την τρέχουσα δεκαετία

    • ανατροπή των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Η πλήρης σύνταξη θα δίνεται με τη συμπλήρωση 40 ετών συνεχούς εργασίας και έτσι το πραγματικό όριο εξόδου από τη μισθωτή εργασία ξεπερνά τα 65 ή και τα 67 χρόνια, αγγίζοντας ακόμα και τα 70 (!)  χρόνια


ΨΑΧΝΟΥΝ ΓΙΑ ΚΟΡΟΪΔΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΙΔΙΚΑ;


Πολύ πρόσφατα η υπουργός Παιδείας κατέθεσε και τη δική της συμβολή στην τρομοκρατική διαχείριση της εργατικής τάξης από την κυβέρνηση, με τη μορφή «πολυνομοσχεδίου» που φέρει το βαρύγδουπο και ψευδεπίγραφο τίτλο της νεο-οργουελιανής γλώσσας της εξουσίας «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού και καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην επαίδευση». Αν και αρκετές από τις διατάξεις του δεν αποτελούν κάτι το καινούργιο καθώς είχαν θεσμοθετηθεί σε παλαιότερους νόμους αλλά δεν είχαν ποτέ ισχύσει λόγω ανοιχτών ή και υπόγειων αντιδράσεων εναντίον τους, η επαναφορά τους τώρα μαζί με την εισαγωγή νέων προφανώς δείχνει ότι, μεσούσης της κρίσης του «δημόσιου χρέους», η εξουσία θεωρεί πως ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων είναι ευνοϊκός για αυτήν.

Σε γενικές γραμμές το πολυνομοσχέδιο προσπαθεί κι αυτό με τη σειρά του όπως τόσα προηγούμενα να επιτείνει τον ανταγωνιστικό-επιλεκτικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, βάζοντας στο στόχαστρο, σε πρώτη φάση, τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών. Η βασική συνταγή που ακολουθείται κι εδώ είναι αυτή της υποχρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης για ένα τόσο φτηνό και πειθαρχημένο σχολείο που οι προκάτοχοι της νυν υπουργού μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν. Οι βασικές ρυθμίσεις για την υποβάθμιση των εκπαιδευτικών είναι οι ακόλουθες:

  • Για να συμμετέχει υποψήφιος εκπαιδευτικός σε πανελλήνιο διαγωνισμό για την είσοδό του στην εκπαίδευση θα πρέπει να διαθέτει «πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας από πρόγραμμα ΑΕΙ ή μεταπτυχιακό τίτλο ειδίκευσης στην παιδαγωγική, τις επιστήμες της Αγωγής ή τις επιστήμες της εκπαίδευσης». Ήδη θεσμοθετημένο από το γνωστό ως νόμο Αρσένη (ν. 2525/1997) αλλά ουδέποτε σε ισχύ, το Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Επάρκειας σε συνθήκες κρίσης δε μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο από επιπλέον εξετάσεις, δηλαδή αξιολόγηση, δηλαδή ανταγωνισμό και εν τέλει εμπόδιο και φραγμό στις προσλήψεις, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα το στόχο της μείωσης των διορισμών και της εμπέδωσης της λογικής της συνεχούς απόδειξης της «επάρκειας». Επιπρόσθετα, τίποτα δεν αποκλείει ότι το Πιστοποιητικό αυτό δε θα πληρώνεται από τους ίδιους τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς ενταγμένο στη λογική της αυτοεπένδυσης του ανθρώπινου κεφαλαίου. Κυκλοφόρησε ήδη, ως είδηση, ότι η Ένωση Ελλήνων Φυσικών ετοιμάζει τμήματα παρακολούθησης (κάποιοι έμαθαν τηλεφωνικά ότι κοστίζει …300 ευρώ αν και επισήμως είναι δωρεάν)

  • Οι πίνακες προϋπηρεσίας παύουν να τροφοδοτούνται στις 30/6/2010 και οι υποψήφιοι (όλων των εργασιακών κατηγοριών, ακόμα και αναπληρωτές και ωρομίσθιοι) που συγκεντρώνουν τη βάση στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ θα εντάσσονται σε ενιαίο πίνακα υποψηφίων για διορισμό ή πρόσληψη. Με άλλα λόγια, η αναλογία 40%-60% που προέκυψε μετά από αγώνες και σήμαινε το ροκάνισμα της επιλεκτικότητας του ΑΣΕΠ παύει και μαζί της η προϋπηρεσία όσων ακόμα και σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης ως ωρομίσθιοι πόνταραν σ’ αυτήν. Επιπλέον, ο «ανοιχτός» χαρακτήρας των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ (χωρίς προκήρυξη συγκεκριμένου αριθμού θέσεων), απαλάσσει το κράτος από μια επιπλέον υποχρέωση απέναντι στους αδιόριστους εκπαιδευτικούς.

  • Σε συνδυασμό με την παραπάνω διάταξη, τα πολυπληθή τμήματα μαθητών και η υπερωριακή (μέχρι 5 ώρες) απασχόληση των μόνιμων, δηλαδή το στράγγισμά τους, οδηγούν στην ελαχιστοποίηση των διορισμών. Επί πλέον στην επαρχία ο συνωστισμός των μαθητών σε τριαντάρια τμήματα  θα προκαλέσει  κατάργηση σχολικών μονάδων.

  • Κι ενώ η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που έχει αριστεύσει στη χρήση της οργουελιανής νεο-γλώσσας διατυμπανίζει την κατάργηση της ωρομισθίας, επαναφέρει τον ουδέποτε εφαρμοσθέντα θεσμό του «αναπληρωτή με μειωμένο ωράριο» για τις ώρες που θα έχουν απομείνει από την «αξιοποίηση» των μόνιμων, νομίζοντας ότι απευθύνεται σε άτομα μειωμένης αντίληψης.

  • Για τους επιτέλους νεοδιοριζόμενους μετά από αλλεπάλληλες εξετάσεις και συνεχή ανταγωνισμό, προβλέπεται το καλύτερο: παραμένουν επί δύο χρόνια δόκιμοι υπό την εποπτεία του Μέντορα (!) και μετά από αξιολόγηση είτε μονιμοποιούνται ή παίρνουν το δρόμο της μετάταξης. Πραγματικά, τι αποτελεσματικότερο θα μπορούσαν να συλλάβουν οι «σοσιαλιστικοί» εγκέφαλοι του Υπουργείου ώστε οι «μαθητευόμενοι» εκπαιδευτικοί να υποκλίνονται έγκαιρα στην ιεραρχία, την πειθάρχηση και τη συμμόρφωση με τα αφεντικά τους!

  • Το καλύτερο, αν και δυσκολευτήκαμε πολύ στην επιλογή, το αφήσαμε για το τέλος: Αυτοαξιολόγηση της Σχολικής Μονάδας. Για τους «αφελείς» συναδέλφους που «δε βλέπουν κάτι το μεμπτόν» στην αυτοξιολόγηση ή ακόμα περισσότερο για άλλους εργαζόμενους που ο χρόνιος εθισμός στις πολιτικές των διαχωρισμών και των διαιρέσεων έχει καλλιεργήσει υψηλά ποσοστά μνησικακίας και καννιβαλισμού, έχουμε να πούμε τα εξής βασικά: η κρατική εκπαίδευση αποτελεί ένα βασικό τομέα αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, στο βαθμό που αυτή κυρίως διαμορφώνει, κατηγοριοποιεί και κατανέμει το εμπόρευμα εργατική δύναμη, δηλαδή τους μελλοντικούς εργαζόμενους. Σε περιόδους κρίσης, σαν αυτή που τόσο βίαια βιώνουμε σήμερα, το κράτος και το κεφάλαιο προσπαθούν με διάφορους τρόπους να επιτείνουν την επιλεκτική λειτουργία της ψαλιδίζοντας τις προσδοκίες κοινωνικής ανόδου και τις απαιτήσεις των εκπαιδευόμενων, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τις επιδιώξεις της εργατικής τάξης για άμβλυνση των διαχωρισμών και της επιλογής. Με άλλα λόγια, τίποτα στην εκπαίδευση (όπως και παντού άλλωστε) δεν είναι ουδέτερο: το τι μαθαίνεται, για ποιο σκοπό και πώς αποτελεί σημείο τριβής και διεκδίκησης, η ίδια η εκπαίδευση είναι ένα πεδίο ταξικής σύγκρουσης. Για να βγάλει όμως η εκπαίδευση σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε πειθαρχημένους, αποδοτικούς και υπάκουους σε Προγράμματα Σταθερότητας εργαζόμενους, θα πρέπει η αξιολόγησή τους να ανατεθεί σε ήδη αξιολογημένους εκπαιδευτές. Η πρωτοτυπία και πονηριά όμως του νέου πολυνομοσχεδίου δεν έγκειται μόνο στο ότι θεσπίζει πρώτα την αξιολόγηση των εκπαιδευτών, αλλά στο ότι λανσάρει αρχικά την «πρώτη φάση» της, όπως λέει, αυτή της Αυτοαξιολόγησης της Σχολικής Μονάδας. Όσο κι αν αυτή προβάλλεται ως ελεύθερη αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, δεν τσιμπάμε. Πρώτα απ’ όλα, γιατί παντού όπου εφαρμόζεται ακολουθείται από την εξωτερική αξιολόγηση με τις επιβραβεύσεις (ποιες άραγε σε εποχή γενικευμένης λιτότητας;) και τις ποινές της. Έπειτα, τα «ενδεικτικά σχέδια δράσης» της επιστημονικής επιτροπής και οι φόρμες αυτοαξιολόγησης που αφορούν τους πόρους της σχολικής μονάδας, τη διοίκησή της, την αξιολόγηση των μαθητών, τη φοίτηση και τη διαρροή τους, τις σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων (πράγματα ήδη γνωστά στο υπουργείο), παραπέμπουν σε μια τεχνοκρατική αντίληψη λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης, παρά σε ένα «ποιοτικό σχολείο» που έχει μότο «πρώτα ο μαθητής». Η αναφορά στην οικονομική στήριξη του σχολείου από το Δήμο, την Κοινότητα και το Σύλλογο Γονέων δείχνει προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί η σχολική μονάδα για την εξασφάλιση των πόρων της απαλλάσσοντας το κράτος από τις υποχρεώσεις του προς αυτήν. Στην ουσία η αυτοαξιολόγηση εμπλέκει τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς (καθώς και τους μαθητές και τους γονείς) σε μια διαδικασία ενοχοποίησής τους για το «παραγόμενο έργο», γινόμενοι κριτές του εαυτού τους τη στιγμή που τα κριτήρια είναι προεπιλεγμένα από το κράτος. Είναι σαφές ότι οι επιδόσεις των μαθητών θα αποτελέσουν το βασικό κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και αυτοί θα χρεωθούν την αποτυχία ή επιτυχία τους στις εξετάσεις. Γενικότερα, στο κέντρο της αυτοαξιολόγησης, βρίσκεται η μετάθεση ευθυνών για την κατάσταση των σχολείων και η μετακύλιση των δαπανών τους σε όλους τους «εμπλεκόμενους» προς άγραν χορηγών εκτός από το κράτος που όχι μόνο επιβάλλει την εκπαιδευτική πολιτική αλλά και θα έρθει να επιβάλλει τις αναμενόμενες ποινές. Τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της αυτοαξιολόγησης δε θα αργήσει να την ακολουθήσει η κατηγοριοποίηση των σχολείων και η ανάλογη χρηματοδότησή τους, όπως μας δείχνουν τα άφθονα παραδείγματα από το εξωτερικό.

Κανένας  δεν πρέπει  πια να  αμφιβάλει  για τις προθέσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που στην καλύτερη περίπτωση θα προσπαθήσει να εκτονώσει την οργή με ολιγοήμερες κλαδικές και σίγουρα αποτυχημένες απεργίες, αλλά ούτε και να  τρέφει καμιά ψευδαίσθηση για τα όρια του εναλλακτικού συνδικαλισμού των επαγγελματιών της ανάθεσης. Κι αν το ζήτημα της αυτοαξιολόγησης μπορεί να αντιμετωπιστεί με την άρνηση κάθε συλλόγου διδασκόντων να την εφαρμόσει σε συνεργασία με τους γονείς (και με τους μαθητές ακόμα, στη δευτεροβάθμια), τη γενικότερη επίθεση στο μισθό, τις εργασιακές σχέσεις και την ασφάλιση μόνο μια διευρυμένη ταξική συμμαχία με άλλους προλετάριους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να αναχαιτίσει.


ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΑΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΔΡΑΣΗ!

ΑΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΟΥ ΩΡΑΡΙΟΥ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΜΕ!

ΕΚΤΑΚΤΕΣ ΚΟΙΝΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ!

ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ!

ΟΧΙ ΣΕ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΕΣ ΑΠΕΡΓΙΕΣ-ΝΤΟΥΦΕΚΙΕΣ – ΚΟΙΝΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ!


Πρωτοβουλία  για  την Αυτοοργάνωση  στην εκπαίδευση


Να τελειώνουμε επιτέλους με τους εργατοπατέρες

Να τελειώνουμε επιτέλους με τους εργατοπατέρες


Οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, Έλληνες και Μετανάστες, έχουμε απέναντί μας όχι μόνο το κεφάλαιο και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Μια συνδικαλιστή γραφειοκρατία πλήρως ξεπουλημένη που δεν τηρεί πλέον κανένα πρόσχημα.

Στην πορεία της 11ης Μαρτίου ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ συνεργάστηκαν με την αστυνομία και προσπάθησαν να διαλύσουν με δακρυγόνα, τον κύριο όγκο των διαδηλωτών. Σκοπός, να τεθούν επικεφαλής οι αστέρες του εγχώριου συνδικαλισμού, το οποίο και κατάφεραν. Στη συνέχεια διεκπεραίωσαν γοργά την πορεία προς τη βουλή. Άλλωστε για μια θέση εκεί μέσα ξερογλείφονται.

Ενώ βρισκόμαστε απέναντι στη χειρότερη καπιταλιστική επίθεση των τελευταίων δεκαετιών, οι σοφοί εργατοπατέρες συνεδριάζουν στο υπερπολυτελές “Άθως Παλλάς” της Χαλκιδικής, μακριά από δολοφονικά γιαούρτια. Βρίσκονται στο 34 συνέδριο νοθείας της ΓΣΕΕ, και δεν υπάρχει πλέον κανένας λόγος να κάνουν ξεχωριστό συνέδριο από τον ΣΕΒ.

Από την άλλη, ΟΛΜΕ και ΔΟΕ κάνουν ότι μπορούν ώστε οι εκπαιδευτικοί να μείνουμε έξω από τους αγώνες. Για πρώτη ίσως φορά έχουμε μείωση μισθών και το μόνο που έχει γίνει είναι δύο 24ωρες, χωρίς αξιοσημείωτη συμμετοχή. Που είναι οι καταλήψεις δημόσιων χώρων, οι παρεμβάσεις, οι δυναμικές κινητοποιήσεις; Οι ανακοινώσεις τους είναι για κλάματα, ενώ αντί για μια προσπάθεια κλιμάκωσης, μεταθέτουν τις ορισμένες εδώ και καιρό για Μάρτιο γνωστές διαικπεραιωτικές συνελεύσεις και τις πηγαίνουν μετά το Πάσχα, ελπίζοντας στο ξεφούσκωμα των αντιδράσεων.

Οι υπηρεσίες τους αυτές εξαργυρώνονται με βουλευτιλίκια,  διευθυντικές θέσεις, επιτροπές, ρουσφετάκια, αλλά και με διώξεις αγωνιστών που τους γιουχάρουν, όπως έγινε με τον Παναγόπουλο στο απεργιακό συλλαλητήριο της Παρασκευής 5 Μαρτίου. Χιλιάδες συγκεντρωμένοι τον έβριζαν με το που ξεκίνησε να μιλάει από το μικρόφωνο. Κάποιοι είχαν την τύχη να βρίσκονται πιο κοντά του, και έπραξαν το αυτονόητο.

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι στους συντρόφους που έχουν στοχοποιήσει οι ρουφιάνοι και η ασφάλεια ως υπαίτιους της επίθεσης.

Μάρτιος 2010

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

EKEI ΠOY MAΣ XPΩΣTAΓANE…

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ KAI ΠΩΣ NA ΞEΠEPAΣOYME THN KATAΘΛIΨH

1.

«...Να ονειρεύτηκαν άραγε ποτέ αυτοί οι ως τα τώρα γενεαλόγοι της ηθικής, έστω κι ακροθιγώς µόνο, πως, λόγου χάρη, εκείνη η βασική ηθική έννοια «ενοχή» (Schuld), οφείλει την καταγωγή της στην πολύ υλική έννοια του «χρέους» (Schuld);… Κι από πού πήρε, άραγε, τη δύναµή της η πανάρχαιη εκείνη, βαθιά ριζωµένη, κι ίσως αξερίζωτη πια σήµερα, ιδέα, µιας αντιστάθµισης της ζηµιάς από τον πόνο; Το φανέρωσα κιόλας πιο πριν: από τη συµβατική σχέση µεταξύ πιστωτών και οφειλετών, που είναι τόσο παλιά, όσο, γενικά, κι η ύπαρξη «υποκειµένων δικαίου», και που και τούτη πάλι ανάγεται στις βασικές µορφές της αγοράς, πωλήσεως, ανταλλαγής, εµπορίου και συναλλαγής… Ο οφειλέτης, για να εµπνεύσει εµπιστοσύνη στην υπόσχεσή του, πως θα εξοφλήσει το χρέος του, για να εγγυηθεί για τη σοβαρότητα και ιερότητα της υπόσχεσής του, µα και για να χαράξει πάνω στην ίδια του τη συνείδηση την εξόφληση του χρέους του σαν υποχρέωση και καθήκον, ενεχυριάζει, µε γραπτή συµφωνία, για την περίπτωση κείνη που δε θα πλήρωνε το χρέος του στο δανειστή του, κάτι που ακόµη «αποτελεί ιδιοκτησία» του, που ακόµη το εξουσιάζει, λόγου χάρη το σώµα του, … ή την ελευθερία του, ή ακόµη και την ίδια του τη ζωή..

Φ. Νίτσε, Η Γενεαλογία της Ηθικής

Η Άγκελα Μέρκελ και ο Σαρκοζύ θέλουν να «µας» στηρίξουν, ο Τρισέ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναχωρεί εσπευσµένα από υπερατλαντικό ταξίδι για να συµµετάσχει στο «Ευρωπαϊκό σχέδιο σωτηρίας» της χώρας «µας», οι σπεκουλαδόροι και οι «αγορές» καραδοκούν εναντίον «µας», τα spreads ανεβαίνουν ανησυχητικά, η Goldman Sachs µηχανορραφούσε «δηµιουργικά» µε τον Κωστάκη, ενώ ο Γιωργάκης τρέχει από συνάντηση σε συνάντηση κορυφής για να «µας» σώσει υψώνοντας το εθνικό του ανάστηµα στους «κερδοσκόπους», η χώρα «µας» οδεύει προς τη χρεοκοπία, τα ελλείµµατά «µας» χτυπάνε κόκκινο, «έχουµε» µπει σε αυστηρό καθεστώς επιτήρησης, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας «µας» πάει κατά διαόλου και το ύψος του «δηµόσιου χρέους µας» προοιωνίζει µια επικείµενη «ελληνική τραγωδία».

Μέσα από τη συνεχή τροµοκρατία των ΜΜE το τελευταίο διάστηµα περί του χρέους «µας», οι µοντέρνοι ηθικολόγοι, οι ιεροκήρυκες του λόγου του κεφαλαίου και του χρήµατος προσπαθούν βίαια να µας πείσουν, εµάς τους «οφειλέτες», πως για να εξοφλήσουµε το χρέος «µας» στους δανειστές «µας» οφείλουµε να σηκώσουµε το σταυρό του µαρτυρίου των θυσιών, να δηλώσουµε πίστη στην ορθοδοξία του Συµφώνου Σταθερότητας και γεµάτοι δέος να προσδοκούµε το πλήρωµα του χρόνου που θα φέρει τη µετα-ελλειµµατική ζωή (γνωστή παλαιότερα µε την ποιητικότερη έκφραση «φως στην άκρη του τούνελ»).

Η δηµοσιονοµική τροµοκρατία προσπαθεί να γίνει πιο αποτελεσµατική σηµαδεύοντας, µέσω της συλλογικής ευθύνης των χρεών, την ίδια µας την υποκειµενικότητα. Η καταιγίδα των επικείµενων απειλών για την εθνική «µας» οικονοµία στοχεύει στην εσωτερίκευση της κρίσης του χρέους ως φόβο και αίσθηµα ενοχής: τα χρέη «µας» (Schulden) πρέπει να γίνουν οι συλλογικές µας ενοχές (Schulden). Έτσι, το προπατορικό αµάρτηµα επανέρχεται πολύ πιο βίαια για να µας αναγκάσει, παραφράζοντας τον Νίτσε, να ενεχυριάσουµε τον ήδη φτωχό µισθό µας, την ήδη εντατικοποιηµένη εργασιακά ζωή µας, τις ίδιες µας τις προσδοκίες ενός κόσµου όπου η κυριαρχία του κεφαλαίου θα είναι πια παρελθόν. Θέλουν να βάλουµε ενέχυρο τις ίδιες µας τις απαιτήσεις για το παρόν και το µέλλον µιας ζωής απελευθερωµένης από χρέη και ενοχές· να χρεωθούµε µε το βάρος ενός καταθλιπτικά αβέβαιου παρόντος για να εξαλείψουµε ακόµα και από το φαντασιακό µας κάθε δυνατότητα καταστροφής αυτού του γέρικου, φορτωµένου µε ενοχές και χρέη, κόσµου.

Ο τρόµος των ελλειµµάτων επιδιώκει να δηµιουργήσει µια κατάσταση έκτακτης ανάγκης τώρα στην Ελλάδα µετατρέποντάς την σε εργαστήριο εφαρµογής µιας νέας πολιτικής σοκ. Σίγουρα αυτό αντανακλά όχι µόνο την όξυνση της παγκόσµιας κρίσης και την ιδιαιτερότητα της εκδίπλωσής της στην Ελλάδα (όπως θα δούµε παρακάτω), αλλά και την καταλυτική επίδραση της εξέγερσης του ∆εκέµβρη του 2008, που άλλωστε την επιδείνωσε ακόµα περισσότερο προκαλώντας την απονοµιµοποίηση της προηγούµενης κυβέρνησης και κατ’ επέκταση την καθυστέρηση της λήψης των αναγκαίων για το κεφάλαιο µέτρων. Υπό αυτή την έννοια, η αναζωπύρωση της τροµοκρατίας του χρέους, πακέτο µε την τροµοκρατία των µπάτσων, εντάσσεται στα πλαίσια της συνεχιζόµενης αντιεξεγερτικής εκστρατείας που προσλαµβάνει πλέον –έστω προληπτικά– παγκόσµιες διαστάσεις. Ωστόσο, η πολιτική του «δηµόσιου χρέους» έχει τη δική της γενεαλογία.

2.

«Τι αµαρτίες (και χρέη) πληρώνω, Θε µου;»

(Λαϊκό ρητό)

«Το µοναδικό κοµµάτι του λεγόµενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγµατικά στο σύνολο του λαού είναι το δηµόσιο χρέος του. Γι’ αυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δηµόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Και από τη στιγµή που εµφανίζεται η χρέωση του δηµοσίου, τη θέση του αµαρτήµατος ενάντια στο άγιο πνεύµα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δηµόσιο χρέος».

Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’

Αν και η θεαµατική διαχείριση του ζητήµατος του «δηµόσιου χρέους» το έχει συσκοτίσει µε µια τροµολαγνική, καταστροφολογική οµίχλη, το «δηµόσιο χρέος» αποτελούσε από τις απαρχές του καπιταλισµού ένα απαραίτητο για το κεφάλαιο εργαλείο συσσώρευσης και αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων. Όσο κι αν οι θεολόγοι της οικονοµίας απ’ την Wall Street και την Κοµισιόν µέχρι του Μαξίµου ολοφύρονται για το δυσθεώρητο ύψος του, το «δηµόσιο χρέος» δεν είναι παρά ένας από τους πιο δραστικούς µοχλούς της (αέναης) πρωταρχικής συσσώρευσης. «Σαν µε µαγικό ραβδί προικίζει το µη παραγωγικό χρήµα µε παραγωγική δύναµη και το µετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς να’ ναι υποχρεωµένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιοµηχανική µα ακόµα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δηµοσίου στην πραγµατικότητα δε δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν µετατρέπεται σε κρατικά ευκολοµεταβιβάσιµα χρεόγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο µετρητό χρήµα.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α’) Γι’ αυτό το λόγο «αν ο βιοµήχανος δεν µπορεί να διευρύνει άµεσα το προτσές αναπαραγωγής του, τότε ένα µέρος του χρηµατικού του κεφαλαίου αποβάλλεται από την κυκλοφορία σαν περίσσιο και µετατρέπεται σε δανείσιµο χρηµατικό κεφάλαιο.» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’) Και άρα «η συσσώρευση κεφαλαίου µε τη µορφή οµολογιών του κρατικού χρέους δε σηµαίνει, όπως δείξαµε, παρά µόνο την αριθµητική αύξηση µιας τάξης πιστωτών του κράτους, που έχουν το δικαίωµα να προεισπράττουν για τον εαυτό τους ένα ορισµένο από το συνολικό ποσό των φόρων». (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ’)

Μάλιστα σε περιόδους κρίσης, όπως στην περίοδο κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που διανύουµε, (δηλ. αδυναµίας, από την πλευρά των καπιταλιστών να αυξήσουν την εκµεταλλευσιµότητα της εργασίας σε αναλογία µε την αύξηση του δαπανηρού σταθερού κεφαλαίου και τις απαιτήσεις µιας προοδευτικής συσσώρευσης κεφαλαίου για διαρκώς αυξανόµενο κέρδος), οι καπιταλιστές, µέσω της πολιτικής του «δηµόσιου χρέους», επινοούν άλλους τρόπους έντασης της εκµετάλλευσης. Ενώ σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισµός, σε περιόδους κρίσης αυξάνεται ο δηµόσιος, άρα και το «χρέος». Η επένδυση σε κρατικά οµόλογα εξασφαλίζει σίγουρα κέρδη που αποσπώνται από την άµεση και έµµεση φορολόγηση των µισθωτών και κατευθύνεται στην αποπληρωµή των τοκοχρεολυσίων, µε το τραπεζικό κεφάλαιο ενισχυµένο. Άρα το «δηµόσιο χρέος», αντίθετα µε ό,τι λέγεται, αποτελεί βοήθεια προς το ιδιωτικό κεφάλαιο και απ’ αυτήν την άποψη θα πρέπει να συνυπολογίζεται στα κέρδη του.

Την τελευταία 20ετία, εξάλλου, στις 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ το «δηµόσιο χρέος» τριπλασιάστηκε λόγω των δαπανών για τη διάσωση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Πρόκειται για χρήµα το οποίο δε δόθηκε µέσω πιστώσεων στο (µη-τραπεζικό) ιδιωτικό κεφάλαιο για παραγωγικές επενδύσεις. Κι, επίσης, ο δηµόσιος δανεισµός γινόταν και γίνεται µε όρους που υπερβαίνουν κατά πολύ το µέσο ποσοστό κερδοφορίας, πράγµα που καθιστά πολύ πιο αποδοτική µια επένδυση σε οµόλογα από τη δηµιουργία µιας παραγωγικής µονάδας, πολύ περισσότερο δε αφού απαλλάσσει το ιδιωτικό κεφάλαιο από τα ρίσκα της ταξικής πάλης στο χώρο της παραγωγής.

Στη λογιστική του χρέους, ως διαφοράς ανάµεσα στα δηµόσια έσοδα και στις δηµόσιες επενδυτικές και καταναλωτικές δαπάνες (δηλ. κυρίως µισθούς και συντάξεις), η µέθοδος µείωσής του µέσω αύξησης των δηµόσιων εσόδων, αυξάνοντας τη φορολογία του κεφαλαίου, δεν είναι η πλέον προσφιλής. Είναι απορριπτέα γιατί θα σήµαινε µια διπλή απώλεια για το κεφάλαιο: είσπραξη λιγότερων τόκων από τη χρηµατοδότηση του µειωµένου ελλείµµατος αλλά και άµεση µείωση των κερδών µέσω της φορολογίας τους. Ο συνήθης τρόπος συσσώρευσης και ανακατανοµής του πλούτου είναι να επιχειρείται η µείωση του χρέους  µέσω της µείωσης των µισθών και των συντάξεων (αρχικά στο δηµόσιο, και στη συνέχεια στον ιδιωτικό τοµέα). Κι αυτό συµβαίνει γιατί, σ’ αυτήν την περίπτωση, η µείωση των κερδών των πιστωτών του δηµοσίου αντισταθµίζεται από τη µείωση των δηµόσιων υπαλλήλων και την ταυτόχρονη απασχόληση µέρους αυτών στον ιδιωτικό τοµέα καθώς και από τη διατήρηση της φορολογίας του κεφαλαίου εν γένει σε χαµηλά επίπεδα.

Να λοιπόν γιατί το «δηµόσιο χρέος» είναι εκ των ουκ άνευ για το κεφάλαιο και το κράτος του και η κρίση του χρέους είναι παραγωγική κρίση: µοχλός συσσώρευσης κεφαλαίου µε τη µορφή τόκων και µοχλός ταξικής τροµοκρατίας και πειθάρχησης µέσω της νοµιµοποίησης της µείωσης του άµεσου και έµµεσου µισθού και άρα της χαλιναγώγησης των ταξικών συγκρούσεων και των προλεταριακών επιθυµιών και προσδοκιών.

3.

«Μια ζωή µας λένε ότι χρωστάµε από την κούνια»

(συνταξιούχος που µονολογεί)

Η νουάρ φιλολογία περί «χρέους» είναι παλιά ιστορία, όσο κι αν προσπαθούν οι κονδυλοφόροι της εξουσίας να µας παρουσιάσουν τις «θυσίες» που απαιτούνται για τη µείωσή του ως κάτι καινούργιο. Η πραγµατική εκτίναξη του χρέους σηµειώνεται τη δεκαετία του ’80. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 οι κυβερνήσεις είχαν «καταφέρει» να κρατήσουν περιορισµένες τις δηµόσιες δαπάνες που προορίζονταν για µισθούς και συντάξεις. Αυτή η τάση θα αντιστραφεί τελείως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, καθώς η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κάτω από την πίεση των ταξικών αγώνων της προηγούµενης δεκαετίας θα αναγκαστεί να αυξήσει τόσο τον άµεσο όσο και το έµµεσο µισθό των εργαζοµένων. Υποχρεωµένες να ισορροπήσουν ανάµεσα στις δύο βασικές, αλλά αντιφατικές µεταξύ τους λειτουργίες του Κράτους, την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τη νοµιµοποίηση των εκµεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου προχώρησαν σε «γενναίες» µισθολογικές αυξήσεις στο δηµόσιο τοµέα που συµπαρέσυραν και τους µισθούς στον ιδιωτικό, και ταυτόχρονα έκαναν επενδύσεις στον τοµέα της κοινωνικής πρόνοιας χωρίς όµως να εξασφαλιστούν νέα έσοδα µέσω της φορολόγησης του ιδιωτικού κεφαλαίου ή να γίνουν προσπάθειες για να περιοριστεί η παραοικονοµία και η φοροδιαφυγή. Έτσι, η εισοδηµατική πολιτική και η δηµιουργία ενός υποτυπώδους «κράτους πρόνοιας», η οποία δε θα ολοκληρωθεί ποτέ, θα συµβάλλουν στη διόγκωση του δηµόσιου χρέους που από το 22,9% του ΑΕΠ που ήταν το 1980 θα ανέβει στο 47,8% το 1985 για να φτάσει στο 79,6% του ΑΕΠ το 1990.

Ωστόσο, παρά την αύξηση των δηµόσιων δαπανών και του χρέους, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ο σχηµατισµός κοινωνικού κεφαλαίου πραγµατοποιήθηκε µε τον ίδιο τρόπο όπως στις αναπτυγµένες καπιταλιστικές χώρες. Το κοινωνικό κράτος της δεκαετίας του ’80 δε φαίνεται να είχε ως σκοπό την εξασφάλιση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την επέκταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αλλά τη διαχείριση του «κοινωνικού κόστους» της κρίσης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης που προκάλεσε η µείωση των εξωτερικών πόρων, η άνοδος των κοινωνικών απαιτήσεων και των ταξικών αγώνων και η προϊούσα αποβιοµηχάνιση. Η χαµηλή αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση µε τους µισθούς µέσα στη δεκαετία του ’80 ανάγκασε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να αλλάξει κατεύθυνση εγκαινιάζοντας µια πολιτική λιτότητας το 1985 που θα συνδυαστεί στο ιδεολογικό επίπεδο µε µια κατά µέτωπο επίθεση στις «υπερβολικές απαιτήσεις» των µισθωτών, καταγγέλλοντας τα «µισθολογικά ρετιρέ» των εργαζόµενων στις ∆ΕΚΟ και προσπαθώντας να παίξει το χαρτί του διαχωρισµού κατηγορώντας τους δηµοσίους υπαλλήλους ότι απολαµβάνουν «παχυλούς µισθούς» εις βάρος των χαµηλόµισθων εργαζοµένων του ιδιωτικού τοµέα.

Η πολιτική αυτή οδήγησε αρχικά σε µείωση των µισθών κατά 12.5% και σε αύξηση των κερδών κατά 150% από το ’85 έως το ’87, συναντώντας, ωστόσο, την ένταση των κοινωνικών αγώνων της «εξασφαλισµένης» εργατικής τάξης (απεργίες καθηγητών, ∆ΕΚΟ κλπ), που συνέχισε να έχει επιθετικά αιτήµατα τραβώντας όλη την τάξη προς τα πάνω. Οι αγώνες αυτοί ανάγκασαν το ΠΑΣΟΚ να πάρει πίσω την πολιτική «λιτότητας» και η µείωση των µισθών να πέσει στο µισό του αρχικού της µεγέθους. Παρόλο που οι οικουµενικές και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της «κάθαρσης» θα αναλάµβαναν το κυρίως έργο της καπιταλιστικής αντεπίθεσης, η «δυναµική του χρέους» δεν θα ανακοπτόταν, µε αποτέλεσµα να σηµειωθεί µια περαιτέρω αύξησή του µέχρι τα µέσα της δεκαετίας του ’90 όταν άγγιξε το 108,7% του ΑΕΠ, για να φτάσει στα τέλη της ίδιας δεκαετίας το 114%, στο ίδιο επίπεδο µε το χρέος της Ιταλίας. Όλα αυτά σίγουρα ακούγονται οικεία. ∆ε χρειάζεται και πολύ προσπάθεια για να αναγνωρίσει κανείς το γνωστό «τροπάρι» που επαναλαµβάνουν τα τελευταία είκοσι χρόνια πολιτικοί και δηµοσιογράφοι κάθε φορά που µας καλούν να δουλέψουµε περισσότερο για πολύ λιγότερα προκειµένου «η χώρα να γλιτώσει τη χρεοκοπία».

4.

«Γαµώ το δηµόσιο χρέος µου µέσα!»

(∆ιαδεδοµένη βωµολοχία)

Όπως είπαµε και στην αρχή, η παγκόσµια οικονοµική ύφεση των τελευταίων ετών, που αποτελεί την τελευταία εκδήλωση της διαρκούς κρίσης αναπαραγωγής του πλανητικού κεφαλαίου εδώ και 35 χρόνια, ήταν αναπόφευκτο να επηρεάσει και την εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση. Πέρα όµως από τις όποιες συνέπειες είχε η µείωση της παγκόσµιας οικονοµικής δραστηριότητας στις εξαγωγές του ελληνικού κεφαλαίου, ειδικά στους τοµείς της ναυτιλίας και του τουρισµού, αποτέλεσε επίσης την αφορµή για την αποκάλυψη της διαρκούς κρίσης εκµεταλλευσιµότητας και πειθάρχησης του προλεταριάτου.

Το εθνικό κεφάλαιο και το κράτος του προσπαθούν εδώ και δύο δεκαετίες να αντιµετωπίσουν αυτή την κρίση µε αλλεπάλληλες µεταρρυθµίσεις του εκπαιδευτικού και του ασφαλιστικού συστήµατος· µε ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων για τους νέους· µε νόµους επί νόµων για την πειθάρχηση των µεταναστών και τον έλεγχο των ροών της µετανάστευσης· µε περικοπές επιδοµάτων, µισθών και κοινωνικών παροχών που συνδυάστηκαν µε την επέκταση της ατοµικής πίστωσης. Παρά τις σηµαντικές επιτυχίες που σηµείωσε το ελληνικό κεφάλαιο την περίοδο 1996–2004 όταν αυξήθηκε ο βαθµός εκµετάλλευσης και η κερδοφορία των επιχειρήσεων, η κρίση δεν αντιστράφηκε οριστικά υπέρ του κεφαλαίου. Όλα αυτά τα µέτρα υποτίµησης, πειθάρχησης και διαίρεσης της εργατικής τάξης, και µέσω αυτών της µετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης στους ίδιους τους εργαζόµενους, δεν απέδωσαν τους αναµενόµενους καρπούς.

Όπως δείχνουν οι στατιστικές τους, η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται συνεχώς από το 2004 και µετά –λόγω, µεταξύ άλλων, της επιβράδυνσης µετά την ολυµπιάδα των επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο (π.χ. µηχανολογικό εξοπλισµό, οδικά έργα και κτιριακές κατασκευές)– ενώ αντιθέτως το κόστος εργασίας ανά µονάδα προϊόντος αυξάνεται. Με άλλα λόγια, ο βαθµός εκµετάλλευσής µας µειώνεται, καθώς οι µισθοί αυξάνονται πιο γρήγορα από την παραγωγικότητα. Όπως λένε οι ίδιοι οι καπιταλιστές στις µελέτες τους (π.χ. στις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδας), αυτό οφείλεται στη «µη προσαρµοσµένη συµπεριφορά» µας απέναντι στους στόχους της «εθνικής ανάπτυξης», µε άλλα λόγια στην απειθαρχία µας, στους «υψηλούς» µισθούς του δηµόσιου τοµέα και στις «υπερβολικές» αυξήσεις που συµφώνησε η ΓΣΕΕ µε τον ΣΕΒ το 2008. Προσθέτουν επίσης ότι δεν έχουν προχωρήσει όσο θα έπρεπε οι ιδιωτικοποιήσεις των ∆ΕΚΟ και, γενικότερα, η απορρύθµιση και ότι η αγορά εργασίας συνεχίζει να είναι «δύσκαµπτη» επιβαρύνοντας ακόµα περισσότερο την κατάσταση και, µάλιστα, µε ένα µονιµότερο τρόπο. Από την άλλη µεριά, οι δηµόσιες δαπάνες που σχετίζονται µε την εκπαίδευση, τους µισθούς στο δηµόσιο τοµέα και τις λεγόµενες «κοινωνικές µεταβιβάσεις» (δηλαδή χρήµατα για επιδόµατα και συντάξεις) αυξάνονται συνεχώς την τελευταία δεκαετία.

Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, η κερδοφορία του κεφαλαίου επιβραδύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια µε αποτέλεσµα να ξεκινήσει να πέφτει από το 2006 και µετά, για να καταβαραθρωθεί το α’ εξάµηνο του 2009 κατά 51,5% σε σχέση µε την ίδια περίοδο του 2008, λόγω και της παγκόσµιας ύφεσης. Η πτώση του τζίρου και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων οδήγησε µε τη σειρά της σε µεγάλη µείωση των επενδύσεων λόγω της αυξανόµενης αδυναµίας τους να πάρουν πιστώσεις από τις τράπεζες. Άλλωστε, οι τράπεζες επηρεάστηκαν άµεσα καθώς είδαν τα κέρδη τους να µειώνονται δραµατικά λόγω της σηµαντικής αύξησης των ζηµιών που προέρχονται από την καθυστέρηση ή ακόµα και από την µη αποπληρωµή των δανείων, έχοντας επιπλέον γενικότερο πρόβληµα ρευστότητας λόγω της διεθνούς χρηµατοπιστωτικής κρίσης. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι το ρευστό που υπάρχει σταµατάει να κυκλοφορεί. Για παράδειγµα οι τράπεζες σταµατάνε να δανείζουν η µία την άλλη ή/και δανείζουν µε πολύ υψηλά επιτόκια. Όπως είναι φυσικό, το κράτος δεν έµεινε αµέτοχο. Έσπευσε να αντιµετωπίσει τα προβλήµατα που δηµιούργησε το ξέσπασµα της κρίσης αυξάνοντας τις δαπάνες του µέσα στο 2009 κατά 10,9% για να στηρίξει την καπιταλιστική συσσώρευση, συνεισφέροντας έτσι στο ΑΕΠ κατά 1,7%. Ταυτόχρονα παρείχε στις τράπεζες κεφάλαια 28 δις ευρώ, ποσό που ανέρχεται σε 11,5% του ΑΕΠ, για να σώσει την κερδοφορία τους, κάτι που θα συνεχίσει και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέχοντας 10 δις ευρώ επιπλέον. Οι τράπεζες χρησιµοποίησαν αυτά τα κεφάλαια για να αγοράσουν κρατικά οµόλογα, η τιµή των οποίων είχε πέσει στις αρχές του 2009 λόγω αντίστοιχων πιέσεων µε αυτές που ασκούνται σήµερα στις διεθνείς χρηµατοπιστωτικές αγορές. Ωστόσο, η τιµή των οµολόγων ξανανέβηκε γρήγορα µέσα στο α’ εξάµηνο του 2009 συµβάλλοντας στο να εµφανίσουν οι τράπεζες κέρδη, παρόλο που οι χορηγήσεις δανείων προς επιχειρήσεις και «νοικοκυριά» επιβραδύνθηκαν. Αν το κράτος δεν είχε κάνει αυτές τις «διευκολύνσεις» οι τράπεζες θα εµφάνιζαν ζηµιές 217 εκ. ευρώ… Επιπλέον, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν και για άλλους λόγους όπως π.χ. για την πληρωµή των επιδοµάτων των ανέργων που πολλαπλασιάστηκαν, ενώ τα έσοδα από τους φόρους και τις εισφορές µειώθηκαν λόγω της ύφεσης. Φυσικά, το αποτέλεσµα ήταν να εκτιναχθεί τόσο το έλλειµµα όσο και το δηµόσιο χρέος, φτάνοντας το 12.5% και το 112.6% αντίστοιχα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υψηλότερό έλλειµµα είχε το 2009 µόνο η Βρετανία (13%) µε δηµόσιο χρέος που ανέρχεται σε 68.6%, και ακολουθούν η Ισπανία µε έλλειµµα 11.25% και χρέος 54.3%, η Ιρλανδία µε έλλειµµα 10.75% και χρέος 65.8%, η Ιταλία µε έλλειµµα 5.3% και χρέος 114.6%, ενώ αντίστοιχα η Γερµανία παρουσίασε έλλειµµα 3.5% µε χρέος 73.1%. Ο µέσος όρος του ελλείµµατος και του χρέους στη ζώνη του ευρώ ήταν το 2009 6.5% και 78.2% αντίστοιχα, µε τάσεις ανόδου.

Η σηµερινή τακτική της διεθνούς του κεφαλαίου (ECOFIN, EUROGROUP, ∆ΝΤ), των «οίκων αξιολόγησης» και, πάνω από όλα, του ίδιου του ελληνικού κράτους και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στα πλαίσια της λεγόµενης «δηµοσιονοµικής προσαρµογής», µιας ευρύτερης στρατηγικής που ακολουθείται από το κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και 20 χρόνια. Στην προσπάθεια τους λοιπόν να στηρίξουν την καπιταλιστική συσσώρευση που βρίσκεται σε κρίση προσπαθούν να µας βάλουν χοντρό κωλόχερο για να αυξήσουν το βαθµό εκµετάλλευσης και να µετακυλήσουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής µας δύναµης  σε εµάς τους ίδιους, µειώνοντας τις «µη-παραγωγικές» δηµόσιες δαπάνες. Στη µυστικοποιηµένη σφαίρα της οικονοµίας και στη γλώσσα που της αντιστοιχεί η πολιτική αυτή ονοµάζεται «δηµοσιονοµική εξυγίανση» για τη στήριξη της «πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας» και τη «µείωση του κόστους δανεισµού». Η έννοια της «εξυγίανσης» έχει όµως και ένα κυριολεκτικό νόηµα: σε συνθήκες οικονοµικής ύφεσης οι επιχειρήσεις που δεν είναι επαρκώς κερδοφόρες και παραγωγικές αναγκάζονται να κλείσουν· το µη-αποδοτικό κοµµάτι του κεφαλαίου καταστρέφεται για να µπορέσει και πάλι να ξεκινήσει η ανοδική πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. ∆εν είναι τυχαίο ότι στο τρίτο τρίµηνο του 2009 έβαλαν λουκέτο περίπου 19.000 εµπορικές επιχειρήσεις.

Έτσι, αυξάνουν τους έµµεσους φόρους (π.χ. αύξηση της φορολογίας στα καύσιµα, τα ποτά και τα τσιγάρα, εξαγγελία αύξησης του ΦΠΑ)· αναδιαρθρώνουν την άµεση φορολογία επιβαρύνοντας περισσότερο την εργατική τάξη –ενώ έχουν µειώσει όλα αυτά τα χρόνια τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων· προωθούν αφενός το ανταποδοτικό ασφαλιστικό σύστηµα –µεταρρύθµιση που οδηγεί µεταξύ άλλων στη µείωση των συντάξεων– και αφετέρου την αύξηση των ορίων ηλικίας σε µια προσπάθεια µετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναµης στους ίδιους τους προλετάριους· εξαγγέλλουν την απελευθέρωση των απολύσεων· και, φυσικά, επιτίθενται στους «απαράδεκτα υψηλούς» –για το κεφάλαιο–  µισθούς του δηµόσιου τοµέα (που µάλιστα αντιστοιχούν, όπως λένε, σε µια «χρονίως χαµηλή παραγωγικότητα») µέσα από την περικοπή των επιδοµάτων, των υπερωριών και την επαπειλούµενη κατάργηση του 14ου και του 13ου µισθού. Και δεν πρέπει να ξεγελιόµαστε, παρόλη την προπαγανδιστική φιλολογία περί ρετιρέ και «προνοµιούχων» που διακινούν οι πληρωµένες πένες, η µείωση των µισθών στο δηµόσιο τοµέα πολύ γρήγορα θα µεταφραστεί σε αντίστοιχη και πιθανότατα ακόµα µεγαλύτερη συµπίεση των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα. Άλλωστε, οι ίδιοι οι καπιταλιστές το έχουν κάνει σαφές στη συζήτηση που έχει ανοίξει για την περικοπή του 14ου και του 13ου µισθού.

5.

«Κουφάλες, δεν ξοφλάµε τίποτα, γιατί δεν έχουµε ξοφλήσει ακόµα!»

(Σύνθηµα σε τοίχο)

Ωστόσο, η ολοµέτωπη αυτή επίθεση χρειάζεται να νοµιµοποιηθεί στη «συνείδηση του κόσµου». Για να δουλέψουµε περισσότερο για λιγότερα θα πρέπει να αποδεχθούµε ότι υπηρετούµε κάτι που µας υπερβαίνει, κάτι που απαιτεί από εµάς θυσίες, ειδικότερα δε όταν πολύ πρόσφατα αµφισβητήθηκε τόσο βίαια η προσταγή του κράτους και του κεφαλαίου. Αυτό είναι το διακύβευµα στην παρούσα σύγκρουση µεταξύ προλεταριάτου και κεφαλαίου, και οι καπιταλιστές το γνωρίζουν πολύ καλά. Έτσι η αιτία της κρίσης αποδίδεται σε ένα σχεδόν µεταφυσικό αλλά αναπόδραστο κόσµο αγορών, στατιστικών, οίκων αξιολόγησης, σπεκουλαδόρων και πάει λέγοντας. Αυτό το πέπλο της µυστικοποίησης στόχο έχει να αποκρύψει την πραγµατική πηγή της κρίσης που είναι η σπασµωδική αλλά επίµονη άρνηση του παγκόσµιου προλεταριάτου να υποταχθεί πλήρως στο κεφάλαιο και η κυκλοφορία των αγώνων του.

Το ελληνικό κράτος µε τη σηµερινή πασοκική µορφή του σε αγαστή συνεργασία µε τους ευρωπαίους εταίρους και φυσικά µε τα καθίκια των µέσων µαζικής ενηµέρωσης όξυναν την ιδεολογική τροµοκρατία ρίχνοντας το πιο ισχυρό τους χαρτί, την «εθνική ενότητα». Σε περιόδους κρίσης, οι εταίροι µετατρέπονται ως δια µαγείας σε άνωθεν εντολείς και αντιπάλους· το ενοποιηµένο ευρωπαϊκό χωριό που ζει αρµονικά και συναποφασίζει δηµοκρατικά διαλύεται µέσα στη φαινοµενικότητα της υπεράσπισης της πατρίδας, η οποία γίνεται ζήτηµα υψίστης σηµασίας. Με λίγα λόγια, προσπαθούν να µας πείσουν ότι δε θα δουλεύουµε πλέον για να πλουτίζουν τα αφεντικά µας αλλά για το καλό της πατρίδας. Η πατρίς χρειάζεται θυσίες!

Η «κρίση του χρέους» προσφέρει µια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη συσπείρωση γύρω από τη µορφή έθνος-κράτος, δηλ. τη βίαιη συσπείρωση των προλετάριων γύρω από τα συµφέροντα των αφεντικών τους. ∆ιευκολύνει τα σχέδια των καπιταλιστών για ακόµα µεγαλύτερη πειθάρχηση του προλεταριάτου, µεγαλύτερη παραγωγικότητα και τελικά υψηλότερα κέρδη. Μια φράση του πρωθυπουργού αρκεί για να καταλάβουµε το στηµένο παιχνίδι: «…είναι καθαρό ότι έτσι όπως χειριστήκαµε τα οικονοµικά µας, αφαιρείται ένα κοµµάτι της κυριαρχίας µας που πρέπει να το πάρουµε πίσω µε την αξιοπιστία µας, το πρόγραµµά µας και την αυτοθυσία του καθενός». Η δική του «θυσία» να «παραχωρήσει κοµµάτι της κυριαρχίας της χώρας» συνεπάγεται τη δική µας αυτοθυσία για «να το πάρουµε πίσω». Μόνο που θα πρέπει να το πληρώσουµε πολύ ακριβά αυτό το «κοµµάτι», µε περισσότερη δουλειά, λιγότερα λεφτά, βαθύτερους διαχωρισµούς και εντονότερο ανταγωνισµό µεταξύ µας για να µη βρεθούµε στο αυξανόµενο εφεδρικό στρατό των ανέργων. Όποιος δε συναινεί, προδίδει την «εθνική µας αποστολή». Εξάλλου ο πρωθυπουργός το δήλωσε: «Χρειάζονται θυσίες, δεν αντέχουµε µπλόκα και απεργίες». Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι καπιταλιστές φοβούνται την κοινωνική αναταραχή που µπορεί να ξεσπάσει όταν αρνηθούµε εµπράκτως να γίνει η ήδη αλλοτριωµένη ζωή µας ακόµα χειρότερη.

Οι ιδεολόγοι του συστήµατος προσπαθούν µε κάθε µέσο να εξαλείψουν ακόµα και από τη µνήµη την εξέγερση του ∆εκέµβρη. Οι κινήσεις του κράτους δείχνουν ότι αυτό το φάντασµα αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη τους, ειδικά τώρα που διαφαίνεται ότι  στο άµεσο µέλλον µπορεί να µην αφορά µόνο µια µειοψηφία του προλεταριάτου. Όταν απαιτούν κοινωνική ειρήνη, ξέρουν ότι ποντάρουν σε έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα, τους προλετάριους. Γι’ αυτό η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φοράει το ανθρωπιστικό-αντιρατσιστικό της προσωπείο και ταυτόχρονα κραδαίνει στο χέρι το γκλοµπ του µπάτσου. Η κοινωνική συναίνεση πρέπει να επιβληθεί πάση θυσία. Γέµισε τους δρόµους της Αθήνας µε κάθε λογής µπάτσους προσπαθώντας να ελέγξει οποιονδήποτε χώρο µπορεί να µετατραπεί σε πεδίο αγώνα και σύγκρουσης. Tην πιο καλή δουλειά  όµως µέχρι τώρα την έχει κάνει η συνδικαλιστική αστυνοµία, η κλαδική-συντεχνιακή νοοτροπία και ο ατοµικισµός που φροντίζουν να περνάνε τα νέα µέτρα µε τις µικρότερες δυνατές αντιστάσεις.

Για να ξαναγυρίσουµε στο Νίτσε, «αυτός ο κόσµος, στο βάθος, δεν έχασε ποτέ πια τη χαρακτηριστική µυρουδιά του αίµατος και του µαρτυρίου» –κάτι που µας θύµισε πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Α. Λοβέρδος όταν προαναγγέλλοντας τα «σκληρά αλλά αναγκαία µέτρα» δήλωσε ότι «Θα χυθεί αίµα!». Ίσως, όµως, άθελά του να προανάγγειλε την καταιγίδα που αντί για την αποσύνθεση του προλεταριάτου θα φέρει την ανασύνθεση των αγώνων ενάντια στη συνδικαλιστική αστυνοµία και θα στείλει το «δηµόσιο έλλειµµα» στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας µαζί µε το έλλειµµα ζωής, που είναι το µόνο πραγµατικό.

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΞΟΦΛΗΣΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΜΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ!

Οίκος αξιολόγησης

Proles & Poors

24/2/2010

_

_