3 Ερωτο/απαντήσεις για τον αντι-φασισμο– Gilles Dauve

απο τη βιβλ/θηκη του      rioter

1. Μπορεί το προλεταριάτο να εμποδίσει την καπιταλιστική κοινωνία απ’ το να μετατρέπεται κατά περιόδους σε δικτατορία;

Όχι. Η ταξική σύγκρουση ορίζει τη σύγχρονη εποχή, όπως και τα επίκεντρα γύρω από την υποταγή ή/και την αντίσταση της εργατικής τάξης, την ανταρσία, την εξέγερση… Δε σημαίνει ότι τα αφεντικά θα μπορούσαν να εκτρέψουν την πολιτική ροή ανά πάσα στιγμή και να αποφύγουν τις παρενέργειες της ίδιας της απόπειράς τους να αλλάξουν την ιστορία.

Για παράδειγμα, η ενεργή ταξική σύγκρουση καθόρισε τη γέννηση και τη ζωή της Δημοκρατίας της Βαιμάρης. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η επανάσταση οξύνθηκε στη Γερμανία από τις συνδυασμένες δυνάμεις δημοκρατίας και φασισμού (τα Freikorps που χρησιμοποιήθηκαν από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υπό το SPD για να τσακίσουν τις εργατικές εξεγέρσεις του 1919-1920, ήταν αυθεντικές φασιστικές ομαδοποιήσεις, από τις οποίες θα προκύψουν πολλοί μετέπειτα υψηλόβαθμοι ναζί). Το σύστημα της Βαϊμάρης οικοδομήθηκε πάνω στις προλεταριακές επιθέσεις και υποχωρήσεις. Οι εργάτες τότε υπέπεσαν σε μια υποβαθμισμένη και συσκοτισμένη αδυναμία: το συμβουλιακό κίνημα περιορίστηκε σε έναν γραφειοκρατικό θεσμικό μηχανισμό, και η επανάσταση που απέτυχε άνοιξε το δρόμο για ένα σοσιαλιστικού προσανατολισμού καθεστώς με κυρίαρχη την αριστερά. Οι πιέσεις που εξασκούσε η εργατική τάξη, και η σύγκρουση μεταξύ μιας ρεφορμιστικής πλειοψηφίας και επαναστατικών μειοψηφιών, διαμόρφωσαν το κλίμα αυτής της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμα κι όταν ανέβηκαν σε θέσεις εξουσίας δεξιοί πολιτικοί, ακόμα και με τον Hintenburg ως πρόεδρο (το SPD κάλεσε να τον ψηφίσουν ως ανάχωμα εναντίον του Hitler…), οι εργάτες διατηρούσαν τον δυναμισμό των πρώτων μερών της Βαιμάρης, και καμιά φορά, την αποφασιστικότητά τους.

Όμως τα συνδυασμένα κι εχθρικά βάρη του SPD και του KPD αποτελούσαν τις ξεχωριστές αδυναμίες τους. Με το κραχ του 1929, όταν ακόμα και η κυρίαρχη τάξη έπρεπε να πειθαρχηθεί, το κεφάλαιο αυτή τη φορά ανακάλυψε ότι δεν είναι μόνο οι ριζοσπάστες αλλά ακόμα και οι αξιοσέβαστοι συνδικαλιστές ηγέτες που θα μπορούσαν να αποτελούν ένα κίνδυνο. Ο αστικός-ρεφορμιστικός συμβιβασμός τέθηκε σε κίνηση από τους εργάτες 14 χρόνια πριν γίνει περισσότερο κατάρα παρά ευχή.

Ο Χιτλερισμός δεν ήταν αναπόφευκτος, με τους χοντροειδείς και δολοφονικούς τρόπους του. Όμως στις 30 Γενάρη 1933, μια ισχυρή κεντρική εξουσία, ήταν αυτό που άκουγες παντού, και οι μόνες επιλογές που έμεναν στη Γερμανία ήταν απόλυτα κρατιστικές και καταπιεστικές, ρυθμιζόμενες πέρα από κει που έφτανε το προλεταριάτο.

Παραδόξως, είναι η ίδια δύναμη της μισθωτής εργασίας (ρεφορμιστών και ριζοσπαστών) που της στερεί κάθε λόγο στη ρύθμιση των πραγμάτων.

2. Πόσο μπορεί να συνεισφέρει ο αντιφασισμός σε ένα επαναστατικό κίνημα;

Καταρχήν, ο αντιφασισμός δεν είναι ένα ομοιογενές φαινόμενο. Ο Durruti, ο Orwell, και ο Santiago Carrillo όλοι τους συγκαταλέγονται στους αντιφασίστες. Όμως, το ερώτημα παραμένει: Ενάντια σε τι είναι ο αντιφασισμός; Και υπέρ τίνος ακριβώς πράγματος;

Είμαι ενάντια στον ιμπεριαλισμό, είτε γαλλικός, είτε βρετανικός, αμερικανικός ή κινέζικος. Δεν είμαι όμως «αντιιμπεριαλιστής», μιας και μια αυτό δηλώνει μια πολιτική τοποθέτηση που υποστηρίζει και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα που αντιτίθενται σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Είμαι (όπως και το προλεταριάτο) ενάντια στο φασισμό, είτε παίρνει τη μορφή του Hitler είτε του Le Pen. Δεν είμαι «αντιφασίστας» μιας και αυτή είναι μια πολιτική τοποθέτηση που θεωρεί το φασιστικό κράτος ή τη φασιστική απειλή σαν έναν πρώτο και κυρίαρχο εχθρό που πρέπει να καταστραφεί με κάθε κόστος, π.χ. συμμαχώντας με τους αστούς δημοκράτες ως το μη-χείρον, ή αναβάλλοντας την επανάσταση για όταν ο φασισμός θα έχει νικηθεί.

Αυτή είναι η ουσία του αντιφασισμού. Ο «επαναστατικός αντιφασισμός» είναι μια αντίφαση όρων, ένα οξύμωρο. Οτιδήποτε κομμουνιστικό αναπόφευκτα πάει πέρα από το πλαίσιο του αντιφασισμού, και αργά ή γρήγορα συγκρούεται μαζί του. Όταν οι ισπανοί εργάτες πήραν τα όπλα ενάντια στη στρατοκρατία τον Ιούλιο του ’36, προφανώς πολεμούσαν το φασισμό, όμως (όπως κι αν αποκαλούσαν τον εαυτό τους) δε δρούσαν ως αντιφασίστες, καθώς η κίνησή τους στόχευε τόσο τους φασίστες όσο και το δημοκρατικό κράτος. Κατόπιν, ωστόσο, όταν αφέθηκαν να παγιδευτούν μέσα στα θεσμικά πλαίσια, έγιναν «αντιφασίστες», πολεμώντας τους φασίστες εχθρούς τους, ενώ την ίδια στιγμή υποστήριζαν τους δημοκράτες εχθρούς τους.

Επαναστατικές κριτικές του αντιφασισμού έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί ότι σαμποτάρουν την μάχη ενάντια στο φασισμό, ότι είναι «αντικειμενικοί» σύμμαχοι του Franco ή του Hitler, κάτι που συχνά φτάνει στο «υποκειμενικό»- Η τραγική ειρωνεία είναι ότι μόνο το προλεταριάτο και οι κομμουνιστές είναι ουσιώδεις αντίπαλοι του φασισμού. Ο αντιφασισμός είναι πάντοτε περισσότερο υποστηρικτής της δημοκρατίας παρά πολέμιος του φασισμού: δε θα πάρει αντι-καπιταλιστικά μέτρα για να απωθήσει το φασισμό, και θα προτιμήσει την ήττα του παρά να ρισκάρει ένα προλεταριακό ξέσπασμα. Δεν ήταν ατύχημα ούτε λάθος που οι ισπανοί αστοί και οι σταλινικοί σπατάλησαν χρόνο και ενέργεια για να εξολοθρεύσουν τις αναρχικές αγροτικές κομμούνες, όταν υποτίθεται ότι έκαναν τα πάντα για να κερδίσουν τον πόλεμο: η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα τους δεν ήταν ούτε υπήρξε ποτέ η συντριβή του Franco, αλλά το να διατηρήσουν τις μάζες πειθαρχημένες.

Οπότε, το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχουν πολλά είδη αντιφασισμού, και ότι μη-επαναστατικά αντιφασιστικά στοιχεία μπορούν να γίνουν επαναστατικά, όπως μπορούν φυσικά και πολλοί άλλοι, αλλά ότι ο αντιφασισμός ως τέτοιος, προκειμένου να αποφύγει ένα δικτατορικό κράτος, υποκύπτει στο δημοκρατικό κράτος. Αυτή είναι η φύση του, η λογική του, το αποδεδειγμένο παρελθόν του, και όλα τα «ναι μεν αλλά» σχετικά με αυτό, πνίγηκαν στο αίμα της Βαρκελώνης του Μάη του ’37, των εργατών που ήλπιζαν να ξεπεράσουν τον συμβιβαστικό αντιφασισμό. Ο αντιφασισμός δεν είναι μια συνάντηση που πάει κάποιος και υιοθετεί ένα νέο πρόγραμμα. Δεν είναι μια μορφή: έχει δικό του περιεχόμενο και πολιτική ουσία. Δεν είναι ένα «αστικό» μόρφωμα όπου η προλεταριακή ανατροπή θα μπορούσε να φωλιάσει τη σάρκα της.

Δε χρειάζεται να πω, ότι αυτό που προτείνω δεν είναι οι καθαρογραμμίτες κομμουνιστές που παίρνουν μέρος μόνο σε επιθέσεις εναντίον της μισθωτής εργασίας και μένουν αμόλυντοι από κάθε αντιφασιστική ομάδα, περιμένοντας από αυτές το πολύ-πολύ να συμβαδίσουν με τους ίδιους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόρριψη του κάθε τι φασιστικού (εθνισμός, ρατσισμός, σεξισμός, εθνικισμός, νόμος και τάξη, αντιδραστική κουλτούρα κλπ) είναι συχνά ένα πρώτο βήμα προς την ανταρσία. Πράγματι, αρκετοί νέοι άνδρες και γυναίκες παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις ενάντια στο γαλλικό «Εθνικό Μέτωπο» επειδή καταλαβαίνουν ότι τους ζητά ακόμα περισσότερη υποταγή σε μια κοινωνική τάξη που μισούν, κι όχι επειδή αποτελεί απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία που ούτως ή άλλως δεν τους ενδιαφέρει και τόσο. Εδώ εισέρχονται και οι πολιτικάντηδες που προσπαθούν να χειραγωγήσουν αυτήν την κίνηση σε μια υποστήριξη της δημοκρατίας. Αυτές οι τυχαίες χειρονομίες θα αναπτυχθούν σε μια κριτική των θεμελίων αυτού του κόσμου αν αρνηθούν τη βάση του αντιφασισμού: το σεβασμό για το δημοκρατικό καπιταλισμό. Μόνο καταδεικνύοντας τα ζητήματα αυτά μπορούμε να συνεισφέρουμε στην ωρίμανση αυτή.

Το τσάκισμα του φασισμού σημαίνει να καταστρέφουμε τις προϋποθέσεις του, δηλαδή τα κοινωνικά αίτιά του, δηλαδή τον καπιταλισμό.

3. Πως μπορούμε να πολεμήσουμε μια από τις χειρότερες διασπαστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του προλεταριάτου: το ρατσισμό;

Πάντως σίγουρα όχι με το να προσθέτουμε το ρατσισμό ως άλλο ένα θέμα στην ατζέντα του αντι-καπιταλισμού.

Ο ρατσισμός πιάνεται από μια διαφορά. Ο αντιρατσισμός κάνει το αντίθετο: δίνει έμφαση σε κάτι κοινό που ο ρατσισμός διαιρεί. Αυτό το κοινό στοιχείο είναι συνήθως η ανθρωπότητα ή η ανθρωπιά. Τώρα, όταν η αστική τάξη κάνει επίσης έκκληση σ’ αυτό, σε σχέση με τους εργάτες της, πώς μπορούν να φέρουν αντίρρηση οι επαναστάτες; Προφανώς το κοινό στοιχείο δεν μπορεί να είναι το ίδιο γι αυτούς που διευθύνουν αυτόν τον κόσμο και γι αυτούς που θέλουν να τον αλλάξουν.

Στην πραγματικότητα, αυτό που τείνουμε να κάνουμε είναι να αντικαθιστούμε το «είμαστε όλοι άνθρωποι», με το «είμαστε όλοι προλετάριοι». Λέμε λοιπόν: α) ένας μαύρος εργάτης είναι το ίδιο με έναν λευκό εργάτη, β) και οι δύο δεν είναι το ίδιο με ένα μαύρο αφεντικό ή ένα λευκό αφεντικό. Το ζήτημα είναι ότι αυτό δε χτυπά τον ρατσισμό. Υποστηρίζει την αλληλεγγύη, όπως και θα πρεπε, αλλά η αλληλεγγύη βρίσκεται σε έλλειψη, ακριβώς λόγω του ρατσισμού. Έτσι, απλώς αντικαθιστούμε τον ανθρωπιστικό αντιρατσισμό με έναν προλεταριακό. Ωστόσο και οι δύο αντιμετωπίζουν το ρατσισμό με την πιο επιφανειακή του μορφή, αγνοώντας τα αίτιά του.

Το ’68, αν και υπήρχαν ρατσιστές, ανάμεσα και στους μισθωτούς, η γαλλική αστική τάξη δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ρατσισμό ως μείζον εργαλείο διαίρεσης, λόγω της τάσης για ενότητα που επέφερε ο μαζικός ταξικός αγώνας. Αργότερα, καθώς η μαχητικότητα των εργατών υποχώρησε, εμφανίστηκαν οι διαιρέσεις. Για να αναφέρουμε ένα μόνο σημαντικό σημείο, η απεργία του 1983 στο Talbot αποκάλυψε ένα αυξανόμενο σχίσμα ανάμεσα στους λεγόμενους εγχώριους και ξένους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν περισσότερο αποτέλεσμα παρά αιτία. Είναι μόνο σύμπτωση που το 1983-4 ήρθε η άνοδος του Εθνικού Μετώπου; Δεν είναι η έλλειψη κατάλληλων αντιρατσιστικών εκστρατειών που βοήθησε τον Le Pen να κερδίσει γύρω στο 15% των ψήφων. Είναι η παρακμή της συλλογικής αντίστασης ανάμεσα στους εργαζομένους. Ο ρατσισμός εκδηλώνεται ως μια ιδεολογία, αλλά δεν είναι πρώτιστα ιδεολογικός. Είναι ένα πρακτικό φαινόμενο, μια κοινωνική σχέση: μια από τις πιο ζοφερές όψεις του ανταγωνισμού ανάμεσα στους μισθωτούς εργαζομένους, μια συνέπεια της παρακμής των κοινοτήτων ζωής και αγώνα. Η «φυλετικοποίηση» της εργατικής τάξης πάει χέρι χέρι με την εξατομίκευση.

Το προλεταριάτο δεν είναι αδύναμο επειδή είναι διαιρεμένο: είναι η αδυναμία του που τρέφει τη διαίρεση. Έτσι, ό,τι το κάνει πιο δυνατό είναι που χτυπάει το ρατσισμό. Ενώ αποφεύγει τον οργανωμένο ανθρωπιστικό αντιρατσισμό, μπορεί κανείς να πολεμήσει το ρατσισμό, όπου τον αντιμετωπίζει στην πραγματική ζωή, όπως πολλοί μη-ρατσιστές προλετάριοι κάνουν σε μια παμπ, σ ένα μαγαζί ή σε μια ουρά, αναδημιουργώντας ενός είδους αυτόνομες κοινότητες.

Για παράδειγμα, το κίνημα του Δεκέμβρη του ’95 έβαλε τέλος στη ρητορική του Le Pen. Αναλόγως, ένας αριθμός ταραχών έχουν φέρει κοντά ανθρώπους από τη βόρεια Αφρική, μαύρης και «λευκής» καταγωγής.

Το κομμουνιστικό κίνημα έχει ταυτόχρονα ένα ταξικό κι ένα ανθρώπινο περιεχόμενο. Μια ενδιαφέρουσα ερώτηση είναι: ποιες ταξικές αγωνιστικές δράσεις φέρνουν τους προλετάριους μαζί, και τείνουν έμπρακτα να χτυπούν τον ρατσισμό;

Οι εργάτες μπορεί να είναι μαχητικοί και ρατσιστές την ίδια στιγμή.

Το 1922, τα αφεντικά στην Νότια Αφρική μείωσαν τους μισθούς των λευκών εργατών στα ορυχεία και άνοιξαν έναν αριθμό θέσεων εργασίας στους μαύρους. Οι διαδηλώσεις των «λευκών» κατέληξαν σε λουτρά αίματος: πάνω από 200 εργάτες σκοτώθηκαν. Όπως και στις απεργίες ενάντια στην γυναικεία ή τη ξένη εργασία, ήταν κι αυτή μια αυτό-άμυνα των μισθωτών, στη χειρότερη μορφή της.

Από την άλλη, όταν η Ολλανδία βρισκόταν υπό την κατοχή της ναζιστικής Γερμανίας, οι Ολλανδοί εργάτες κατέβηκαν σε απεργία ενάντια στις διακρίσεις και τις απελάσεις που υφίσταντο οι Εβραίοι και οι Εβραίοι εργαζόμενοι.

Το κλειδί, για να κατανοήσουμε την αντιδραστική στάση των εργατών της Νότιας Αφρικής ή την αλληλεγγύη των Ολλανδών, δε βρίσκεται στο δίπολο ρατσισμός/αντιρατσισμός. Τα μυαλά στοιχειώνονται από κοινωνικές σχέσεις και δράσεις του παρελθόντος. Όσο πιο ανοιχτή, διεθνής, δυνητικά οικουμενική και συνεπώς «ανθρώπινη» είναι μια διεκδίκηση ή μια δράση, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να στριμωχτεί σε ένα σεξιστικό, ξενοφοβικό ή ρατσιστικό πλαίσιο.

Φανταστείτε ένα χώρο εργασίας. Ένας αγώνας για να σώσουμε τις δουλειές μας θα μπορούσε πολύ πιο εύκολα να φέρει την εργατική δύναμη πιο κοντά στο ρατσισμό απ’ ό,τι, ας πούμε, η διεκδίκηση 20 λιρών αύξησης την εβδομάδα για κάθε έναν εργαζόμενο. Το πρώτο παγιδεύει τους ανθρώπους σε αμυντικές χειρονομίες, τους απομονώνει στη «δική τους» υπόθεση, τους διαχωρίζει από τους άλλους χώρους εργασίας και τελικά και μεταξύ τους (ποιος θα «πάρει πόδι», ελπίζω να είναι κανένας συνάδελφος, κι όχι εγώ!). Όσο ταπεινή κι αν είναι η δεύτερη διεκδίκηση ενώνει τους προλεταρίους ασχέτως γένους, εθνικότητας ή επαγγελματικής ικανότητας, και μπορεί να τους συνδέσει και με άλλους χώρους εργασίας πέραν του δικού τους, καθώς κι άλλοι άνθρωποι μπορεί να πάρουν ανάλογες πρωτοβουλίες ζητώντας για μια τέτοια αύξηση, ή για κάτι ακόμα πιο ενοποιητικό.

Μερικές διεκδικήσεις και τακτικές ενισχύουν τις επαγγελματικές, τοπικές ή «φυλετικές» διαφορές. Αλλες ανοίγουν το δρόμο για τη συμμετοχή μιας ολοένα και μεγαλύτερης κοινότητας, ανοίγουν νέα θέματα και γκρεμίζουν τις «εθνικές» κλπ διαιρέσεις.

Ο μόνος τρόπος να νικήσουμε το ρατσισμό είναι να τον αντιμετωπίσουμε σε ένα γενικό και «πολιτικό» επίπεδο, δείχνοντας με ποιον τρόπο οι διακρίσεις μεταξύ των προλεταριων (και ο ρατσισμός ακόμα περισσότερο απ’ όσο η ξενοφοβία) πάντοτε καταλήγουν με τους ίδιους τους προλεταριους σε πολύ πιο δυσμενή, υποβαθμισμένη, καθυποταγμένη θέση.

Ο ρατσισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί, όμως όχι σαν ένα ξεχωριστό ζήτημα, και ποτέ ως μια παρανοϊκή ιδεολογία που πρέπει να συντριβεί από μερικούς θερμόαιμους.

Δείτε ακόμα: Φασισμός και Μεγάλο Κεφάλαιο – Gilles Dauve

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *