Η ιστορική διάσταση της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό

Η ιστορική διάσταση της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό

Σε κάθε κοινωνία μπορούμε να διακρίνουμε 3 βασικούς κλάδους παραγωγής:

την παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση
την παραγωγή των μέσων και των αντικειμένων της παραγωγής
την παραγωγή του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας

Ο τρίτος αυτός κλάδος της παραγωγής επιτυγχάνεται μέσω της λειτουργίας της εκπαίδευσης με τη διάδοση γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων. Η εκπαίδευση επενεργεί με ποικίλους τρόπους τόσο στην παραγωγή αγαθών, όσο και στην παραγωγή των μέσων.

Ο ρόλος της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό είναι διπλός: παρέχει τις γνώσεις ώστε ο εκπαιδευόμενος να ενταχθεί στην αγορά εργασίας από τη μία και από την άλλη του εγχαράσσει την κυρίαρχη αστική ιδεολογία.

Η μαζική εκπαίδευση όπως διαμορφώθηκε και παγιώθηκε στον 20ο αιώνα, αποτελεί προϊόν της καπιταλιστικής οργάνωσης και εξέλιξης της κοινωνίας. Ο ρόλος της έχει αντίκτυπο στη συνολική εργασία και έτσι μόνο μπορεί να γίνει κατανοητή η στρατηγική σημασία της. Ιστορικά, κεντρικό σημείο προκειμένου να κατανοήσουμε το ρόλο της, είναι ο χωρισμός χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας που εμφανίζεται ταυτόχρονα με τις πρώιμες ταξικές κοινωνίες και τον καταμερισμό εργασίας.
Μπορούμε να διακρίνουμε τρία κοινωνικο-οικονομικά συστήματα: δουλοκτητικό, φεουδαρχικό και κεφαλαιοκρατικό.

Στο δουλοκτητικό σύστημα έχουμε την ταύτιση των χειρωνακτικά εργαζόμενων με τα μέσα και τους όρους της εργασίας, και δεν υπάρχει κανενός είδους εκπαίδευση των εργαζόμενων πέραν ίσως αυτής που προσφέρονταν από τον ένα στον άλλο μέσα στα πλαίσια της βοήθειας στην εργασία, και της εκπαίδευσης που εξυπηρετεί δεξιότητες για την παροχή εργασίας προς τον αφέντη. Η εκπαίδευση, η αγωγή είναι προνόμια της άρχουσας τάξης. Τα διάφορα ιδεώδη όπως: άμμιλα, καλοκαγαθία, ευγένεια, αριστοκρατία, αυτοθυσία κτλ είναι αυταπόδεικτα για την άρχουσα τάξη.

Επί φεουδαρχίας ο σαφής χωρισμός της κοινωνίας (κληρονομικά προκαθορισμένος συνήθως) σε δουλοπάροικους, φεουδάρχες και κλήρο, αντανακλά στην εκπαίδευση-διαπαιδαγώγηση με εντελώς διαφορετικούς τρόπους και μορφές για την κάθε τάξη.
Η εκπαίδευση των δουλοπάροικων έχει να κάνει με τις εργασίες τους (αγροτικές, χειροτεχνικές), την θρησκευτική τους ταυτότητα αλλά και την αποδοχή-συνειδητοποίηση της κοινωνικής ιεραρχίας.
Για τους φεουδάρχες η εκπαίδευση περιλαμβάνει την οικειοποίηση των κληρονομικών παραδόσεων και υπεροχής έναντι όχι μόνο των υποτελών τους, αλλά και όσων επιβουλεύονται ή προσβάλλουν την ιδιοκτησία τους. Λαμβάνουν αγωγή σε θέματα πίστεως, τιμής και μίσους προς τους αλλόθρησκους.
Ο κλήρος λαμβάνει εντελώς διαφορετική εκπαίδευση λόγω και του σημαντικού ρόλου της θρησκείας. Έχει να κάνει με την εκμάθηση τελετουργιών και δογματικής. Είναι περισσότερο διαδικασία μύησης και δεν έχει καμία σχέση με οικοδόμηση γνώσης ή κριτική σκέψη. Κατάλοιπα αυτού του είδους παιδείας βρίσκουμε ακόμη και σήμερα (απομνημόνευση, δογματική μεταφορά γνώσης, εξ’αποκαλύψεως γνώση, υπαγωγή της παιδείας στη θεολογία).

Εμφάνιση της δημόσιας εκπαίδευσης

Κατά το πέρασμα στην κεφαλαιοκρατία έχουμε την απόσπαση του παραγωγού από τα μέσα και τους όρους της παραγωγής. Το υποκείμενο της εργασίας «…πρέπει να είναι νομικά και πολιτικά ελεύθερο άτομο, ιδιοκτήτης της ικανότητάς του προς εργασία, υποχρεωμένος να προβαίνει σε εκποίηση της εργατικής του δύναμης για προσωρινή χρήση στον ιδιοκτήτη των μέσων και των όρων της παραγωγής»1.
Ο χωρισμός της εργασίας από το αποτέλεσμα της εργασίας γίνεται παράλληλα με το χωρισμό της εκπαίδευσης από την παραγωγή, το χωρισμός της τεχνικής από την επιστήμη.
Δημιουργείται η ανάγκη οι εργάτες να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεων και διαπαιδαγώγησης. Οι κατευθύνσεις αλλά και αναγκαιότητες του κεφαλαιοκρατικού συστήματος κατά την αρχική εδραίωσή του, που οδήγησαν στη δημόσια παιδεία, μπορούμε να πούμε ότι είναι οι παρακάτω:

Η αποδοχή, νομιμοποίηση από όλους της κοινωνικής ιεραρχίας και η απόκρυψη των ταξικών σχέσεων εξουσίας αποτελούν τα θεμέλια του σύγχρονου αστικού κράτους. Σε αυτά συμβάλλει η αποδοχή της σχολικής ιεραρχίας-πειθαρχίας, η «αταξικότητα», οι «ίσες ευκαιρίες» της εκπαιδευτικής λειτουργίας καθώς και ο μύθος για αυτούς που «παίρνουν τα γράμματα» αφού υπάρχει αντικειμενική αξιολόγηση.
Ως φυσικός νόμος λοιπόν παρουσιάζεται ότι όπως η επιτυχία στο σχολείο, έτσι και η «επιτυχία στη ζωή» είναι θέμα βιολογικών χαρακτηριστικών του κάθε πολίτη χωριστά. Η δημιουργία της «κοινωνίας των ίσων ατόμων» δεν θα μπορούσε να εδραιωθεί χωρίς την παιδεία για όλους, η οποία προσφέρει ίσες ευκαιρίες ανεξαρτήτως κοινωνικού στρώματος.

● Σύμφωνα με τον Μαρξ η απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων κοστίζει: «Για να μεταβληθεί η γενική ανθρώπινη φύση έτσι που να αποκτήσει δεξιότητα κι επιτηδειότητα σ’ έναν καθορισμένο κλάδο εργασίας και να γίνει αναπτυγμένη και ειδική εργασιακή δύναμη, χρειάζεται μια καθορισμένη μόρφωση και εκπαίδευση, πράγμα που με τη σειρά του κοστίζει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσό ισοδύναμων του εμπορεύματος. Τα έξοδα αυτά της μόρφωσης ποικίλουν ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ειδίκευση της εργατικής δύναμης. Αυτά λοιπόν τα έξοδα μάθησης, μηδαμινά για τη συνηθισμένη εργατική δύναμη, προστίθενται στο σύνολο των αξιών που ξοδεύονται για την παραγωγή της»2. Με αυτό το τρόπο η εκπαίδευση συνδέεται με την παραγωγή και γίνεται και η ίδια ο κύριος κλάδος της παραγωγής του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη.

Η διαιώνιση και επέκταση του διαχωρισμού διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας «διαχωρίζει τη γνώση από τον άμεσο παραγωγό και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στα μέσα παραγωγής, καθώς τον υποτάσσει στο ρόλο του «αμόρφωτου», του «ακαλλιέργητου», του «ατόμου με περιορισμένες ικανότητες»κλπ.»3. Όπως ήταν λογικό, μόνο η διαβαθμισμένη εκπαίδευση μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά προς αυτή τη κατεύθυνση.

● Η συγκέντρωση ενός τεράστιου όγκου πληθυσμού που δεν έχει τίποτα στην κατοχή του, δημιουργεί την ανάγκη χειραγώγησής του και ένταξής του στην παραγωγική διαδικασία. Αρχικά η εξόντωση της προσωπικότητας του εργαζόμενου είχε αναληφθεί από την ίδια τη διαδικασία της εργασίας. Όμως η αντίσταση των ίδιων των απροσάρμοστων εργαζόμενων, οι αβέβαιες κοινωνικές συνθήκες για την καπιταλιστική ιδιοκτησία και οι υψηλές ιδιωτικές δαπάνες πειθάρχησης, οδήγησαν στο σχολικό μηχανισμό τον κεντρικά σχεδιασμένο.
Αποτελεί δηλαδή η δωρεάν εκπαίδευση ένα σημαντικό κομμάτι του κοινωνικού κράτους που αναδύεται στις αρχές του 19ου αιώνα.

● Συγχρόνως η εκπαίδευση πρέπει να συμβάλλει και στην εδραίωση του έθνους-κράτους. Στα πλαίσια της αστικής ιδεολογίας τα κοινά συμφέροντα του ενιαίου έθνους, του ενιαίου λαού, της μιας γλώσσας, θρησκείας, πολιτισμού τα εκφράζει άριστα η κρατικά ρυθμισμένη εκπαιδευτική δομή. Αυτή η διάσταση της εκπαίδευσης την οδηγεί ώστε να πάρει διαφορετικά χαρακτηριστικά για την κάθε χώρα. Στην Ελλάδα για παράδειγμα αυτός ο χαρακτήρας της εκπαίδευσης διατηρείται μειούμενος, ακόμη και στις μέρες μας.

Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα γίνεται πλήρως κατανοητό ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να επιφορτιστεί τη διαμόρφωση του εργατικού δυναμικού σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Στόχος του η προετοιμασία και η επιλογή των ατόμων που θα αναλάβουν θέσεις στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας αλλά και στην αποδοχή εκ μέρους τους των θέσεων αυτών.

Γενικεύεται και παγιώνεται πλέον η πυραμιδική εκπαιδευτική δομή σε τρεις βασικές βαθμίδες: κατώτερη-υποχρεωτική, μέση-ανώτερη, και ανώτατη. Υπάρχει αντιστοιχία των βαθμίδων αυτών με την κοινωνική αλλά και την παραγωγική ιεραρχία. Μια μορφή εκπαίδευσης διαμορφώνει χειρώνακτες, μια άλλη κατώτερα στελέχη κ.ο.κ.
Η πρόσβαση είναι ελεύθερη αλλά και υποχρεωτική για όλους μόνο για την κατώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης η οποία και αποτελεί την κοινωνικά αναγκαία εκπαίδευση των κατώτερων τάξεων. Τα χαρακτηριστικά της είναι η πειθαρχία, το τελετουργικό, η καταπίεση, η επιβολή κανόνων και αξιών (ηθικών, θρησκευτικών, εθνικών) και όλα αυτά παρουσιαζόμενα ως αυτονόητα.

Η μέση εκπαίδευση συμπληρώνει την κατώτερη, ως προς την ιδεολογική λειτουργία, αλλά σε έναν ανώτερο βαθμό πιο «επιστημονικό» και φορμαλιστικό, προς ένα ανώτερο επίπεδο του διαχωρισμού πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας. Έχει σαφή προσανατολισμό στο μελλοντικό επάγγελμα (ή επαγγέλματα) του εκπαιδευόμενου. Η πειθαρχία είναι βίωμα των μαθητών, δεν την αμφισβητούν όπως την αμφισβητούσαν – ασυνείδητα ίσως – στην προηγούμενη βαθμίδα, ενώ η αυστηρότητα, η σκληρότητα και η αυταρχικότητα είναι πιο έντονες. Ο χαρακτήρας αυτός καθώς και οι διάφορες αντιφάσεις της εκπαίδευσης, είναι που οδηγούν πολύ συχνά σε ξεσπάσματα της νεολαίας.

Με την σταδιακή επιβολή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η πρακτική εργατική εμπειρία (που τις περισσότερες φορές αποτελεί γνώση αιώνων) απαλλοτριώνεται από το κεφάλαιο, διαμορφώνεται εκ νέου μέσω της παραγωγής και παρουσιάζεται αφηρημένο πλέον ως «ουδέτερη γνώση», «αντικειμενική αλήθεια» και «για το καλό της κοινωνίας».
«Αφού λοιπόν η συλλογική, πρακτική γνώση διαχωρίστηκε σε επιστήμη, έγινε απαραίτητη η δημιουργία ενός διακριτού θεσμού ο οποίος να την αναπτύσσει και ταυτόχρονα να παράγει εκείνη την ειδικευμένη εργατική δύναμη που θα ενσωματώσει ξανά παραγωγικά την επιστημονική γνώση μέσα στο συνολικό κύκλο αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αυτός ο θεσμός είναι το πανεπιστήμιο, το οποίο, ως ανώτερη βαθμίδα της καπιταλιστικής εκπαίδευσης, επεξεργάζεται, παρέχει και πιστοποιεί την αντικειμενοποιημένη γνώση. »4

Ειδικότερα στην ελλάδα δεν υπάρχει μία και μοναδική επίσημη κρατική ιδεολογία που να διοχετεύεται μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα. Πολύ σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι ο αρχικός προσανατολισμός της ελληνικής εκπαίδευσης είναι ο εθνικιστικός χαρακτήρας, ο οποίος συμβάλλει στην διαμόρφωση της ταυτότητας του νεοελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα επιχειρείται και η σύνδεση με τον δυτικοευρωπαϊκό κλασικισμό στην προσπάθεια εξευρωπαϊσμού.
Πάρα πολύ νωρίς σε σχέση με τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, το 1834 εκδίδεται το διάταγμα για την οργάνωση των δημοτικών σχολείων (έργο του αντιβασιλέα Maurer) με το οποίο θεσπίζεται ο δωρεάν χαρακτήρας του εκπ/κού συστήματος (η συνεισφορά των γονέων προσδιοριζόταν από τους δήμους) καθώς και η υποχρεωτικότητα στην Α’θμια εκπαίδευση (προβλεπόταν πρόστιμο για τους γονείς που δεν έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο). Η υποχρεωτικότητα της εκπαίδευσης θα γίνει 50 χρόνια αργότερα στην Ευρώπη (1882 στη Γαλλία, 1884 στη Γερμανία), ενώ η δωρεάν εκπαίδευση θα καθιερωθεί ολοκληρωτικά στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα (στις ΗΠΑ το 1850-1860).

Η μεγάλη άλωση

Ο ρόλος της εκπαίδευση κατά την μετάβαση στον ολοκληρωτικό βιομηχανικό καπιταλισμό του τέλους του 19ου – αρχές 20ου αιώνα φαίνεται ότι ενισχύεται σημαντικά. Μία από τις κύριες λειτουργίες του εκπαιδευτικού συστήματος είναι και η απόσπαση συναίνεσης σε πλήθος επιλογών της άρχουσας τάξης και του καπιταλισμού. Από τις ηθικές αξίες, τα δημοκρατικά ιδεώδη έως τα εθνικά προτάγματα και θρησκευτικά πιστεύω. Δημιουργείται η συνείδηση ότι τα άτομα που λαμβάνουν συγκεκριμένης μορφής εκπαίδευση και αποκτούν συγκεκριμένη ειδίκευση, συγκροτούν µία ειδική κοινωνική οµάδα, ξεχωριστή από τις άλλες, µε «εγγενή χαρίσµατα» και «εξαιρετικές» γνώσεις και προσόντα ώστε να αποστασιοποιούνται από τις άλλες οµάδες.
Ενώ στο μέτωπο της ταξικής πάλης οι εργάτες πετυχαίνουν μια σειρά από νίκες, οι εξεγέρσεις αλλά και οι επαναστάσεις που ξεσπούν δείχνουν ότι φτάνει η ώρα του τέλους του καπιταλισμού, από την άλλη έρχεται και η ενσωμάτωσή τους, η αποδοχή του ρόλου, της θέσης και εν τέλει της τάξης τους. Τα συνδικάτα, τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι προλετάριοι «προσαρμόζονται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και η «άλωση» γινόταν αναπόφευκτη… Από τη μια η εχθρότητα ενάντια στο κεφάλαιο και από την άλλη η προσπάθεια αναγνώρισης και εξασφάλισης εντός της καπιταλιστικής σχέσης.»5
Κάτω από το φόβο της επανάστασης, ανάμεσα στα άλλα γενικεύεται η δωρεάν δημόσια διαβαθμισμένη παιδεία. Η εμπλοκή του κράτους στην εκπαίδευση πλέον ολοκληρώνεται. Το κράτος παρουσιάζεται ως ένας θεσμός που υπερβαίνει τα ταξικά συμφέροντα και αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό μηχανισμό για την μεταβίβαση αξιών στους νεότερους. Γεγονός που δεν είναι άσχετο και με το δέσιμο των προλετάριων από το άρμα των εθνικών κρατών το οποίο τους οδήγησε στην αλληλοσφαγή του 1ου παγκοσμίου πολέμου.

Τειλορισμός – Φορντισμός

Οι μεγαλύτερες ίσως αλλαγές στην εκπαιδευτική διαδικασία γεννήθηκαν την εποχή της κρίσης κερδοφορίας του καπιταλισμού και ολοκληρώθηκαν τα επόμενα χρόνια έως το τέλος της δεκαετίας του 1960. Η επιστημονική ορθολογική οργάνωση της εργασίας με τον κατακερματισμό και προγραμματισμό μέσα στα εργοστάσια που προτάθηκε από τον Τέιλορ και εφαρμόστηκε αρχικά στο εργοστάσιο του Φορντ έδωσε σημαντική ώθηση στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.
Οι νέες τεχνικές διεύθυνσης της παραγωγής, δεν θα είχαν καμία τύχη αν δεν αναδιαρθρώνονταν αντίστοιχα και το σύνολο της παρεχόμενης παιδείας. Η τεράστια εξειδίκευση, ο κατακερματισμός, η αποσπασματικότητα και συσσώρευση της γνώσης αλλά και η εξαντλητική αξιολόγηση, η στρατιωτικοποίηση των σχολείων με τα εξαντλητικά ωράρια και την πειθαρχία αποθεώνονται.
Όλα τα κράτη προσπαθούν να ακολουθήσουν, και προσαρμόζουν τα εκπαιδευτικά τους συστήματα.
Επιχειρείται για πρώτη φορά η άμεση σύνδεση των σχολείων, σχολών, πανεπιστημίων με την αγορά, αλλά και η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά, παραμερίζοντας χωρίς κανέναν ενδοιασμό τα ιδεολογήματα περί “ουδέτερης γνώσης” αφού τώρα σημαία είναι η “χρήσιμη γνώση”.

Στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο μετά κυρίως το 2ο παγκόσμιο πόλεμο (και δια μέσω αυτού) ο Κευνσιανισμός6 αποτελεί την επιλογή για την αύξηση της παραγωγικότητας και την διαχείριση της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Η μαζικοποίηση των πανεπιστημίων αυτή τη περίοδο και η πολυταξική σύνθεση του πληθυσμού τους, μπορούμε να πούμε ότι ήταν αποτέλεσμα τριών τάσεων:
● της αύξησης της ζήτησης για διοικητικές και άλλες μη άμεσα παραγωγικές δεξιότητες.
● της “προλεταριοποίηση” αυτών των κατηγοριών ώστε οι απαιτήσεις τους και τα προνόμιά τους να ευθυγραμίζονται με την κερδοφορία του κεφαλαίου.
● της πάλης της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων για μεγαλύτερη πρόσβαση με στόχο την κοινωνική ανέλιξη.
Έτσι το πανεπιστήμιο παράγει και καταρτισμένους-ειδικευμένους προλετάριους αλλά και διευθυντικά στελέχη, γεγονός το οποίο δημιουργεί αυταπάτες περί κοινωνικής ανόδου στις κατώτερες τάξεις.
Τη μαζικότητα αυτή των πανεπιστημίων ακολούθησε η κρίση «Το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού και ιδιαίτερα η σύγχρονη μεταπολεμική φάση του, χαρακτηρίζονται ακριβώς από μια ραγδαία διεύρυνση των ταξικών συγκρούσεων και παράλληλα από μια ραγδαία διεύρυνση του ρόλου των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και πρώτα απ’ όλα του εκπαιδευτικού μηχανισμού. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η νεολαία ριζοσπαστικοποιήθηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς, σ’ όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και πρόβαλε στο πολιτικό προσκήνιο σαν κοινωνική δύναμη. Η κρίση της εκπαίδευσης ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα αυτής της ριζοσπαστικοποίησης.»7

Στην ελλάδα

Το 1964-65 καθιερώθηκε η δωρεάν παροχή της παιδείας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες (στοιχειώδη, μέση, ανώτερη και ανώτατη) και καταργήθηκε κάθε οικονομική επιβάρυνση (εκπαιδευτικά τέλη, δίδακτρα, εξέταστρα, βιβλία) μαθητών και φοιτητών. Η δημοτική έγινε η αποκλειστική γλώσσα της διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο και ισότιμη με την καθαρεύουσα στο Γυμνάσιο και Λύκειο. Διδάσκοντες και διδασκόμενοι και των τριών βαθμών της εκπαίδευσης ήταν ελεύθεροι να χρησιμοποιούν στο γραπτό και προφορικό λόγο τη δημοτική. Ακόμη, καταργήθηκαν οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Γυμνάσιο και επεκτάθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση από 6 σε 9 έτη.
Η μαζικοποίηση των πανεπιστημίων και η νεολαιίστικη έκρηξη λαμβάνουν χώρα μετά τη μεταπολίτευση. Το πασοκ εφαρμόζει μια κεϋνσιανή πολιτική στο δημόσιο τομέα και καθυστερημένα συγκροτεί ένα υποτυπώδες κοινωνικό κράτος το οποίο ήταν καταδικασμένο ήδη από τη δημιουργία του.

Ο νεοφιλελευθερισμός

Η φάση ανάπτυξης των νεολαιίστικων εργατικών κινημάτων και των ελπίδων που γέννησαν, οδήγησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 σε οικονομική κρίση τον καπιταλισμό. Η εποχή της κεϋνσιανής ρύθμισης της αγοράς είχε φτάσει στα όριά της. Οι νέες ιδεολογίες του νεοφιλελευθερισμού, του μονεταρισμού8, της αυτορυθμιζόμενης αγοράς εισβάλλουν, και η παιδεία έρχεται και εδώ να παίξει το ρόλο της. Σε όλες τις χώρες προωθούνται μεταρρυθμίσεις της εκπαίδευσης που ακολουθούν κάποιους κοινούς βασικούς άξονες:
Αναδιοργανώνεται η σχέση γενικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης και ο διαχωρισμός μεταξύ των δύο γίνεται εμφανώς ταξικός.
● Οι διακυμάνσεις της αγοράς εργασίας αντανακλούν άμεσα στην εκπαίδευση, εισάγεται η ειδίκευση-μαθητεία πάνω στην παραγωγή.
● Αυξάνεται η εντατικοποίηση σε όλες τις βαθμίδες.
● «
εγκαινιάζονται μια σειρά νέοι θεσμοί και λειτουργίες που υποβοηθούν, με ιδεολογικό τρόπο, το καναλιζάρισμα των εκπαιδευόμενων προς τις διαφορετικές επαγγελματικές και εκπαιδευτικές κατευθύνσεις, ενώ επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τη συναίνεση των εκπαιδευόμενων προς τις διαδικασίες επιλογής (καθηγητές “σύμβουλοι”, ο “επαγγελματικός προσανατολισμός” σαν μάθημα κλπ.»9
● Εισάγονται μια σειρά από θεσμικές ρυθμίσεις (συμμετοχή φοιτητών στη λήψη αποφάσεων, μαθητικά συμβούλια, σύλλογοι γονέων κτλ.) που στόχο έχουν την εκτόνωση και το καναλιζάρισμα των εκπαιδευόμενων μέσα στα προκαθορισμένα δημοκρατικά πλαίσια.

Να δεις τι σου ‘χω για μετά…

Το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα απαιτεί εργαζόμενους παραγωγικούς σε διάφορα επαγγέλματα, ευπροσάρμοστους, να μαθαίνουν εύκολα, να αλλάζουν δουλειές συνεχώς, και να μένουν άνεργοι για μεγάλα διαστήματα. Επίσης πρέπει να έχουν ικανότητα συνεργασίας, ομαδικό πνεύμα, να είναι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους, να ταυτίζονται με τους στόχους της επιχείρησης που εργάζονται αλλά και με τους στόχους του κράτους.

Δεδομένου της νέας κρίσης εκμετάλλευσης που διανύει το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, και της ήττας των ταξικών αγώνων, η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ήδη ξεκινήσει.
Σύμφωνα με το υπουργείο: η εκπαίδευση «σπάει» σε τυπική (το οργανωμένο σύστημα απ’ το σχολείο έως το πανεπιστήμιο), μη τυπική (κάθε άλλη δημόσια η ιδιωτική εκπαιδευτική δομή) και άτυπη (οποιαδήποτε δραστηριότητα έχουμε στον ελεύθερο χρόνο μας και πιστοποιείται). Τελικός στόχος είναι η ισοπέδωση πτυχίων, πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, τα οποία θα αποτελούν ένα σύνολο «προσόντων», που θα κρίνει ο εργοδότης μέσω του θεσμοθετημένου Εθνικού Πλαισίου Προσόντων.

«Η όλο και πιο πολύ υπαγόμενη στα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια εκπαίδευση, από υπόθεση του «συνολικού κεφαλαιοκράτη» τείνει να γίνει αυστηρά ιδιωτική επένδυση του ατόμου, του ίδιου του εργαζόμενου σε «μορφωτικό κεφάλαιο». Τα εξατομικευμένα προγράμματα σπουδών και οι προωθούμενοι μηχανισμοί «διά βίου κατάρτισης» ανταποκρίνονται στην ανάγκη της παγκοσμιοποιούμενης κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και ελέγχου της λεπτής και εύκαμπτης ισορροπίας μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης»10

1 Δ.ΠΑΤΕΛΗΣ η παιδεία ως συνιστώσα της δομής και της ιστορίας της κοινωνίας, Εκπαίδευση και αξιολόγηση (στο ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ εκδ.Σαββάλας 2002)

2 Κ. ΜΑΡΞ το κεφάλαιο, τομ.1, σελ. 184

3 Γ.ΜΗΛΙΟΣ “Εκπαίδευση και Εξουσία” Εκδόσεις Κριτική 1993 σελ.80

4 Από τον πρόλογο της εκδοτικής ομάδας «Κόκκινο Νήμα» στο βιβλίο “Κρίση, Αναδιάρθρωση & Ταξική Πάλη στα Πανεπιστήμια” Ιούνης 2008

5 Από την μπροσούρα της Ομάδας ενάντια στον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας “Σκοτώνουν τα άλογα στη δουλειά και όταν γεράσουν τα θάβουν ιδίοις εξόδοις” Μάρτιος 2008 σελ.13

6 Κευνσιανισμός: Σε περιόδους ύφεσης το κράτος δαπανά σημαντικά κεφάλαια σε επενδύσεις και δημόσια έργα με στόχο την αύξηση της απασχόλησης ώστε να κινηθεί η αγορά και να επέλθει οικονομική δραστηριότητα. Επιτυγχάνεται ανάπτυξη μέσω της αύξησης της κατανάλωσης που με τη σειρά της αυξάνει την παραγωγή.

7 Γ.ΜΗΛΙΟΣ “Εκπαίδευση και Εξουσία” Εκδόσεις Κριτική 1993 σελ.128

8 Μονεταρισμός: ρύθμιση της ποσότητας του χρήματος που κυκλοφορεί (κυρίως σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού) μέσω της μείωσης των μισθών, ώστε να μειωθεί η ζήτηση, άρα και η κατανάλωση και έτσι να συγκρατηθούν οι τιμές.

9 Γ.ΜΗΛΙΟΣ “Εκπαίδευση και Εξουσία” Εκδόσεις Κριτική 1993 σελ.140

10 Δ.ΠΑΤΕΛΗΣ ανω-κατωποίηση της παιδείας και αναβάπτιση της υποβάθμισης (περιοδικό OYTOΠIA τ.45)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *