«Θα χυθεί αίμα!»

Μ’ αυτή την απειλητική λακωνική φράση, ένας από τους πολλούς διατεταγμένους στην υπηρεσία του κεφαλαίου υπουργούς των τελευταίων ετών –στη συγκεκριμένη περίπτωση ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Λοβέρδος–, είχε εγκαινιάσει στις αρχές του 2010 τα μέτρα λιτότητας που μέσα σε τρία χρόνια θα εξελίσσονταν σε μέτρα πλήρους απαξίωσης της εργασιακής μας δύναμης και γενικευμένης φτωχοποίησης και ταπείνωσης. Πράγματι, τόσο το εν λόγω σκουπίδι όσο και όλοι οι συνάδελφοί του που τον διαδέχτηκαν σ’ αυτό το πόστο φρόντισαν να κάνουν πράξη τα λόγια του:

– οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν κατά 43% σε σχέση με το 2007 που ήταν η τελευταία χρονιά πριν το ξεκίνημα της κρίσης και την εποχή των μνημονίων

– η ανεργία ανήλθε στο 27.9% (στις γυναίκες 31,6% και στους νέους κάτω των 25 ετών 62,9%), ήτοι 1.400.000

άνεργοι ή μάλλον στη μαύρη εργασία -η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία υπερβαίνει το 36%

– όσοι είχαν μια αξιοπρεπή σύνταξη πάνω από 1.000 ευρώ, την είδαν να περικόπτεται δραματικά

– οι μισθοί μειώθηκαν έως και 40%, σε πολλές περιπτώσεις

– το πιο παραγωγικό, υποτιμημένο και πολιτικά αδύναμο κομμάτι της εργατικής τάξης, οι μετανάστες εργάτες, όταν δεν πυροβολούνται στα φραουλοχώραφα των αφεντικών, κλειδώνονται –μαζί με τους άστεγους και τους τοξικομανείς– στους αστυνομικούς χώρους αποθήκευσης απαξιωμένης εργασίας

– νοσοκομεία κλείνουν ή υπολειτουργούν

– ο πρόσφατος νόμος για τη δ/θμια εκπαίδευση επιχειρεί να πετάξει τα μισά παιδιά έξω από το λύκειο (και κατ’ επέκτασιν τη γ/θμια εκπάιδευση)

Όλη η εργατική τάξη –άνεργοι, εργάτες, υπάλληλοι, νοικοκυρές και σπουδαστές– έχουμε φάει τη μεγαλύτερη ήττα από τη μεταπολίτευση και μετά.

Παράλληλα, σε όσες επιχειρήσεις εξακολουθούν να λειτουργούν, τα αφεντικά έχουν στήσει πάρτυ. Από την ανάλυση των ισολογισμών των επιχειρήσεων που έδωσε (Ιούλιος 2013) στη δημοσιότητα η εταιρεία ICAP, οι 2.157 από αυτές (ποσοστό 48,3%) παρουσίασαν επίσημα κέρδη το έτος 2012 της τάξης των 3,83 δισεκατομμυρίων ευρώ! Σ’ αυτές τις επιχειρήσεις η αύξηση των κερδών έφτασε το 75%! Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την εταιρία ΑΚΤΩΡ (Μπόμπολας) με κέρδη 184,6 εκατ.ευρώ το 2012 , έναντι 95,8 εκατ. το 2011.

ΠΑΜΕ ΛΙΓΟ ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ

Κάτω από την πίεση των ταξικών αγώνων της δεκαετίας του ’70, και προσπαθώντας να διαχειριστεί το «κοινωνικό κόστος» της κρίσης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης, το κράτος είχε αναγκαστεί τη δεκαετία του ’80 να αυξήσει τόσο τον άμεσο όσο και το έμμεσο (κοινωνικό) μισθό των εργαζομένων. Υποχρεωμένες να ισορροπήσουν ανάμεσα στις δύο βασικές, αλλά αντιφατικές μεταξύ τους λειτουργίες του κράτους, την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τη νομιμοποίηση των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων, οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου προχώρησαν σε «γενναίες» μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο τομέα που συμπαρέσυραν και τους μισθούς στον ιδιωτικό. Ταυτόχρονα έκαναν επενδύσεις στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας και της παιδείας χωρίς, όμως να εξασφαλίσουν επιπλέον κρατικά έσοδα μέσω της φορολόγησης του ιδιωτικού κεφαλαίου ή να κάνουν προσπάθειες για να περιοριστεί η μικροαστική παραοικονομία, η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή των μικρών και μεγάλων αφεντικών. Έτσι, η εισοδηματική πολιτική και η δημιουργία ενός υποτυπώδους «κράτους πρόνοιας», η οποία δε θα ολοκληρωθεί ποτέ, θα συμβάλλουν στη διόγκωση του δημόσιου χρέους. Από το 22,9% του ΑΕΠ που ήταν το 1980 θα ανέβει στο 47,8% το 1985, για να φτάσει στο 79,6% του ΑΕΠ το 1990.

Την περίοδο από το 1990 ως το 2009 το εθνικό κεφάλαιο και το κράτος του προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την «κρίση του χρέους», δηλ. την κρίση των ταξικών σχέσεων, με αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος, με ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων για τους νέους, με νόμους επί νόμων για την πειθάρχηση των μεταναστών και τον έλεγχο των ροών της μετανάστευσης, με περικοπές επιδομάτων, μισθών και κοινωνικών παροχών. Παρά τις σημαντικές επιτυχίες που σημείωσε το ελληνικό κεφάλαιο την περίοδο 1996–2004 (αυξήθηκε ο βαθμός εκμετάλλευσης και η κερδοφορία των επιχειρήσεων), η κρίση δεν αντιστράφηκε οριστικά υπέρ του κεφαλαίου. Όλα αυτά τα μέτρα υποτίμησης, πειθάρχησης και διαίρεσης της εργατικής τάξης, και η, μέσω αυτών, απόπειρα μετακύλισης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στους ίδιους τους εργαζόμενους, δεν απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς.

Αυτό οφειλόταν σε πολλούς λόγους: το 2004-5, λόγω της μείωσης της εσωτερικής ζήτησης που έφερε η ολοκλήρωση της προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς αγώνες, μειώθηκαν οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της παραγωγικότητας. Η ανάκαμψη που ακολούθησε το 2006-7 στηρίχτηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, τις κρατικές επενδυτικές και αναπαραγωγικές δαπάνες, και την ανάπτυξη του οικοδομικού τομέα που τροφοδοτήθηκαν από φτηνό πιστωτικό χρήμα καθώς τα πραγματικά επιτόκια παρέμεναν πολύ χαμηλά χάρη στην εισαγωγή του ευρώ και τον υψηλότερο πληθωρισμό σε σχέση με την ευρωζώνη. Εντούτοις, οι παραγωγικές επενδύσεις δεν ανέκαμψαν στο προηγούμενό τους επίπεδο με αποτέλεσμα να παραμείνει χαμηλός ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας. Καθώς όμως σημειώθηκαν υψηλά ποσοστά ανάπτυξης και χαμηλό ποσοστό ανεργίας, η διαπραγματευτική ισχύς της εργατικής τάξης αυξήθηκε με αποτέλεσμα τη συνέχιση της ανοδικής πορείας των μισθών με ρυθμό ταχύτερο από την παραγωγικότητα.

Έτσι λοιπόν, παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της περιόδου 2000-2007, το δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ, γιατί από τη μια μεριά οι δημόσιες δαπάνες που σχετίζονται με τους μισθούς στο δημόσιο τομέα, την υγειονομική περίθαλψη και την «κοινωνική προστασία» (επιδόματα και συντάξεις) αυξάνονταν συνεχώς κατά την περίοδο αυτή λόγω των υψηλών κοινωνικών απαιτήσεων, ενώ από την άλλη μεριά η φορολογία επί των κερδών του κεφαλαίου μειωνόταν συνεχώς (από 40% το 2000 έφτασε το 25% το 2007).

Ενώ εμείς είχαμε πετύχει να μειώσουμε το βαθμό εκμετάλλευσής μας, οι καπιταλιστές (επειδή η ζήτηση συνέχισε να αυξάνεται από το 2004 λόγω των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης) είχαν τη δυνατότητα να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων και επομένως να περιορίζουν την πτώση των περιθωρίων κέρδους που οφειλόταν στην αύξηση του κόστους εργασίας. Αυτή η επιχείρηση μεταφοράς της πίεσης του ανταγωνισμού στους εργαζόμενους δεν ήταν επιτυχής μέχρι και το 2009. Ως εκ τούτου, η πολιτική της «κρίσης του χρέους», που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των τοκογλύφων δανειστών από ένα πιθανό μορατόριουμ πληρωμών, συνοδεύτηκε από την πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης». Αυτό που προπαγανδίστηκε στις αρχές του 2010 ως «εκβιασμός των δανειστών» ήταν η συνειδητή προσπάθεια του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους να αλλάξει το συσχετισμό δύναμης υπέρ του κεφαλαίου.

ΑΠΟ ΠΟΥ ΑΝΤΛΟΥΝ ΤΟ ΘΡΑΣΟΣ ΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΣΩΤΗΡΕΣ; (Ή ΠΩΣ ΚΥΒΕΡΝΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΓΑΛΕΡΕΣ)

Όταν παρακολουθεί κανείς στα μήντια το λόγο του ακροδεξιού υπουργού υγείας Άδωνι Γεωργιάδη –ένα ακόμα σκουπίδι που αναγκαζόμαστε να αναφέρουμε εδώ ονομαστικά (είναι πολλοί, δεν φτάνει το σχοινί!) – εντυπωσιάζεται απ’ την γκαιμπελική προπαγάνδα των κυβερνητικών «πιράνχας»: το κράτος, λέει, κάνει αγώνα ενάντια στη σπατάλη, τη διαφθορά, την «προκλητή ζήτηση» υπηρεσιών υγείας, τον παράνομο πλουτισμό και τη φοροδιαφυγή των γιατρών!

Οι μονόφθαλμοι, λέει μια παροιμία, βασιλεύουν στους τυφλούς. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ξεκάθαρους απατεώνες που παρουσιάζονται ως «φίλοι του λαού». Ας δούμε πώς απαξίωσαν σταδιακά τον υλικό και ανθρώπινο εξοπλισμό των νοσοκομείων: Στην αρχή έκαναν δραστική μείωση των κρατικών δαπανών για τα λειτουργικά έξοδα των νοσοκομείων κατά 60% και μείωσαν τις εφημερίες. Ο κακομοίρης ασθενής –αν είναι μάλιστα και λίγο δεξιούλης– άρχισε να βρίζει τους γιατρούς που δεν μπορούσε να βρει στις εφημερίες. Μετά τον έβαλαν να πληρώνει πέντε ευρώ εισιτήριο. Αν ήταν ανασφάλιστος υποχρεώθηκε να πληρώνει το κόστος εξετάσεων και νοσηλίων. Συγχρόνως άρχισε να γίνεται μερική μετακύλιση του κόστους ιατρικών πράξεων και εξετάσεων ακόμα και στους ασφαλισμένους. Τι σκέφτηκε ο κακομοίρης; Ότι οι γιατροί θέλουν να του τα πάρουν! Μετά άρχισε να γίνεται βίαιη συρρίκνωση του αριθμού των εργαζόμενων με κατάργηση οργανικών και υπαρχουσών θέσεων και να καταργούνται νοσοκομειακές μονάδες, τμήματα-κλινικές και κρεβάτια. Τι του είπαν του κακομοίρη; Ότι το κράτος χτυπάει τη διαφθορά και γλυτώνει τον «φορολογούμενο πολίτη» από διοικήσεις «που έκαναν αθέμιτες συναλλαγές, αγοράζοντας άχρηστα υλικά για μονάδες που δε λειτουργούσαν σωστά και έπρεπε να συγχωνευτούν, για το καλό του». Και ο κακομοίρης το πίστεψε… Μετά του είπαν ότι «θα πληρώνει επιπλέον 25 ευρώ νοσήλια», «θα γίνει δοκιμαστική εφαρμογή κοινής διοίκησης σε νοσοκομεία του ΕΣΥ και σε ιδιωτικά» και «θα παραχωρηθούν κρεβάτια σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες». Και ενώ του έδειχναν τη σελήνη, ο κακομοίρης κοιτούσε το δάχτυλο…

Την ίδια τακτική ακολούθησε η εξουσία και στα σχολεία: πρώτα συγχωνεύσεις, μετά αύξηση του ωραρίου ώστε να προκύψουν «υπεράριθμοι», μετά σταδιακή κατάργηση της δημόσιας επαγγελματικής εκπαίδευσης, μετά υποβάθμιση των ολοήμερων δημοτικών, μετά η κατασκευή ενός λυκείου για λίγους και η μετατροπή των αποκλεισμένων μαθητών σε μια μάζα ημι-καταρτισμένων στα απαξιωμένα και ανδροκρατούμενα επαγγελματικά λύκεια (μιας και όλες οι «γυναικείες» ειδικότητες καταργήθηκαν).

Θα ήταν όμως άδικο να ισχυριστούμε ότι η ισχύς της εξουσίας είναι απλά η ηλιθιότητα των υπηκόων της. Το καπιταλιστικό κράτος έχει άπειρους συνεργάτες. Γιατί κι αυτοί που ισχυρίζονται ότι της αντιτίθενται δε φαίνεται να είναι καλύτεροι. Ας θυμηθεί μόνο κανείς πώς έσπευσαν τα επίσημα κόμματα της Αριστεράς να καταδικάσουν ως «προβοκάτορες» τους εργάτες, τους αγρότες και τους μικρομαγαζάτορες της Χαλκιδικής που έβαλαν μπουρλότο στα οχήματα της εταιρίας χρυσού El Dorado Gold που λυμαίνεται τα δάση και το υπέδαφος της περιοχής τους. Το ίδιο είχαν κάνει και στο Σύνταγμα το καλοκαίρι του 2011 εναντίον όσων τόλμησαν να αντισταθούν στους μπάτσους που έπνιγαν με χημικά τον κόσμο. Για να μη μιλήσουμε για το πλήθος των απεργοσπαστών.

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;

Κατ’ αρχήν να κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας. Όσοι απεργούμε σήμερα δεν είμαστε «αθώα θύματα». Δεν υπάρχουν εξ ορισμού αθώοι. Αυτό μπορεί να ακούγεται παράξενο: «Ώστε έχει δίκιο η κυβέρνηση που λέει ότι ‘όλοι μαζί τα φάγαμε’, ότι ‘όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις έπρεπε να τις είχαμε κάνει πριν έρθουν οι δανειστές’ και ότι ‘καταναλώναμε περισσότερα απ’ όσα παράγαμε’». Καμία σχέση! Ακριβώς το αντίθετο: Η εργατική τάξη παράγει περισσότερα απ’ όσα καταναλώνει. Πολύ τους φάγαμε στη μάπα, κι αυτούς και το κωλοσύστημα. Αναπόφευκτα όμως έχουμε κι εμείς τις ευθύνες μας γιατί

– ως δάσκαλοι εξακολουθούμε να τραβάμε τα παιδιά στις εθνικές παρελάσεις και να παίζουμε το παιχνίδι της ιδεολογικής καθοδήγησης αυτών που αύριο θα γίνουν κρέας για τα κανόνια και για τις επιχειρήσεις

– ως γιατροί επιδιορθώνουμε την εργατική τους δύναμη για να ξαναγυρίσουν στο μεροκάματο

– ως «παραγωγικοί εργάτες» χτίζουμε τα στρατόπεδα και φτιάχνουμε τα συρματοπλέγματα που θα εγκλωβίσουν τα ταξικά αδέλφια μας που περισσεύουν

– ως οδηγοί κυκλοφοράμε τα εμπορεύματα και πραγματοποιούμε την υπεραξία που κάποιοι άλλοι παρήγαν κλεισμένοι μέσα σε τέσσερις υγρούς τοίχους εργοστασίων

– ως πληροφορικάριοι φτιάχνουμε τα προγράμματα που καταγράφουν ηλεκτρονικά όλες τις δραστηριότητες των σχολείων, των νοσοκομείων, των δρόμων ώστε να ξέρει η εξουσία ποιους θα βγάλει «υπεράριθμους», «διαθέσιμους», «κινητικούς» ή «προβοκάτορες».

– ως εργαζόμενοι, άνεργοι, σπουδαστές, μαθητές, φοιτητές, συνταξιούχοι έχουμε αποδεχτεί και εσωτερικεύσει τον κατακερματισμό που επιβαλλει ο κλαδικός και θεσμικός συνδικαλισμός.

Όσο διεκδικητικοί κι αν υπήρξαμε στο παρελθόν, όσο και αν τους αναγκάσαμε να πληρώσουν από τη μεταπολίτευση και μετά, δεν ξεχνάμε ότι σαν εργατική τάξη παραμένουμε μια τάξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είμαστε ο ένας από τους δύο πόλους της καπιταλιστικής σχέσης. Και μ’ αυτήν τη σχέση πρέπει να τελειώνουμε. Τώρα βρισκόμαστε με την πλάτηστον τοίχο. Ήμασταν κάτι, δεν είμαστε τίποτα. Αν ξαναγίνουμε κάτι καλύτερο, ίσως αυτή τη φορά ανοίξουμε το δρόμο για να γίνουμε το παν. Είμαστε αναγκασμένοι να αμυνθούμε και να διεκδικήσουμε από την αρχή τα μόνα πράγματα που αποτελούν τη δύναμή μας: τη μεταξύ μας αλληλεγγύη και το μισθό. Τον άμεσο και τον κοινωνικό μισθό (υγεία, παιδεία, επιδόματα ανεργίας κλπ).

Πρέπει να διεκδικήσουμε τη στήριξη του ενός πάνω στον άλλο, την κοινωνικότητά μας, που αλλοτριώθηκε μέσα στις συνδικαλιστικές συντεχνίες, τα κόμματα, τις σέχτες, τους μίζερους ατομικισμούς και τους ναούς της παραγωγής και της κατανάλωσης. Ο κατακερματισμός μας είναι η σημαντικότερη αιτία της ήττας που βιώνουμε τα τρία τελευταία χρόνια. Η καθημερινή ζωή του κάθε εργαζόμενου-άνεργου-συνταξιούχου έχει γίνει μια διαρκής σύγκρουση με το γειτονικό του εργαζόμενο-άνεργο-συνταξιούχο. Μόνο κατά τη σύγκρουση με τον κοινό εχθρό ξεπερνιέται αυτός ο κατακερματισμός. Όταν πέφτουν τα δακρυγόνα και επιτίθενται τα ΜΑΤ στο Σύνταγμα, τότε ο κάθε διαδηλωτής ενώνεται με τον διπλανό του.

Γι’ αυτό στηρίζουμε την απεργία των καθηγητών (και κάθε άλλη απεργία) με δράσεις που μας ενώνουν με τη βάση της κοινωνίας ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

– Μπλοκάρουμε δρόμους-αρτηρίες. Το κλείσιμο της Σταδίου ακόμη και για ολόκληρη μέρα δε δημιουργεί πρόβλημα στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ένα κλείσιμο όμως της Καβάλας στο Δαφνί στις 7:00 το πρωί; Ή κάποιου δρόμου έστω και μικρού στο λιμάνι του Πειραιά στις 6:00;

– Οργανώνουμε παρεμβάσεις με μικροφωνικές, πανό, μοίρασμα κειμένων, τρικάκια, τοπικές πορείες σε σταθμούς μετρό, πλατείες, ΔΕΗ, ΜΜΜ και δημαρχεία για να ενημερώσουμε για τα προβλήματα της εκπαίδευσης (που δεν είναι διαφορετικά απ’ αυτά της υγείας): ότι καθηγητές και μαθητές διώχνονται από τα σχολεία.

– Ενωνόμαστε σε τοπικό επίπεδο για τη διοργάνωση των παραπάνω δράσεων με απολυμένους και απεργούς φοιτητές ή εργαζόμενους κι από άλλους κλάδους του ιδιωτικού και του δημοσίου, χωρίς κανένα διαχωρισμό, απολύτως! –Όσοι είμαστε εκπαιδευτικοί αφιερώνουμε χρόνο για επικοινωνία με τους μαθητές μας. Μετατρέπουμε τα σχολεία σε κέντρα αγώνα και εμποδίζουμε τους απεργοσπάστες να μπουν μέσα στα κτίρια. Καλούμε τους μαθητές μας για ανοιχτή συζήτηση σε εθελοντική βάση ή ακόμη και σε αντιμαθήματα. Εδώ είναι το στοίχημα: πόσοι μαθητές θα συμμετέχουν;

– Η προετοιμασία μιας απεργίας γίνεται φυσικά με όρους ζύμωσης και προπαγάνδας. Η ίδια η απεργία όμως γίνεται με όρους μάχης. Την ημέρα που ξεκινάει η απεργία, η ζύμωση και η προπαγάνδα τελειώνουν. Το βάρος τώρα πέφτει στην παραδειγματική και οργανωμένη περιφρούρηση της απεργίας. Γι’ αυτό οργανώνουμε μικτές απεργιακές επιτροπές εργαζομένων-άνεργων-συνταξιούχων-γονέων-μαθητών-φοιτητών και προχωράμε σε αποκλεισμό των σχολείων και κάθε άλλου εργασιακού χώρου που απεργεί. Οι επιτροπές περιφρούρησης αποκλείουν την είσοδο των σχολείων ή των υπηρεσιών ή των επιχειρήσεων από νωρίς το πρωί την ημέρα της απεργίας, και εμφανίζονται ως μία οργανωμένη και αποφασισμένη δύναμη την κρίσιμη ώρα. Κανένας δε θα μπεί στο σχολειο ή στην υπηρεσία ή στην εταιρία για να εργασθεί. Δεν αφήνουμε τους εργαζόμενους στη μοναξιά τους. Δεν εγκαταλείπουμε τον εργαζόμενο μόνο του να απαντήσει στην ερώτηση «Τι θα κάνετε την ημέρα της απεργίας; Θα απεργήσετε;». Δεν αφήνουμε την απεργία να μετατραπεί σε σφιγμομέτρηση που απεικονίζει στρεβλά τις διαθέσεις των εργαζομένων. Δε μετράμε ποσοστά συμμετοχής στην απεργία. Η απεργία δεν είναι δημοσκόπηση. Είναι μάχη…

Ξαναβρίσκουμε το νόημα των μικρών δράσεων. Οι μεγάλες γίνανε παιχνίδι στα χέρια των ηγεσιών. Αυτές έχουν τις δικές τους πολιτικές ατζέντες και καλούν τον κόσμο σε μίζερες, νομοταγείς και άσφαιρες 24ωρες και 48ωρες απεργίες χωρίς προοπτική….

Σεπτέμβριος 2013

ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΕΡΓΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *